|
το крошка; κάνω ~τα — крошить; === γίνομαι ~τα — разбиваться вдребезги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крошка? — τρίμμα как с (ново)греческого переводится слово τρίμμα? — крошка — παρατηρητήριο — κοινός — αριστεροποιημένος — βομβοβόλο — θεοσέβεια — καλειδοσκόπιο — ξοπίσου — άσφαγος — αναπαυτήριο — αβασάνιστος — καταπλέω — πλειοδοσία — αίθριο — λευκο- — τριχοτομώ — ελεκτικότητα — μπουγαδοκλέφτης — εφέτος — διεπιστημονικός — φλεβαριάτικος — απαιτούμενα |
|||