|
игуменский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово игуменский? — ηγουμενικός как с (ново)греческого переводится слово ηγουμενικός? — игуменский — στρέφομαι — ανισοψηφία — αναργος — αποξενώνω — δειλινός — φουρνίζω — αδικοσκοτωμένος — υδροκρίτης — ψυχανεμίζομαι — πολυώνυμο — αιμοβόρικος — εφτάωρος — βουλωτής — υποκρισία — στραπατσάδα — βράστη — καταιγίδα — εκλεύκανση — σά — γεφυροπλάστιγγα — μαρκάλισμα |
|||