|
το колечко (тж. игра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колечко? — δακτολιδάκι как с (ново)греческого переводится слово δακτολιδάκι? — колечко — κατάκοπος — ακατάρτιστος — ιεροσυλία — αργιλοφόρος — παράγκα — πολιτιστικά — πολυφαγία — αισθηματολόγος — τριφασικός — μοσχαρήσιος — γρηγορωσύνη — στραγάλι — κερασιά — απυρπόλητος — έξοχα — δέσποτας — ετεροαιμοθεραπεία — γελοιογραφώ — ξελαχανιάζω — ποστομανία — κατασκιάζω |
|||