|
το бот. вереск #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вереск? — ρείκι как с (ново)греческого переводится слово ρείκι? — вереск — πρωτοδουλεύω — ξυπνητός — επίστεγο — νοσοφόρος — τρυπάνισμα — μεστός — συναγώγι — δυναμικό — μιλτώδης — βαθύφωνον — ενάμνιος — τουρκοτέκο — καυκιά — κωλοτούμπα — εξάωρος — πιπιλίζω — μισελληνικός — συντοπίτισσα — πλακόστρωτος — υδατόσφαιρα — ασύναπτος |
|||