|
(-εως) η погрузка; посадка (на транспорт) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погрузка? — εμβίβαση как на (ново)греческом будет слово посадка? — εμβίβαση как с (ново)греческого переводится слово εμβίβαση? — погрузка, посадка — διδακτικός — αντρεία — υπόβλημα — παραδέρνω — πολυπόθητος — βρουχητός — δυόσμος — λουρί — σταμναγκάθι — αποψύχω — ιχθυοθήρας — οξυϋδρογόνο — δουλοσύνη — ανακλητικός — φιγουρατζίδικος — ροδέλαιο — αδενοειδής — αμφιτρύων — ατενής — λαογραφία — κατασχετήριος |
|||