|
(-ητος) η морщинистость, сморщенность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морщинистость? — ρικνότης как на (ново)греческом будет слово сморщенность? — ρικνότης как с (ново)греческого переводится слово ρικνότης? — морщинистость, сморщенность — πολυκαιρία — συνδιαιτωμαι — αλληλοεξαπατώμαι — απροσωπόληπτος — ανισοτιμία — φωτογραφίζω — Αϊδημήτριάτης — αμετασχημάτιστος — ζάφτι — πυκνοφυτευμένος — δεξιοτέχνης — προγονικός — ασεβής — κατηφόρισμα — ρωμαλέος — βραχύκαννος — αλατοπιπερώνω — ακυβερνησία — λειψυδρία — αρμεχτά — ανευχαρίστητος |
|||