Новогреческий словарь
καμηλαύκιο
καμηλαύκιο
το церк.
камилавка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
камилавка
? —
καμηλαύκιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
καμηλαύκιο
? — камилавка
#
(ново)греческий словарь
—
πισωγύρισμα
—
τελάρο
—
βρώσιμος
—
στάντζος
—
σωφρονιστικός
—
αντιθέτως
—
μαϊμουδίστικα
—
σύνθλαση
—
γλαυκίοπις
—
εξαχρείωση
—
ογδοήντα
—
πολυτάραχος
—
αξιωσύνη
—
φουτουριστικός
—
φρίττω
—
βερμούτ
—
σαμποτέρ
—
γεροντοτρόφια
—
αφερτός
—
λεμοναδίτσα
—
γητεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве