Новогреческий словарь
επίμορτος
επίμορτ|ος
издольный
;
~ καλλιεργητής — издольщик
~ καλλιέργεια — издольщина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
издольный
? —
επίμορτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επίμορτος
? — издольный
#
(ново)греческий словарь
—
ελαιόμυλος
—
αποδεικνυόμενος
—
αξερρίζωτος
—
οκταετής
—
συβαριτικός
—
ανεπιγνώστως
—
κατακερματίζομαι
—
κουάρτο
—
φλεβίτιδα
—
ρεμβάζω
—
δασολογία
—
άλμπα
—
ρεύμα μετατόπισης
—
συλλοή
—
ανάμπαιγμα
—
υμνωδώ
—
κόσμηση
—
παράπονο
—
βλεφαρίτιδα
—
λουλούδιασμα
—
μανομετρικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве