Новогреческий словарь
αλληλοδιάδοχος
αλληλοδιάδοχ|ος
чередующийся
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чередующийся
? —
αλληλοδιάδοχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλληλοδιάδοχος
? — чередующийся
#
(ново)греческий словарь
—
μαντηλούσα
—
τρίχα
—
ξηραντικός
—
λοχείος
—
σιγοντάρω
—
επιδερμοφοτία
—
σωφρονιστήριο
—
σπασμός
—
στεναχώρια
—
ανακοχλιώνω
—
ασύχναστα
—
έλμινς
—
διατείνομαι
—
ενδόλεμφος
—
βαφική
—
ακυβέρνητος
—
χαρτοπολτός
—
πορνοταινία
—
ρεκλαμαδόρος
—
ωθώ
—
αλυγισία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве