Новогреческий словарь
κόρακας
κόρακας
ο
ворон
;
===
έφαγα τόν ~α — [phrase]я наелся до отвала[/phrase]
;
βγάλε τόν ~α — [phrase]тише, перестань [/phrase] (шуметь, кашлять)
;
αμε στόν ~α! — [phrase]иди к чёрту![/phrase]
;
όταν θ'ασπρίσει ο κόρακας καί γίνει περιστέρι — [phrase]когда рак свистнет[/phrase]
;
~ κοράκου μάτι δέ βγάζει — посл. [phrase]ворон ворону глаз не выклюет[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ворон
? —
κόρακας
как с
(ново)греческого
переводится слово
κόρακας
? — ворон
#
(ново)греческий словарь
—
φυτό
—
σαρακοστιανός
—
μερκαντιλισμός
—
ορολογικός
—
γκριζομάλλης
—
μυρτόλη
—
βρόμικα
—
χολεριασμένος
—
ερμηνεύσιμος
—
αχλαδίτης
—
κλειδωνιά
—
οικογενειακώς
—
αρχαιολογία
—
λίξιάρης
—
κελαρυστά
—
εννέα
—
μπαγαποντιά
—
υστεραίος
—
ξυλοστάτης
—
τέσσερα
—
γελώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве