Новогреческий словарь
καινοζωικός
καινοζωικός
кайнозойский
;
ο ~ (αιών) — кайнозойская эра
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кайнозойский
? —
καινοζωικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καινοζωικός
? — кайнозойский
#
(ново)греческий словарь
—
αξιαγάπητος
—
αχορτασιά
—
νερομουρμούρισμα
—
αδικοθανατίζω
—
φετβάς
—
ενυδάτωση
—
παραλύω
—
περίτρομος
—
πειθαναγκάζω
—
ριζοβούνι
—
φρύγετρο
—
μικρόσχημος
—
σιροπιάζω
—
μετζάστρα
—
γλιστράω
—
μεταρσιωτικός
—
φαρμακολογικός
—
λεφτάς
—
αρκετό
—
περιστήθιο
—
σακχαρολαβίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве