|
το прилавок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прилавок? — τεζιάκι как с (ново)греческого переводится слово τεζιάκι? — прилавок — δίκιος — αναβιβάζω — σαπφισμός — χειροτερεύση — επώαση — κατεβασιά — αεριοστρόβιλος — παροτρύνω — ταξίμετρο — πρασόσουπα — δασονομία — αναθεματίζω — υποσείω — ανέμπληγος — πεντάμηνο — βυρσοδεψείον — γλυκοκοίμισμα — επιτρέπω — ροδόχρους — σοφιστεία — περιπτωσιολογία |
|||