|
το мор. оснастка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оснастка? — ξάρτι как с (ново)греческого переводится слово ξάρτι? — оснастка — γροικώ — πεπωρωμένος — ταχυγραφώ — αυτοτιμωριέμαι — κωλογάμητος — γλωσσοκοπανάω — υπογλυκαιμία — ονοματοθετώ — ιδιόκλιτος — κατακερματίζομαι — ξεγύμνωτος — ευπειθώ — συντετριμμένος — κορκάρι — βίσεχτος — γκρεμίζω — αμνίον — αγριομούρης — ραδιοφωνία — μπουντρούμι — σαμποτέρ |
|||