|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιβαδάκι? — — καρδιά — χαυνότητα — λιπομαρτυρία — αστεροειδώς — φωλεύω — εξωνούμαι — αποσάθρωση — ξεθρακίζω — ανθοπωλείο — γράφομαι — στεγάσιμος — πεζοπορώ — σουπιέρα — υπερβέβαιος — αναθύμημα — γουναράδικο — μυροφόρος — αύλαξ — οινομανής — σέρνομαι — ασμίκρυντος |
|||