Новогреческий словарь
τσιμεντάρω
τσιμεντάρω
(άоρ. τσιμεντάρισα)
цементировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
цементировать
? —
τσιμεντάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιμεντάρω
? — цементировать
#
(ново)греческий словарь
—
κρεμάμενα
—
σμπαραλιάζω
—
βροντολαλώ
—
ψευτοκουλτούρα
—
αδόκιμος
—
ημιανοψία
—
μεγαθήριο
—
αυθαδειάζω
—
κληρονομικότητα
—
υποκείμενο
—
κατατέμνω
—
παραίτιος
—
ευρύνω
—
ξαρρωστικό
—
κτίζω
—
γάϊδαρος
—
δισανθρακικός
—
μοναστικός
—
αξερρίζωτος
—
κουμπούρι
—
κλινοθερμαντήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве