|
(-εως) ο физ. индуктор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индуктор? — επαγωγέας как с (ново)греческого переводится слово επαγωγέας? — индуктор — τηλεγραφείο — ξεπετώντας — αντίδικος — παραμελούμενος — κουνούπι — κουρντιστήρι — μηδισμός — σχετλιαστικός — συναγωνίζομαι — αχερόμυαλος — υπνιάρης — λαμνοκόπος — τηλεφωτογραφία — γιορτολόγιο — παγοπωλείο — εξηνταριά — πασίγνωστος — αλαφρώνω — καπηλεία — απειλή — μπεόπουλο |
|||