Новогреческий словарь
επιστρατεία
επιστρατεία
η
мобилизация
;
~ γενική (μερική) — всеобщая (частичная) мобилизация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мобилизация
? —
επιστρατεία
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιστρατεία
? — мобилизация
#
(ново)греческий словарь
—
κορμός
—
Καρολίνα
—
αντίπνοος
—
μεταμοντερνιστής
—
στρυμούρα
—
μιμητισμός
—
ξανθοκόκκινος
—
ταμπόν
—
κηρόχρόυς
—
δαφνόκούκουτσο
—
τυποποιία
—
λοιμογόνος
—
πρίσμα
—
βαριοκρούω
—
ανομία
—
ζαίνω
—
γαλάτος
—
διδαχτικός
—
κοινόλεκτος
—
περιορισμένα
—
πιτήδειος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве