Новогреческий словарь
ορειβάτης
ορειβάτης
ο
альпинист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
альпинист
? —
ορειβάτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορειβάτης
? — альпинист
#
(ново)греческий словарь
—
γυμνασιαρχώ
—
θησαυρισμός
—
οδοντικός
—
κοχύλι
—
ανατύπωση
—
κυνικότητα
—
φουμάδα
—
αποβατικός
—
ηλεκτροφώτιση
—
Σλοβάκος
—
κουμπανία
—
ποταμός
—
εφτάζυμος
—
άδυτο
—
ταχυβόλος
—
πατροπαράδοτος
—
βλογιά
—
δαρβινισμός
—
φορώ
—
κατσαρολάκι
—
σκύτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве