Новогреческий словарь
αθερινιό
αθερινιό
το
частая сеть
(для ловли мелкой рыбы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
частая сеть
? —
αθερινιό
как с
(ново)греческого
переводится слово
αθερινιό
? — частая сеть
#
(ново)греческий словарь
—
ξάκρισμα
—
επιτετραμμένος
—
μπανιαρισμένος
—
ανυπολόγιστος
—
Φεβρουάλια
—
καλοκαιρία
—
ζέβρα
—
εμπνέυω
—
δούκας
—
σοκακάς
—
υδροπότις
—
εμπότισμα
—
συνορίζομαι
—
αποκοιμιέμαι
—
εμφανιστής
—
πλακάς
—
λιβάδι
—
απαντητικό
—
βρωμόνερο
—
αυτοπαινιέμαι
—
αμπελάνθισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве