Новогреческий словарь
βρουλίδα
βρουλίδα
η 1)
коса
(волос);
2)
узел
(причёска)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коса
? —
βρουλίδα
как на
(ново)греческом
будет слово
узел
? —
βρουλίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βρουλίδα
? — коса, узел
#
(ново)греческий словарь
—
κώφωση
—
ατίνακτος
—
στατέρι
—
δεκατριπλάσιος
—
ραδιογωνιομετρικός
—
ψευδοευλάβεια
—
βάθρακος
—
χάμόγελο
—
προμηθεύτρια
—
φεγγαροβραδιά
—
μεταδοτικός
—
πλατέως
—
αυτοδίδακτος
—
ατμολουτήρας
—
γαριδούλα
—
λεβαντίνικος
—
αναλαβαίνω
—
λεξικογράφηση
—
τοπικιστικός
—
λείος
—
κυνηγοτόπι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве