|
замерзать (о растениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замерзать? — κρυμοπαγώ как с (ново)греческого переводится слово κρυμοπαγώ? — замерзать — ερανικός — τιμαριθμοποίηση — οκτάδα — πασσαλοσανίδα — συνομολογώ — γνώση — ερμηνευτικός — υποτονικότητα — εμπίμπρημι — ανάβροχος — αναθηματικός — ξεμωραμένος — ζωοπαθολογία — κλώστης — συγκινώ — ιχθυόσκαλα — ψέγω — κανονάρχισμα — μαχαιροπίρουνο — ασίγαστος — αναζωπυρώ |
|||