Новогреческий словарь
ενωτικό
ενωτικό
το :
~ σημείο — грам. дефис, соединительная чёрточка; знак переноса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενωτικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υδροχόος
—
γαϊδουροφόρτωμα
—
χρωματογραφία
—
τσουβάλιασμα
—
ώρα
—
ψευδόστομα
—
άναρθρος
—
παραίτηση
—
καταντοίνω
—
εβδομηκονταετηρίδα
—
ακαταλόγιστο
—
ηλιόπληκτος
—
συγκλονίζομαι
—
αναβάνω
—
ζερδαλί
—
χρυσοποικιλτική
—
εμβέλεια
—
ανταριασμένος
—
δυσκολοπίστευτος
—
ιδανικότητα
—
έμβαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве