Новогреческий словарь
πρόβολος
πρόβολ|ος
ο 1) мор.
бушприт
;
2)
волнолом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бушприт
? —
πρόβολος
как на
(ново)греческом
будет слово
волнолом
? —
πρόβολος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρόβολος
? — бушприт, волнолом
#
(ново)греческий словарь
—
χαρτοβιβλιοπωλείο
—
υπερηκοΐα
—
ζαριφλίκι
—
κοιλάδα
—
πατριδολατρία
—
υφαντουργός
—
σήμερον
—
αμερικανοκρατία
—
πυροβολάρχης
—
βουλιμία
—
ανόργανα
—
ακάλυπτος
—
γαρουφαλλόλαδο
—
διάμηκες
—
κοσμοπλημμύρα
—
αντεισηγητής
—
προστυχιά
—
γυψοκάμινος
—
διακολυμβώ
—
κουναβάκι
—
βότσαλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω