|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θειαφί? — — ακρυστάλλωτος — ψαθοχώρι — αυτοθεραπεία — επιφυής — ευκολόπαρτος — αναμφίβολα — αυτοστιγμεί — φεγγαρομαγουλάτος — δυνατός — τουρίστρια — ανάθρεμμα — αξιοσυγχώρητος — χέλι — ξεκαλοκαιριάζω — γυναικίτσα — πουλημένος — σήπομαι — επαγγελματικός — βαθμολογία — μισθολόγιο — αρδευτής |
|||