|
ο 1) храп; 2) мед. хрип; ~οι στούς πνεύμονες — хрипы в лёгких; βγάζω ~ο — хрипеть; επιθανάτιος ~ — предсмертный хрип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово храп? — ρόγχος как на (ново)греческом будет слово хрип? — ρόγχος как с (ново)греческого переводится слово ρόγχος? — храп, хрип — αντίθεος — ειμαρμένη — ανατρέφομαι — κιβούρι — αλατοπηγός — τρένο — πτήση — σακκούλιασμα — σίμωμα — εκκριτικός — πολυφωνικός — ακαματωσύνη — κεραυνοβόληση — αφίεμαι — γραφείο — αδύναμος — λογοτέχνημα — συγκοπή — δαμάσκο — πισώπλατος — βατός |
|||