Новогреческий словарь
δακρυογόνο
δακρυογόνο
το (чаще мн.ч.)
слезоточивый газ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слезоточивый газ
? —
δακρυογόνο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δακρυογόνο
? — слезоточивый газ
#
(ново)греческий словарь
—
αγροίκητος
—
βασιλίσκος
—
αιγυπτιώτικος
—
αειφόρος
—
ξετιμητής
—
γελοιογραφίκός
—
καβαλλέτο
—
μυέλινος
—
συλλήβδην
—
πορνείο
—
συμπεραίνω
—
οδήγηση
—
χαριτολόγημα
—
μεσοβορρας
—
οξυκέρασος
—
τέλεια
—
μυριάποδα
—
διορύσσω
—
αντιβασιλεία
—
απολαυστικός
—
νουθετούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве