Новогреческий словарь
ανα-
ανα-
приставка, означающая: 1) вверх:
αναβαίνω, αναγράφω; —
;
2) назад:
αναχωρώ; —
;
3) снова; часто:
αναβιώνω; —
αναρρίπτω; —
;
4) усиление понятия, заключённого в глаголе:
αναβοώ, ανασκάπτω —
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανα-
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χιλιαρχία
—
νόθον
—
δάκρυσμα
—
ρετουσάρω
—
γομμαλάκκα
—
γκριζομάτης
—
αυτοδιορίζομαι
—
αλειμματοκήριον
—
αισθητηριακός
—
εγκλιματισμός
—
βόσκω
—
αεραγωγός
—
σκώρ
—
διάγγι
—
έντεκα
—
θολώνω
—
χαρίζομαι
—
μπογιά
—
προσύλληψη
—
γενετικός
—
τροπολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве