Новогреческий словарь
αγγειοπλαστική
αγγειοπλαστική
η
гончарное ремесло
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гончарное ремесло
? —
αγγειοπλαστική
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγγειοπλαστική
? — гончарное ремесло
#
(ново)греческий словарь
—
αναζωγράφηση
—
ταπεινόφρων
—
εγήρασα
—
μαίευση
—
τρίπατος
—
περίθαλψη
—
διθύραμβο
—
ντουβάρι
—
νύφη
—
ανώφλι
—
ανακρούομαι
—
ασύλητος
—
ηλεκτροφωτισμός
—
παραγγελιοδοχικός
—
σαιξπηριστής
—
αποζυγώνω
—
μουσουλίνα
—
νευριάζω
—
πλακοστρώνω
—
καμηλαύκιο
—
πιπεροδοχείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве