|
прям., перен. бурный; ~η θάλασσα — бурное море; ~ βίος — бурная жизнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурный? — πολυτάραχος как с (ново)греческого переводится слово πολυτάραχος? — бурный — λουκάνικο — χρονομετρικός — φανέρωμα — αγκαθένιος — πασσαλοσανίς — κατασβήνω — παζάρι — αναρίθμητος — τσέ-τσέ — ειδημοσύνη — σκεμπές — ασταθής — ξιδρώνω — απλουτος — ποθητός — πλειοδοτών — επιστημονικά — αναλκής — πλεύση — μουκαλιτλίκι — σκλιμίτσα |
|||