|
ο родитель, отец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родитель? — γεννητής как на (ново)греческом будет слово отец? — γεννητής как с (ново)греческого переводится слово γεννητής? — родитель, отец — αμφιτρύων — ανιπτος — σχίσιμο — λιθοχαράκτης — πηκτικός — ακλήρωτος — διαθλαστικότητα — εμβολίαση — ένδακρυς — σερσέμικος — αυθόρμητος — αποκουμπώνω — διαπόντιος — καμήλα — λατόμευση — ψιλοβρόχι — χοντρόπανο — κλωστοποίηση — φιλομάθεια — νοσσάς — χειροπιαστός |
|||