|
срывать раньше времени (плоды); #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово срывать раньше времени? — αγουρομαζώνω как с (ново)греческого переводится слово αγουρομαζώνω? — срывать раньше времени — γκάστρωμα — διβάνιο — γηροκόμηση — επεξήγημα — αμακατζού — σκληρωτικός — σακκιά — αμύητος — αγούβιαστος — ξεσκέπασμα — διαχυτικός — ψυχεδελικός — κωλόκουρο — πομπιάζω — συγχωρητήριος — νευραλγικός — κολλώ — ξενοφοβικός — κυνισμός — αναπληρώτρια — προσθέτω |
|||