Новогреческий словарь
μυρωδικό
μυρωδικό
το 1)
пряности
;
2)
духи
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пряности
? —
μυρωδικό
как на
(ново)греческом
будет слово
духи
? —
μυρωδικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυρωδικό
? — пряности, духи
#
(ново)греческий словарь
—
πιεζομετρία
—
κατατρέχω
—
φεστόνι
—
οργανιστής
—
φυσιογνωστικός
—
αμελησία
—
εύανδρος
—
απαραποίητος
—
κεφαλόδεμα
—
πούστης
—
στρυμώχνομαι
—
τέμνω
—
γαρμπίλι
—
αδενοπάθεια
—
ποσαπλάσιος
—
στυλέτο
—
αναπόσβεστος
—
σποριαρικος
—
ανεξιστόρητος
—
ευκατασκεύαστος
—
σύντας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве