Новогреческий словарь
μπινιάρικο
μπινιάρικο
το
близнец; двойняшка
(разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
близнец
? —
μπινιάρικο
как на
(ново)греческом
будет слово
двойняшка
? —
μπινιάρικο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπινιάρικο
? — близнец, двойняшка
#
(ново)греческий словарь
—
νερώνω
—
λάξευμα
—
χλαλοή
—
κατακρεούργηση
—
ερινεάζω
—
αμυλούχος
—
μαγαρίζω
—
δεκατετράκις
—
παρακύλημα
—
σωματομετρία
—
μισώ
—
ανατίναγμα
—
στέρεμα
—
αιδοιολείκτης
—
γεφυροθοποιός
—
σκοντάβω
—
καντάρι
—
ζενίθ
—
εγκρουστήρας
—
ευηκοΐα
—
κανονικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве