Новогреческий словарь
διάλυμα
διάλυμα
το
раствор
;
υδαρές (πυκνό) ~ — жидкий (густой) раствор
;
κεκορεσμένο ~ — насыщенный раствор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раствор
? —
διάλυμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάλυμα
? — раствор
#
(ново)греческий словарь
—
χαμοκέρασο
—
καταφατικός
—
απλουστεύω
—
φαμπρικάντης
—
γκαλιουρίζω
—
ραφανίδα
—
λυμεών
—
θαμπίζω
—
ιχθυέλαιο
—
ακαδημαϊκός
—
ελληνιστί
—
σχάζω
—
ωμοφαγία
—
βάπτω
—
χαλκοχυτική
—
παλαιοντολογία
—
οργανοειδής
—
πιτσουνάκια
—
ψυχωμένος
—
πτερύγισμα
—
σιτοβολώνας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве