Новогреческий словарь
επιβριθώς
επιβριθώς
сильно
;
έλκε ~! — мор. [phrase]раз, два - взяли![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сильно
? —
επιβριθώς
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιβριθώς
? — сильно
#
(ново)греческий словарь
—
πλατυπόδαρος
—
ασκορπιστός
—
ατράβηχτος
—
ψώνι
—
δραστηριοποίηση
—
αμελξη
—
στιβάνι
—
καθάρισμα
—
γονιμότητα
—
πρωτοδιοριζόμενος
—
μισγάγκεια
—
αντίποινο
—
τετράωρος
—
διαμαστίγωση
—
δραματοποίηση
—
μακρόπνοια
—
ψηλουκρυτάνα
—
ντόκ
—
ξηρόπισσα
—
καφτάνι
—
σεναριογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве