Новогреческий словарь
κασόνιασμα
κασόνιασμα
το 1)
упаковка в ящик
;
2)
опалубка
(действие)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
упаковка в ящик
? —
κασόνιασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
опалубка
? —
κασόνιασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κασόνιασμα
? — упаковка в ящик, опалубка
#
(ново)греческий словарь
—
πικρίλα
—
Ενετία
—
ισόθερμος
—
ζέστα
—
ερημικά
—
διαφέγγω
—
βοτάνισμα
—
άποικος
—
καταμερίζω
—
αυτοτιτλοφορούμαι
—
αμφισβητούμενο
—
μορφωμένος
—
αξελόγιαστος
—
ημέρευση
—
αραβόφωνος
—
ξεχαρβαλώνομαι
—
ανακουφίζομαι
—
αληθοποιώ
—
σαλτέρνω
—
χρηστικότητα
—
απομόναχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве