|
η чертовка (тж. о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чертовка? — διαβόλισσα как с (ново)греческого переводится слово διαβόλισσα? — чертовка — βαμβακοφόρος — νυφοθυγατέρα — μετεκπαιδεύομαι — κουρταλάω — στρωμίδι — κακοφέρνομαι — εξη — μαγνητοσκόπηση — ψεύδισμός — σταύρωση — φτελιά — μασημένος — αυτοπαρηγορία — πρωταρχίζω — απολυτό — φιλήδονος — στερεοποίηση — στέππα — διακινδυνεύω — παγίωση — χάσκα |
|||