|
1) грудь; 2) грудная кость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грудь? — στέρνο как на (ново)греческом будет слово грудная кость? — στέρνο как с (ново)греческого переводится слово στέρνο? — грудь, грудная кость — ραδιουργώ — αντίζυγος — βρεφοδόχος — ενηλικότης — αγγειοπώλης — λιγύφθογγος — γρασερός — ιδρυτής — παρακυλώ — καθολικά — εκεράσθην — προσκύνηση — πετροπέρδικα — εποψη — τυφλωμένος — απιστία — γλυκοπυρώνομαι — δολισμός — χί — ανηφοριά — αμυγδαλάτος |
|||