Новогреческий словарь
μήλίγγι
μήλίγγι
το 1)
висок
;
2)
разум
;
===
τί λέει τό ~ίγγι σου; — [phrase]что ты говоришь? какой ты вздор несёшь?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
висок
? —
μήλίγγι
как на
(ново)греческом
будет слово
разум
? —
μήλίγγι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μήλίγγι
? — висок, разум
#
(ново)греческий словарь
—
αισχρότητα
—
μιαρότης
—
στημόνιασμα
—
κουτσονούρης
—
παρατρεχάμενος
—
μεταφέρω
—
βαριοπούλα
—
αλυση
—
γαριφαλιά
—
άφρισμα
—
ουρηθροσκοπία
—
καχυποψία
—
αλειμματιάρης
—
συνολικός
—
παρακελευσματικός
—
σύγκαψα
—
αμνηστεία
—
ολιγοχρόνιος
—
ραχιαλγία
—
αστάθμητος
—
καταστατικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве