|
Публикации
Понтийско-новогреческий словарь. Ποντιακό ΛεξικόI часть Α-ΓII часть Δ-Λ III часть Μ-Ρ IV часть Σ-Ω
Понтийско-новогреческий словарь Σ-ΩΣσααπής = κύριος, κάτοχος σααπσούζης = απροστάτευτος σαβανάζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβάνασμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβανίαγμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβανίζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβανίστρα = γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα να σαβανώνει νεκρούς σάβανο(ν) = σάβανο σαβανόπον = σάβανο σαβάνωμαν = σαβανώνω σαβανώνω = σαβανώνω σαβάτιν = σμάλτο σαβάχης = ελαφρόμυαλος, χαζός σαβαχλάεμαν = υποφώσκει, φέγγω σαβαχλαεύω = υποφώσκει, φέγγω σαβαχωτός = λίγο ελαφρόμυαλος Σαββατιανός = Σαββατιάτικος Σαββατοκέρακα = μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής Σάββατον = Σάββατο σαβέκιν = είδος χόρτου όμοιο με βλήτο σάβουλιν = βαρίδι από μόλυβδο το οποίο κρέμεται από σαβούρα = έρμα πλοίου σαβουρεύω = λικμίζω αλώνι, εκτινάσσω, εκσφενδονίζω σαβουρτίζω = τινάζω σαβουρώνω = βάζω έρμα στο πλοίο σαγαπής = κύριος, κάτοχος σαγιάκιν = είδος χονδρού μάλλινου υφάσματος σαγίτα = τόξο σάγκα = μοχλός θύρας, μεγάλη κλειδαριά σάγκωμαν = κλείνω με την σάγκα σαγκώνω = κλείνω με την σάγκα σαγλάμης = ακέραιος, εύρωστος, ισχυρός σάεμαν = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω σαεύω = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω σαζάνιν = το φυτό βούρλο σάζιν = είδος εγχόρδου μουσικού οργάνου σαής = ταχυδρόμος σάι = σέβας, τιμή σακάτεμαν = σακατεύω σακατεύω = σακατεύω σακάτης = σακάτης σακατούρα = θέση απόκρυφη, κρύπτη σακάτωμαν = σακατεύω σακατώνω = σακατεύω σακιάρ(ιν) = ζάχαρη σακιαρλαμά = ζαχαρωτό, καραμέλα σάκιν = ψάρι ρόμβος σακκέα = ποσότητα όση χωράει ο σάκος σακκιάζω = βάζω σε σάκο σάκκιασμαν = βάζω σε σάκο σακκίζω = βάζω σε σάκο σακκίν(ν) = σάκος σάκκισμαν = βάζω σε σάκο σακκορράμμιν = κλωστή ειδική με τη οποία ράβουν σάκους σακκορράφιν = βελόνα χοντρή σάκκος = επενδύτης, επανωφόρι σακκούλα = σακίδιο, σακκουλάκι σακκουλάζω = βάζω στο σακίδιο σακκουλέα = ποσότητα όση χωράει το σακούλι σακκούλιν = μικρό σακίδιο, βαλάντιο σακκουλοδέμιν = δέμα σακουλιού σακκουλοξύστες = ξύλο με το οποίο αποξέουν το σακούλι του διυλιζόμενου γιαουρτιού για να ανοιχτούν οι πόροι και να γίνει η διύλιση ταχύτερα σακκουλόπ’λλον = βάζω σε σακούλι σακκουλώνω = βάζω σε σακούλι σακκωνάριν = αποθήκη σάκων, αμπάρι, διαχώρισμα αποθήκης γεωργικών προϊόντων σακομύτης = εκείνος που έχει μύτη πεπλατυσμένη όπως είναι το σχήμα του σάκου σακώνω = εξαπλώνομαι και καταλαμβάνω χώρο όπως ο ρόμβος σαλά = φόρος σαλαβουτίζω = αρπάζω άτακτο το φαγητό σαλακίαγμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σαλακιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σαλακίασμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σαλάκιν = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σαλακόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σαλαλός = ανόητος, ευήθης, τρελός σαλαμαλλίζω = μαδώ τις τρίχες σαλαμανίζω = μαίνομαι, μεταφ. δέρνω δυνατά σαλαμάντρα = σαλαμάντρα σαλαμούρα = δρόμος πλήρης από νερά και λάσπη σαλαχανάς = άνθρωπος άεργος, αλήτης σαλαχάνεμαν = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω σαλαχανεύω = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω σαλάχιν = οπώρα, καρπός υπερώριμος σαλαχόρης = ανόητος, μωρός σαλαχώνω = καρπός που ωριμάζει πολύ σαλαχωτόν = καρπός μάλλον υπερώριμος σαλβαράς = εκείνος που φοράει σαλβάρι σαλβάριν = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα σαλβαρόπον = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα σαλβαρώνω = ντύνομαι με σαλβάρι, αποκτώ σαλβάρι σαλγάμιν = είδος αχλαδιού, είδος λάχανου του οποίου η ρίζα είναι γλυκειά σάλεμαν = κινώ, μετακινώ σαλέμπαλλον = κουρέλι από μάλλινο ύφασμα σαλένον = μάλλινο ύφασμα σαλέπιν = σαλέπι σαλεύω = κινώ, μετακινώ, πειράζω, ενοχλώ σαλεύω = αναθέτω σάλιγκος = σαλιγκάρι, κοχλίας σαλίζω = γίνομαι ιξώδης σάλιν = σάλι σαλινεύκουμαι = περπατώ ταλαντεύοντας σαλκούνι = φόρος σαλκουντζής = εκείνος που επιβάλλει το φόρο σαλμίν = το κυλινδρικό ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφαινόμενο πανί σαλοβράκης = ατημέλητος σαλοπάτιν = σκάφη επιμήκης που χρησιμοποιείται ως νεροτριβή μάλλινου υφάσματος σαλορράμμιν = μάλλινη κλωστή σαλόσης = αφηρημένος, χαζός σαλοτάραγον = μαλλοβάμβακο σαλόχτενον = χτένι αργαλειού μάλλινου υφάσματος σαλταμάρκα = ανδρικός επενδυτής κοντός σαλτουράζω = πλέκω ή ράβω βιαστικά και άτεχνα σάμα = στείρα σκύλα σαμαβάριν = συσκευή παρασκευής τσαγιού σαμανάζω = κρυολογώ σαμαντούρα = σημαντήρ λιμανιού όπου προσδένονται πλοία, ο φελλός του λύχνου ή της κανδήλας σαμαράζω = κολαφίζω, ραπίζω σαμαράζω = επιθέτω σαμάρι στο ζώο σαμαρέα = χαστούκι, ράπισμα σαμαρίαγμαν = επιθέτω σαμάρι στο ζώο σαμάριν = χαστούκι, ράπισμα σαμαρλαμά = γείσο, θριγκός σαμαρόξυλα = ξύλα του σαμαριού σαμαρτζηλίκιν = η τέχνη του σαγματοποιού σαμαρτζής = σαμαρτζής σαμάρωμαν = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό σαμαρώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό σαματά = θόρυβος, ταραχή, σαματάς σαματατζής = άνθρωπος που προκαλεί θόρυβο, θορυβοποιός, ταραξίας σαμμοντό = ευθύς ως σαμόν = αλλά, όμως σαμουντά = κηροπήγιο, σαμντάνι σαμουρόγουνα = γούνα από δέρμα σαμουριού σαμπώνω = κλείνω τα βλέφαρα σάμπως = σάμπως σαν = ωσάν, καθώς, όταν, αν σανία = πίτυρα από ξεφλουδισμένο σιτάρι ή κριθάρι σανιδένον = το καμωμένο από σανίδια σανίδιν = σανίδι σανιδόπ’λλον = σανιδάκι σανιδώνω = καλύπτω με σανίδια σανταλέα = ποσότητα όση χωράει σαντάλιν σαντάλιν = πλοίο ιστιοφόρο, εφόλκιο σανταλόπον = μικρό ελόφκιο σανταλτζής = ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου ιστιοφόρου σάντζεμαν = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω σαντζεύω = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω σαντζή = ισχυρός πόνος στη κοιλιά, σφάχτης σαντζιλάνεμαν = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά σάντιλα = καθώς, όπως, πως σαντιλανεύκουμαι = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά σαντουκάς = εκείνος που κατασκευάζει κιβώτια σαντουκέα = ποσότητα όση χωράει το κιβώτιο σαντούκιν = κιβώτιο σαντουκόπον = κιβώτιο σαντουκόπ’λλον = κιβώτιο σαντούριν = σαντούρι σαξίν = πήλινο αγγείο σπασμένο σαπάνα = σφενδόνη σαπάπ(η)ς = αίτιος σαπάπ(ιν) = αιτία, αφορμή σαπαχλανεύκουμαι = ξημερώνομαι αγρυπνώντας μέχρι το πρωί σαπέας = 1 με 6 Αυγούστου διάστημα δεν κολυμπούν ούτε πλέκουν πανιά στη θάλασσα διότι πιστεύεται ότι σαπίζουν σαπίζω = σαπίζω σαπίνα = ξύλο σκωληκόβρωτο, σκόνη ειρημένου ξύλου σάπισμαν = σαπίζω σάπκα = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών σάπκαλης = εκείνος που φοράει σάπκα σαπκόπον = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών σάπλα = μεγάλη χάλκινη κουτάλα σαπλάκα = ράπισμα, μύτη πεπιεσμένη σαπλακέα = ράπισμα, κολαφίζω σαπλακιάζω = ραπίζω, κολαφίζω σαπόγερος = εσχατόγηρος, γέρος σιχαμένος σαπόκιν = υπόδημα που φτάνει μέχρι το γόνατο σαποκοίλης = εκείνος που πάσχει το στομάχι του σαποκούρα = οτιδήποτε σάπιο σαπούδιν = πράγμα σάπιο σαπούρα = οτιδήποτε σάπιο σαπουράζω = δίδω ραπίσματα σάπριν = υπομονή σαπωνάδα = σαπουνάδα σαπωνάς = σαπωνοθήκη σαπωνέα = οσμή σαπουνιού σαπωνίζω = πλένω με σαπούνι, τοποθετώ σαπούνι κάτω από κάτι σαπώνιν = σαπούνι σαπωνίτα = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει σαπωνογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού κατά το πλύσιμο σαπωνοζώμιν = νερό από πλύσιμο με σαπούνι, σαπουνάδα σαπωνόπ’λλον = μικρό σαπούνι σαπωνόχορτον = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει σάρα = επιληψία σαράγιν = οικοδομή μεγαλοπρεπής, διοικητήριο Σαρακενός = αλλοεθνής μουσουλμάνος σαρακιανόπουλλον = τέκνο Σαρακηνού σαρακοστάτ’κα = εν καιρώ της Σαρακοστής Σαρακοστή = Σαρακοστή σάραλης = επιληπτικός σαρανίουμαι = βασανίζομαι σαράντα = σαράντα Σαρανταήμερος = ο μήνας Δεκέμβριος σαρανταπούδαρος = σαρανταποδαρούσα σαράφ(ιν) = πύον πληγής σαράφης = αργυραμοιβός, κολλυβιστής σαρβάλ(ιν) = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα σαργάνα = ζαργάνα σαργάνιν = ζαργάνα σαρδέλα = σαρδέλα σάρεμαν = περικυκλώνω, περιφράσσω σαρεύω = περικυκλώνω, περιφράσσω σαρής = ξανθός σαρίζω = στεγνώνω σαρίκιν = σαρίκι σαριλίκιν = ίκτερος σαρίτιν = ταινία, σχοινί από καννάβι σαρουλεύκουμαι = περιτυλίσσομαι, περιπτύσσομαι σάρπα = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων σαρπίν = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων σαρποκοίλης = αδηφάγος, γαστρίμαργος σαρσά = γυναίκα αναιδής σαρσάνα = χελιδόνι, γυναίκα ωραία σαρσαταρίζω = ρέω θορυβωδώς σαρσατεύω = ταράζω, τραντάζω, κάτω άνω κάτω σάρτης = σκληρός, τραχύς, μεταφ. ιδιότροπος σκληρός σαρτίγκα = σαρδέλα σαρτλαεύω = σκληρύνομαι σαρτύνω = σκληρύνομαι σασεύω = απορώ, θαυμάζω, εξίσταμαι σασιρεύω = κάνω λάθος, τα χάνω, εκείνος που τα έχει χαμένα σατανάς = σατανάς σατάφ(ιν) = σεντέφι σαταφένες = ο καμωμένος ή κοσμημένος από σεντέφι σάτζιν = θολωτό σιδερένιο έλασμα θερμαινόμενο κάτω του οποίου ψήνουν λαγάνες σατζολάβασον = λαγάνα ψημένη στο σάτζιν σατούριν = πλατύ μαχαίρι για τομή κρέατος σαυρίδιν = σαυρίδι σαφής = καθαρός σάφλα = αφρώδες σάλιο σαφλάκος = σαλιάρης σαφλαμέας = είδος θαλασσινής μέδουσας σαφλάρης = σαλιάρης, σαλιάρικο σαφλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο σαφλίζω = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια σάφλισμαν = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια σαφλοπάνιν = πανί στο λαιμό και το στήθος του παιδιού για τα σάλια του σαφλουκίζω = σαλιώνω κάτι σαχανάζω = παίρνω κάτι με το σαχάνιν σαχανέα = ποσότητα όση χωράει το σαχάνιν σαχάνιν = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό σαχανόπον = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό σάχινας = γεράκι σαχινοπούλλιν = νεογνό γερακιού σαχίνος = γεράκι, μεταφ. άνθρωπος γρήγορος, ορμητικός σάχλα = φλέγμα σαχλακίσκομαι = στενοχωριέμαι, αδημονώ σαχλάρης = ο αποχρεμπτόμενος σαχλέας = ο αποχρεμπτόμενος σαχλίζω = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι σαχλίκης = ο αποχρεμπτόμενος σάχλισμαν = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι σάχνα = δυσωδία από σήψη ή αποσύνθεση σαχνάζω = μουχλιάζω, μουχλιασμένος σαχνιάρης = δυσώδης, βρωμερός σαχνώνω = βρωμώ από σήψη σάχπωμαν = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη σαχπώνω = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη σαχταρένος = ο φτιαγμένος από στάχτη σαχτάριν = στάχτη, τέφρα σαχταρίτζα = είδος λάχανου, βλίτο, καρπός θάμνου φαγώσιμος Σαχταροδευτέρα = η Καθαρή Δευτέρα σαχταροθόλιν = αλισίβα σαχταροκάτα = γάτα που κάθεται συνεχώς δίπλα στην εστία σαχταροκατενή = αλισίβα σαχταροκόλοθον = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη σαχταρομάλεζον = σούπα από στάχτη (λ. παραμυθιού) σαχταροπάνιν = το πανί της αλισίβας Σαχταρού = η Σταχτοπούτα σαχταρούτζα = είδος λάχανου που έχει σταχτί χρώμα, βλίτο σαχτάρωμαν = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη σαχταρώνω = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη σαχταρωτός = τεφρόχρους σαχτενίζω = μαδώ σάχτιν = πατημένη κοπριά βοδιών, η οποία χρησιμεύει ως καύσιμη ύλη σαχτοκυλισμένος = άρτος σποδίτης σαχτολάχανα = είδος λάχανου που έχει το χρώμα της τέφρας σαχτόνερο = νερό της μπουγάδας, αλισίβα σαχτοπάνιγμαν = ρίχνω σε κάποιον κοπριά ή λάσπη, δέρνω με ξύλο σαχτόπιτα = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη, άνθρωπος κιτρινιάρης σάχτωμαν = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο σαχτώνω = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο σαχτώνω = σκορπίζω την κοπριά βοδιών στη μάνδρα για να πατηθεί και να γίνει σάχτιν, σκορπίζω σκουπίδια, κάθομαι απότομα κατά γης σβήνω = σβήνω σβήσιμον = σβήσιμο σβηστός = σβηστός, σβησμένος σβολούμαι = μεταφ. μαυρίζω από το κακό μου, τα χάνω σγαλίζω = σκαλίζω, μεταφ. ανιχνεύω, ερευνώ σγάρα = σκάρα σγάρικος = καχεκτικός, φιλάσθενος σγάρτα = στέμφυλα σε = εις σεβαΐν = μεταξωτό ύφασμα κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα, γυναικείο ένδυμα από το προηγούμενο ύφασμα σέβας = ευλάβεια, σεβασμός σεβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω σεβέλιν = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι σεβκιλής = αγαπητός, προσφιλής σεβλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο σεβντά = έρωτας σεβνταλανεύκουμαι = ερωτεύομαι σεβνταλής = ερωτευμένος σεβνταλίκιν = έρωτας σέβω = σέβομαι σέθα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σεθάζω = φαγώνομαι από σκόρο σεθάριν = σκοροφαγωμένο σεθοκόφκουμαι = φαγώνομαι από σκόρο σέθρα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σεθώ = φαγώνομαι από σκόρο σείγω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός σείξιμον = κίνηση, σωματική ευλυγισία σειρά = σειρά σειράδα = έθιμα, συνήθεια σειραλαεύω = αραδιάζω σειράνεμαν = απολαμβάνω τη θέα σειρανεύκουμαι = απολαμβάνω τη θέα σειρανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας σειράνιν = θέα ή απόλαυση της θέας σειράνισμαν = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας σεΐριν = θέα ή απόλαυση της θέας σεϊρτζής = θεατής σεισμός = σεισμός σείστε = μοχλός σιδήρου σείω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός σεκέριν = ζάχαρη σεκερλεμέ = ζαχαρωτό, καραμέλα σεκερλίν = αυτό που είναι παρασκευασμένο από ζάχαρη σεκερόπον = λίγη ποσότητα ζάχαρης σεκεύω = ξηλώνω, ξεριζώνω σεκίτιν = το δέντρο ιτιά σέλα = σέλα σελαμέτιν = απαλλαγή από δεινά, σωτηρία σελαμετλίκιν = χαιρετισμός σελάχ(ιν) = είδος όπλου σελβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο σελβίν = κυπαρίσσι σελέκ(ιν) = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σελεκιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σελεκόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σελεμάζω = παχαίνω σελεμεντεράζω = ντύνομαι άκομψα και απεριποίητα σελεμεντέρης = ακατάστατος και απρόσεκτος στην περιβολή και στο βάδισμα σελενάζω = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες σελενίασμαν = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες σελεντή = πλημμύρα σελέντριν = κατωφερές μέρος χωρίς χλωρίδα σελήνη = σελήν σέλιν = χειμαρρώδης πλημμύρα ποταμού σέλινον = σέλινο σελοδαβαίνω = παρασύρομαι από πλημμύρα ποταμού ή χειμάρρου σελοκάθομαι = κάθομαι στη σέλα, ιππεύω σελοκόφκουμαι = παρασύρομαι από πλημμύρα σελοπατώ = πατώ, κάθομαι στη σέλα σελόφυλλον = φύλλο φυτού με χνουδωτή κάτω επιφάνεια, το οποίο χρησιμοποιείται ως ιαμαντικό επίθεμα σε πληγές σελτέ = επίστρωμα στρώματος βαμβακερό ή μάλλινο σεμεράζω = κολαφίζω, ραπίζω σεμέριν = χαστούκι, ράπισμα σεμερόξυλα = ξύλα του σαμαριού σεμερτζηλούχ(ιν) = η τέχνη του σαγματοποιού σεμερτζής = σαμαρτζής σεμερώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό σεμιγδάλιν = σιμιγδάλι σενέτιν = χρεωστικό ομόλογο σενίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος σεντελίζω = λέω αστεία, ευθυμολογώ σεπέπης = αυτός που παρέχει αφορμή, αίτιος σεπέπιν = αιτία, αφορμή σεπίζω = σαπίζω σέπισμαν = σάπισμα σέπομαι = σαπίζω Σέρα = είδος χορού σεραβάζω = διαπυούμαι σεράβιν = πύον πληγής σεραντάβραστος = αυτός που είναι βρασμένος πολλή ώρα σερανταδώδεκα = αριθμός που δηλώνει το άπειρο σερανταήμερος = ο αριθμός ζωής σαράντα ημερών σερανταλείτουργον = λειτουργία μετά των σαράντα ημερών του αποθανόντος σερανταρίζω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην εκκλησία για την καθορισμένη ευχή σεραντάριν = διάρκεια σαράντα ημερών, βρέφος σαράντα ημερών σερανταρίτζα = είδος φασολιάς που καρποφορεί σαράντα μέρες μετά την σπορά σερανταρώνω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην σερασκέρης = αρχιστράτηγος σερβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο σεργιανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας σερεύω = μαζεύω σεριτάζω = περιτυλίγω με σχοινί φορτίο το οποίο πρόκειται να φορτωθεί σε ζώο σερίτιν = ταινία, σχοινί από κάνναβη σερμαγιά = χρηματικό κεφάλαιο για εμπορική επιχείρηση σερπέτιν = γλυκό ποτό σερσέμης = παραζαλισμένος μέχρι αναισθησίας, αφηρημένος, χαμένος σερσεμώνω = παραζαλίζομαι, τα χάνω σερσεμωτός = παραζαλισμένος, χαζός σερτάρης = στρατάρχης σέρτης = σκληρό, τραχύ, μεταφ. άνθρωπος ιδιότροπος, σκληρός σερτλαεύω = σκληρύνομαι σερτύνω = σκληρύνομαι σέτα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σέτε = καθ’ ολοκλήρου, εντελώς σετεφένος = αυτός που είναι φτιαγμένος ή κοσμημένος από σεντέφι σετέφιν = σεντέφι σέτιν = πάτωμα δωματίου σετώνω = κατασκευάζω πάτωμα δωματίου σευτελένος = αυτός που είναι παρασκευασμένος από σέσκουλα σευτελέσιν = ανόητη πράξη σευτέλης = ανόητος, βλάκας σευτελίτζα = φυτό που μοιάζει με σεύτελον σεύτελον = σέσκουλο, τεύτλο σευτελόρριζον = η ρίζα του τεύτλου σεύτελος = ανόητος, βλάκας σευτελόσπορον = ο σπόρος του τεύτλου σευτελωσύνα = ανοησία, μωρία σευτελωτός = ανόητος σεφέριν = εκστρατεία, φορά σεφερπερλίκιν = εμπόλεμη κατάσταση σεφίλης = ήσυχος, φρόνιμος, δειλός, συνεσταλμένος σεφιλίκιν = δειλία, συστολή σηκωμονή = έγερση, το συμμάζεμα σηκώνω = σηκώνω σηκώσιμον = σήκωμα, ανέγερση, αναχώρηση, εκφορά νερού σημάδα = αρραβώνας σημαδάτικον = πράγμα που έχει σχέση με μνηστεία σημάδεμαν = μνηστεία, αρραβώνας σημαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω σημάδιν = σημάδι σημαδοθέσα = η τελετή του αρραβώνα σημαδοψώμιν = ψωμί που φτιάχνουν ειδικά για τον αρραβώνα και προσφέρεται από τους γονείς του νέου στους γονείς της κόρης σημαίνω = σημαίνω σημαντέριν = πράγμα που χρησιμοποιείται ως σημάδι, άνθρωπος βρωμερός σημαντήρα = σήμαντρο εκκλησίας σήμαντρον = σήμαντρο εκκλησίας σήμερον = σήμερα σημερ’νέσος = σημερινός σημερ’νός = σημερινός, πρόσκαιρος σητονιάζω = (ύφασμα) τρώγομαι από σκόρο σήτος = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σιακαρώνω = λιγοθυμά από γέλια σιάχιν = μαύρο σιβέλ(ιν) = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι σιβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω σιγαλός = ήρεμος, ήσυχος σιγανά = ήσυχα, σιγά σιγανός = ήσυχος, πράος σιγάνωμαν = συνηθίζω σιγανώνω = συνηθίζω σιγερά = σιωπηλά σιγερός = ήσυχος, πράος, ύπουλος, πανούργος, σιωπηλός σιγκιάριν = σπόγγος, σφουγγάρι σιγκίν = το όπλο λόγχη σίγνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα σιγναστάριν = πριόνι λεπτουργών για κυκλικές τομές σιγνώνω = κάνω ουλή σιγοκουρταρώ = παράγω σιγανό κρότο σίγουρα = σίγουρα σιγουραρίζω = εξασφαλίζω σίγουρης = σίγουρος σιγουρία = οικονομία σιδεράζω = αλυσοδένω σιδεράς = σιδηρουργός σιδεράσιμον = κηλίδα υφάσματος από σκουριά σιδερένιν = σιδερένιο σιδερένος = σιδερένος σιδερή = αυτός που είναι φτιαγμένος από σίδερο σιδερικόν = σιδερικό σίδερο(ν) = σίδερο σιδεροκόντυλον = σιδερένιος κονδυλοφόρος σιδερόμηλον = σκληρό μήλο σιδεροπάγουρα = είδος καρκίνου, άνθρωπος βραδυκίνητος σιδερόπορτα = σιδερόπορτα σιδερόσκοινον = αλυσίδα άγκυρας σιδεροχτύπετος = ο χτυπημένος με σίδηρο σιδερώνω = σιδερώνω σιδώνω = περιμαζεύω, συμμαζεύω, περιποιούμαι σιδώνω = λερώνομαι σιζεύω = στραγγίζω σίκλα = άντλημα ύδατος σίκνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα σικουντή = στενοχώρια σιλά = επιστροφή ξενιτεμένων στην πατρίδα σιλαλέα = χοντρή ραφή σιλαλεύω = ράβω πρόχειρα σιλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω σιλάλιν = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα σιλάλωμα = κάνω ραφή πατητή σιλαλώνω = κάνω ραφή πατητή σιλατζής = ξενιτεμένος που επιστρέφει στην πατρίδα σιλάχιν = όπλο σιλαχλής = οπλισμένος σιλαχλίκιν = πλατειά ζώνη που χρησιμοποιείται ως οπλοθήκη σίλβα = άγριο φυτό με ερυθρούς καρπούς σιλβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο σίλγα = βλαστός σιλγώνω = εκφύω βλαστούς σιλέ = κόλαφος ράπισμα σιλεγνύνω = λεπτοκαμώνομαι σίλεγος = τι λογής σιλευτέριν = σφουγγαρόπανο σιλεύω = σφουγγαρίζω, ξεσκονίζω σιλιγνάζω = κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο σιλίγνη = πυκνό κόσκινο σιλιγνίζω = κοσκινίζω με πυκνό κόσκινο, μεταφ. λεπτολογώ σιλίγνιν = πυκνό κόσκινο σιλιγνιστόν = αλεύρι που κοσκινίστηκε με πυκνό κόσκινο σιλιγνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο σιλίκιν = νόμισμα του οποίου τα γράμματα έχουν τριφτεί σιλινεύκουμαι = (ύφασμα) φθείρομαι, καταστρέφομαι σιλπίρης = εύγλωττος σιλπιρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω σιλτούρης = άνθρωπος κουρελής σιλφών(ιν) = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη σιμά = κοντά σιμακέσου = κατά τα κοντινά μέρη σιμαρλάεμαν = παραγγέλλω σιμαρλαεύω = παραγγέλλω σιμιγδάλιν = σιμιγδάλι σιμογειτόνισσα = γειτόνισσα που κατοικεί κοντά σιμοχώριν = γειτονικό χωριό σιμσινίουμαι = κατολισθαίνω σιμσινιχτέρα = μέρος κατολισθικό σιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό σιμσίριν = θάμνος πυξός σιμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι σίνα = θηλειά πλεκτού, πόντος σιναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω σιναμά = δοκιμή σιναμεκή = φυτό του οποίου τα αφέψημα χρησιμοποιούνται σαν καθαρτικό σιναντεύω = βρωμώ σιναντίτα = άνθρωπος βρωμερός σινάπιν = το φυτό σινάπι σιναπόμηλον = μήλο που έχει αρωματική οσμή σινδόνιν = σεντόνι σινεύω = εισδύω, χώνομαι κάπου, κάθομαι συνεσταλμένος και σιώπω σινίζω = τραντάζω καρπούς δημητριακών σε δίσκο και απομακρύνω τις ξένες ύλες σινίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος σινόπον = μεγάλος χάλκινος δίσκος σινόπ’λλον = μεγάλος χάλκινος δίσκος σινορτάσης = γειτονικός, συνοριακός σίνωμαν = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού σινώνω = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού σιουγκίν = το όπλο λόγχη σιουνάριν = ανήθικη πράξη σιούρσιουμας = πολύ πρωί, τα ξημερώματα σιουρσιουρίζω = τρώγοντας στάζω πάνω μου, είμαι διάβροχος και στάζω νερό σιουρταλίζω = ράβω βιαστικά Σιπίριν = αυτή η λέξη λέγεται με την έννοια της εξορίας (Σιβηρία) σιπουρίζω = ρέω ορμητικά και με θόρυβο (νερό) σιρά = μούστος, είδος κίτρινου και γλυκού σταφυλιού σιρά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι σιράζω = γίνομαι κάτισχνος σιρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι Σιρία = μεταφ. το απώτατο άκρο του κόσμου σιρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων σίριν = πίαρ γάλακτος, καϊμάκι, γιαούρτι ολόπαχο διυλισμένο και ξηραμένο εντός σακούλας σε σχήμα πίτας σιρίνεμαν = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι σιρινεύω = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι σιρμά = σύρτης σιρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα σιρόνα = είδος φαγητού σιρόντορη = χόρτο που χρησιμοποιείται στην παρασκευή χορτόπιτας σιρτίκιν = παιδί του δρόμου, αλητόπαιδο σίρωμαν = σχηματισμός καϊμακιού στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού σιρώνει = σχηματίζεται καϊμάκι στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού σισέ = γυάλινη φιάλη σίσιν = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο σίσκος = παχύσαρκος σισμάνος = παχύσαρκος σισμανωτός = λίγο παχύσαρκος σισόπον = γυάλινη φιάλη σισχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι σίτα = όταν, ενώ εκεί σιταμάζω = μέμφομαι, επιπλήττω σιταμίαγμαν = μέμφομαι, επιπλήττω σιτάμιν = μομφή, επίπληξη σίταν = όταν, ενώ εκεί σιτάριν = σιτάρι σίτε = όταν, ενώ εκεί σιτζίμιν = σπάγκος σιτλίν = έδεσμα από γάλα και σιτάρι ξεφλουδισμένο όμοιο με το ρυζόγαλο σιφέ = αμφιβολία, υπόνοια, υποψία σιφίδιν = νωπό τυρί πιεσμένο σε δοχείο με λίθο σε σχήμα πίτας σιφταζ’νός = πρώτος σιφτάν = στην αρχή, πρώτα σίφωνας = τυφώνας, άνθρωπος αδηφάγος σιφωνικόν = πράγμα υπερμέγεθες σιφώνιν = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη σιχαίνεμα = σιχασιά, πράγμα αηδές σιχαίνομαι = σιχαίνομαι σιχαντός = σιχαμένος, εκείνος που εύκολα σιχαίνεται σιχαντώνω = αποστρέφομαι, σιχαίνομαι σίχασμα = πράγμα σιχαμερό σίχνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα σιχόσυκο = είδος συκιάς με λευκά και στρογγυλά σύκα σιχούνα = λεία επιφάνεια καλοχτενισμένης κόμης σιχουντεύω = στενοχωρώ, πιέζω σιχουντή = στενοχώρια σιχουνώνω = γίνομαι σαν σιχούνα, αποκτώ λεία επιφάνεια σιψάκα = είδος μικρής μύγας σκαθίν = είδος σπουργίτη σκάλα = σκάλα σκαλία = είδος παιδικού παιχνιδιού σκαλίζω = σκαλίζω σκαλοκέφαλον = η κορυφή της σκάλας σκαλόνι = μικρό κρεμμύδι σκαλοπάτιν = σκαλοπάτι σκαλοπόδιν = σκαλοπάτι σκαλόπον = σκάλα σκάλωμα(ν) = έναρξη εργασίας σκαλώνω = κάνω σκάλα, αρχίζω σκαλωσία = σκαλωσία σκάμμα = μέρος σκαμμένο σκαμνέα = χτύπημα με σκαμνί σκαμνίζω = προσφέρω σκαμνί για να κάτσει κάποιος, παθ. ενθρονίζομαι σκαμνίν = κάθισμα χαμηλό, θρόνος βασιλικός σκαμνίτζα = κάθισμα χαμηλό σκαμνοκαθίζω = καθίζω κάποιον σε σκαμνί σκαμνόπον = κάθισμα χαμηλό σκαμνόπ’λλον = κάθισμα χαμηλό σκαμπράζω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω σκαμπρίασμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω σκάμπρωμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι σκαμπρώνω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι σκαμώνω = προσφέρω σκαμνί για να καθίσει κάποιος σκανάζω = αγανακτώ σκάνασμαν = αγανακτώ σκανταλάρης = σκανδαλοποιός σκανταλία = σκανδαλισμός, σκάνδαλο σκανταλίζω = σκανταλίζω σκαντάλισμα(ν) = σκανταλίζω σκανταλίστας = σκανδαλοποιός σκανταλιστέας = σκανδαλοποιός σκάνταλο(ν) = σκάνδαλο, πειρασμός, άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός σκάντζα = ποντικοπαγίδα σκαντζεύω = κινούμαι με τιναγμό σκαντήλιν = η βολίς των ναυτικών σκάνω = σκάνω, διαρρηγνύομαι σκαρίν = το σκαρί ναυπηγείου, θεμέλια οικοδομής Σκαριώτης = προδότης, καταδότης, κακολόγος, κακεντρεχής σκαρμόζι = ο σκαλμός της βάρκας σκαρμός = ο σκαλμός της βάρκας σκαρώνω = βάζω στο σκαρί, αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου, αρχίζω να κατασκευάζω σκαρωσία = κατάλογος σκάση = στενοχώρια, πείσμα σκάσιμον = στενοχώρια σκασίον = στενοχώρια σκάσμα = ρήγμα, πάφλασμα και ρήγμα κύματος, μεταφ. στενοχώρια σκασμονή = στενοχώρια σκασμοχόλης = πνιγηρός καιρός σκατάνθρωπος = άνθρωπος βδελυρός, φαύλος σκαταρία = ευτελής, πρόστυχη σκατέα = η δυσοσμία του ανθρώπινου κόπρου σκατέας = άνθρωπος άξιος καταφρονήσεως σκατέμπαλλον = πανί καθαριότητος βρέφους σκατένος = αχρείος, φαύλος σκατερή = αφοδευτήριο σκατερόν = πράγμα σκατωμένο σκατέσιν = πράγμα αχρείο, βρώμικο σκατό(ν) = ο ανθρώπινος κόπρος σκατόβρωτος = ευτελής, πρόστυχος σκατογούλης = αυτός που τρώει ό, τι τύχη, πολυφάγος σκατοκαθοίκι = δοχείο νυκτός σκατόκολος = ευτελής, ανάξιος λόγου σκατόπιστος = εκείνος του οποίου η πίστη δεν αξίζει τίποτε σκατόστομος = αχρειολόγος σκατοτζούκαλο = δοχείο νυκτός σκατοφαγία = αχρειότητα, βδελυρότατα, πράξη βδελυρή σκατοφαγίζω = μεταφ. υβρίζω κάποιον σκατοφάγος = ευτελής, πρόστυχος σκατοφούρκαλον = σάρωθρο αποχωρητηρίου σκατόφταρον = φτυάρι για καθαρισμό αποχωρητηρίου ή μάνδρας σκατοφώλιν = το απευθυσμένο έντερο σκατοχούλαρον = ευτελής, πρόστυχος, ραδιούργος σκάτωμα = λέρωμα με ανθρώπινο κόπρο, πράξεις οχληρές και κακές σκατώνω = λερώνω με ανθρώπινο κόπρο, καταστρέφω την καλή πορεία υποθέσεων σκαφέα = εργαλείο σκαφέας σκαφέας = σκαφτιάς σκάφη = σκάφη, μεταφ. σκελετός ανθρώπινου σώματος σκαφιδάζω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο σκαφιδέα = ποσότητα όση χωράει μια σκάφη σκαφιδίκα = σκαφιδάκι σκαφίδιν = σκάφη σκαφιδόπον = σκαφιδάκι, μεταφ. ο σκελετός του ανθρώπινου σώματος σκαφιδώνω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο σκαφίζω = καθαρίζω σιτηρά με το σκαφιστήριν σκαφιστήριν = αβαθής και πλατύς ξύλινος δίσκος μέσα στο οποίο με την ανακίνηση καθαρίζουν σιτηρά από ξένες ύλες σκάφτες = σκαφτιάς σκάφτω = σκάφτω σκάψιμον = σκάψιμο σκεδάζω = κάνω πρότυπο σχέδιο, έχω κατά νου, μελετώ σκέδιον = υπόδειγμα πρωτότυπο, πρόθεση, σκοπός, σχέδιο σκέλι = το σκέλος του ανθρώπινου σώματος σκεντράζω = κεντρίζομαι, δαγκώνομαι, τσιμπιέμαι σκεντρίασμαν = τσίμπημα, δάγκωμα σκέντρον = το ιοβόλο κέντρο ερπετών και εντόμων σκεντρώνω = εκφύω βλαστό σκεπάζω = σκεπάζω, καλύπτω, στεγάζω σκεπαράζω = κόβω με σκεπάρνι σκεπαρέα = χτύπημα με σκεπάρνι, σκεπάρνι σκεπάριν = σκεπάρνι σκεπαρογούζιν = το πίσω μέρος του σκεπαρνιού σκεπαροδοντέας = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια σκεπαροδόντης = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια σκεπαροπελέκεμαν = πελεκώ με σκεπάρνι σκεπαροπελεκετόρνευτος = ο τορνευμένος με πελέκημα σκεπαρνιού σκεπαροπελεκετορνεύω = πελεκώ και τορνεύω με σκεπάρνι σκεπαροπελεκώ = πελεκώ με σκεπάρνι σκέπασμα(ν) = σκέπασμα, καπάκι σκεπαχτέριν = σκέπασμα, κάλυμμα σκεπή = σκεπή, στέγη σκέπιδας = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός σκεπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός σκεπώνω = καλύπτω με οικοδομική στέγη σκερπάζω = (σκορπιός) τρυπώ με τη δηλητηριασμένη ουρά σκερπός = σκορπιός σκευάζω = βάζω κάτι στο σκεύος σκευερόν = αποθήκη μαγειρικών σκευών σκευϊκά = μαγειρικά σκεύη σκευοζώμιν = το ακάθαρτο νερό των μαγειρικών σκευών σκευοκάτζι = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευοπλύστρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευοπλύτε = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευοπλύτρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευόπον = σκεύος σκεύος = σκεύος σκευοσπόγγαρον = σπόγγος με τον οποίο καθαρίζουν σκεύη σκευτόλαπον = ντουλάπα για σκεύη σκεύφκουμαι = σκέφτομαι, διανοούμαι σκήμα = νεύμα σκιά = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου σκιαδάζω = σκιάζω σκιάδιν = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου σκιάζω = σκιάζω σκίζω = σκίζω σκιλλοκρόμμυδον = είδος αγρίου κρεμμυδιού σκιρρά = με τρόπο χοντρό, χοντρά κοφτά σκιρραίνω = πυκνώνω σκιρρόγαλαν = γάλα πρόβειο φθινοπωρινό το οποίο αν βράζει σε μέτρια πυρά γίνεται ημίπηκτο σκιρρός = πυκτός σκιρρώνω = γίνομαι πηκτός σκίσιμον = σκίσιμο σκισμάτιν = αποσχισμένο ξύλο από κορμό δέντρου σκιστός = σχισμένος σκιστούρα = ο πρωκτός, σχισμή, χαραμάδα σκλάβος = σκλάβος σκλαβούνικο = ποδήρες ένδυμα σταυρωτό σκλαβώνω = σκλαβώνω σκλέπα = κασίδα του κεφαλιού, πληγή πυορροούσα σκλεπάζω = κασιδιάζω σκλεπάρης = κασιδιάρης, αυτός που είναι πλήρης με πληγές σκλεπίνος = υβριστικώς, ευτελής, πρόστυχος σκοινάζω = δένω με σχοινί σκοινάς = ο κατασκευαστής σκοινιών σκοινί(ν) = σκοινί σκοινοκόμμιν = κομμάτι σκοινιού σκοινοκόφτες = κλέφτης σκοιστείος = στοιχειό σκολάζω = σκολάζω σκόλασμαν = σκολάζω σκολείον = σχολείο σκομίζω = εισκομίζω σκομπρί = σκουμπρί σκοπεύω = σκοπεύω σκοπός = σκέψη, σκοπός, γνώμη σκορδάς = αυτός που πουλάει σκόρδα σκορδένεν = αυτό που είναι φτιαγμένο με σκόρδο σκορδές = η οσμή του σκόρδου σκορδίτα = είδος αγρίου σκόρδου σκόρδο(ν) = σκόρδο σκορδογλύνιν = το γουδί του σκόρδου σκορδοκάντζιν = σκελίδα σκόρδου σκορδοκέφαλον = η υπόγειος βολβώδης ρίζα του σκόρδου, είδος δηλητηριώδους χόρτου όμοιο με σκόρδο σκορδοκέφαλος = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο σκορδοκόπανον = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο σκορδοκούτιν = το γουδί όπου τρίβεται το σκόρδο σκορδολιά = σκορδαλιά σκορδομάλεζον = αλευρόσουπα καρυκευμένη με σκόρδο σκορδοτζάγκια = αγριόχορτα φαγώσιμα που μοιάζουν με σκόρδο σκορδοτρίφτης = το γουδί όπου τρίβουν το σκόρδο σκορδώνω = καρυκεύω φαγητό με σκόρδο σκορπάζω = τρυπώ με δηλητηριώδη ουρά (σκορπιός) σκορπέσιν = σκορπιός σκόρπιδας = σφήκα σκορπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός σκορπίζω = σκορπίζω, διασκορπίζω σκορπίος = σκορπιός, σκορπιός ψάρι σκορπίσματα = σκορπίσματα σκοτεινά = σκοτεινά σκότεινα = το πρωινό σκότος πριν ξημερώσει σκοτεινάδα = σκοτεινάδα σκοτεινάζω = σκοτεινιάζω, νυχτώνει, σκοτεινός σκοτεινασία = μέρος θεοσκότεινο σκοτείνεμαν = το πρώτο εσπερινό σκοτάδι σκοτεινεύω = νυχτώνει, θαμβώνομαι σκοτεινός = σκοτεινός, αφεγγής, σκοτεινά, μεταφ. μυστηριώδης, ύποπτος σκοτεινώνει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει σκοτία = σκότος, σκοτεινά σκοτιδερός = υποσκότεινος σκοτίδι = σκοτάδι, σκότος σκοτίζω = σκοτώνω, φονεύω σκότωμα(ν) = σκότωμα σκοτωμάτιν = σκότωμα σκοτωμονή = φόνος, σκοτωμός σκοτωμός = σκοτωμός, φονεύω, σκοτώνω, καταπονώ, κουράζομαι, καταπονούμαι, σκοτωτά = μέχρι θανάτου, μεταφ. μέχρι πλήρους κοπώσεως σκοτωτέρα = τόπος σκοτωμού, σκοτώστρα σκουβαρίουμαι = παραζαλίζομαι σκουλαρίκιν = σκουλαρίκι σκουλαρικόπ’λλον = σκουλαρίκι σκούλλεμαν = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο σκουλλεύω = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο σκουλλιάζω = ασπρίζουν τα μαλλιά μου σαν τα σκουλιά της καννάβεως σκουλλίν = σκουλί ερίου, προϊόν της καννάβεως κατεργασμένο σκούλλισμαν = το έθιμο να ζυμώσουν τρίχες του νεοφώτιστου βρέφους με κερί και να τα κολλήσουν στην κάτω επιφάνεια της κεντρικής δοκού της στέγης σκουλλοπέτζιν = το δέρμα πάνω στο οποίο χτενίζουν τα σκουλιά της καννάβεως σκουλλόχτενον = ξύλινο χτένι με αραιά δόντια σκούλος = γομφός του μηριαίου οστού, το σκέλος πράγματος σκουλπάνος = το πτηνό ορτυγομήτρα σκουμπρεράς = ειδικό δίχτυ για την αλιεία σκόμβρων σκουμπρίν = σκουμπρί σκουντέα = σπρώξιμο σκουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως σκουντουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος σκουντουφλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος σκουντώ = σπρώχνω, ωθώ σκούπα = σκούπα, σάρωθρο σκουπίζω = σκουπίζω, σαρώνω σκουπόλαβο = η λαβή της σκούπας σκουτελέα = ποσότητα όση χωράει το σκουτέλιν σκουτελεμένος = εκείνος που πήζει στο σκουτέλιν σκουτέλιν = πινάκιο, τρυβλίο φαγητού σκουττάριν = λευκή κηρήθρα γεμάτο με μέλι σκουττουλάδα = ευχάριστη οσμή, ευωδία σκουττουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος σκουττούλισμαν = μυροβόλημα σκούφα = σκούφια, καμηλαύχι σκουφίν = σκούφια σκρίνον = κομός σκροπός = σκορπιός σκύλλαγμαν = βρώμα, δυσωδία σκυλλαγμονή = βρώμα, δυσωδία σκυλλάζω = βρωμώ όπως το πτώμα σκύλου, αποκτώ τις κακές ιδιότητες του σκύλου σκυλλάλευρον = πιτυρούχο αλεύρι για τροφή σκύλου σκυλλαντάρης = αυτός που αποπνέει δυσωδία σκυλλαντέα = δυσώδης απόπνοια σκυλλαντέας = αυτός που αποπνέει δυσωδία σκυλλαντέριν = πράγμα δυσώδες, τόπος δυσώδης σκυλλαντισμός = δυσοσμία, βρώμα σκυλλαντίτα = είδος φυτού που αποπνέει δυσωδία, η δυσωδία του σκύλου και γενικός όλες οι δυσωδίες σκυλλαντίτζα = είδος φυτού δυσώδους, είδος εντόμου δυσώδους σκυλλάπιστα = σαν άπιστος σκύλος σκυλλάπιστος = άπιστος σαν το σκύλο σκυλλάσιν = η νόσος αμυγδαλίτιδα σκυλλαχούμαι = περιδρομιάζω, τρώγω σκυλλεύω = εξωμοτώ, τουρκεύω, αγριεύω σκυλλί(ν) = σκυλί σκύλλικος = σκυλίσιος, άσπλαχνος, σκληρός σκυλλίτζιν = σκύλος σκυλλίτζος = σκυλάκι, μεταφ. μικρό παιδί έξυπνος, τετραπέρατος σκυλλόβρωτος = ελεεινός σκυλλογερώ = γερνώ πολύ σκυλλογνάφι = κακό παιδί σκυλλογούλης = αδηφάγος σκυλλογούλιν = γούλα σκυλίσια, μεταφ. αδηφαγία, λαιμαργία σκυλλοδόντιν = κυνόδοντας σκυλλοθείος = σκυλίσιος θείος σκυλλοκεφαλάζω = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας σκυλλοκεφαλία = πρόσωπα που δεν υπακούουν ο ένας τον άλλον που κάνει ο καθένας ότι θέλει σκυλλοκεφαλίαγμαν = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας σκυλλοκέφαλος = αυτός που δεν υπακούει, απειθής σκυλλοκεφαλώ = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας σκυλλοκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά σκυλλοκόριτζον = (υβριστικώς) κορίτσι σκύλου σκυλλοκούλουκο = νεογνό σκύλου σκυλλοκούταβον = νεογνό σκύλου, μεταφ. άτακτο παιδί σκυλλοκρόμμυδον = είδος άγριου κρεμμυδιού σκυλλόκρον = κρέας κακής ποιότητας σκυλλολίμανον = δοχείο μέσα στο οποίο τρώει ο σκύλος σκυλλολογώ = βρίζω σκυλλομάλλιν = κοντή τρίχα σκυλλομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα σκυλλομούντζουνος = σκυλομούρης σκυλλομυία = κυνόμυς, άνθρωπος μακρόβιος σκυλλονύφε = (υβριστικώς) σκύλα νύφη σκυλλόπαιδον = (υβριστικώς) παιδί σκύλου σκυλλοπεθερός = (υβριστικώς) σκυλίσιος πεθερός σκυλλοπετζάρης = αυτός που πάσχει από ψώρα σκυλλοπέτζης = αυτός που πάσχει από ψώρα σκυλλοπέτζιν = ψώρα σκυλλοπετζιώ = ψωριάζω σκυλλόπιστος = άπιστος σαν το σκύλο σκυλλοπνίχτης = (ειρωνικώς) πλοίο που κινδυνεύει σε ελάχιστη θαλασσοταραχή σκυλλόπον = σκυλάκι σκυλλοπόταμος = ποταμός μικρός διαβατός και από τους σκύλους σκυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει μορφή σκύλου, δυσειδής σκυλλόπ’λον = σκύλος σκύλλος = σκύλος σκυλλότα = οι συνήθειες του σκύλου σκυλλόταφος = εκείνος που είθε να έχει τάφο σαν του σκύλου, δηλ. να μη βρει τάφο σκυλλούκιν = οι συνήθειες του σκύλου σκυλλοφάει = φαγητό του σκύλου σκυλλοφάετος = εκείνος που είθε να τον φάνε οι σκύλοι μένοντας άταφος σκυλλοφάης = ο φαγωμένος από σκύλο σκυλλοφαΐα = φαγητό του σκύλου σκυλλοφούρκιν = μέρος της θάλασσας όπου πνίγουν τους σκύλους σκυλλόψαρο = σκυλόψαρο σκυλλόψοφος = εκείνος που είθε να πεθάνει σαν σκύλος σκυλλοψοφώ = ψοφώ σαν σκύλος σκυφίζω = τοποθετώ αντιστραμμένα παραλαμβανόμενα από τον τροχό αγγεία πριν φουρνιστούν σκωλεκέα = η οσμή σκωληκοβρώτους φαγώσιμου σκωλεκέας = αυτός που είναι γεμάτος με σκουλήκια σκωλεκιάζω = κουληκιάζω, πάσχω από ελμινθίαση σκωλεκιάριν = φαγώσιμο που έχει σκουλήκια σκωλέκιν = σκουλήκι σκωλεκοβότανον = φάρμακο ελμινθοκτόνο σκωλεκοφαγωμένος = αυτός που φαγώθηκε από σκουλήκια σκώφτω = κατηγορώ νέο ή νέα να ματαιώση συνοικέσιο σμαρίδιν = μαρίδα σμαρίστρα = μαρίδα σμελεύω = τρυγώ κυψέλη σμήλιγγα = μήνιγγες σμίγω = σμίγω, συναναστρέφομαι, συνέρχομαι, συνουσιάζω, συμφωνώ σμίλα = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος σμιλάγκιν = το δέντρο σμίλαξ, ο θάμνος αρκουδόβατο σμίλιν = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος σογάνιν = ευωδιαστό χόρτο που μοιάζει με κρεμμύδι σόεμαν = ληστεία σοεύω = ληστεύω σόικον = αυτό που ανήσει σε γένος, είδος σοϊλής = αυτός που κατάγεται από καλή γενιά, καλή οικογένεια σόιν = σόι, γένος, γενιά σοϊταρής = γελωτοποιός, μίμος σοκάκιν = σοκάκι σοκακόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος σόκεμαν = ξύλωμα, ξερίζωμα σοκεύω = ξύλωμα, ξερίζωμα σοκροχώματα = η διαδικασία κατά την οποία σε γαμήλια πομπή παρεμβάλλονται κωλύματα σχοινοφράγματα, οδοφράγματα κτλ. αιρόμενα κατόπιν φιλοδωρήματος που παρέχει ο γαμπρός σόλεμαν = χλώμιασμα σολεύω = χλωμιάζω σολημέρα = κατά την μεσημβρία σολονίτα = είδος άνθους σολόπης = ανόητος, μωρός σολοπωτός = λίγο ανόητος σολούκιν = αναπνοή σόλτιν = ταινία δέρματος βοδιού σολτοκόφτω = κόβω δέρμα βοδιού σε ταινίες ίσιου πλάτους σόμαλος = ομαλός, ίσιος σόνης = πρόσχαρος, γελαστός σόπα = σόμπα, θερμάστρα σοπατζής = αυτός που κατασκευάζει θερμάστρες σόπιν = ορυκτό στυπτηρία σοράβ(ιν) = πύον πληγής σοραβάζω = διαπυούμαι σορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι σόρδολος = λερωμένος, κουτός σόριν = μάλλινο στρωματάκι βρεφικού λίκνου σορόντελο = είδος φαγώσιμου φυτού σορόπιν = σιρόπι σοροφίσι = είδος φαγώσιμου μύκητα σορροφώ = αρμέγω σορσορίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό) σορσότα = πελώριο μυθικό πτηνό σορσόταινα = πελώριο μυθικό πτηνό, μετων. κόρη ζωηρή και εύθυμη σορσοταρίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό) σορσοτάρισμαν = ροή με θόρυβο (υγρό) σορσοτίτζα = είδος πτηνού σοσονίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω σοσόνιν = σκύλος (στη παιδική γλώσσα) σόταν = όταν, ενώ σουβά = σοβάς σουβάεμαν = σοβάντισμα σουβαεύω = σοβαντίζω σουβαμά = τοίχος σοβαντισμένος σουβατζηλούκιν = η τέχνη του σοβαντίσματος σουβατζής = σοβατζής σουβάχιν = σοβάς σουβαχλάεμαν = σοβάντισμα σουβαχλαεύω = σοβαντίζω σουβλίν = σουβλί, οβελός σούγλα = σούβλα σουγλάζω = δίνω σουβλιές, ερεθίζομαι (πληγή) σουγλέα = πληγή που προθενήθηκε με σουβλί σουγλερός = σουβλερός σουγλίζω = σουβλίζω, γίνομαι κάτισχνος σαν σουβλί σουγλίν = σουβλί, οβελός σουγουρία = οικονομία σούγουρος = σίγουρος σουγραρίζω = εξασφαλίζω σούζουδο = ζιζάνιο σίτου που δίνει στο ψωμή ιδαίτερη οσμή σουκουντή = στενοχώρια σουλαλεύω = ράβω πρόχειρα σουλάλι = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα σουλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω σουλάχ(ιν) = όπλο σουλαχλής = οπλισμένος σουλεϊμανίν = δηλητήριο σουληλάγγειν = πράγμα επίμηκες και σωληνοειδές σουλπούρης = εύγλωττος σουλπουρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω σουλτούρα = ευκίνητη γυναίκα σουλφάτον = το φάρμακο κινίνο σουμά = κοντά σουμαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω σουμάδιν = σημάδι σουμαρλαεύω = παραγγέλλω σουμουχώριν = γειτονικό χωριό σουμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι σουναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω σουναμά = δοκιμή σουναντεύω = βρωμώ σουνάχ(ιν) = συνάχι σουναχούμαι = συναχώνομαι σουντούκιν = κιβώτιο σουράτιν = το τυρόγαλα που υπολείπεται μετά την εξαγωγή του τυριού σουράτιν = μορφή, όψη σουρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι σούρεμαν = οδηγώ το κοπάδι, εκτοπίζω, εξαφανίζω σουρίζω = σφυρίζω σουρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων σουριχτέρα = σφυρίχτρα σουρκανίζω = έλκω, σύρω στη γη σουρμαλλίζω = τραβώ από τα μαλλιά της κεφαλής σουρμαλλού = γυναίκα αναμαλλιασμένη, γυναίκα παλαβή σουρμελίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα σουρουκανίζω = έλω, σύρω στη γη σουρούκιν = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά σουρουκόπον = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά σουρούλιν = είδος αλοιφής για πληγές σουρουνεύκουμαι = σέρνομαι κατά γης σουρσουράζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουρσουρέας = αυτός που είναι ευαίσθητος στο ψύχος και τρέμει σουρσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουρσούρισμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος σουρσούρωμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος σουρσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουρταρεύω = σώζομαι από ασθένεια σουρταρίζω = σέρνω κάτι πάνω στη γη σουρτί = οτιδήποτε κεντιέται σουρτούκιν = αλητόπαιδο σουρτούκο = κοντό πανωφόρι σουρτώ = κεντώ, τσιμπώ σουρώνω = σπρώχνω μέσα, χώνω σούς = επιφώνημα προς επιβολή σιωπής σούσ(ιν) = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο σουσαμέλαδον = σησαμέλαιο σουσάμι(ν) = σουσάμι σουσεύω = στραγγίζω σουσουνίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω σουσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουσουρίζω = σφυρίζω σουσουρούκιν = σφυρίχτρα σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουσπασίνα = η σύζυγος του αρχιαστυνόμου σουσσούμιν = μετων. άνθρωπος υγιής και ευτραφής, άνθρωπος αηδής σουσχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι σουφαάζω = τρώω ψωμί μαζί με προσφάγι σουφάει = προσφάγι σούφρα = σούφρα, πτυχή, τυρίδα, ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας σουφραλίν = αυτός που έχει σούφρες σουφράριν = αυτός που έχει σούφρες, ρυτιδωμένος σουφρίν = ο πρωκτός σουφρίντερον = ο πρωκτός σουφρίτζα = ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας σούφρωμα = πτύχωση υφάσματος, σούφρωμα, σχηματισμός ρυτίδων στο πρόσωπο, μεταφ. δειλία σουφρώνω = σουφρώνω, κάνω πτυχή, συστέλλω, περιμαζεύω, φέρω ρυτίδες, μεταφ. σκυθρωπιάζω, αισχύνομια, δειλιώ σουφρωτός = σουφρωμένος σουχουντή = στενοχώρια σούχρα = λυκόφως σουχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει σουχράσμα = λυκόφως, σουρούπωμα σουχρία = λυκόφως, σουρούπωμα σουχρίασμαν = λυκόφως, σουρούπωμα σούχρωμαν = σουρούπωμα, βράδιασμα σουχρώνει = σουρουπώνει, βραδιάζει σοφά = ξύλινο κρεβάτι σοφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι σοφάει = προσφάγι σοφία = σύνεση, σοφία σοφλάκα = βάτραχος σοφουλούς = ο φανατικός με τη θρησκεία του σοφτάς = θεολόγος σοχλεύω = βρίσκω κάτι και τρώω σοχλού = γυναίκα μυξού σοχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει σόχρεμαν = προκοπή σοχρεύω = επιτυγχάνω, ευδοκιμώ στην εκτέλεση έργου σοχτοπανίζω = δέρνω αλύπητα σπάγος = σπάγκος σπάζω = σφάζω σπάθα = σπαθί, ξίφος σπαθά = θήκη σπαθιού σπαθέα = κτύπημα με σπαθί, πληγή σπαθιού σπάθη = σπαθί, ξίφος σπαθί(ν) = σπαθί, είδος κρίνου σπαθίτζιν = σπαθί σπαθοκονταρασμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού σπαθοκονταρέα = χτύπημα σπαθιού σπαθοκονταρισμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού σπαθοχόρταρον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές, αλοιφή φαρμακευτική από κερί και σπαθοχόρταρο σπαθόχορτον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές σπαθώνω = σκοτώνω με σπαθί σπαλέρα = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους σπαλέριν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού σπαλεροδέμα = δέματα με τα οποία δένεται το σπαλέριν σπαλερόπον = μικρό σπαλέριν σπαλερώνω = περιβάλλω το στήθως κάποιου με σπαλέριν, περιβάλλομαι με σπαλέριν σπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. σπαλώ = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. σπανάζω = σκάω κάτι σπανάκιν = σπανάκι σπανός = σπανός σπάνω = ραγίζομαι, παθαίνω κήλη, μεταφ. αγανακτώ σπαξιμάτιν = ζώο το οποίο είναι για σφαγή σπάξιμο(ν) = σφαγή σπάπουλα = είδος παιδικού παιχνιδιού σπάραγμα = τρόμος σπαράζω = τρομάζω σπαράτζιν = σκεύος στο οποίο ο χρυσοχόος καθαρίζει τα μέταλλα σπαραχτά = σπασμωδικά σπαρέλιν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού σπαρίδιν = το ψάρι σπάρος σπάρμαν = σπέρμα σπάρσιμον = σπορά σπαρτά = τα δημητριακά γεννήματα σπαρταρίζω = σπαρταρώ σπαρτζίζω = τρίβω το σώμα με σπαρτζίν σπαρτζίν = πλέγμα από σπάρτο ή ύφασμα εριούχο, με το οποίο τρίβουν το σώμα στο λούσιμο σπαρτζώνω = μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ σπάση = αγανάκτηση, δυσφορία σπασία = αγανάκτηση, δυσφορία σπάσιμο(ν) = σπάσιμο, ράγισμα, κήλη, μεταφ. αγανάκτηση, δυσφορία σπασίος = αγανάκτηση, δυσφορία σπάσμαν = σπάσιμο, ράγισμα σπασμονή = σπάσιμο, μεταφ. αγανάκτηση, οργή σπαταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες) σπαταλασμός = σπατάλη σπατάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός σπαταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες σπατάλη = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας σπαταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός σπαταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί σπαταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα σπείρσιμον = σπορά σπείρω = σπείρω σπελοκάτζης = εκείνος του οποίου εξέχει το μέτωπο και τα βαθουλωμένα μάτια του φαίνονται σαν σπήλαια σπέλον = σπήλαιο σπελόπον = μικρό σπήλαιο σπενταμένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο σφενδάμου σπεντάμιν = σφένδαμο, πλάτανος σπενταμόπον = σφένδαμο, πλάτανος σπενταμόφυλλον = φύλλο σφενδάμου σπέντζα = το ράμφος του πετεινού σπερέν = αφού, επειδή, διότι σπέρμα = σπέρμα σπερμακιάζω = κάνω σπόρο σπερμακιάρης = φυτό που είναι γεμάτο με σπέρμα σπερματώ = παράγω σπόρο, σποριάζω (για φυτό), μεταφ. παρακμάζω σπέρω = σπείρω σπετρόν = είδος μετάλλου σπήω = καρφώνω σπίγγω = σφίγγω, συμπιέζω σπίγξα = αδημονία, στενοχώρια, ανάγκη σπίγξιμον = σφίξιμο, συμπίεση σπινίτζι = το πτηνό σπίνος σπίξιμον = σφίξιμο, συμπίεση σπιρτέλα = καμινέτο οινοπνεύματος σπίρτο(ν) = οινόπνευμα σπίτιν = σπίτι σπιχτά = σφιχτά, κολλητά σπιχταίνω = σφίγγω, γίνομαι σφιχτός σπιχτόπλεχτος = αυτός που είναι πλεγμένος σφιχτά σπιχτός = σφιγμένος, πηκτός, συμπιεσμένος σπιχτούρα = δυσκοιλιότητα σπιχτοχέρης = φιλάργυρος σπίχτρα = γυναικείο περιδέραιο σπίχτω = σφίγγω, συμπιέζω σπιχτώνω = γίνομαι σφιχτός σπιχτωτός = λίγο φιλάργυρος, γλίσχρος σπλάχνα = σπλήνα σπλαχνακός = εύσπλαχνος, πονετικός σπλαχνία = συμπάθεια, οίκτος, ευσπλαχνία σπλαχνίζω = εκβάλλω τα σπλάχνα σπλαχνικά = με στοργή και συμπάθεια σπλαχνικός = εύσπλαχνος, πονετικός, στοργικός, άδολος, καθαρός σπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ σπλάχνον = τέκνο, τα σωθικά, μεταφ. ευσπλαχνία, οίκτος σπλάχνωση = ευσπλαχνία, οίκτος σπλέχνα = σπλήνα σπλήνα = σπλήνα σπληνιάζω = πονάει η σπλήνα μου σπογγάριν = σφουγγάρι σπόγγη = όργανο με οποίο καθαρίζεται ο φούρνος σπόγγιγμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα σπογγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω σπόγγισμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα σπογγίτας = ελαφρόπετρα σπογγιχτέριν = σάρωθρο, σκούπα, πανί με το οποίο καθαρίζουν σποντοβολάουμαι = προσπαθώ με πλάγιο τρόπο να προκαλέσω πρόσκληση σε τελετή, γάμο, βάπτιση, και ας δεν είμαι καλεσμένος σποντυλάζω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι, γίνομαι σαν σπόνδυλος σποντυλάπιν = αχλάδι σπονδυλοειδές σποντυλάχραδον = άγριο αχλάδι σπονδυλοειδές σποντύλιν = ο σπόνδυλος του αδραχτιού σποντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό σποντυλόπον = ο σπόνδυλος του αδραχτιού σποντυλώνω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι σπορά = σπόρος σποριδάζω = χωρίζω αγρό με άροτρο σε παράλληλους τομείς, σκορπίζω κατά γης πράγματα σαν να σπέρνω σπορικόν = το φυτό που αφήνεται για να παράγει σπόρο σπορικούτιν = κουτί όπου φυλάσσεται ο σπόρος σπόρος = σπόρος, σπέρμα σπορώνω = σποριάζω σποτάλα = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας σποταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες) σποτάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός σποταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες σποταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός σποταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί σποταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα σπουγγάρι(ν) = σφουγγάρι σπουγγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω σπουδάζω = σπεύδω σπουδάζω = σπουδάζω σπουδαχτά = βιαστικά σπουδαχτικά = βιαστικά σπουδαχτικός = βιαστικός σπουδεύω = βοηθώ κάποιον με λεφτά να σπουδάσει σπουδή = ταχύτητα, βιασύνη, προθυμία, σπουδή, παιδεία σπούδια = σπουδή, βιασύνη σπουδιάζω = σπεύδω, βιάζομαι σπουδιαχτικός = βιαστικός σπουταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα σπραΐστρα = ξύλινη σφραγίδα, με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας σπυρίδιν = σπυρί σπυρίν = σπυρί στα = στάσου στάβλος = στάβλος στάγμα = σταλαγματιά, σταγόνα σταδάουμαι = παρασύρομαι από χιονοστιβάδα στάδιν = χιονοστιβάδα σταδοτόπιν = μέρος κατηγορικό και πρανές, γυμνό από δέντρα όπου συχνά γίνονται χιονοστιβάδες στάζω = στάζω σταθά = περιοδικώς, κατά διαστήματα χρονικά σταθερίζω = σταματώ σταθήριν = στασίδι εκκλησίας σταθηρώνω = κατασκευάζω στασίδια εκκλησίας σταθίζω = σταματώ στακανέα = ποσότητα όση χωράει ένα ποτήρι στακάνιν = ποτήρι στακανόπον = ποτηράκι στάλα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα στάλαγμα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα, ψιχάλα, καταστάλαγμα υγρού σταλαγματέα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα σταλαγμίστρα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα σταλαγμίτα = σταγόνα, σταλαγματιά, τρύπα απ’ όπου περνάει το νερό με σταγόνες σταλαγμός = σταλαγμός σταλάζω = σταλάζω, ψιχαλίζω, κατασταλάζω, μεταφ. ηρεμώ σταλαφαρίζω = στενοχωριέμαι πολύ, αδημονώ σταλαφάρισμαν = πίεση του αίματος, αδημονία στάλιγμαν = εισαγωγή σε μάντρα σταλίζω = σταλίζω σταλίζω = βάζω κάτι όρθιο, σταματώ, στερεώνω, στηρίζω, κατασταλάζω σταλίζωμαν = το τέντωμα με μεγάλες βέργες του δέρματος πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση σταλίν = ιδιαίτερο διαμέρισμα μάνδρας όπου αποχωρίζονται τα νεογέννητα ζώα, μεγάλη κοιλότητα βράχου που χρησιμοποιείται σαν μάνδρα, κοτέτσι στάλισμαν = σταλίζω στάλισμαν = στηρίζω, στερέωση, καταστάλαξη υγρού σταλίστρα = δεξαμενή για συλλογή νερού σταλίχιν = βέργα με την οποία σταλιχώνουν σταλιχώνω = με μεγάλες βέργες τεντώνω το δέρμα πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση στάλσιμον = αποστολή στάμα = θερινό βοσκοτόπι, αγέλη ζώων στάμα = στημόνι σταμαμηνόν = έδεσμα παρασκευασμένο ειδικά την πρώτη Μαΐου στάμαν = στην αρχή σταματώ = σταματώ σταμεύω = παραθερίζω σε στάμα σταμνέα = ποσότητα όση χωράει το σταμνί σταμνί(ν) = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση σταμνίζω = σταβλίζω σταμνίν = στάβλος σταμνόπον = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση σταμνοστάτες = μέρος της οικίας όπου τοποθετούνται κατά σειρά οι στάμνες σταμονή = παύση, επίσχεση σταμπώνω = παύω να ενεργώ, περιέρχομαι σε κατάσταση πλήρους αδράνειας σταναχωρία = στεναχώρια, αγανάκτηση στανάχωρος = στενάχωρος σταναχωρώ = στεναχωρώ στανικώς = ακουσίως, αναγκαστικώς στανιό = βία στανιώς = ακουσίως, αναγκαστικώς στάξη = ελάχιστη ποσότητα νερού όσο μια σταγόνα στάξιμο(ν) = στάξιμο, διαρροή νερού στάπασης = αρχιμεταλλουργός σταπίδα = σταφίδα σταπίτζα = σταφίδα στάρι = σιτάρι σταροκούκκουτζον = κόκκος σίτου σταρχή = προμήθεια τροφίμων που είναι αναγκαία για το χειμώνα σταρχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα στάρχισμαν = προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων για το χειμώνα στάση = κορμοστασιά στασίδιν = στασίδι εκκλησίας στασιδόπον = στασίδι εκκλησίας στάσιμον = ορθοστασία, κορμοστασιά στασιμονή = σταμάτημα στατά = κατά τρόπο σιγανό στατέριν = θέση ειδική όπου τοποθετούνται κατά σειρά τα δοχεία γάλακτος, δοχείο όπου πήζει το γάλα και γίνεται γιαούρτι στατέτες = αυτός που παραθερίζει σε θερινό βοσκοτόπι σταυραετός = σταυραετός σταυραετωσύνη = η ιδιότητα του σταυραετού σταυράπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Σεπτέμβρη καθώς έρχεται η γιορτή του σταυρού σταυράχαντον = η άγρια τριανταφυλλιά από την οποία κατασκευάζονται σταυροί σταυρειδής = σταυρειδής Σταυρενός = Σεπτέμβριος Σταυρέτ’κον = αυτός που ανήκει στο Σταυρέτεν σταυρί = το ιερό οστό σταυρίδιν = είδος ψαριού όμοιο με σκόμβρο σταυρίτα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό Σταυρίτες = Σεπτέμβριος Σταυριτέσιν = καρπός που ωριμάζει το Σεπτέμβριο σταυρίτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό σταυροδρόμιν = σταυροδρόμι σταυροκάθουμαι = κάθομαι με πόδια σταυρωτά σταυροκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που ωριμάζει το Σεπτέμβριο σταυροκρανέα = κρανιά που ωριμάζει το Σεπτέμβριο σταυρολάχανον = φυτό άγριο φαγώσιμο που έχει φύλλα σταυροειδώς διευθετημένα σταυρολογισκούμαι = συλλέγω σταυρούς, μεταφ. σταυροκοπιέμαι σταυρόπιστος = Χριστιανός σταυροπόλεμος = ο ανταγωνισμός κατά την γιορτή των Θεοφανείων στην θάλασσα για το ποιος θα πιάσει τον σταυρό σταυρόπον = σταυρουδάκι σταυροπροσκύνεση = η γιορτή της σταυροπροσκυνήσεως σταυρός = σταυρός σταυροστάτιν = διασταύρωση σταυρότα = η σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά σταυροτέαλο = σταυροβελονιά σταυρούτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό σταύρωμα = διασταύρωση της χορδής της ηλακάτης για να γίνει αντίθετο γύρισμα του σπονδύλου, σταυροδρόμι σταυρώνω = σταυρώνω, διασταυρώνω δύο πράγματα, διευθετώ χιαστί τα νήματα στήμονα, θέτω επάλληλα τα τέσσερα άκρα υφάσματος ανά δύο, ανταλλάζω λόγους στη συνδιάλεξη σταύρωσες = οι δεσμίδες στις οποίες αποχωρίζουν το στημόνι στο αργαλειό σταυρωτά = σταυρωτά σταυρωτός = σταυρωτός, διασταυρούμενος στάφνη = στάφνη σταφνίζω = σταφνίζω σταφυλάζω = γίνομαι σαν σταφύλι σταφυλάς = αυτός που πουλάει σταφύλια σταφυλέα = η οσμή των σταφυλιών στάφυλη = σταφυλίτης σταφυλήτρα = σταφυλίτης, έντομο που σφυρίζει δυνατά τις φθινοπωρινές νύχτες σταφύλιν = σταφύλι σταφυλίτα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη σταφυλίτες = σταφυλίτης σταφυλίτζα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη σταφυλοζώμιν = γλεύκος των σταφυλιών σταφυλόπον = σταφύλι σταφυλώνω = γίνομαι σαν σταφύλι σταχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα σταχολογώ = διαβάζω ευχή για νεκρό ή κόλλυβα σταχόνω = σχηματίζομαι σε στάχυ, αποκτώ κορμό (σιτάρι), στοιβάζω στάχυα σε θημωνιά στάχτη = στάχτη, τέφρα στάχυν = στάχυ στάχωμαν = στάχωμα, βιβλιοδέτηση σταχώνω = σταχώνω, βιβλιοδετώ, εμπλέκομαι, ασθμαίνω, λαχανιάζω, κουράζομαι, αποκάμνω στέαρ = στέαρ, το περιτόναιο στεβάζω = στεγάζω στέβος = στέγη στεγάδα = στέγη, σκεπή στεγάδιν = στέγη, σκεπή στεγάζω = στεγάζω στέγασμαν = στέγασμα στέγη = στέγη στέγνα = τόπος στεγνός στεγνασία = τόπος στεγνός στεγνίτα = στεγνά στεγνιτώνω = στρώνω στο δάπεδο της μάνδρας στεγνά χόρτα για να προφυλαχτούν τα ζώα από το ψύχος στεγνοπαναγία = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής στεγνοπαναγίτζα = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής στεγνός = στεγνός, μεταφ. αδύνατος, ισχνός στέγνος = ξηρασία, το στέγνωμα στεγνοφαγία = ξηροφαγία στέγνωμαν = στέγνωμα στεγνώνω = στεγνώνω στεγνωσία = ξηρασία στεγοκάρφα = καρφιά ειδικά για την στερέωση σανίδων επικλινούς στέγης στέγος = στέγη στεθίν = στήθος στειλάριν = ξύλινη λαβή αξίνας, σκαπάνης, σκεπαρνιού στείλσιμον = αποστολή στείλω = στέλνω, αποστέλλω στείρεμαν = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση στειρεμός = στέρηση, ένδεια στειρεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή) στειρομάλλιν = μαλλί από στείρο πρόβατο στειρομούλαρον = ζώο στείρο σαν το μουλάρι στειρόν = στείρο ζώο, μεταφ. άγονος αγρός στειρώνω = γίνομαι άγονος, αποχερσούμαι (για έδαφος) στέκω = στέκω, μένω αργός, παύω, σταματώ, παραμένω στέλα = εργαλείο των ναυπηγών στελάζω = βάζω λαβή σε εργαλείο στελακώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο, μεταφ. αδυνατίζω στελέχιν = στέλεχος φυτού στελί(ν) = ξύλινη λαβή εργαλείου, πελέκεως, αξίνας, σκαπάνης κτλ. στελίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται ο τροχός του κεραμέως στελώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο στέναγμαν = αναστεναγμός στεναγμός = αναστεναγμός στενάζω = αναστενάζω στένεμα = στένεμα, η πλοκή δυο θηλιών σε μια κατά το κλείσιμο της κάλτσας στενεύω = στενεύω στένεψη = στένωση στενόκαρδος = στενόκαρδος στενολούδ’κον = ύφασμα που έχει στενές χρωματιστές ραβδώσεις στενόμακρος = στενόμακρος στενοπρόσωπος = στενοπρόσωπος στενός = στενός στένος = στενότητα, δυσχωρία στενόστομον = στενόστομος στενόφορος = αυτός που φοράει στενό παντελόνι στενόχωρα = στενόχωρα στενοχώρεμαν = στενοχώρια στενοχωρεύω = στενοχωρώ, αγαναχτώ στενοχωρία = στενοχώρια, αγανάκτηση στενόχωρος = στενόχωρος στενοχωρώ = στενοχωρώ στενύνω = στενεύω στένω = στήνω, στερεώνω, σταματώ, φυτεύω στενώνω = στενεύω στένωση = στένεμα στέξιμον = το να στέκεται κανείς αργός, χωρίς να κάνει τίποτα, παραμονή στερεά = στερεά, σιγά, αργά και ευκρινώς στερεά = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα στερέατα = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα στέρεμα = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση στερεμονή = στερέωση, ησυχία, παρηγοριά στερεμός = στέρηση, ένδεια στερεός = ευσταθής, γερός, στερεός στερεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή) στερέωμαν = στερέωμα, παύση, σταμάτημα στερεωμένα = ήσυχα, φρόνιμα, με φρόνηση στερεώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς στερέωση = σταμάτημα, παύση στέριωμα = παύση, σταμάτημα, επιδόρπιο στεριώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς στεριωτήρι = επιδόρπιο στεριωφάει = επιδόρπιο στερνό = τελευταίος στερνοκαίρης = φθινόπωρο στερνοκάρι = στερνοπαίδι στερνοψώμι = είδος άρτου διπυρίτη ψημένο μετά το φούρνισμα στέσιμον = στήσιμο, το να στέκεται κανείς χωρίς να κάνει τίποτα, αργία στεφανάτ’κον = ζώο, συνήθως αγελάδα, που έχει λευκό μέτωπο στεφανίδιν = στεφάνι βαρελιού, ο εκάστοτε σχηματιζόμενος κύκλος νήματος που περιτυλίσσεται σε κουβάρι στεφάνιν = στεφάνι, φωτοστέφανο αγίου στέφανος = στέφανος, στέψη στεφάνωμα = στεφάνωμα στεφανώνω = στεφανώνω στεφάνωση = στεφάνωση στεχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος στηβλοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία στηθοπάνιν = λευκό μεταξωτό κάλυμμα του γυναικείου στήθους στήθος = στήθος στήλη = στήλη, κολώνα στηλώνω = στήνω κάτι όρθιο στη στήλη στημνοδένω = διευθετώ το στήμονα στο αργαλειό, μεταφ. δένω ωραία τη ζώνη στη μέση στημνοδέσιμον = με καλαισθησία δέσιμο της ζώνης στημνοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία στημόνιν = στημόνι στιβαρεύκουμαι = δυσκολεύομαι, διστάζω, στενοχωριέμαι, βαριέμαι στιβαρός = στιβαρός, δυνατός, ρωμαλέος, δύσκολος στιβαρύνω = βαριέμαι, οκνώ στιβείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά στιβίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν στιβίστρα = γυναίκα που έχει το επάγγελμα να στιβίζει πανιά στίγκα = σχοινί του ιστίου πλοίου στιλπνός = λαμπερός, γυαλιστερός, στιλπνός στιφείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά στιφίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν στιχάριν = ο ιερατικός χιτώνας του ιερέα που λειτουργεί στοίβα = στοίβα, σωρός, πλήθος ανθρώπων στοίβαγμαν = στοίβαγμα στοιβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη στοιβάζω = στοιβάζω, κάνω σωρό στοίβασμαν = στοίβαγμα στοιβαχτά = στοιβαχτά στοιβαχτός = στοιβαχτός στοιχείο = στοιχείο στοιχώ = στοιχώ, περιστοιχίζω στολή = στολή, περιβολή, στάση, σχήμα στολίδι = στολίδι, κόσμημα στολίζω = στολίζω, καλλωπίζω στόλιν = τραπέζι στόλισμα = στόλισμα, καλλωπισμός, αμφίεση γαμήλιας περιβολής στόλος = το σύνολο της περιβολής μαζί με τα κοσμήματα στολούμαι = στολίζομαι, καλλωπίζομαι στόμα(ν) = στόμα στοματέας = λάλος, φλύαρος στοματοπονίον = πόνος του στόματος στοματόπονος = πόνος του στόματος στομαχική = χρόνιο νόσημα του στομάχου στομάχιν = στομάχι στομοβότανον = φάρμακο κατά της στομαλγίας στομοκράτορας = εκείνος που δεν επιτρέπει σε άλλον να μιλάει στομολόγεμαν = η ομιλία για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του στομολογώ = μιλάω για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του στομολόι = η κατάκριση και καταλαλιά ή και ο έπαινος και θαυμασμός προκαλούν αμφότερα βλάβη του κατακρινόμενου ή επαινουμένου στομόνι = στημόνι στομόπον = στόμα στομόπονος = πόνος του στόματος στομούκι = αυτός που τηρεί επίμονη σιγή στομοφαγία = μάτιασμα που προέρχεται από λόγια επαινετικά ή μη στομοφαγώ = ματιάζω κάποιον επαινώντας τον επίφθονα στομόχειλα = στόμα και χείλη στομώνω = φράζω το στόμιο, φτάνω ή προβάλλω στο στόμιο, ακονίζω, τροχίζω όργανο κοφτερό, αμβλύνομαι στην κόψη στορέα = ιστορία στορίζω = ιστορίζω στούα = προστώο οικίας, θολωτό διαμέρισμα οικίας στουβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη στουδάρης = κοκαλιάρης στουδάτες = οστεώδης, κοκαλιάρης στουδένος = ο φτιαγμένος από κόκαλο στούδιν = κόκαλο στουλάριν = στύλος στουπαλίδα = το χνούδι που χύνεται από το υφαντικό ιστό στουπάριν = εκείνο που μοιάζει με στουπί στουπί(ν) = στουπί στουπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα στουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα στουποδάκκιν = σακί φτιαγμένο από στουπί στουπώνω = στουπώνω στουρακέα = χτύπημα με ράβδο στουράκιν = βακτηρία, ράβδος στόχαση = σκέψη, στοχασμός, προσοχή, διάκριση στοχάσκομαι = βλέπω, διακρίνω, προσέχω, σκέφτομαι στόχασμαν = στοχασμός, προσοχή στοχασμός = σκέψη, προσοχή στοχαστικός = στοχαστικός, προσεκτικός στόχεμαν = στοχεύω στοχεύω = στοχεύω, παρατηρώ προσεκτικά στοχολογίουμαι = κέφτομαι καλά και μετά μιλώ στραβά = λοξά, στραβά, πλαγίως στραβογούλης = στραβολαίμης στραβοκάγκελον = κόσμημα ενδύματος ελικοειδές κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα στραβοκέφαλος = στραβοκέφαλος στραβοκοράουμαι = τυφλώνομαι στραβοκόσσαρον = στραβή κότα στραβολαίμης = στραβολαίμης στραβομμάτης = τυφλός, αλλήθωρος στραβομύτης = στραβομύτης στραβόξυλα = στραβόξυλα στραβοπάτεμαν = στραβοπάτημα στραβοπατώ = στραβοπατώ στραβοπόδαρος = στραβοπόδαρος στραβοπόδης = στραβοπόδης στραβοπονίος = η νόσος οφθαλμία στραβός = στραβός, τυφλός στραβοστομίζω = μου στραβώνει το στόμα στραβόστομος = αυτός που έχει στραβό στόμα στραβοτέρεμαν = λοξοκοιτώ στραβοτερώ = λοξοκοιτώ στραβόχειλος = αυτός που έχει τραβά χείλη στραβοχέρης = κουλοχέρης στράβωμαν = στράβωμα στραβώνω = στραβώνω, τυφλώνω στραγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό στραγγάλα = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό, φυτό δηλητηριώδες στραγγαλάουμαι = δηλητηριάζομαι από στραγγάλαν στραγγαλίζω = στραγγαλίζω στραγγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό στραγγαλούμαι = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι στραγγάλωμαν = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι στραγγίζω = στραγγίζω, στίβω, ξεζουμίζω, εξαντλώ εντελώς στράγγισμα = στράγγισμα στραγγουλίζω = στραμπουλίζω στραμπή = αστραπή στραμπίζω = αστράφτω στράτα = δρόμος, οδός στρατά = παρακελευσματικό προς νήπιο για να βηματίσει στρατάγια = τα πρώτα βήματα νηπίου στρατεία = εκστρατεία, οδοιπορία, ξενιτειά, ταξίδι στράτεμα = στρατός στρατέτες = στρατιώτης στρατεύω = βαδίζω στα τέσσερα ή αρχίζω να βηματίζω (για νήπια) στρατή = βάδισμα, οδός στρατηγός = στρατηγός στρατίζω = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ στρατίν = μονοπάτι στράτισμαν = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ στρατίτα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα στρατίτζα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα στρατιώτης = στρατιώτης στρατοδέσιμον = έθιμο κατά την γαμήλια πομπή που εμποδίζουν τη διάβαση του γαμπρού αποκλείοντας το δρόμο με σχοινί τεντωμένο, τερματίζεται ο αποκλεισμός κατόπιν χρηματικού φιλοδωρήματος στρατόπον = στενή οδός, μονοπάτι στρατός = στρατός στρατούρα = όργανο μηχανικό, με το οποίο εθίζουν το νήπιο να περπατήσει στεκούμενο όρθιο και βαδίζοντας κατά την στροφή του στρατόχειλα = τα χείλη της οδού στραφτάρα = πυγολαμπίδα στράφτω = αστράφτω στρέβω = ξερνώ στρέγω = συγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος στρεπελέσιν = ανόητο πράγμα στρεφτάριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή του τηγανισμένου εδέσματος στρεφτός = ο συγκατατιθέμενος στρέφω = ξερνώ στρέχκουμαι = υγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος στρέψιμον = ξέρασμα, εμετός στριγγή = οξεία κραυγή, στριγκλιά στριγγίζω = κραυγάζω, οδύρομαι, στριγγλίζω στρίγλα = κοντάρι του αργαλειού στρίδιν = δέντρο δασικό στρίχτος = πηκτός, στερεός στροβίλιν = είδος ρομβοειδούς κοσμήματος σε ύφασμα κεντημένο στροβιλοκάγκελα = κοσμήματα κεντητά σε γυναικείο επιστήθιο κάλυμμα στρογγυλάζω = κάνω κάτι σφαιρικό στρογγυλεύω = στρογγυλεύω στρογγυλίζω = στρογγυλεύω στρογγυλίτζα = χοντρό και στρογγυλό φασόλι στρογγυλομμάτης = αυτός που έχει στρογγυλά μάτια στρογγυλοπρόσωπος = στρογγυλοπρόσωπος στρογγυλός = στρογγυλός στρογγύλωμαν = στρογγύλωμα στρογγυλώνω = στρογγυλώνω στρογγυλωτός = στρογγυλός στρούθα = σπουργίτης στρούθια = φαγώσιμα αγριόχορτα στρουλίζω = στολίζω στρούμπα = λινάρι σφιχτοδεμένο για κοπάνισμα στρώμα(ν) = στρώμα στρωματαρέα = αποθήκη στρωμάτων στρωματάς = στρωματάς στρωματικόν = μάλλινο στρώμα κλίνης στρωματοθήκα = αποθήκη στρωμάτων στρωμοθήτε = αποθήκη στρωμάτων στρώνω = στρώνω στρώση = στρώμα, κλίνη στρώσιμον = στρώσιμο στρωσίν = στρωσίδια στυλάριν = στύλος στυλαρόξυλα = ξύλα από στύλους στυλίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται ο τροχός του κεραμέως στυλίζω = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο στύλισμα = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο στύλος = στύλος στυλώνω = στυλώνω στυλωτέριν = σπάργανο στερεωμένο στο αιδοίο του βρέφους για να μη βρέχονται τα άλλα σπάργανα στυμνός = αβρός, κομψός, επίχαρις, χαρίεις στύμνωμαν = συγκλείνω τα χείλη μετά χάριτος, νεόνυμφη που δεν μιλάει στα πεθερικά της για χρονικό διάστημα, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω στύπα = τουρσιά στυπάγγουρον = τουρσί στυπάπιν = αχλάδι που έχει υπόξινη γεύση στυπασέα = ξινή γεύση, πράγμα ξινό στυπάχραδον = άγριο αχλάδι ξινό στη γέυση στυπέα = η οσμή από ξινίλα στυπειδίν = υπόξινο στυπειδίτζα = είδος άγριο χόρτου όξινο στη γεύση στυπεύω = παρασκευάζω τουρσιά στυπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα στυπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα στυπόγλυκος = γλυκόξινος στυποειδίν = υπόξινο στυποζώμιν = το ζουμί των τουρσιών στυπόμηλον = μήλο με ξινή γεύση στύπος = ξινός στύπωμαν = ξίνισμα στυπωμάτιν = αυτό που προέρχεται από ξίνισμα, το ξινισμένο στυπώνω = ξινίζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω στυπωτός = υπόξινος στυφίν = στυφό στυφίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα στυχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος στυψάζω = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη στύψη = το ορυκτό στυπτηρία, στύψα οι κηκίδες της δρυός που περιέχουν στυπτική ιδιότητα στυψίασμαν = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη στωμέκιν = ξύλινο δοκάρι συάκιν = το ψάρι ρόμβος συακώνω = εξαπλώνομαι σαν ρόμβος, γίνομαι απλωτός σαν ρόμβος συβάλλω = βάζω δύο πράγματα μαζί, συγκρούω δύο πράγματα, μεταφ. διαβάλλω ένα προς άλλον για να διαπληκτιστούν συβάλσιμον = τοποθέτηση δύο πραγμάτων το ένα πάνω στο άλλο, διαβολή συβαλτά = με το ένα άκρο βαλμένο μέσα σε άλλο συβαστώ = κρατώ με μεγάλη προσοχή συβοδώνω = συμφιλιώνω ανθρώπους διεστώτας, εχθρικώς διακειμένους, συμβιβάζω συβουλεύκουμαι = συμβουλεύομαι σύβραδα = μόλις βραδιάσει σύβραση = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού σύβρασμα = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού σύγαμπρος = σώγαμπρος συγγελονόγιν = συγγενολόι συγγένεια = συγγένεια, συγγενολόι συγγένεμαν = συγγένεια συγγενεύω = συγγενεύω συγγενικός = συγγενικός συγγενός = ο καταγόμενος από αυτό το γένος συγγενότε = συγγένεια συγγενούμαι = εξοικειώνομαι προς κάτι συγγενωτός = αυτός που έχει μακριά συγγένεια συγγομάζω = γεμίζω, συμμαζεύω και αποθηκεύω συγγομίζω = συμμαζεύω συγγυρίζω = τακτοποιώ, συγυρίζω, πελεκώ, κόβω σύρριζα συγελώ = εξαπατώ, ξεγελώ συγέρασμαν = το να γερνάει κάποιος συμβιώντας με κάποιον άλλον συγερώ = συναντώ συγηρώ = γερνάω συμβιώντας μαζί με άλλον, γερνάω συγκάθισμαν = συναναστροφή, συμβίωση συγκαθίστρα = γυναίκα που συγκατοικεί με άλλη συγκάθουμαι = κάθομαι με άλλον, συναναστρέφομαι, κατασταλάζω συγκάματα = συγκάματα συγκατάβαση = επιείκεια, συγκατάβαση συγκατζιώνω = συνοφρυώνομαι σύγκειμαι = ανήκω, αρμόζω, επαρκώ συγκέφαλος = αυτός που έχει ίδια σκέψη με άλλον, συνομήλικος συγκλαίω = κλαυθμυρίζω συγκλίνω = γέρνω, σκύβω συγκοινωνώ = συμμετέχω συγκολλίζω = συγκολλώ συγκόλλισμαν = συγκολλώ συγκοπίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου συγκόριτζον = κόρη ομήλικη με άλλη σύγκουνα = όλοι μαζί συγκουντώ = σπρώχνω κάποιον μαζί με άλλο, αναγκάζω κάποιον συγκράτα = συνεχόμενα συγκράτεμαν = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις συγκρατευτά = συγκρατημένα συγκράτιν = γειτονικός, γειτνιάζον συγκρατώ = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις συγκρεύω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο συγκρούω = συγκρούω συγκρύβω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο συγκρύφτε = σιδερένια φτυαράκια με τα οποία συγκρύφτουν τη φωτιά συγκρύφτω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο συγκυρώ = συναντώ σύγξυλος = σύξυλος, μεταφ. εμβρόντητος, κατάπληκτος συγομάζω = παρεμβάλλω κάτι μεταξύ άλλων πραγμάτων, τοποθετώ καταλλήλως πράγματα συγυρίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ συδάδιν = ξύλο που έχει φλέβα από δαδί ή που μοιάζει με δαδί συδαυλίζω = συδαυλίζω συδαύλισμαν = συνδαύλισμα συδρομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη) συενός = συγγενής συζεξία = συνεταιρισμός δυο γεωργών που έχουν από ένα βόδι στην περιτροπή καλλιέργεια των αγρών τους συζευγμένος = ζευγαρωμένος σύζυγος = σύζυγος συζυμούμαι = ζυμώνομαι μαζί, μεταφ. συναναστρέφομαι σύζωμαν = φασολάδα συθέκω = τακτοποιώ, διευθετώ σύθετος = σφικτός σύκα = συκιά συκάδιν = ξηρό σύκο, ισχάς συκαμινέα = μουριά συκαμινίτης = φαγώσιμος μύκητας φυόμενος στην ρίζα συκαμινιάς συκαμινίτικο = αυτό που είναι παρασκευασμένο από συκάμινα συκάμινον = μουριά συκέα = συκιά συκοκούριν = τμήμα κορμού συκιάς, μετων. κόρη προχωρημένης ηλικίας σύκον = σύκο συκότα = καρπός πολύ ώριμος, μαλακός σαν το σύκο συκόφυλλον = φύλλο συκιάς συκώνω = λερώνω με σύκο συκώτα = σπλάχνα συλαυράζω = παίζω αυλό, τοποθετώ ουροδόχο σωλήνα στο λίκνο βρέφους συλαύριν = αυλός, φλογέρα, σουραύλι, ουροδόχος σωλήνας τοποθετημένος στο λίκνο βρέφους συλλείτουργος = ιερείς που συλλειτουργούν συλλείτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς συλλιβασμένος = συννεφώδης, μεταφ. σκυθρωπός, κατσούφης συλλιβία = συννεφιά, μεταφ. κατήφεια, σκυθρωπότητα συλλιβιώ = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω συλλίβωμαν = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω συλλιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατουφιάζω συλλίδι = θρύμματα, κομμάτια συλλίκιρον = οίνος αραιωμένος με νερό συλλογή = συλλογισμός, σκέψη συλλογιάζω = συλλογίζομαι, αρραβωνιάζω με λόγο συλλογικά = ήρεμη σκέψη, φρόνηση συλλογίουμαι = συλλογίζομαι, σκέφτομαι συλλόγιση = σκέψη, συλλογισμός συλλογισμέντζα = εκείνη περί της οποίας δόθηκε λόγος αρραβώνα συλλούτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς συλλοχούμαι = χώνομαι κάπου συλλυμάδια = θρύμματα, κομμάτια συλλύσματα = θρύμματα, κομμάτια συλλύω = τρίβω και μεταβάλλω σε θρύμματα συμμαλάουμαι = συναναστρέφομαι σύμμαλλος = δασύτριχος συμμονάχτρα = γυναίκα μαζί με άλλη μονάζουν σε μοναστήρι συμπάθειον = το αιδοίο συμπαίδιν = παιδί συνομήλικο με άλλο συμπαίζω = παίζω μαζί με άλλον συμπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ συμπεθέρα = συμπεθέρα συμπεθέρα = συμπέθεροι, συμπόσιο που γίνεται στο σπίτι των γονέων της νύφης μετά από εφτά μέρες γάμου συμπεθεράζω = συμπεθεριάζω συμπεθερακός = συμπεθερικό συμπεθερία = συμπεθεριό συμπεθερικά = συμπέθεροι συμπέθερος = συμπέθερος συμπεθεροσκάμνιν = κάθισμα που προσφέρεται στο μέλλοντα συμπέθερο συμπεθερωσύνα = συμπεθεριά συμπέντε = ανά πέντε συμπιάνω = συγκολλώ, καταπιάνομαι με κάτι συμπίασμαν = συγκόλληση συμπιαστίτζα = το φυτό κολλιτσίδα συμπιάστρα = το φυτό κολλιτσίδα συμπιλίζω = εκτελώ κάτι επιτυχώς συμπινιάρικο = αγγείο που έχει την ιδιότητα να απορροφά το υγρό εντός αυτού συμπίνω = συμπίνω συμπλέχκουμαι = συμπλέκομαι, συμφύομαι, συναναστρέφομαι με κάποιον φιλικώς συμποδάσκουμαι = περιπλέκω τα πόδια και πέφτω συμποδίζω = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω συμπόδισμα(ν) = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω συμποδιστέριν = πράγμα που κάνει κάποιον να σκοντάψει συμπόσιν = συμπόσιο, συμπόσα εδέσματα και ποτά το οποία προσκομίζουν στους γονείς της νύφης την Πέμπτη μετά την Κυριακή του γάμου οι συγγενείς και φίλοι και συμποσιάζουν σύμπουρνα = πολύ πρωί συμφέρει = συμφέρει, είναι επικερδές συμφέρον = συμφέρον σύμψιλος = ο πολύ λεπτός συμψυλλίζω = εξετάζω, λεπτολογώ συμψύλλισμαν = εξετάζω, λεπτολογώ σύν = ανά συναγώμιν = συνάθροιση ανθρώπων θορυβώδης συνακόλουθα = συνακόλουθα συνάματα = η οικία της νύφης στην οποία προσέρχονται οι καλεσμένοι κατά την τέλεση του γάμου συναμιλλώ = προκόβω, προοδεύω συναργαρίν = κατάλευκο συναργυρίν = κατάλευκο συνάργυρον = κατάλευκο συναρμώνω = συναρμολογώ σύναρο = αραιό σύναυγα = σύναυγα, πολύ πρωί συναυλίζω = συναναστρέφομαι, γειτονεύω, γειτνιάζω συνάχιν = συνάχι συναχούμαι = συναχώνομαι συνάχωμαν = συναχώνομαι συνδέκα = ανά δέκα συνδύο = ανά δύο συνεβαλλίστρα = γυναίκα ραδιούργα που υποκινεί έριδες συνεβάλλω = διαβάλλω, ραδιουργώ συνέδριον = μετων. άνθρωπος ταραχοποιός συνεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω συνεικασμός = εικασία, διάκριση συνείκοσι = ανά είκοσι συνέλ’κος = συνομήλικος συνεμπαίνω = εισέρχομαι εντός κάποιου και καταλαμβάνω αυτόν, ερεθίζω, ενοχλώ, συνερίζομαι συνεννέα = ανά εννέα συνέξη = έξι μαζί, ανά έξι συνεπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ συνεργία = ενέργεια σύνεργον = σύνεργο συνερίζομαι = συνερίζομαι συνέριση = φιλονικία συνερριγώ = αισθάνομαι ρίγος συνέρχεται = έρχεται, ωφελεί, συμφέρει συνευρίουμαι = συναντιέμαι συνεφτά = ανά εφτά, εφτά πρόσωπα μαζί συνεφτάνω = αρκώ, επαρκώ συνήθεια = συνήθεια, έθιμο, τα συνήθεια η έμμηνος ρύση γυναικός συνηθίζω = συνηθίζω συνήθισμαν = συνηθίζω συνθήκε = υπόσχεση συνισάζω = διευθετώ, τακτοποιώ συννεύω = μπαίνω στο νόημα, συνεννοούμαι συννεφάζω = καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζει συννεφία = συννεφία συννεφιάρης = συννεφώδης συννεφίασμαν = συννεφιάζω σύννηφος = συννυφάδα συννυφάδα = συννυφάδα συννυφάδιν = συννυφάδα συννύφισσα = συννυφάδα σύννυχτα = πριν ακόμη ξημερώσει συνοδικόν = αίθουσα υποδοχής μοναστηρίου σύνοδος = συνεδρίαση, στα παραμύθια οι σύμβουλοι των βασιλιάδων συνοικέσιον = αρχιερατική άδεια γάμου συνονόματος = συνονόματος συνοράζω = συνορεύω συνορεύω = συνορεύω συνορθάζω = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία συνορθίαγμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία συνορθίασμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία συνορθώνω = διευθετώ, συγυρίζω, τακτοποιώ συνόριν = σύνορο, ορόσημο σύνορον = σύνορο, ορόσημο συνοχτώ = ανά οκτώ, οκτώ πρόσωπα μαζί συντάγουμαι = κάνω συμφωνία με κάποιον συνταλεύω = συνδαυλίζω, αναζωπυρώ συντάραγος = ανάμεικτος συνταράζω = αναταράσσω, συνταράσσω συνταυλίζω = συδαυλίζω συντεκνάουναι = γίνομαι σύντεκνος κάποιου αποδεχόμενος στην κολυμπήθρα του βαπτίσματος το τέκνο του συντεκνάτ’κα = δώρα προσφερόμενα στον ανάδοχο βρέφος συντεκνία = συντεκνία σύντεκνος = σύντεκνος συντελέα = δύναμη σωματική ή ηθική συντέλεμα = σωματική κατάπτωση συντελεύω = βιάζομαι πολύ, σπεύδω συντερευτά = με προσοχή, με οικονομία συντερώ = συντηρώ συντέσσερα = ανά τέσσερα συντεχνίτης = συντεχνίτης συντζαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω συντζακώνω = θερμαίνω λίγο συντζία = συνομιλία, συνδιάλεξη συντζιδώνω = αναζωπυρώ, μεταφ. προκαλώ έριδες συντζώνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω συντήρημα = η μετά προσοχής ενέργεια ή πράξη, επιμέλεια, φροντίδα συντηρώ = συντηρώ, διστάζω, τηρώ, επιμελούμαι, διαστρέφω συντινάζω = ανατινάσσω, τρομάζω συντρέχω = διαγωνίζομαι σε ιππασία, βοηθώ συντρία = ανά τρία συντριάντα = ανά τριάντα συντρόμαγμαν = τρόμος, φόβος, ρίγος συντρομάζω = τρέμω πολύ, κάνω κάποιον να τρέμει συντροφάζω = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον συντροφακός = συνεταιρικός συντροφεύω = συντροφεύω συντροφία = συνοδοιπορία συντροφίαγμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον συντροφίασμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον συντροφικά = συνεταιρικά συντροφικός = συνεταιρικός συντρόφιν = πλακούντας σύντροφος = συνοδοιπόρος, συνέταιρος, σύντροφος συντυλίζω = τυλίγω δύο πράγματα μαζί, τελειώνω κάτι σύντομα συντύχαιμα = λόγος, συνομιλία συντυχαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, λέω, προτείνω συντυχία = συνομιλία, συνδιάλεξη συντύχια = συνομιλία συντύω = εισδύω συξεραίνομαι = ξηραίνομαι εντελώς, γίνομαι κατάξηρος σύξυλος = σύξυλος συρδομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη) σύριγμαν = σφύριγμα σύριγμαν = σφύριγμα συριγμός = σφύριγμα συρίζω = σφυρίζω συρίστρα = σφυρίχτρα συριχτέρα = σφυρίχτρα συρκούμενον = σερνόμενο σύρμα = σύρμα συρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα συρματώνω = κεντώ ή ράβω με χρυσό ή αργυρό νήμα συρμοκούκκουτζο = κουμπί συρματόπλεκτο χρυσίζον συρμονή = ταλαιπωρία συρμοπάπουτζα = παπούτσια συρματοκεντημένα συρνολόγος = αυτός που λέει πολλά και τα ίδια για το ίδιο πράγμα συρνολογώ = λέγω επανειλημμένος τα ίδια συρούμενος = χαμερπής σύρριζα = σύρριζα συρροφώ = αρμέγω σύρση = πάσα επιδημική νόσος σύρσιμο(ν) = έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο, απαγωγή, βολή όπλου, μεταφ. ανοχή, υπομονή συρτάριν = σύρτης πόρτας, συρτάρι συρτάρωμαν = κλείνω με σύρτη την πόρτα συρταρώνω = κλείνω με σύρτη την πόρτα σύρτης = σύρτης πόρτας, μάνδαλος, όργανο με το οποίο βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο, ολκός συρτός = είδος χορού σύρω = έλκω, τραβώ, ανασύρω, πετώ, πυροβολώ σύσκοτα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει συσκοτάζει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει συσκότεινα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει σύσπαρτος = πυκνοσπαρμένος σύσπειρος = πυκνοσπαρμένος συστέκω = υπερασπίζομαι κάποιον, συνηγορώ σύστυπος = πολύ ξινός συφάγειν = προσφάγι συφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι συφάγιασμαν = τρώω ψωμί με προσφάγι συφαγίζω = τρώω ψωμί με προσφάγι σύφαγος = βουλιμία, αδηφάγος συφέρει = συμφέρει σύφερον = συμφέρον συφιλίζω = προσαρμόζομαι συφίλισμαν = προσαρμόζομαι συφράζω = κλείνω, φράζω καλά συφτάνω = προφτάνω, επαρκώ σύφταση = συμπλήρωμα πράγματος σύφτασμαν = επάρκεια συφτιλάζω = ξεφτώ (για ύφασμα) συφτιλάριν = ξεφτισμένο (για ύφασμα) συφτίλιν = ξέφτι υφάσματος συφτύρκουμαι = φτερνίζομαι συφυλλίζω = εκφύω πολλά φύλλα (φυτό) συφωνία = συμφωνία συφωνώ = συμφωνώ συφωτάζω = θαμπώνομαι βλέποντας συνεχώς προς άπλετο φως, νυχτερεύω συχάζω = ησυχάζω συχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος συχαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός συχαράτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός συχαράτικα = δώρο που δίνεται σε αυτός που φέρνει το ευχάριστο γεγονός, συχαρίκια συχαρέας = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός συχαρεμένα = περιχαρώς συχαρεμένος = χαρούμενος συχαρία = η αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός συχαρίασμαν = αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός συχαρίκια = συχαρίκια συχαρικιάζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος συχαρικιάτορας = είδος εντόμου που πιστεύεται ότι προμηνύει ευχάριστο γεγονός συχλιαίνουμαι = αισθάνομαι πόθο για κάποιο πράγμα σύχλιος = σχεδόν χλιαρός, υπόθερμος συχλομόνα = οι πνεύμονες συχνά = συχνά συχνοκερνώ = κερνώ συχνά συχράουμαι = προσκολλούμαι κάπου συχωμάζω = αποταμιεύω συχώρεμα = η παρεχόμενη άφεση αμαρτιών από τον Θεό στον αποθανόντα συχώρηση = συγχώρηση, συγνώμη συχωρώ = συγχωρώ σύψηλα = πολύ ψηλά σύψηλος = πολύ ψηλός σύψυχα = καθ’ ολοκληρίαν σύψυχος = ολόψυχος, ολόκληρος σφελίω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. σφήκα = σφήκα σφήκισμα = το τσίμπημα σφήκας σφηκώ = τριμπώ σφίγγω = σφίγγω σφίχτης = περιδέραιο σφιχτομάρουλο = σφιχτό μαρούλι σφιχτός = σφιχτός σφόγγια = είδος χόρτου με μεγάλα και σκληρά φύλλα με το οποίο καθαρίζουν τον πυρωμένο φούρνο για να βάλουν τους άρτους σφογγίω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω σφοντύλι = ο σπόνδυλος του αδραχτιού σφοντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό σφόντυλος = ο σπόνδυλος του τραχήου σφουγγάτος = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι σφραγίδα = σφραγίδα σφραγίζω = σφραγίζω σφραγιστός = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας σφραγίστρα = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας σφυρίν = σπυρί σώβρακον = η ανδρική εσωτερική περισκελίδα σώγαμπρος = σώγαμπρος σώζω = σώζω, αντέχω σώμα = σώμα σωματώδης = μεγαλόσωμος σώνω = σώνω, εξαντλώ, αρκώ, φτάνω σώξιμον = αντοχή σώος = σώος σωπώ = σωπώ σώρεμα = συλλογή, συνάρθοιση σωρεμάτιν = καρποί που μαζεύονται από το δέντρο και όχι κάτω από τη γη που έχουν πέσει, το γάλα ή γιαούρτι που συλλέγεται βαθμιαία σωρευτά = οικονομικά σωρεύτε = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού σωρευτέριν = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού σωρεύω = συλλέγω, μαζεύω, διαπυούμαι, ελαττώνω βαθμηδόν τη θηλιά πλεκτού για να κλείσω το πλέξιμο, αποτελειώνω την ύφανση σωρόλιθος = σωρός λίθων, τόπος γεμάτος με σωρευμένο λίθο σωρός = σωρός, πλήθος σωστά = σωστά, πραγματικά, πλήρως, καθ’ ολοκληρίαν σώστεμαν = συμπληρώνω το ελλείπον σωστεύω = συμπληρώνω το ελλείπον σωστός = σωστός, αληθής, ο πλήρης σε ηλικία, ίσιος, κανονικός, μεταφ. ειλικρινής, δίκαιος σωστύνω = κάνω κάτι πλήρες, μεταφ. μεταβάλλω διαγωγή, διορθώνομαι σωστώνω = συμπληρώνω, κάνω κάτι πλήρες σωτηράζω = σώζω, συγχωρούμαι σωτηρία = σωτηρία σωτικός = εντόπιος, ομοχώριος σ’κώση = σηκωμός, έγερση, κηδεία σ’κώστικα = έξοδα κηδείας σ’κώτα = συκώτια σ’χαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός σ’χαράχτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός σ’χαρίκια = συχαρίκια Ττα = το ταβά = δίκη πολιτικού δικαστηρίου ταβά = χάλκινο μαγειρικό σκεύος πλατύ και αβαθές ταβά = καμήλα ταβακιαλής = ηλίθιος, μωρός ταβάνιν = ταβάνι ταβανλάεμαν = βάζω ταβάνι σανιδένιο ταβανλαεύω = βάζω ταβάνι σανιδένιο ταβανλίν = οικία που έχει ταβάνι από σανίδια ταβάνωμαν = οροφή ταβανώνω = βάζω ταβάνι, οροφή ταβάρα = εφιάλτης ταβατζής = αντίδικος σε πολιτικό δικαστήριο ταβάτιν = πρόσκληση σε γεύμα ταβή = καβγάς, φιλονικία ταβίζω = καβγαδίζω, φιλονικώ, επιπλήττω, μαλώνω ταβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω τάβισμαν = καβγάς, φιλονικία τάβλα = τράπεζα φαγητού, σανίδα τάβλα = στάβλος ίππων τάβλιν = τάβλι ταβλορρόκανον = ξυλουργικό εργαλείο, με το οποίο εξομαλύνουν σανίδια τάβος = είδος παιχνιδιού ταβούλι = νταούλι ταβουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής ταβρανεύκουμαι = ενεργώ, κινούμαι γρήγορα ταγανέα = τηγανιά ταγανίζω = τηγανίζω ταγάνιν = τηγάνι ταγάριν = σάκος δερμάτινος, δοχείο της νυκτός ταγγείν = αγγείο ταγγιάζω = ταγγίζω τάγγιασμαν = ταγγίζω ταγή = διατροφή ταγιάνεμαν = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω ταγιανεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω ταγιανίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω ταγιάνισμαν = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω ταγίζω = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο ταγίνιν = η κριθή τροφή που παρέχεται σε μονόχηλο ζώο, ο ορισμένος άρτος που παρέχεται σε στρατιώτη τάγισμαν = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο ταγκαλάκης = ανόητος, μωρός τάγμα = τάμα ταγούλ(ιν) = νταούλι ταγουλπάζιν = ξύλινη καπνοδόχος ταγουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής ταγούτεμαν = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ ταγουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ τάδε = ο τάδε τάδετις = τάδε ταενεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω ταενίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω ταένιν = νωπό, φρέσκο ταένυφος = νεόνυμφη ταένυφ’σσα = νεόνυμφη ταζελάεμαν = ανανεώνω ταζελαεύω = ανανεώνω ταζένιν = νωπός, πρόσφατος ταζίν = κυνηγετικός σκύλος ταζιράζω = επιπλήττω ταζίριν = επίπληξη ταζιρλαεύω = επιπλήττω, επιτιμώ ταζπίχ(ιν) = κομπολόι τάζω = τάζω, υπόσχομαι, κάνω τάμα ταής = θείος τάι = νεαρός ίππος τάι = το ένα από τα δυο φορτία εκατέρωθεν του σάγματος ζώου φορτηγού ταιγάνα = φραγκόκοτα ταΐκας = θειούλης ταιριάζω = ταιριάζω, συμφωνώ ταιρίασμαν = ταίριασμα ταΐσα = κατ’ ευθείαν ταΐτζα = νεαρή φοράδα ή νεαρός ίππος ταιφά = οικογένεια τάκα = άκατος τακάλιν = είδος ραφής τακάς = τράγος τακάτζιν = το πλήκτρο του σήμαντρου εκκλησίας τακάτιν = αντοχή τακατούκα = το ξύλινο γουδί τακεύω = αναρτώ, κρεμώ τακίρ(ιν) = τροχός αμάξης τακλά = κυβίστημα, τούμπα τακόζιν = δοκάρι πατώματος τάκος = άκατος τάκος = τράγος τακούδ(ιν) = μικρός τράγος ταλάγκιν = πηκνό αίμα πληγής ταλάγκωμαν = αίμα που πήζει ταλαγκώνω = αίμα που πήζει ταλαιπωρημένα = ταλαιπωρημένα ταλαιπωρία = ταλαιπωρία, δυστυχία, φτώχια ταλαίπωρος = ταλαίπωρος, δυστυχής ταλαιπωρώ = ταλαιπωρώ, υποφέρω ταλανεύω = αρπάζω, λεηλατώ ταλάνιν = αρπαγή, λεηλασία, λαφυραγωγία τάλαντον = ξύλινο σήμαντρο ταλάσεμαν = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά ταλασεύω = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά ταλάσιν = μπελάς ταλάσιν = ροκανίδια, σκουπίδια ταλβά = καθίζημα ταλγά = κύμα θαλάσσης ταλγαλαεύω = κυμαίνομαι, μεταφ. ζαλίζομαι τάλεμαν = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω ταλεύω = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω τάλια = ποσότητα από εκατό ταλίγανλης = έφηβος, νεαρός ταλκούτζος = βουτηχτής θαλάσσης ταλτανεύκουμαι = αταφεύγω κάπου για προφύλαξη ταμάμεμαν = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει ταμαμεύω = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει ταμάμιν = το συμπληρωμένο ταμάριν = φλέβα, νεύρο ταμαρόφυλλον = το φυτό πεντάνευρο το οποίο έχει φύλο με πέντε νεύρα ταμάχιν = πλεονεξία ταμαχκέας = πλεονέκτης ταμιρτζής = σιδηρουργός ταμλά = σταγώνα, στάλα, αποπληξία ταμπαλία = τεμπελιά ταμπάλτς = τεμπέλης ταμπουγά = αποτύπωμα, σφραγίδα ταμπούρα = είδος έγχορδου μουσικού οργάνου τάν-τάν = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος τάνα = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος τανακιά = τενεκές τανατόφυλλον = μεγάλο φύλο, πλατύ και παχύ τανέα = φαγητό αρτυσμένο με τάνιν τανέα = οσμή του τανιού τανέας = εκείνος που τρώει συχνά τάνιν τάνιν = το υπόλειμμα γιαουρτιού μετά την αφαίρεση βουτύρου τανοκοίλης = εκείνος που πίνει πολύ τάνιν τανοκούταλο = κουτάλα ειδική για το τάνιν τανόπον = λίγη ποσότητα τάνιν τανοσουρβιν = σούπα αρτυσμένη με τάνιν τανοτέριν = ξύλο μακρύ, με το οποίο ανοιγοκλείνουν το φεγγίτη οικίας τανούσεμαν = συμβουλεύομαι τανουσεύκουμαι = συμβουλεύομαι τανοφάει = χυλόπιτες αρτυσμένες με τάνιν τάντανα = τα χοροπηδήματα του παιδιού στα γόνατα της μητέρας ταντάνιγμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ ταντανίζω = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ ταντάνισμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ ταντανιστέρα = η σανίδα πάνω στην οποία ταντανίζουν ταντανίστρα = σουσουράδα, άνθρωπος κομψευόμενος ταντανίτζα = το χοροπήδημα παιδιού στα γόνατα τάντανον = ξηρό και σκληρό ταντανού = σουσουράδα τανταρακότζ(ιν) = είδος παιχνιδιού κατά το οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο ταντή = εκείνος που υποβαστάζει την νύφη κατά την έξοδό της από την πατρική οικία και παράδοσή της στον γαμπρό ταντινίζω = λέω και επαναλαμβάνω τα ίδια ταντουράς = εκείνος που παρασκευάζει κάρβουνα ταντούριν = σωρός ξύλων συσκευασμένα και σκεπασμένα με χώμα προς ανθρακοποίηση τάνωμαν = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν τανώνω = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν τάξη = τάξη (διάταξη), ευκοσμία, σεμνότητα, εθιμοτυπία, τάμα σε άγιο, τάξη σχολείου τάξι = με αυτό παροτρύνεται ο σκύλος προς επίθεση ταξιδέας = ταξιδιώτης ταξίδεμα(ν) = ταξιδεύω ταξιδεύω = ταξιδεύω ταξιδιάρικος = ταξιδιάρικος ταξίδιν = ταξίδι ταξιδιώτης = ταξιδιώτης ταξιλάεμαν = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση ταξιλαεύω = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση τάξιμο(ν) = τάμα ταοκάλαθον = καλάθι ορισμένης χωρητικότητας το οποίο φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού ταόπον = νεαρός ίππος ταοσάκκιν = σακί ορισμένης χωρητικότητας, που φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού ταούλιν = νταούλι ταουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής ταουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ τάπα = τάπα, πώμα ταπά = κορυφή κεφαλής, κορυφή δέντρου ταπαά = όροφος οικοδομής, πάτωμα ταπακέρα = ποσότητα όση χωράει η καπνοθήκη ταπακερέα = ταμπακιέρα, καπνοθήκη ταπάνιγμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό ταπανίζω = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό ταπάνιν = σβάρνα, κοντάκι του τουφεκιού ταπάνισμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό ταπάντζα = πιστόλι ταπαντζέα = βολή πιστολιού, πιστολιά ταπάχιν = νόσος των διχήλων ζώων ταπαχούμαι = (διχήλα ζώα) προσβάλλομαι από την νόσο ταπάχιν ταπεινός = ήσυχος, μετριόφρων, αδύνατος ταπείνωμαν = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη ταπεινώνω = αδυνατίζω, ισχναίνω, δείχνω μετριοφροσύνη ταπείνωση = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη ταπεινωτός = αδύνατος ταπιάτιν = χαρακτήρας, συνήθεια, πρόθεση, σκοπός ταπιατλής = εκείνος που έχει καλά ήθη τάπλα = γαμήλιο συμπόσιο, δισκοειδές κάλυμμα γυναικείας κεφαλής ταπόλαμπρα = μετά το Πάσχα ταπουρίουμαι = αναστενάζω, χτυπώ τα γόνατα με τα χέρια από απελπισία τάρα = απόβαρο δοχείου ταραγά = ανακατωτά, ανάμεικτα ταραγεύω = αναμειγνύω τάραγμα = ανάμειξη, ανακάτωμα ταραγμονή = ανακάτωμα, ταραχή, σύγχυση ταραγός = ανάμεικτος ταραγύλης = ουράνιο τόξο ταραζή = ζυγαριά ταράζω = ανακατώνω, αναμειγνύω, ταράσσομαι ταρακιάζω = σχηματίζω σωρό θεριζόμενων χόρτων ταράκιν = σωρός θεριζόμενων χόρτων ταράκιν = εργαλείο λιθοξόων οδοντωτό τάραπας = ξύλινο διάφραγμα, φράχτης κήπου από σανίδα ταραπολόζιν = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη ταραχή = ανησυχία, ταραχή, θόρυβος ταραχίζω = θορυβώ, ενοχλώ, πειράζω ταραχτέας = ταραξίας, ραδιούργος ταράχτες = όργανο διακινήσεως πράγματος, μεταφ. εκείνος που προκαλεί ταραξίες ταραχτετής = εκείνος που διακινεί, μεταφ. εκείνος που προκαλεί έριδες, ταραξίες ταραχτήτρα = γυναίκα ραδιούργα ταραχτόν = το πρώτο γάλα ταργόνιν = φυτό εδώδιμο ταρέζιν = ράφι ταρεζώνω = κατασκευάζω και τοποθετώ ράφια, τοποθετώ στο ράφι ταρέλκα = φλιτζάνι τσαγιού ή καφέ ταρελκέα = ποσότητα όση χωράει η ταρέλκα ταρζής = ράπτης τάρι = τώρα ταρίν = το δημητριακό γέννημα κεχρί ταρκή = δισάκκιο επί του εφίππου ταρνάζω = κινούμαι ελαφρώς ταρνακοτζίζω = είδος βαδίζω στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο, είδος παιχνιδιού ταρνακότζιν = είδος παιχνιδιού στο οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο ταρναπουτζεύω = καλπάζω ταρναπουτζίζω = σκιρτώ, χοροπηδώ ταρπούκα = τύμπανο στη βάση του λαγηνιού τάρσα = αντίστροφα ταρταγανίζω = ξεσκίζω, καταρρακώνω ταρταγάνιν = το ξεσκισμένο και ρακώδες ύφασμα ταρταγκίν = πηχτό κατακάθι υγρού ταρταγκώνω = γίνομαι πηχτός ταρταρίζω = τρέμω από το ψύχος, σπαρταρώ, τουρτουρίζω ταρταρίζω = φλυαρώ, αφοδεύω από ευκοιλιότητα ταρχανά = τραχανάς τάρ’ = λοιπόν τασέα = ποσότητα όση χωράει στο τάσιν τασεύω = πλημμυρώ τάσιν = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό τασλάεμαν = πετροβολώ τασλαεύω = πετροβολώ τασόπον = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό ταστίν = στάμνα τασχανά = λατομείο τατανεύω = καλομαθαίνω, συνηθίζομαι, γλυκαίνομαι ταταρέα = η δυσοσμία του Τατάρου τάτιν = το μέρος της κάλτσας γύρω από το πόδι τάτιν = γεύση εδέσματος τατόλι = το ισόπεδο φτυάρι με το οποίο φουρνίζουν τα ψωμιά τάττας = πατέρας ταυρί = αρσενικό μοσχάρι ταυρολάσιν = η παρακολούθηση πολλών ταύρων μια αγελάδα, ο οργασμός των βοδιών και η διασταύρωσή τους, μεταφ. μεγάλος θόρυβος ανθρώπων ταφ(ίν) = τάφος, μνήμα, νεκροταφείο ταφή = ταφή ταφλά = καθίζημα καφέ ταφλάνιν = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου ταφλανόπον = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου ταφόπον = μικρός τάφος τάφος = τάφος ταφρίν = τάφρος τάφρος = τάφρος ταφροχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού τάφρωμαν = ορόσημο αγρού ταφτάρ(ιν) = βιβλίο λογιστικό τάφταρα = έγκατα, βάθη ταφώνω = θάβω τάχα = δήθεν, τάχα τάχατες = δήθεν, τάχα ταχεύω = αναρτώ, κρεμώ ταχούμιν = πίπα, καπνοσύριγγα ταχτά-πιτίν = κοριός ταχταλού = πέθανε ταχτζηλούκιν = τέχνη οικοδομική ταχτζής = οικοδόμος ταχτικός = τακτικός ταχώ = λαχταρώ ταψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί ταψί = ταψί ταψίν = ταψί τεά = δήθεν, τάχα τεβέ = καμήλα τεβεκελής = μωρός, ηλίθιος, μεταφ. άσκοπος, μάταιος τεβεκελία = ασκόπως, ματαίως τεβεκελωτός = λίγο ηλίθιος τέβιν = μυθικό θηρίο των παραμυθιών τεβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω τεβόριν = έλατο τεβοροκλάδιν = κλαδί ελάτου τεβορόπον = έλατο τεβορορρίζιν = ρίζα ελάτου τεγανέα = τηγανιά τεγάνι = τηγάνι τεγανίζω = τηγανίζω τεένυφος = νεόνυμφη τεζίν = πεύκο τεζίνα = δωδεκάδα τεζοκλάδιν = κλαδί πεύκου τεζορρίζιν = ρίζα πεύκου τεζπίχιν = κομπολόι τεζπιχόπον = κομπολόι τεινέκης = ισχνός, λιπόσαρκος τέκα = λέξη στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τέκα τέκα!» τεκελτάρης = αστείος, ανόητος, μωρός τεκελτέας = ανόητος, μωρός τεκερλεμέ = πέτρα που πετάμε στη θάλασσα έτσι ώστε να εφάπτεται διαδοχικά τεκερλενεύκουμαι = σκοντάφτω τέκιν = κράσπεδο ενδύματος τεκίριν = τροχός αμάξης τεκνοβολώ = τεκνοποιώ τέκνον = τέκνο τέλα = πολύ, βαριά τελαιπωρία = ταλαιπωρία τελαιπωρώ = ταλαιπωρώ τελάλης = δημόσιος κήρυκας τελβέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ τελεία = τελεία τέλειος = τέλειος, άμεμπτος τελείωμαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση τελειώνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω τελείωση = τέλος, τερματισμός τέλεμαν = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ τελεμονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου τελένω = τελειώνω τελετρέα = διάτρηση με τελέτριν τελέτριν = τρυπάνι, γλύφανο των ξυλουργών τελεύω = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ τελίκανλης = έφηβος, νεανίας τέλιν = σύρμα μετάλλινο, σύρμα τηλεγραφικό, τηλεγράφημα τελομονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου τελομός = αποπεράτωση, συντέλεση έργου τέλος = τέλος τελφέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ τελώνα = οι διάττοντες αστέρες τεμελία = εξ αρχής, σταθερώς τεμέλιν = θεμέλιο τεμελώνω = θεμελιώνω τεμερτζής = σιδηρουργός τεμιρτζηλίκιν = η τέχνη του σιδηρουργού τέμνον = το εικονοστάσι της εκκλησίας τέμπα = με αυτό προτρέπονται οι όρνιθες για να εισέλθουν στο κοτέτσι τεμπέλης = τεμπέλης, οκνηρός τεμπελία = τεμπελιά, οκνηρία τεμπελχανά = άσυλο τεμπέληδων τέμπλον = το εικονοστάσι της εκκλησίας τενανάς = αυτός τενεβίρα = είδος παιχνιδιού τενεκετζής = αυτός που κατασκευάζει δοχεία από λευκοσίδηρο τενεκιά = τενεκές τένος = ιτιά τέντα = κατάστρωμα πλοίου τενταλλακλόθα = ακολουθώντας ο ένας τον άλλον τενταλλακλόθιν = το ακόλουθο, το επόμενο τενταλλαπάνου = αλλεπάλληλα τενταλλαπέσου = εισχωρώντας το ένα εντός του άλλου τεντελάρης = τρεμουλιάρης τεντελέας = τρεμουλιάρης τεντέλης = τρεμουλιάρης τεντέλιγμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τεντελίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τεντέλισμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τεντελιχτά = τρέμοντας τεντζερέ = χύτρα, τέντζερης τεντζερέα = ποσότητα όση χωράει ο τέντζερης τεντζερόπον = χύτρα, τέντζερης τεπέ = η κορυφή της κεφαλής του ανθρώπου, η κορυφή δέντρου, όρους κτλ. Τεπεκιόζης = ο Κύκλωπας της μυθολογίας τεπός = ανόητος, μωρός τεπουπίζω = καθαρίζω σιτηρά με τεπούριν τεπούριγμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν τεπούριμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν τεπούριν = μεγάλος ξύλινος δίσκος μονοκόμματος που χρησιμοποιείται στο καθαρισμό των σιτηρών τεπούρισμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν τερεδίτζα = ρυάκι, ποταμάκι τερεζή = ζυγαριά τέρεμα = βλέμμα, περιποίηση τερές = ρυάκι τερζής = ράπτης τερζίδικον = ραφείο τερίνα = αθερίνα τερκή = δισάκι του εφίππου τερμανάζω = θεραπεύω με φάρμακα τερμάνιν = φάρμακο, ευρωστία σωματική, ζωτικότητα, δύναμη τερμονέα = κρημνός τερνέκιν = ομήγυρη, πανήγυρη τερπή = ο ξυλοφάγος των ξυλουργών τέρσα = αντίστροφα τερσή = είδος αδράκτου, με το οποίο κλώθουν νήμα εις διπλούν τέρτιν = βάσανο, ταλαιπωρία, χρόνια νόσος, θλίψη, καημός τερτίπιν = τέχνασμα οποιοδήποτε προς επιτυχία υποθέσεως ή προς εξαπάτηση τερτόπον = βάσανο, ταλαιπωρία, θλίψη, χρόνια νόσος τερώ = επιτηρώ, προσέχω, βλέπω, παρατηρώ, περιποιούμαι, διατηρώ, πληρώνω τεσάεμαν = το στρώσιμο του πατώματος τεσαεύω = στρώνω πάτωμα τεσάκιν = στρώμα κλίνης τεσαμά = πάτωμα σπιτιού τεσσάριν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων τεσσάροι = αυτοί που βαστάζουν το φέρετρο με κατεύθυνση προς την εκκλησία και έπειτα προς τον τάφο τεσσεράγκωνον = τετράγωνο τεσσεράδιν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων τεσσερακάντηλος = αυτός που έχει τέσσερις καντήλες τεσσεράποδος = αυτός που έχει τέσσερα πόδια τεσσεράχρονος = τετράχρονος τεσσερεκατόν = τετρακόσια τεσσερόκοκκο = καρύδι που έχει τέσσερα εσωτερικά χωρίσματα τέστα = πήλινο αγγείο ευρύστομο τεστέ = δέσμη χόρτων, σταχυών κτλ. τεστεκίλιν = είδος μικρού σφυριού χρυσοχόων τεστίν = στάμνα τέταρτος = τέταρτος τετεκιάζω = μουχλιάζω επιφανειακώς τετέκιν = μούχλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών τροφίμων τετράγλωσσος = φλύαρος μέχρι κόρου, αδολέσχης τετραδέτρα = μετων. άνθρωπος, ιδίως γυναίκα, πολυπράγμων Τετράδη = Τετάρτη τετράδιπλα = τετραπλά τετράδιπλος = τετραπλός Τετραδίτζα = Τετάρτη τετραδοβλάφτρα = αυτή που βλάφτηκε την Τετάρτη Τετραδοπαράσκευα = η Τετάρτη και η Παρασκευή, ημέρα νηστείας τετραδοφάγας = αυτός καταλύει την νηστεία της Τετάρτης τετρακέφαλος = τετρακέφαλος, μεταφ. έξυπνος, πανούργος τετρακόσοι = τετρακόσιοι τετράμερα = τέσσερα μέρη τετράξανθος = ο πολύ ξανθός τετραπέρατος = τετραπέρατος τετράποδον = αυτός που έχει τέσσερα πόδια τεττές = ο πατέρας (στην παιδική γλώσσα) τέφιν = κοίτη ζώου του σκύλου και των αγριμιών τεφτέριν = λογιστικό βιβλίο, κατάστιχο τέχα = επιφώνημα με το οποίο δείχνουμε κάτι τεχάτοχας = νάτος τεχλικελής = δειλός μέχρι μωρίας τεχλικελίν = επικίνδυνο τέχνη = τέχνη, επιδεξιότητα, μαστοριά τεχνίτες = τεχνίτης, επιδέξιος, επιτήδειος τεψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί τεψίν = ταψί τζάβλακο = μέρος ελώδες τζαβλούκιν = το σπερματοφόρο στέλεχος φυτού τζαβλουκώνω = εκφύω σπερματοφόρο στέλεχος (φυτό), αδυνατίζω, ισχναίνω τζαβταρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από σίκαλη τζαβτάριν = σίκαλη τζαβταρόπον = λίγη ποσότητα σικάλεως τζαβταροψώμιν = ψωμί από σίκαλη τζαγάνα = κάβουρας, μετων. άνθρωπος ισχνός τζαγδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω τζαγδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά τζάγκαρος = αράχνη, ακρίδα τζαγκί(ν) = υπόδημα ψηλό μέχρι το γόνατο τζαγκώνω = απλώνω, εκτείνω τζαγμονή = φωνή, κραυγή τζάγωμαν = παρατεταμένη κραυγή, βράχνιασμα από παρατεταμένη κραυγή τζαγώνω = κραυγάζω παρατεταμένα, βραχνιάζω από παρατεταμένη κραυγή τζαζού = γυναίκα ραδιούργα, δαιμόνιο που πνίγει τα βρέφη τζαζούγαρη = γυναίκα ραδιούργα τζαζουλίκιν = γυναίκα ραδιούργα τζάζω = φωνάζω, κραυγάζω τζαΐζω = φωνάζω, κραυγάζω τζάισμαν = ισχυρή κραυγή τζαϊχτά = φωναχτά, κραυγαλέα τζαϊχτεράς = φωνακλάς τζάκ(ιν) = εστία, τζάκι τζακάνιν = δημητριακό γέννημα, σίκαλη, κριθή, στην πλήρη εκβλάστησή του τζακατούρα = άλογο εξαντλημένο από την πολλή κόπωση τζακατώνω = πρασινίζω τζακέλιγμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν τζακελίζω = σκάβω με το τζακέλιν τζακέλιν = σκαπάνη τζακέλισμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν τζακελιχτέριν = σκαλιστήρι, σκαπάνη τζακελομάκελλον = δικέλλα με την οποία γίνεται η εκρίζωση παρασίτων χόρτων κήπου τζακίζω = σπάω, κομματιάζω τζάκιν = κλήρος τζακογνάφης = αυτός που έχει σπασμένα μούτρα, ασκημομούρης τζακοθερίσκουμαι = κομματιάζομαι θεριζόμενος τζακοκάγανον = δρέπανο σπασμένο τζακοκεφαλίζω = σπάω το κεφάλι τζακοκούτιν = σπασμένο κουτί και γενικώς σπασμένο σκεύος τζακομεσίζω = σπάω τη μέση, προξενώ σ’ αυτήν πόνο τζακομουντζουράζω = σπάω τα μούτρα, μεταφ. εξευτελίζω, ταπεινώνω τζακόνιν = αυλή τζακοπάριν = σπασμένος παράς, μεταφ. ελάχιστο χρήμα, τσακιστή πεντάρα τζακοποδάζω = σπάω τα πόδια τζακοποδαρίζω = σπάω, τσακίζω τα πόδια, παθαίνω κάταγμα του ποδός, κουτσαίνω τζακοποδίζω = τσακίζω τα πόδια τζακοστουδάζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία τζακοστουδίζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία τζακοτζούκαλον = σπασμένο πήλινο αγγείο τζακοφτερίζω = τσακίζω τα φτερά, μεταφ. αποστερώ κάποιου το μέσω προς εργασία, χάνω το στήριγμά μου και αποθαρρύνομαι τζακοφτερνίζω = τσακίζω την φτέρνα του υποδήματος στραβοπατώντας τζακοφτερουλίζω = τσακίζω τα φτερά τζακοχειλίζω = τσακίζω το χείλος (αγγείο) τζακοχέρης = φιλάργυρος, κακοπληρωτής τζακοχερίζω = τσακίζω το χέρι ή τα χέρια κάποιου, μεταφ. στερώ από κάποιον την ικανότητα προς ενέργεια ή εργασία τζάκωμα(ν) = θραύση, σπάσιμο, τζακώματα χρήματα τζακώνω = θραύω, τσακίζω, εκριζώνω, εκφοβίζω, επιτιμώ, επιπλήττω τζακώτα = ελιά πράσινη θλαστή και αλατισμένη τζακωτήριν = το τελευταίο γεννηθέν παιδί τζαλαπάτημα = παιδική ασθένεια που συνεπάγεται καχεξία και ατροφία τζαλαπατώ = ποδοπατώ τζαλαχώνω = λερώνω, ρυπαίνω τζαλίμιν = άργιλος τζαλκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά, πόρπη ενδύματος, κρίκος πάνω στο οποίο προσδένεται κάτι τζαλοτζάκωμαν = τεμάχιο κομματιασμένου πήλινου αγγείου τζάμα = ο γυναικεία κοτσίδα τζαμάζω = πλέκω τα μαλλιά της κεφαλής σε κοτσίδες τζαμέσιν = βούβαλος τζάμιν = τζάμι τζαμίν = τζαμί τζάμμουας = είδος παιχνιδιού τζαμμούσα = αυτή που έχει κλειστά μάτια τζαμμώνω = κλείνω τα μάτια τζαμμωχτά = με κλειστά μάτια τζαμμωχτόν = το παιχνίδι «τυφλόμυγα» τζάμπουρας = αυτός που έχει τα μάτια κλειστά, μεταφ. βλάκας τζάμπουρο = στέμφυλο τζαμπρί = τσαμπί τζαμπώνω = κλείνω τα μάτια τζαμφέσι = είδος μεταξωτού υφάσματος τζαναβάριν = άγριο ζώο σαρκοφάγο, μεταφ. άνθρωπος αγροίκος, ασυλλόγιστος τζανάρ’κον = αυτός που έχει παραχαϊδευθεί τζανεία = θωπεία, χάδια, ανοησία, μωρία τζανεύω = παραχαϊδεύω, κάνω καμώματα, παιδιαρίζω τζανίζω = λαχταρώ τζάνιν = ο ξύλινος ρυμός που συνδέει την τυκάνη του αλωνίσματος με το ζυγό τζάνιν = παραχαϊδεμένος τζάνιν = το εξωτερικό πράσινο περίβλημα του καρυδιού τζαννία = μωρία, τρέλα τζαννίζω = τρελαίνομαι τζαννοκόριτζο = τρελοκόριτσο τζαννοπαίδι = τρελόπαιδο τζαννοπίπερον = κόκκινη πιπεριά τζαννοπορέματα = αταξία της ζωής, ατασθαλία, παρεκτροπή τζαννοπορεύουμαι = ατασθάλω τζαννός = ανόητος, επιπόλαιος, πεισματάρης τζαννώνω = τρελαίνω κάποιον, τρελαίνομαι τζάνος = ζιζάνιο του σίτου, είδος εντόμου τζαντζαρεύω = αναρριχώμαι τζάντζαρος = αράχνη, ακρίδα τζαντός = αραιός τζάξιμον = δυνατή κραυγή τζάπα = πήλινη χύτρα, η κοιλότητα της παλάμης τζάπα = χειροκρότημα τζάπιν = πήλινη χύτρα τζαποκοίλης = αυτός που έχει κοιλιά σαν τον τζάπιν, στρογγυλή και εξογκωμένη τζαπόπον = πήλινη χύτρα τζαραγμάδα = χαραμάδα, ρωγμή τζαραμά = πρόστιμο τζαραμπούλα = πυγολαμπίδα τζαραμπουλίζω = λάμπω, στίλβω τζαραμπουλιχτεράς = αυτός που λαμποκοπά, πανέμορφος τζαραμπουλίχτρα = πυγολαμπίδα τζαράνα = τα δοκάρια της στέγης, το μεταξύ της οροφής και της στέγης μέρος της οικίας τζαρανίζω = τρεμοσβήνω, βλέπω αμυδρά τζαραντίζει = ψιχαλίζει τζαραπίζω = γρατσουνίζω, αροτριώ επιπόλαια τζαραρία = αμυχή, γρατσουνιά τζαρατζούρα = ύφασμα πρόστυχο και φτηνό τζαραφάτιν = ύφασμα αραιό στην υφή τζαραφίζω = γρατσουνίζω, οργώνω επιπόλαια τζαράφισμαν = γρατζούνισμα, το επιπόλαιο όργωμα τζαραφοκότα = γάτα που προξενεί αμυχές τζαραφουλίζω = γρατσουνίζω με νύχια τζαργαλάριν = ξύλο του οποίου αποσπώνται ξυλάρια, φωνή όχι μελωδική τζαργάλιν = λεπτό απόσχισμα ξύλου τζάρεμαν = περισυλλογή σκουπιδιών, επιπόλαιο σκούπισμα τζαρευτέριν = σάρωθρο για περισυλλογή των σκορπισμένων σταχυών, ξύλινη χτένα τζαρεύω = περισυλλέγω τα σκουπίδια, σαρώνω επιπόλαια τζαρίδιν = φυτό που έρπει τζαρίζω = εκφράζω με ζωηρές και φαιδρές φωνές την επιθυμία μου (για βρέφη) τζάριν = τρίχα αλόγου τζαρκέλ(ιν) = σκαπάνη τζαρμούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια τζαρμουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια τζαρμούλισμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια τζαροκόσκινον = κόσκινο από τρίχες αλογοουράς τζαρομάγος = αυτός που έχει μάτια τόσο μικρά που μόλις ανοίγουν τζαρομαλλού = σαρκαστικά γυναίκα που έχει μαλλιά σκληρά σαν τις τρίχες της αλογοουράς τζάρος = γέρος τζαροφούρκαλον = σκούπα από κλώνους χαμόδεντρου τζαρτζαρίζω = τρίζω, κροτώ (ξύλα που καίγονται) τζαρτζάρισμαν = το τρίξιμο που κάνουν τα ξύλα που καίγονται τζαρφούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια τζαρφουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια τζαρώνω = βάζω λεπτούς κλάδους στην στέγη τζάτζα = προσφώνηση προς μεγαλύτερη αδελφή τζατζαλίζω = γυμνώνω κάποιον, αφαιρώ τον καρπό από το στέλεχος τζατζάλισμαν = γδύσιμο κάποιου, αφαίρεση του καρπού από το στέλεχος τζάτζαλος = γυμνός τζατζαλώνω = απογυμνώνω κάποιον τζατζίν = φρύγανο, κλαδί, θάμνος τζατζίφταρο = φτυάρι του αλωνιού από καλάμια τζατζόπον = φρύγανο, κλαδί, θάμνος τζατζούλα = μικρό πανεράκι τζατζούρα = μικρά ξυλαράκια τζατζοφούρκαλον = σκούπα που κατασκευάζεται από κλάδους σκληρών θάμνων ιδίως ερείκης, ο θάμνος ερείκη τζατζόφωτα = ξημέρωμα τζατζοφωτίζω = υποφώσκει τζατζοφώτισμαν = λυκαυγές τζαυδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω τζαυδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά τζαυδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός τζαφάρα = περιταινία κρέατος, κρέας ινώδες τζαφάρα = σφυρίχτρα τζαφαρίζω = σφυρίζω με σφυρίχτρα τζαφαρωτόν = ινώδες κρέας τζάφιγμαν = ξύσιμο τζαφίζω = ξύνω, κνήθω τζάφιν = κόσμημα γυναικείας κεφαλής αποτελούμενο από διπλή σειρά αργυρών αλυσίδων που φέρουν στις άκρες δυο αργυρά τεμάχια εξαρτήσεως νομισμάτων επιχρυσωμένα, το δάχτυλο του τυφλοπόντικα τζάφισμαν = ξύσιμο τζαφράκα = ρυτιδωμένη γριά τζαφράκωμαν = ρυτίδωμα στο πρόσωπο τζαφρακώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο τζαχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων τζαχάλης = αδαής, άπειρος, διανοητικά καθυστερημένος τζάχειλος = αυτός που έχει μεγάλα χείλη, χωρικός που μιλάει ιδίωμα παραφθαρμένο τζεβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι τζεβάπιν = απόκριση τζεβζέ = μπρίκι του καφέ τζέγκλα = πράγματα που συντελούν για απόλαυση και επίδειξη τζεζά = ποινή, τιμωρία τζελέβιν = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για πλύσιμο τζελελία = γλάρος τζελεπάζω = φέρω λειχήνες στο δέρμα, ψωριάζω τζελεπώνω = ντύνω κάποιον με πενιχρά ενδύματα τζελέφιν = ροκανίδι τζεπάζω = βάζω στην τσέπη τζέπη = τσέπη τζεπλάζω = διασκορπίζω τσόφλια τζέπλιν = σκληρός φλοιός, τσόφλι κτλ. τζεπλώνω = σκληρύνομαι όπως το κέλυφος ξηρού καρπού τζέπρα = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια τζέπρα = στέμφυλα τζεπράζω = πάσχω από λέπρα, πάσχω από ψώρα, γίνομαι ρυπαρός τζεπράρης = λεπρός τζεπρέας = λεπρός, ψωραλέος, μεταφ. ρυπαρός τζεπρέδια = στέμφυλα τζεπρολαλαχεία = χάδια λεπρού ή ψωραλέου τζερδόνιν = σάπιο ή σκουληκοφαγωμένο ξύλο τζερεμέ = πρόστιμο τζερεμόπον = λίγο πρόστιμο τζερέπης = λιπόσαρκος, κοκκαλιάρης τζέριγμαν = σκίσιμο τζερίζω = σκίζω τζέρισμαν = σκίσιμο τζερπίουμαι = κουρελιάζομαι στα φορέματά μου τζέρτζα = διάρροια με αέρια, μετων. άνθρωπος βδελυρός τζερτζέας = αυτός που πάσχει από χρόνια ευκοιλιότητα τζερτζός = ρυπαρός, ακάθαρτος τζερτζοσύνα = ακαθαρσία, ρυπαρότητα τζευδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός τζεφάζω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος) τζέφιν = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών τζέφλιν = σκληρός φλοιός, αβγού, καρπών κτλ. τζεφλόν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου τζεφώνω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος) τζεχέλης = αδαής, άπειρος, διανοητικός καθυστερημένος τζεχελίκιν = αδαημοσύνη, απειρία τζεχενέμιν = κόλαση τζία = σπινθήρας τζιαγμονή = φωνή, κραυγή τζιάζω = καίω βούτυρο ή λάδι για άρτυση φαγητού, ψήνω κάτι στη σχάρα τζιαμπαρδούκα = είδος παιχνιδιού με άλματα τζιανίζω = κλαυθμυρίζω (βρέφος) τζιαστερίτι = τηγανάκι στο οποίο καίγουν βούτυρο τζιαστός = ψημένος τζιατού = καλικάντζαρος, μεταφ. γυναίκα μοχθηρή τζιβδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός τζιβίζω = τιτίζω (πτηνό) τζίβιν = το πτηνό στρουθίο τζιβιντζάλιν = μετων. άνθρωπος μικρόσωμος τζιβολίζω = μαδώ, δέρνω τζιγάνος = άνθρωπος φειδωλευμένος, τσιγκούνης τζιγαρέα = η οσμή του τσιγάρου τζιγάρον = τσιγάρο τζιγαρόξυλον = πίπα τζιγαροχάρτιν = χαρτί ειδικό για τύλιγμα τσιγάρου τζιγγιαναλίκιν = φειδωλία, φιλαργυρία Τζιγγιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος τζιγγιανοπούλλιν = γυφτόπουλο τζίγγρα = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα, μετων. άνθρωπος μεμψίμοιρος τζιγγράζω = παραπονιέμαι, γκρινιάζω τζιγγράρης = παραπονιάρης, γκρινιάρης τζιγγρέας = παραπονιάρης, γκρινιάρης, φιλάργυρος, τσιγκούνης τζίγγρωμαν = κλαψούρισμα, μεμψιμοιρία, σκυθρώπιασμα τζιγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω τζιγκαλίδα = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός τζιγκαλιδάζω = κλώθω πολύ το νήμα και προκαλώ το σχηματισμό σπειρώσεων τζιγκαλιδάριν = νήμα που είναι στριμμένο πολύ και έχει πολλές σπειρώσεις, έριο σγουρό και με κόμπους τζιγκαλιδέας = μεταφ. στριμμένος τζιγκαλίδιν = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός Τζιγκιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω τζιγκλιμιδίζω = συνθλίβω τζιγκρά = αισθητά, ελαφρά τζίδιν = ροκανίδι τζιδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω τζιδωτέριν = λεπτό ξυλαράκι που χρησιμοποιείται για προσάναμμα τζιζεύω = χαράζω γραμμή τζιζή = γραμμή χαρασσόμενη τζιζιλαεύω = κάνω ή χαράζω γραμμή τζιζιλαύω = παράγω ψίθυρο τζίζω = αισθάνομαι οδυνηρό τσίμπημα τζίκαρη = τσιγάρο τζίκαρη = θάμνος τζικάριν = πνεύμονας, ήπαρ τζικίζω = τσιμπώ τζίκνα = τσίκνα, ομίχλη τζικνάζω = ξεωριάζω τζικνέα = η οσμή της κνίσας τζικουτέα = χτύπημα με σκούπα τζικουτίτζα = μικρό κλαδάκι ελάτου, χόρτο που χρησιμοποιείται για μικρές σκούπες τζικουτοκλάδιν = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου τζίκουτον = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου, σκούπα από κλαδιά ελάτου τζικουτόσπορον = σπόρος παραγόμενος από φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες τζικουτώνω = διακλαδίζομαι πολύ σαν το φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες τζιλάγκος = αισχρός στην όψη, δυσειδής τζιλάζω = αφοδεύω υγρά αποχωρήματα τζιλαλίζτρα = θάμνος που παράγει μαύρους καρπούς τζιλαρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα τζιλαρίτα = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλαταρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλατάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα τζιλατείον = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλβονίτα = είδος άγριου μενεξέ τζιλγανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω τζιλέα = τα υδαρή αποχωρήματα του ανθρώπου, κουτσουλιά, σάπιος καρπός τζιλέας = αυτός που πάσχει από διάρροια τζίλεμαν = διάρροια, κόπρος πτηνού τζιλεύω = κοπρίζω (πτηνό) τζιλίδιν = πυρωμένο κάρβουνο εστίας τζιλιδόπον = μικρό κάρβουνο πυρωμένο τζιλιμουγκρίζω = παραπονιέμαι κλαψουρίζοντας, γκρινιάζω για το έργο που μου ανατίθεται τζιλιμπούρδα = πυγολαμπίδα τζιλιμπουρδίζω = εκπέμπω αμυδρό φως τζιλόκολος = αυτός που πάσχει από συνεχή διάρροια τζιλόνομος = εκείνος του οποίου ο θρησκευτικός νόμος είναι άξιος περιφρονήσεως τζιλόπετρα = λίθος πολύ εύθραυστος τζιλοφάγας = (υβριστικώς) αυτός που τρώει αποχωρήματα τζιλτάρης = αυτός που πάσχει από ακράτεια τζιλτέας = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός τζίλτεμα(ν) = ούρα τζιλτεμέα = η οσμή του ούρου τζιλτευτέρα = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση τζιλτευτέριν = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση τζιλτεύω = ουρώ, κατουριέμαι τζιλτοζώμιν = κωμικώς το ούρο τζιλτού = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός τζιλτούκης = αυτός που πάσχει από ακράτεια τζιλτούρα = αυτή που πάσχει από ούρα τζιλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα τζιμίδιν = εγκέφαλος, νους, η υπολειπόμενη μάζα των καρυδιών μετά την εκπίεση του ελαίου, πολτός από πίτουρα ως τροφή αγελάδας, χόρτα στραγγισμένα μετά το βράσιμο και αρτυσμένα με βούτυρο τζιμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζίμισμαν = στύψιμο με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζιμπάρι = σφύρα λιθοξόου τζίμπλα = τσίμπλα τζιμπλάζω = φέρω τσίμπλες τζιμπλάρης = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλαρίτζα = γυναίκα τσιμπλού τζιμπλατίνος = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλέας = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλετάνος = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλίασμαν = φέρω τσίμπλες τζιμπλομμάτης = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλοπέτεινος = παρωνύμιο του τζιμπλομμάτης τζιμπονίζω = αναβλύζω με ορμή τζιμπόνιν = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα τζιμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας τζιμπούσ(ιν) = συμπόσιο, τσιμπούσι τζινάζω = αφήνω κουτσουλιά (πτηνό) τζινακιάζω = εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ τζινάκιασμαν = λάμψη σπινθήρα, καμένο μέρος πράγματος από σπινθήρα τζινακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια τζινάκιν = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος τζινακόπια = μικρά ψαράκια τζινατίζω = λερώνω με τζινέαν τζινάτωμαν = αλείφω με τζινέαν, λερώνομαι με τζινέαν τζινέα = κουτσουλιά τζινεύομαι = στενοχωριέμαι τζινί = σκελίδα σκόρδου, φέτα φρούτου τζινίζω = κλαψουρίζω τζινίκα = γυναίκα κλαψιάρα τζίνος = γλάρος τζινταράζω = βγάζω ίνες από ξύλο τζιντάριν = λεπτή ίνα ξύλου, σχίζα τζιντζής = μάγος τζίντζιρος = ρυτιδωμένος τζιντζιρώνω = γερνάω πολύ τζίξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος τζιουμάζω = στύβω τα ρούχα για να φύγει το νερό τζιουμπουρώ = τσιμπώ τζιουμπροχειλίουμαι = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα τζιουπροχείλισμα = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα τζιουχλεύω = βάζω σημάδι, στοχεύω τζιουχλί = αλιευτική απόχη τζιπάζω = περνώ βελόνες για πλέξιμο, στερεώνω κάτι με σφήνα τζιπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης τζιπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλάκι τζιπίω = εξάγω τις ίνες του κελύφους των φασολιών τζιπρώνω = συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σαπίζω στη γη δεν φυτρώνω (σπόρος), στεγνώνω τζίρα = αδυναμία σωματική, εξάντληση τζιργάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου τζιργανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω τζίριγμαν = τσιρίδα τζιρίζω = τσιρίζω τζίριν = αχλάδια ή μήλα φουρνισμένα ή ξηραμένα στον ήλιο τζιριχτεύω = παρασκευάζω τηγανίτες τζιριχτόν = τηγανίτα τζίρλα = διάρροια τζιρλέα = κλαψούρισμα, κραυγή τζιρλετής = διάρροια τζιρλίζω = κλαίω, κλαψουρίζω τζιρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη τζιρνία = ο ελάχιστος ψίθυρος φωνής, κλαψούρισμα τζιρνίζω = βγάζω τσιμουδιά, ψιθυρίζω, κλαψουρίζω τζιροζώμιν = το ζουμί των βρασμένων τζιριών τζιρόνα = είδος πτηνού τζίρος = είδος σκόμβρου, τσίρος τζιρούτ(ιν) = ακόντιο τζίρτα = σάλιο, μεταφ. ελάχιστη ποσότητα πράγματος τζιρτζιρίζω = τσιρίζω τζιρτίζω = εκσφενδονίζω σάλιο, αναβλύζω αναπηδώντας τζιρτιχτέρα = σωληνάριο με έμβολο με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκσφενδονίζοντας νερό ο ένας στον άλλον τζιρώνω = γίνομαι κάτισχνος τζιτάμης = νωθρός, οκνηρός τζιταμλίκιν = νωθρότητα, οκνηρία τζίτζα = ελάχιστη ποσότητα πράγματος τζιτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω τζιτζάνισμαν = απορρόφηση, θήλασμα τζιτζίδι = μετων. άνθρωπος ολόγυμνος τζίτζιδος = τσίτσιδος τζιτζίλι = το παιδικό μόριο τζιτζιλίαμαν = τριγυρίστρα τζιτζίλιν = θρομβοειδές υγρό απόσταγμα δέντρων, δερματικό μαλακό έκθυμα, ομφαλός τζιτζιλομάστικα = μαστίχα από έλατο τζίτζιλος = ολόγυμνος, τσίτσιδος τζιτζίν = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός τζίτζιρα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυομένου λίπους της ουράς προβάτου τζιτίζω = κρυφοκοιτάζω από χαραμάδα τζιφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζιφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται τζίφισμαν = χάραγμα με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζιφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη τζιφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά τζιφλάνιν = μικρό απόσχισμα ξύλου τζιφτός = λεπτοφυής τζιχάρ(ιν) = τσιγάρο τζίχλα = το πτηνό τσίχλα τζιχλάζω = συντρίβω, συνθλίβω τζιχλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη τζιχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει τζιχλάκιν = το πτηνό τσίχλα τζιχλιμιδίζω = συντρίβω, τρίβω στάχυα στο χέρι για να βγάλω τον καρπό τζιχλιμίδιν = συντρίμμι τζιχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός τζιχλώνω = συνθλίβω με πίεση τζίχνα = τσίκνα, ομίχλη τζιχνάριν = το τσικνισμένο φαγητό τζιχνέα = η οσμή της τσίκνας τζιχνέας = ο ενοχλητικός τζιχνίζω = καψαλίζω τζίχνισμαν = ακροθιγής καύση πράγματος, καψάλισμα υφάσματος, δέρματος, πτηνού κτλ., ανάδοση οσμής τσίκνας φαγητού τζιχτζιράνος = αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη τζιχτζιρίνος = αβγό γεμισμένο με επιδέξιο τρόπο με πίσσα για να γίνει ισχυρό και να σπάσει τα αβγά των άλλων το Πάσχα, αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη, μετων. άνθρωπος λεπτοκαμωμένος τζοάπιν = απόκριση τζοβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι τζόβενος = νεαρός κομψά ντυμένος τζόβιν = λεπτό και πλατύ απόκομμα ξύλου, φλοιός δέντρου τζολόφιν = ο λοβός του φασολιού τζόνιν = σχισμένες βέργες, με τις οποίες πλέκουν καλάθια τζονοκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο από λεπτές βέργες τζονορράβδιν = βέργα με την οποία παρασκευάζονται τα τζόνα τζόπα = τσέπη τζορίζω = μόλις που αναβλύζω από ελάχιστη ποσότητα νερού τζορίν = γήλοφος, βουνό τζορίν = πηγή νερού ελάχιστης ποσότητας που μόλις αναβλύζει, έλος, τέλμα τζορόπον = γήλοφος, βουνό τζοροχόρταρον = χόρτο που μεγαλώνει σε τόπο υγρό ή ελώδη τζορτζοθολώνω = θολώνω πολύ λίγο ή ρίχνω σε κάτι λίγο νερό, διαβρέχω ελάχιστα, αφήνω έργο ημιτελές τζούβος = άδειος, κούφιος τζουβώνω = γίνομαι κούφιος τζουγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω τζουγκαλίδω = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός τζουδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω τζούζω = τσούζω, μεταφ. αισθάνομαι για κάποιον λύπη, συμπάθεια τζουκαλάς = ο κατασκευαστής πήλινων αγγείων τζουκάλιν = πήλινη χύτρα τζουκαλού = πήλινη χύτρα τζουκαλοφούρνι = κάμινος όπου ψήνονται τα πήλινα αγγεία τζουκαλώνω = στήνω χύτρα στην εστία για παρασκευή φαγητού τζούλα = τρίχα από ουρά αλόγου τζουλάνιν = σκελίδα σκόρδου τζουλγάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου τζουλούφ(ιν) = ο λοβός του φασολιού τζουλούχος = είδος φαγητού από ποικίλα συστατικά τζουλτούκ(η)ς = αυτός που πάσχει από ακράτεια τζουλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα τζούμιγμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζουμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζούμισμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζουμουδιώ = τσαλακώνομαι τζουμουλάζω = τσιμπώ τζουμουράζω = τσαλακώνω τζουμουρεύω = πιέζω, συνθλίβω τζουμουρίασμαν = τσαλάκωμα τζουμούριν = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη τζουμουρόπον = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη τζουμπίζω = τσιμπώ, κεντώ τζουμπιχτέρα = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα τζουμπιχτέριν = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα τζουμπό(ιν) = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα τζουμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας τζουμπουλάζω = κεντώ, τσιμπώ τζουμπούρι = τσιμπούρι τζουμπούσιν = συμπόσιο τζούνα = σκύλα τζουνάκ(ιν) = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος τζουνακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια τζουντζουβάνα = είδος ξύλου που χρησιμοποιούντα παιδιά για παιχνίδι τζουντζούνα = φαγώσιμο αγριόχορτο τζουντζουνίζω = πιπιλίζω τζούντζουνος = υπέργηρος τζουντζούρεμαν = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο τζουντζουρεύω = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο τζούντζουρος = ρυτιδωμένος τζουντζουρούκιν = κοντός με τον οποίο διαρρυθμίζουμε την θέση των καιόμενων ξύλων του φούρνου τζουντζουρώνω = γερνάω πολύ τζουντουβανίουμαι = παίζω με την τζουντουβάνα τζουντουνάς = αυτός που αγαπά να τρώει τζουντζούνες τζούξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος τζούπα = κλείσιμο τζουπαδάς = ο πωλητής καλαμποκιού τζουπαδένος = αυτό που προέρχεται από καλαμπόκι τζουπαδίτικος = καλαμποκίσιος τζουπαδοκόθιν = το ξηρό στέλεχος του καλαμποκιού μετά την αφαίρεση του καρπού τζουπαδοπούλλιν = νεαρός βλαστός καλαμποκιού τζουπαδοστέλιν = ο κορμός του καλαμποκιού τζουπαδοτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με αλεύρι καλαμποκιού τζουπαδόφυλλον = φύλλο καλαμποκιού τζουπαδοψώμιν = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού τζουπάζω = περνώ βελόνες για το πλέξιμο κάλτσας, στερεώνω κάτι με σφήνα τζουπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης τζουπίζω = βγάζω τις ίνες από το κέλυφος των φασολιών τζουπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλαράκι τζουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα τζουπράριν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος τζουπρόν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος τζούπρον = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια τζουπρούρα = σουφρωμένη γριά, ρυτιδωμένη τζουπρώνω = μένω ατροφικός, δεν μεστώνω (καρπός), συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σπόρος που σαπίζει στη γη και δεν φυτρώνει, στεγνώνω τζουπρωτόν = ατροφικός καρπός τζούπωμαν = κλείσιμο τζουπώνω = κλείνω, βουλώνω τζουπωχτέριν = επιστόμιο δοχείου, πώμα, βούλωμα τζουρανέα = είδος θάμνου με φαγώσιμους καρπούς τζουρανοζώμιν = ζωμός του καρπού τζουρανέας τζουραντάκιν = είδος φαρμάκου τζουραρεύω = μαζεύω γάλα σε μικρές ποσότητες τζουρμανέα = δυσεξάλειπτη αιθάλη καπνοδόχου τζουρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη τζουρμουλάζω = τσιμπώ τζουρμουλίζω = αρπάζω με νύχια, τσιμπώ, λυπάμαι κάποιον κατάκαρδα τζουρνίκιν = αρσενικό δηλητήριο τζουρολογώ = εξαντλώ τελείως το περιεχόμενο υγρό σκεύους, πίνω από βρύση που κοντεύει να στερέψει τζουροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό, στερεμένη τζουροπόταμον = ξηροπόταμος, χείμαρρος τζουρουμουγκρίζω = μουρμουρίζω, γκρινιάζω, κλαψουρίζω τζουρούτιν = ακόντιο τζούρτι = καπνοδόχος, καμινάδα τζούρωμα = στέρεμα πηγής η οποία παύει να παρέχει νερό, στέρεμα αγελάδας η οποία δεν παρέχει γάλα τζουρώνω = αδειάζω από το περιεχόμενο νερό, στερεύω τζουτάμης = νωθρός, οκνηρός τζουταμλούκ(ιν) = νωθρότητα, οκνηρία τζουτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω τζούτζου = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός τζουτζούκιν = ο ορρός του διυλισμένου γιαουρτιού τζουτζουκώνω = απολύω ορρό (γιαούρτι) τζουτζούλι = το παιδικό μόριο τζουτζουνίζω = ροφώ άπληστα τζουτζουρούμαι = φλέγομαι από δίψα λόγω αλμυρού φαγητού τζούφ(ιν) = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών τζουφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζουφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται τζούφισμαν = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζουφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη τζουφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά τζουφλάν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου τζουφοκόκκιν = σίτος ζουφός τζουφόπονος = αυτός που δεν αντέχει τον ελάχιστο πόνο ή για το παραμικρό πόνο παραπονιέται ότι πονάει πολύ τζούφος = καρπός άδειος, κούφιος τζουφούλιν = τσαρούχι τζουφουλοπρόσωπος = μεταφ. αναίσχυντος τζουφώνω = γίνομαι κούφιος (καρπός) τζουφωτός = ο σχεδόν κούφιος καρπός τζούχ(ιν) = καρπός άδειος, κούφιος τζουχαβελέα = χτύπημα με σκούπα τζουχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων τζουχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει τζουχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός τζουχλώνω = συνθλίβω με πίεση τζούχνα = τσίκνα, ομίχλη τζουχνέα = η οσμή της τσίκνας τζουχνίζω = καψαλίζω τζούχος = καρπός άδειος, κούφιος τζούχτρα = δηκτική γυναίκα τζουχτρέας = φίλερις, δηκτικός τζόχα = μάλλινο ύφασμα, μάλλινος επενδυτής τζοχαβέλ(ιν) = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων τζοχάριν = μετάλλευμα τζοχοσάλβαρον = αντρικό σαλβάρι από μάλλινο ύφασμα τζοχταρίζω = κατασκοπεύω, κρυφακούω τζυλιβαρίζω = κατρακυλώ τζυμπίζω = τσιμπώ, κεντώ τζύμπισμαν = τσίμπημα, κέντημα τζυμπτζυλίουμαι = κάνω τσουλήθρα τζυμπώ = τσιμπώ τζύπα = ομφαλός, πρωκτός τζωμοκυλίζω = χτυπώ και ρίχνω στη γη τη = τρειοινέτερον των τριών τηγανέα = τηγανιά τηγανίζω = τηγανίζω τηγάνιν = τηγάνι τηγάνισμαν = τηγάνισμα τηγανίτα = τηγανίτα τηγανολάβασον = λαγάνα ψημένη στο τηγάνι τηγανόπον = τηγανάκι την = εκείνον τον οποίον, εκείνους τους οποίους τηρητής = ληστής τηρητσούμαι = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω τηρώ = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω τι = ποιος τιβτίκα = γυναίκα επιπόλαιη και φλύαρη τίγα = πως, όπως, καθώς τίγκιν = μυλόπετρα ειδική για το ξεφλούδισμα σίτου ή πλιγουριού τιγκόσμιν = εκφέρεται συνήθως με το αριθμητικό ένα για δήλωση πλήθους ή μεγάλου ποσού τιδέν = κάτι, κάποιο, ουδέν, τίποτε τίζα = τσιμπούρι, αλογόμυγα τίζεμαν = βάζοντας κατά σειρά, αραδιάζοντας τιζεύω = βάζω κατά σειρά, αραδιάζω τιζκίνι = ηνίο, χαλινάρι τιζλίκ(ιν) = περικνημίδα τιζτιράνος = είδος εντόμου τίκα = στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τίκα τίκα!» τικεύω = στήνω κάτι όρθιο, καθέτως τίκια = όρθια τικλάεμαν = το να στήνεις κάτι όρθια τικλαεύω = στήνω κάθετα, όρθια τίκοιος = ο τάδε τικταπάνος = υπάλληλος του καπνικού μονοπωλίου που καταδιώκει αυτούς που χρησιμοποιούν λαθρεμπορικό καπνό τιλισίμιν = μαγική δύναμη την οποία έχουν πρόσωπα παραμυθιών τιλισιμλής = αυτός που έχει αποκτήσει μαγική δύναμη τιλκί = αλεπού τιλκιάρης = ξυλουργός, μαραγκός τίλογης = πως, όπως, καθώς τίλογος = τι λογής, όποιος τις, ποιο είδος τιμάρεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τιμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τιμάριν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τιμαρλάεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τιμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τιμή = τιμή τιμητακός = αυτός που σέβεται τους άλλους τιμητικός = τιμητικός τιμιόξυλο = κομμάτι ξύλου που νομίζεται ότι προέρχεται από τον τίμιο σταυρό και χρησιμοποιείται ως φυλαχτό τίμιος = τίμιος τιμιότα = τιμιότης, μετων. πρόσωπο τίμιο, σεβαστό τιμιωτέρα = ύμνος προς την Παναγία του οποίου η αρχή είναι «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ» τιμώ = τιμώ, σέβομαι, εκτιμώ τίν = αφτί τίναγμα = τίναγμα, εκσφενδόνιση τινάζω = τινάζω τιναχτά = είδος εδέσματος με φασόλια τιναχτός = ψηλός τινενός = του ενός τίντζα = τα αποτσιγαρίδια λίπους τιντιλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τιουλκέρης = ξυλουργός, μαραγκός τιουτιούν = νερό (στη παιδική γλώσσα) τιουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού τιουφέγκιν = τουφέκι τιπάκιν = μεγάλο λίθινο ιγδίο τίπη = βάθος, πυμή, βάση τιπίν = χιονοθύελλα τίποτε = τα, κάτι, ουδέν τιριζίτα = φαγώσιμο αγριόχορτο τιρλίκιν = ο τρόπος του ζην σε κατάσταση φτώχιας τιρμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος τιρμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση τιρσί = το ψάρι φρίσσα τίρτεμαν = έρευνα, ψάξιμο με το δάχτυλο, ενόχληση χειρονομώντας τιρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας τισάκ(ιν) = στρώμα τίταρα = ωμοπλάτη τίτεμαν = άνοιγμα με τα χέρια μαλλιών στρώματος, ξέφτισμα τιτεύω = ανοίγω με τα χέρια μαλλιά στρώματος, ξεφτώ, τίλλω τίτζιν = πλακόστρωτο διαμέρισμα μάνδρας όπου ταΐζουν τα ζώα τίτιλος = είδος παιχνιδιού τιτινέα = η οσμή του καπνού τιτίνιν = καπνός τιτινοκέσιν = σακουλάκι για καπνό τιτινόπον = λίγη ποσότητα καπνού τιτινοτόπιν = τόπος κατάλληλο για την καλλιέργεια καπνού τιτιντζής = πωλητής καπνού πλανόδιος τιφέγκ(ιν) = τουφέκι τιφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού τιφτικένον = αυτό που είναι φτιαγμένο από τιφτίκιν τιφτίκιν = το χνουδωτό μαλλί της αίγας από το τρίχωμα τιφτικόρταρα = κάλτσες από τιφτίκιν το = εκείνο το οποίο, εκείνο όπερ, όπερ, το οποίο, τούτο τοβάς = ευχή, παράκληση τόγκιαν = εκείνο που, οτιδήποτε τογράεμαν = κομμάτιασμα, λείανση τογραεύω = κομματιάζω, λιανίζω τογράμα = τεμάχια, κομμάτια τογραμά = κόψιμο σε κομμάτια, μέρη οικοδομής όπως πόρτα, παράθυρα κτλ. τογραματζής = μαραγκός, λεπτουργός τογρηλούκιν = ευθύτητα, αλήθεια, δικαιοσύνη τογρής = ευθύς, ίσιος, ειλικρινής, δίκαιος, αληθής τογρία = αλήθεια τογρουλάεμαν = τακτοποίηση τογρουλαεύω = τακτοποιώ τόζιν = σκόνη τοζλαεύω = σηκώνω σκόνη τοζλούκιν = περικνημίδα τόζωμαν = σκόνισμα τοζώνω = σκονίζω, σηκώνω σκόνη τοίκοιος = ο τάδε τοίς = εκείνους που τόισος = τι λογής, τι είδους τοίχος = τοίχος τοιχούμαι = χώνομαι κάπου και γίνομαι αφανής τοκά = μεταλλική αγκράφα δερμάτινης ζώνης τόκα = σύγκρουση ποτηριών σε πρόποση τοκίζω = τοκίζω τόκιν = βέλος τοκμά = λουκουμάς τόκος = τόκος τοκούνεμαν = προσβολή κάποιου με λόγια, πείραγμα, βλάψιμο τοκουνεύκουμα = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω τόλα = αλισίβα για πλύσιμο τολάνεμαν = στρίψιμο, κύλημα, περιστροφή τολανεύκουμαι = κάνω στροφή, κύκλο, περιστροφή τολαντούρεμαν = περιφορά, απάτη τολαντουρεύω = περιφέρω, απατώ τολαντουρτζής = απατεώνας, αισχροκερδής, ψεύτης στις υποσχέσεις τολαπάζω = βάζω, τοποθετώ κάτι στο ντουλάπι, μεταφ. απατώ τολάπιν = ντουλάπι τόλιν = θολός, καμάρα τολμά = ντολμάς, τοίχος χτισμένος με κάθετα ξύλα των οποίων τα κενά μεταξύ διαστήματα γεμίζουν με λίθο τολμώ = τολμώ τόλομαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση τολόνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω τομή = μετων. γυναίκα άμυαλη, κουτή τομίαν = κατά πρώτη φορά, το πρώτο τόμου = ευθύς ως, άμα, μόλις τομπούλλης = στρογγυλός τονάνα = μετων. άνθρωπος δυσκίνητος ή ηλίθιος τονανμά = συνεχής πυροβολισμός εορταστικός ή διασκεδαστικός τονάριν = το μήκος της αλιευτικής ορμιάς τονάτεμαν = ευτρεπισμός, στολισμός τόνος = τόνος τόντζενος = ορειχάλκινος τοξαράζω = παίζω με την λύρα τοξαράτικα = η αμοιβή του λυράρη τοξαρέα = τοξαριά τοξαρίασμαν = ανάκρουση μέλους με τη λύρα τοξάριν = τόξο πολεμικό, τόξο λύρας τόξεμαν = εκτόξευση βέλους, μεταφ. δαρμός τοξεύω = χτυπώ με εκτοξευμένο βέλος, ξαίνω με τοξάρι μαλλί ή βαμβάκι τόξον = τόξο τοξοσάιτον = τόξο και βέλος μαζί τοξώνω = κυρτώνω σε σχήμα τόξου τόπιν = τόπι, κανόνι, τηλεβόλο, τόπι υφάσματος τοπλάεμαν = μάζεμα, συλλογή τοπλαεύω = μαζεύω, συνάγω τοπόπον = μικρός τόπος, μικρό οικόπεδο τόπος = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση τόπου = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση τοπούζιν = σφαίρα, μπάλα, ρόπαλο τορεύω = μουσκεύω τόριν = αλιευτικό δίχτυ τορνεία = καλλωπισμός τόρνεμαν = τόρνεμα τορνεύω = τορνεύω, ευπρεπίζω, στολίζω τόρνος = τόρνος τορπά = σάκος που περιέχει την τροφή μονόχηλου ζώου, τορβάς τοσέκιν = στρώμα τοσιανάς = τόσος δα τοσιάς = τόσος δα τοσίκος = τόσο μικρός τόσος = τόσον μέγας ή τόσον πολύς, τόσον πολύ τοσούτζικος = τόσον μικρός ή τόσος ολίγος τόστης = φίλος τοστλούκιν = φιλία τότε = τότε του = τρειοινέτερον των τριών τουβάριν = ντουβάρι, τοίχος τουβραδής = κατά το βράδυ, το εσπέρας τούζ = δηλώνει την βοή την οποία παράγει η μέλισσα τουζάνιν = αργαλειός τουζάχιν = παγίδα για φόνο ή σύλληψη ζώων τουζουλαεύω = σφυρίζω, συρίζω τουκανίζω = αλωνίζω τουκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη τούλα = ήσυχα, φρόνιμα, σιγά, αθόρυβα τούλα = πλίνθος οπτή, λίθινη πλάκα με την οποία τρίβουν τα πατώματα για καθαρισμό τούλαης = πως, όπως, καθώς τούλας = πως, όπως, καθώς τουλγούνης = ήσυχος τουλγούν’κα = ήσυχα τούλιν = αραχνοειδές ύφασμα τουλούμιν = ασκός, τουλούμι τουλουμίτζα = ασκός, τουλούμι τουλουμόπον = μικρός ασκός φουσκωμένος τουλούπα = τουλούπα τουλτούλα = γυναίκα ανόητη, άμυαλη τουλώνω = ησυχάζω, κάθομαι φρόνιμα τουλωτός = ήσυχος τουλ’γαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλιά το θερισμένο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα τουλ’γάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγουν κάτι, περίζωμα των λουομένων, αγκαλιά θερισμένου χόρτου, κουβάρι τουλ’γαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος τουμάρ(ιν) = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τουμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τουμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τούμπα = τούμπα τούμπανον = τύμπανο τουμπάριν = πετρώδες ύψωμα γης, προεξοχή εδάφους σε μέρος ομαλό τουμπάριν = έδαφος που έχει υψώματα τουμπίν = γήλοφος, μπουμπούκι τουμπόπον = γήλοφος, μπουμπούκι τουμπούζιν = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος τουμπουζόπον = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος τούμπωμαν = εξόγκωμα, φούσκωμα, μπουμπούκιασμα (φυτό) τουμπώνω = εξογκώνομαι, φουσκώνομαι, μπουμπουκιάζω (φυτό) τουντζένος = ορειχάλκινος τούντζιν = ορείχαλκος τούντζινος = ορειχάλκινος τουντουλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τουντουνίζω = τουρτουρίζω, χορεύω παιδάκι στα γόνατά μου τούντουνος = εκείνος που τρέμει από ψύχος τούπιν = ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για γαλακτοκομία τουράδιν = ουρά τουρκέα = η οσμή του Τούρκου τουρκίζω = γίνομαι Τούρκος, μεταφ. ξινίζω τούρκικα = τούρκικα τούρκισμα = εξωμοσία Τουρκίτζης = Τουρκόπουλο, Τούρκος τουρκοκονταρισμένος = ο φονευμένος από Τούρκο τουρκοπολίτες = τούρκος πολίτης τουρκοπούλλιν = Τουρκόπαιδο, Τούρκος τουρκότε = η ιδιότητα του Τούρκου ως απίστου, αυθαιρέτου και άρπαγος τουρκοφάγετον = αγρός, κήπος ή βοσκότοπος άδικα και αυθαίρετα καταληφθέν από Τούρκο τουρκοχώριν = χωριό κατοικούμενο από Τούρκο τουρλαγγευτά = χοροπηδώντας τουρλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ τουρμουντάριν = είδος γογγύλης με υπόγειο βολβό εδώδιμο τουρμούχτες = όργανο περισυλλογής ξηρών χόρτων τουρνανά = ελαφρόμυαλη γυναίκα τουρούλεμαν = παύση τουρουλεύω = παύω τουρπάριν = τρυπάνι τουρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας τουρτούρα = φλύαρη, πολυλογού τουρτουράζω = σκουληκιάζω, τρέμω τουρτουράριν = σκουληκιασμένο τουρτούριγμαν = τουρτούρισμα τουρτουρίζω = τουρτουρίζω τουρτούριν = κάμπια, μετων. άνθρωπος ανήσυχος τουρτούριν = αβγό με λεπτό φλοιό, το οποίο αν το χτυπήσουμε στα δόντια παράγει τρομώδη ήχο τουρτούρισμαν = τουρτούρισμα τουρτουρόχειλος = εκείνος του οποίου τρέμουν τα χείλη τουρτουρόχορτον = χόρτο που έρπει, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με κάμπιας τους-ωρού = ευθύς, αμέσως τουσεύω = μαλώνω τουσμάνικος = εχθρικός τουσμάνος = εχθρός τουσουνεύκομαι = σκέφτομαι, συλλογίζομαι τουτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά τουτζένος = ορειχάλκινος τούτζιν = ορείχαλκος τούτιν = μουριά τουτκάλιν = ψαρόκολλα τούτος = ούτος τουτού = νερό (στη παιδική γλώσσα) τουτουγιά = άνθος της εξοχής, αγριόχορτο εδώδιμο τουτούκα = νερό (στη παιδική γλώσσα) τουτουλεύκουμαι = πάσχω από δυσουρία τουτουμάζω = μουχλιάζω τουτουμάριν = μουχλιασμένο τουτουμίαμαν = μουχλιάζω τουτούμιν = μούχλα τούφα = καπνός, ατμός, χιονοθύελλα τουφάνι = ανεμοστρόβιλος τουφανίζω = γίνεται χιονοθύελλα τουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού τουφέγκιν = τουφέκι τουφεγξής = κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών τουφίζω = εκπέμπω ατμό, αναδίδω ατμό, θερμαίνομαι πολύ τούχτιν = μονάς βάρους πενήντα δραμιών τοχλίν = αρνί ενός έτους, μεταφ. ζώο ή παιδί παχουλό τοχούμιν = σπέρμα τοχουνεύκουμαι = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω τοχταεύω = στέκομαι στερεός τόχτωμαν = μώλωπας τοχτώνω = μωλωπίζω, προκαλώ με πλήγμα εκχύμωση τοψίν = το εκτοξευμένο βέλος τρά = νήμα όσο χρειάζεται για μια βελονιά τραβάλα = φροντίδες, έγνοιες τραβωδία = τραγούδι τραγάνι = ο διάμεσος των ρωθώνων χόνδρος τραγόραστος = πολύ ακριβός τραγωδάνος = τραγουδιστής τραγώδεμαν = τραγούδι τραγωδία = τραγούδι τραγώδιν = τραγούδι τραγωδόπον = τραγουδάκι τραδελφάκια = τρία αδέλφια τράδερφα = τρία αδέλφια τράδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα τραδωδώ = τραγουδώ τραελάρης = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας τραελέας = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας τραελεία = καλόπιασμα, κολακεία τραέλεμαν = χάιδεμα, καλόπιασμα, κολακεία, απάτη τραελεύω = χαϊδεύω, καλοπιάνω, κολακεύω, απατώ τραίματα = τραύματα τράκ = είναι δηλωτικό κρότου τράκα-τράκ = δηλώνει κρότο τρακαλαφατίνα = τριπλό καλαφάτισμα πλοίου τρακάραβα = τρία καράβια τράκατα = απροκάλυπτα, ειλικρινά τρακατζέα = πλήγμα στο κεφάλι τρακόσοι = τριακόσιοι τράλαλα = σε κατάσταση αναισθησίας τραλαλετής = ο διαλαλών, ο κήρυκας τράλαλος = όλως αναίσθητος τραλαλώ = διακηρύττω, διασαλπίζω παντού τραλίζω = βλάπτω, καταστρέφω, μετακινώ, ταράσσομαι τράμ-τρούμ = δηλώνει ήχο μουσικών οργάνων τράμερα = τέσσερα μέρη τράμιν = δράμι τραμολοϊσμένος = ο ζυγισμένος ακριβέστατα μέχρι δραμιού τράμπα = ανταλλαγή τραμπουτζάζω = δέρνω με το χέρι, μπατσίζω τραμπουτζώνω = παραχορταίνω, δέρνομαι τράνεμα = μεγάλωμα, εξόγκωμα, αύξηση ηλικίας, μεταφ. έπαρση, μεγαλαυχία τρανεύω = γίνομαι μεγάλος, ψηλός στο ανάστημα, μεγαλώνω σε ηλικία, μεταφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι τρανί = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας τρανίτζικος = μεγαλούτσικος τρανογούλης = αυτός που έχει μεγάλο λαιμό, μεταφ. αδηφάγος, λαίμαργος τρανοκάρδης = μεγαλόκαρδος, μεταφ. γενναιόδωρος, γενναιόψυχος τρανοκέφαλος = κεφάλας, μεταφ. ανόητος, μωρός τρανόκολος = αυτός που έχει μεγάλους γλουτούς τρανοκόφτω = κόβω σε χοντρά κομμάτια, μεταφ. λέω υπερβολές τρανόπονος = αυτός που προξενεί πολλή ψυχική οδύνη τράνος = αύξηση κατ’ όγκο, αύξηση καθ’ ηλικία, μέγεθος τρανός = μεγάλος τράνος = προσοχή, προφύλαξη τραντάφυλλον = τριαντάφυλλο Τραντέλλενος = κατά κάποιο τρόπο τριακοντάκις Έλλην, γενναίος Έλληνας τράνυμα = μεγέθυνση, αύξηση καθ’ ηλικία τρανύνω = μεγεθύνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι χρονικώς, μεταφ. γίνομαι επίσημος, φημίζομαι, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι τρανώ = βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, προσέχω τραπεζαίος = η κεντρική δοκός της στέγης οικίας τραπεζαρείος = τραπεζαρία, εστιατόριο τραπεζάρης = επιμελητής εστιατορίου τραπέζιν = τραπέζι τραπεζίτης = τραπεζίτης τραπεζόλιθον = λίθος που έχει επιφάνεια τραπεζοειδή τραπεζομάντηλον = τραπεζομάντηλο τραπεζόπον = τραπεζάκι τραπέζωμαν = τραπέζωμα τραπεζώνω = τραπεζώνω τραπολόζ(ιν) = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη τραπώνω = αρχίζω να σαπίζω τράσαγμαν = δερματική νόσος που προκαλεί λεπίδες όπως των ψαριών τράτσος = πολύ χοντρός άνθρωπος τραυαγγέλιγμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά τραυαγγελίζω = αναγινώσκω περικοπές του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά τραυαγγέλισμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά τραυάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη τραφίν = τάφρος τραφοχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού τράφωμαν = ορόσημο αγρού τραχαγκάλι = τροχαλία τραχανάς = τραχανάς τραχανένον = το παρασκευασμένο από τραχανά τραχανεύω = παρασκευάζω τραχανά τραχανοσίρβιν = σούπα από τραχανά τραχάσματα = δερματικά εκζέματα που έχουν μορφή πιτυριάσεως τραχέα = τραχέα, προσβλητικά τραχελιδάζω = περιβάλλω τον λαιμό μοσχαριού με τραχηλιά τραχηλέα = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια, γυναικείος χιτώνας κεντητός γύρω από τον λαιμό, το άνοιγμα του γιακά στο πουκάμισο τραχηλίδιν = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια τράχορα = είδος θαλάσσιου σκώληκα που χρησιμοποιείται ως δόλωμα τραχύς = τραχύς τραωδία = τραγούδι τρέγλα = σαπίλα τρεγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζομαι τρεγλέας = ο πολύ οκνηρός τρεΐα = το κατακάθι του οίνου, υποστάθμη τρείοι = τρεις τρειοινέτερον = των τριών τρεις = τρεις τρελλαίνω = τρελαίνομαι τρελλομάννα = μάνα τρελή τρελλός = τρελός τρελλώνω = τρελαίνω τρελλωτός = λίγο τρελός τρέμος = αραχνοειδής νυμφικός πέπλος τρεμοτουλία = τουρτούρισμα τρεμοτουλίζω = τουρτουρίζω τρεμοτούλισμα = τουρτούρισμα τρεμουλίζω = τρέμω από φόβο τρέμπαλλο = ένδυμα με πολλά μπαλώματα ή παμπάλαιο τρέμω = τρέμω, τρομάζω τρέξιμον = τρέξιμο, φορά, δρόμος τρεξίον = τρέξιμο, φορά τρεσκέλ(ιν) = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη τρέφω = τρέφω τρεχαντήριν = είδος πλοίου ταχύπλοου τρεχός = τροχός τρεχού-τρεχού = τροχάδην, τρεχάτα τρεχτά = τροχάδην, τρεχάτα τρεχτάριν = ζώο που δεν βόσκει ήσυχα μαζί με άλλα, αλλά τρέχει εδώ και εκεί τρέχτες = τρίτροχο αμαξάκι με το οποίο συνηθίζουν τα νήπια να περπατούν τρεχτού = ταχύπους τρέχτρα = ξύλινο μηχάνημα στο οποίο στηρίζονται τα νήπια και μαθαίνουν τα περπατούν τρέχω = τρέχω τρία = τρείς Τριάδα = η εορτή των Τριών Ιεραρχών τριάδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα τριανταφύλλα = προσωνυμία ωραίας κόρης τριανταφυλλέα = τριαντάφυλλο τριανταφυλλίτζα = μικρά τριανταφυλλάκια τριαντάφυλλον = τριαντάφυλλο τριανταφυλλόξιδον = ξίδι από τριαντάφυλλα τριανταφυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει ρόδινο πρόσωπο τριανταφυλλού = εκείνη που μιλώντας σκορπίζει τριαντάφυλλα από το στόμα της τριαντάχρονος = τριαντάχρονος τριάριν = το χαρτί τρία στο παιγνιόχαρτο τριβάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη τριβιδάχκομαι = στρέφομαι εδώ κι εκεί, αγωνίζομαι τριβίδι = φροντίδα, ενασχόληση τριβιλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τριβίλιν = κυλινδρικό χοντρό ξύλο με το οποίο μετακινούν την μυλόπετρα όταν είναι ανάγκη να την ανασηκώσουν, οτιδήποτε υπομόχλιο για μετακίνηση μεγάλων βαρών τρίβιτζον = δέσμη από τρεις βέργες άγριας λεπτοκαρυάς, άγριας τριανταφυλλιάς και άγριας ροδοδάφνης, που χρησιμοποιείται για μαγική πράξη την πρωτομαγιά τριβόλαρα = λιθάρια πεντόβολων για παιχνίδι η οποία παίζεται με τρία άτομα τριβόλιν = το αγκάθι τρίβολος τριβουλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τρίβραστος = αυτό που είναι βρασμένο τρεις φορές ή πολλή ώρα τρίβω = τρίβω τριβωλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τριβώλισμαν = όργωμα αγρού τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τριβωνεύομαι = χρονοτριβώ, αναβάλλω τριγκίον = σκουλαρίκι τριγκλιστά = αργά, σιγά τρίγλα = σαπίλα τριγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω τριγλέας = ο πολύ οκνηρός τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω τριγύριν = πράγμα το οποίο περιτριγυρίζει, περιβάλλει, πλατειά ζώνη βρέφους τριγύρισμαν = τριγύρισμα, περικύκλωμα τριγυροκλώθω = περιτριγυρίζω, περικυκλώνω τριγυροκλώσιμον = περικύκλωση, περιφορά γύρω από κάποιον τριγύρω = τριγύρω τριγώνιν = χριστουγεννιάτικος τριγωνικός άρτος, γαμήλιος άρτος τριγωνικού σχήματος που πλάθεται στην οικία του μελλονύμφου από δυο παρθένων τρίγωνος = τρίγωνος, κόσμημα γυναικείου ενδύματος, είδος πτηνού κεντητού τρίδιπλα = τριπλά τρίδιπλος = τριπλός, παχύσαρκος τριδυμάριν = παιδί τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια τρίδυμον = τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια τριήμερα = τριήμερα τριήμερος = τριήμερος τρικάκκαλος = αυτός που είναι τριόρχης, μεταφ. πολύ ζωηρός τρικάλαμπος = πολύ λαμπερός τρικάμαρον = οίκημα με τρία δωμάτια τρικάντηλος = πολύ λαμπερός τρικαψίδιν = παιδί που ενοχλεί τους γονείς του με τια αταξίες του τρικέριν = κηροστάτης με τρία κεριά διασταυρούμενα χιαστί, για να χρησιμοποιηθεί σε λειτουργία αρχιερατική τρίκερον = αυτός που έχει τρία κέρατα, μεταφ. ισχυρό, τολμηρό, αδάμαστο τρικεύω = σκάβω αμελώς αποσπώντας μικρούς βώλους χώματος τρικεφαλάζω = γίνομαι πολύ άτακτος τρικέφαλος = τρικέφαλος, μεταφ. πολύ ζωηρός, πολύ άτακτος τρίκλωνον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά τρίκλωστον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά τρίκοκκον = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα τρίκοκον = νήμα συνιστάμενο από τρία απλά, είδος πλεκτού με τριπλή κλωστή τρίκολος = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα απλά τρίκοτζος = αυτός που κουτσαίνει πολύ τρίκοτζος = τρίποδος, καρύδια τριπλά ενωμένα πριν ωριμάσουν και πέσουν τρικουκουνίζω = καθαρίζω, ξεσκονίζω τρίλαβον = σκεύος με τρεις λαβές τριλάγγεμαν = χοροπήδημα, αναπήδημα τριλαγγευτά = χοροπηδώντας τριλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ τριμελάριν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός τριμελέας = πολύ προσφιλής, αγαπητός τριμελεύω = παραχαϊδεύω τριμελημένος = παιδί πολύ προσφιλής, παραχαϊδεμένος τριμέλιν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός τρίμερα = τριήμερα τρίμερος = τριήμερος τρίμισυ = τρεισήμισι τρίμμα = τρίμμα τριμμόπον = λίγη ποσότητα τρίμματος τριμμοχάβιτζον = είδος φαγητού τρίνος = αριθμός που δηλώνει υποδιαίρεση στο παιχνίδι των πεντόβολων τριντανώνω = φουσκώνω από πολυφαγία, γίνομαι δύσκαμπτος ή άκαμπτος τριντζανίζω = τρίζω τριόκοκκο = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα τρίπατον = τρίπατο τριπηδώ = χοροπηδώ τριπίθαμος = αυτός που έχει ανάστημα τριών σπιθαμών τριπλά = τριπλά τριπλάζω = τριπλασιάζω, επαναλαμβάνω τρις φορές, υπερβαίνω την ηλικία τρεις φορές τριπλάσιος = τριπλάσιος τριπλός = τριπλός τριπλοφώναγμαν = επίκληση αγίου τρεις φορές τριπλοφωνάζω = επικαλούμαι άγιο τρεις φορές τρίποδον = τρίποδο τριπόπαδον = αυτό που γίνεται από τρεις παπάδες τρίπορτον = αυτό που έχει τρεις πόρτες τριπόταμον = το μέρος συμβολής τριών ποταμών, μέγας ποταμός τριπουλίτζα = πράγμα πολύ μικρό τριπρόσωπος = τριπρόσωπος τρίπυρον = αυτό που άναψε τρεις φορές την μια μέρα τρις = τρεις φορές τρισανάθεμα = τριπλό ανάθεμα τρισαναθεματισμένος = τριπλά αναθεματισμένος τρισαφόριστος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης τρισαφωρισμένος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης τρισεβδομήντα = τρεις φορές εβδομήντα τρισέγγονο = τρισέγγονο τρισέλιν = έριδα, φιλονικία μεγάλη Τρισέλλενος = ο τρεις φορές Έλληνας, γενναίος Έλληνας τρίσερος = έριδα, φιλονικία μεγάλη τρισκαταραμένος = τριπλά καταραμένος, εξώλης και προώλης τρισκατάρατος = τρισκατάρατος τρισκέλιν = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη τρίσκοινος = αυτός που είναι δεμένος με τρία σχοινιά, μεταφ. δυνατός, ισχυρός τρισκούτικος = αυτός που είναι πολύ κουτός τρίσορος = έριδα, φιλονικία μεγάλη τρίστομος = αυτός που έχει τρία στόματα, μεταφ. πολύ φλύαρος, λαλίστατος τρίστρατο = τρίστρατο τρίτα = μνημόσυνο που τελείται την τρίτη μέρα από το θάνατο τρίτζα = τρίλιζα τριτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά τριτζάριν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως τριτζάρισμαν = πέρδομαι δυνατά τριτζέας = μεταφ. σφοδρά δειλός τριτζοβράκης = αυτός που από το υπερβολικό φόβο τα κάνει πάνω του τριτζόκολος = εκείνος που αφοδεύει από το φόβο του Τρίτη = Τρίτη τριτοκατάρατος = η καταραμένη την μέρα Τρίτη τριτοκαταρέτα = η καταραμένη την μέρα Τρίτη τριτολάλεμαν = τρίτη κατά σειρά πρόσκληση τρίτος = τρίτος, τρίτη φορά τριτσάταλον = αυτό που έχει τρεις διακλαδώσεις τριφάρμακον = αλοιφή φαρμακευτική από τρία συστατικά, λιβάνι, πίσσα και σαπούνι, άσπρο κερί, κρόκο αβγού και λάδι κτλ. τριφάρμακον = φάρμακο για κάθε ασθένεια τριφούρνιν = φούρνος αναμμένος τρεις φορές την μια μέρα τριφτέριν = τρίφτης τρίφτης = τρίφτης, μεγάλο λίθινο ιγδίο με το οποίο τρίβουν σιτάρι για αποφλοίωση τριφτόξυλο = ξύλινος κόπανος τρίφτω = τρίβω τριφύλλιν = τριφύλλι τριφυλλίτζα = είδος χόρτου τρίφυλλον = τριφύλλι τρίφυλλος = τρίφυλλος τρίφω = τρίβω τρίχα = τρίχα Τρίχα = το γεφύρι της Τρίχας τριχαγκάλι = ξύλινο ή μετάλλινο εξάρτημα του χειρόμυλου γύρω από το οποίο περιστρέφεται τριχαλίζω = μεγαλώνω όσο μια τρίχα τριχαντζαράζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί τριχαντζαρίζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί τριχαρένος = πλεκτό ή υφαντό που είναι φτιαγμένο από τρίχα γίδας τριχάριν = τρίχα γίδας, γενικώς τρίχα, τρίχινο ένδυμα μοναχών τριχέα = χράμι από γιδήσια τρίχα, σάκος από όμοια τρίχα τρίχειλος = αυτός που δεν μιλάει καθαρά και ψευδίζει, μεταφ. πανούργος τριχένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από γιδήσια τρίχα τριχινεύκουμαι = φθείρομαι τριχινίζω = τροχίζω τριχινίουμαι = φθείρομαι τριχού = (φρ. νυχού τριχού) με κάθε λεπτομέρεια τριχούδα = ζωύφιο διαιτώμενο εντός πηγών τριχοφαγάς = η νόσος τριχοφάγος τρίχρονος = τρίχρονος τριχύλλι = λεπτό μεταξωτό γαϊτάνι, είδος γαϊτανιού από τρεις κλωστές μαύρες ή κυανές κλωσμένες μαζί τρίψιμο(ν) = τριβή, προστριβή τριψιώτης = λαίμαργος, αδηφάγος τρίψυχος = αυτός που έχει τρεις ψυχές, μεταφ. αυτός που αντέχει σε όλες τις κακουχίες Τρογομηνάς = Οκτώβριος τρογόνα = το πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδούς με ουρά, είδος χορού τρογυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω Τροία = Τροία τρόμαγμαν = τρόμος τρομάζω = τρομάζω τρομάρα = τρομάρα τρομαχτά = τρομάζοντας τρομαχτέας = εκείνος που πάσχει από τρομώδη παράλυση τρομαχτίτζα = το δέντρο λεύκη της οποίας τα φύλλα σε ελαφριά πνοή του ανέμου τρέμουν και θροΐζουν τρομαχτόν = είδος χορού τρόμος = τρόμος τροπάδιν = τροπάριο, επωδή, ξόρκι τροπίδιν = τρόπιδα πλοίου τρόπος = τρόπος, επάρκεια τροπούνι = είδος πυροβόλου όπλου τρόπωμα(ν) = στρίφωμα, τρύπωμα, μπάλωμα τροπώνω = στριφώνω, τρυπώνω, μπαλώνω τρουγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω τρουγύρου = τριγύρω, πέριξ τρουμουλίζω = τρέμω από το φόβο τρουτζάρ(ιν) = πράγμα άξιο περιφρονήσεως τρούφουλλο = τριφύλλι τρούχου = με κάθε λεπτομέρεια τρόχι = τροχός, πράγμα τροχοειδές, στρογγυλό και πλακωτό τροχός = τροχός, ρόδα τρύγεμαν = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός τρυγετέριν = κοφίνι για το τρυγητό του αμπελιού τρύγισμαν = τρύγημα των σταφυλιών, τρύγημα του μελιού των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός τρυγοκάλαθον = καλάθι τρυγητού Τρυγομηνάς = Οκτώβριος τρυγόνα = πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδές με ουρά, είδος χορού τρυγονίζω = μουρμουρίζω, χαριεντίζομαι τρυγόνιν = το πτηνό τρυγόνι τρυγόνισμαν = μουρμούρισμα, χαριέντισμα τρυγονίτζα = μικρό τρυγόνι, μεταφ. αγαπημένη κόρη τρυγονόπ’λλον = μικρή τρυγόνα τρύγος = τρύγος τρυγώ = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, καρπούμαι, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός τρυγώνω = τρυγώ το μέλι της κυψέλης τρυγωτέριν = καλάθι στο οποίο συλλέγουν τα σταφύλια και άλλους καρπούς τρύπα = τρύπα τρυπανίζω = ανοίγω τρύπα με τρυπάνι τρυπάνιν = τρυπάνι τρυπάριν = τρύπα τρύπεμαν = τρύπημα τρυπέμπαλλον = στενόμακρα πανιά τρύπια στη μέση για να διοχετευθούν μέσω ουρητήρα τα ούρα του βρέφους στο από κάτω ουροδοχείο τρυπένω = τρυπώ, διακορεύω τρυπητέριν = όργανο με το οποίο τρυπούν, το καρφί του πετάλου ζώου τρυπί(ν) = τρύπα, ρουθούνι, φυλακή τρυπίτζα = τρυπούλα τρυποκόσκινον = διάτρητο κόσκινο τρυπολάηνο = λαγήνι που χρησιμοποιείται στο αποχωρητήριο τρυπομμάτης = εκείνος που έχει μάτια μικρά και βαθουλά σαν τρύπες τρυποστόμιν = στόμιο μεταλλείου τρυπόχωμα = χώμα από το αποχωρητήριο κατάλληλο για την ανθοκομία τρυπώνω = τρυπώνω, κρύβομαι τρυπώτιν = τετράγωνο πανί με τρύπα στη μέση με το οποίο φασκιώνουν βρέφος τρυφερά = απαλά, τρυφερά τρυφέραιμαν = τρυφερότητα, μαλακότητα, μεταφ. υποχωρητικότητα, ενδοτικότητα τρυφεραίνω = γίνομαι μαλακός, τρυφερός, μεταφ. γίνομαι ήπιο, υποχωρητικός ενδοτικός τρυφερόκαρδος = αυτός που εύκολα συγκινείται, ευσυμπάθητος τρυφεροποδία = μέλος μαλακό, όπου πατάς και δεν αισθάνεσαι τη σκληρότητα του εδάφους τρυφεροπρόσωπος = αυτός που έχει τρυφερό πρόσωπο, μεταφ. ήπιος, ήμερος τρυφερός = τρυφερός, απαλός, μαλακός τρυφερόχορτη = είδος αγριάδας τρυφέρυμαν = απαλότητα υφής, μαλακότητα τρυφερύνω = γίνομαι απαλός στην υφή, γίνομαι μαλακός τρυφερώνω = κάνω κάτι τρυφερό ή γίνομαι τρυφερός τρώγω = τρώω τρωιτσούμαι = τρώγομαι τσάβλα = τέλμα τσαβλίν = χόρτα χοντρά τα οποία καταλείπει η αγελάδα στη φάτνη τσαβλουκίζω = μασώ με θόρυβο και αηδία, σαλιάζω το φαΐ, θολώνω τσαβλούκιν = το σαλιασμένο αποφάει τσαβλούκισμαν = μάσημα με θόρυβο και αηδία, σαλιάρισμα του φαγητού, θόλωμα τσαβρά = μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής τσαγανίζω = στρέφομαι γρήγορα και με θόρυβο (μύλος) τσάγδη = άνω κάτω (φρ. τσάγδη μάγδη) τσαγδίζω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι τσαγδομάγισσα = γυναίκα με ατημέλητη κόμη τσαγδώνω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω τσαγιάνικον = δοχείο παρασκευής τσαγιού τσαγιοπότηρον = ποτήρι τσαγιού τσαγκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι Τσαγκαλοδευτέρα = (τσαγκάρης και Δευτέρα) έτσι αποκαλούσαν την Δευτέρα γιατί οι εργάτες υποδηματοποιοί συνήθως αργούσαν αυτήν την ημέρα τσαγκαλοκαρφωμένος = εννοεί αυτόν που είναι καρφωμένος με άγκιστρα ή έχει πολλά άγκιστρα για να είναι απροσπέλαστος τσαγκιά = σαγόνι, γνάθος τσαγκλίζω = διασκορπίζω νερό τσάγκλισμαν = διασκόρπιση νερού τσαγκλιστέρα = είδος εμβόλου με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκτοξεύοντας νερό τσαγούλιν = μικρό χαλίκι, πετραδάκι τσάι = τσάι τσαί = εκεί τσαικά = εκεί τσαιλάγος = γεράκι τσαινίκιν = δοχείο για παρασκευή τσαγιού τσαΐριν = χορτολίβαδο τσαϊρίχτρα = είδος πτηνού τσαϊροκόλιν = το κάτω άκρο λειμώνος επικλινούς τσαιρός = καιρός τσαϊρότοπος = τόπος που παράγει άφθονο χόρτο τσακάλα = γαλανομάτα τσακάλιν = τσακάλι τσακαλίνα = τσουρέκι με αυτό στη μέση τσακαλίτζης = μικρή αράχνη τσακαλομάλα = ψώρα που μεταδίδεται στους ανθρώπους από τα τσακάλια τσάκαλος = τσακάλι τσακαλοχώριν = χωριό μικρό και ασήμαντο τσακανίζω = διαλύω βώλους με το τσακάνιν τσακανίζω = σύρω κατά γης τσακάνιν = γεωργικό όργανο, σβάρνα, με το οποίο βολοκοπούν τσακλάρης = γαλανομάτης τσακλαρομμάτης = γαλανομάτης τσακλέας = γαλανομάτης τσακλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων τσακλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό τσακλιπάτα = αγριόχορτο που παράγει φούσκες, οι οποίες διαρρηγνύονται με κρότο τσακλιστέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς, χαρτί διπλωμένο τετραγωνικά και όταν το ανοίγεις απότομα παράγει κρότο τσακμάκιν = η όλη συσκευή του τσακμακιού τσακμακόπετρα = τσακμακόπετρα τσακμακώνω = παράγω σπινθήρα με το τσακμάκι τσακουτζέα = χτύπημα με σφυρί τσακούτζιν = σφυρί τσακουτζόπον = σφυράκι τσαλαπατώ = ποδοπατώ τσαλαπωμένος = σκεπασμένος τσαλαφούρτσι = είδος σταφυλής τσαλγούν = μουσικό όργανο τσαλγουτζής = αυτός που παίζει μουσικό όργανο τσάλεβο = αετός τσαλί = ακίδα, κάρφος, σκύβαλο, σκουπίδι τσαλίκ(ιν) = χάλυβας, ατσάλι τσαλούμιν = τσαλίμι τσαλουμόδεμαν = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής τσαλουμοδένω = δένω τον κεφαλόδεσμο και επιδεικτική φιλοκαλία τσαλουμοδέσιμον = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής τσαλουμόπον = τσαλίμι τσαλουφίζω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα τσαλτίκα = είδος παιχνιδιού τσαλτικιάζω = εμποδίζω κάποιον και τον κάνω να πέσει τσαλτικώνω = χτυπώ κάποιον τυχαία στο εκπεμπόμενο ξύλο τσαλώνω = γίνομαι σάπιος, σαπίζω τσαλώνω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα τσαλωτόν = ξύλο που άρχισε να σαπίζει τσαμάνιν = κηρήθρα κυψέλης τσαμιντζάχραδον = καρπός άγριας αχλαδιάς που έχει γεύση σταφίδας τσαμίντζιν = σταφίδα τσαμιντζότουτον = συκαμινιά της οποίας τα συκάμινα ξηραίνονται τσαμούριν = λάσπη, πηλος τσαμουρόχτιστος = αυτός που δημιουργήθηκε από λάσπη τσαμουρώνω = λερώνω, πασαλείφω με λάσπη, λασπώνω τσαμπάρ(ιν) = τσεμπέρι τσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω τα μάτια τσάμπλισμαν = το ανοιγοκλείσιμο των ματιών τσαμπουνώ = κάνω λάθος τσανάκιν = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι τσανίζω = καταβρέχω, διαχέω, διασκορπίζω τσανιστέριν = δοχείο με το οποίο καταβρέχουμε κάτι τσανιχτά = σκορπιστά τσανίχτρα = καταρράκτης τσάντα = τσάντα τσαντάχιν = τσάντα τσάνταχος = σκίουρος τσαντού = σφαιροβολία τσαξίριν = πλατειά περισκελίδα, συνήθως των ιερωμένων τσαπάλιν = σκύβαλα σίτου τσαπαλώνω = κάνω σκουπίδια τσαπαλωσία = σαρίδι τσαπάριν = φράχτης κήπου τσαπκούνης = αχρείος, κακοήθης, μάγκας τσάπουλα = είδος ανδρικού υποδήματος τσάπουλατζης = αυτός που κατασκευάζει τσάπουλα τσαπουτάζω = κουρελιάζω, τυλίγω κάτι σε ύφασμα ρακώδες τσαπούτιν = κουρέλι, ράκος τσαπρά = λοξά τσαπρίζω = λοξοκοιτάζω, αλληθωρίζω τσαπρός = αλλήθωρος τσαπρώνω = στραβίζω, αλληθωρίζω τσαπρωτός = λίγο αλλήθωρος τσαρακώνω = εξαντλώ, εξολοθρεύω τσαργιά = δούλη, υπηρέτρια τσαρκαπίνα = μετων. άνθρωπος διακρινόμενος για την βραχύτητα του σώματος και την ταχύτητα των κινήσεων τσαρκουλάζω = καλύπτω με καλύπτρα τσαρκούλιν = καλύπτρα γυναικεία, κάλλαιο πτηνού τσαρκουλώνω = καλύπτω με καλύπτρα τσαρούχιν = τσαρούχι τσαρουχοδέμιν = δέμα τσαρουχιού τσαρουχοπρόσωπος = αυτός που έχει δέρμα προσώπου κατάλληλο για τσαρούχι, αναιδής, αναίσχυντος τσαρουχόσκοινον = δέμα τσαρουχιού τσαρουχώνω = ντύνω κάποιον με τσαρούχια, μεταφ. γίνομαι σαν τσαρούχι τσαρπινεύκουμαι = βλάπτομαι από την επήρεια των μαγισσών τσαρσίν = αγορά τσαρτάκιν = σκιάς υποστηριζόμενο από στύλο τσαρτακώνω = στοιβάζω, εμπλέκομαι τσαρτιλίζω = λαμπυρίζω τσαρτομάισσα = αλλήθωρη μάγισσα, μεταφ. γυναίκα στρίγγλα τσαρτουλίζω = λαμπυρίζω τσαρτσαρίζω = φωνάζω βγάζοντας άναρθρους φθόγγους τσαρτσάφιν = σινδόνι, γυναικεία καλύπτρα τσαρτσής = ψιλικατζής τσάρχα = τροχός υδρόμυλου, κύκλος, ανέμη τσατάλιν = δίκρανο τσαταλίν = δικρανοειδές, διχαλωτό τσαταλώνω = διακλαδίζομαι τσάτεμαν = συνάντηση τσατεύω = συναντώ τσατίν = δύσκολο τσάτιν = άρτος από καλαμπόκι τσατίριν = σκηνή, τέντα τσατμά = ξύλινο παράπηγμα, ξύλινος οικίσκος τσαχνίδα = μικρή σχίζα ξύλου, αγκίθα τσαχνιδιάρικο = ξύλο με πολλές αγκίθες τσαχνίζω = καθαρίζω ψάρια αφαιρώντας τα αγκάθια τσάχος = θαλασσινός σκορπιός τσαχούρης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς, ξανθός τσαχουρομμάτης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς τσαχρά = όψη, πρόσωπο τσαχρεύω = αποδιώκω πτηνά, επιπλήττω τσαχτσαβακίζω = χτυπώ τα πλυμένα χέρια στη σκάφη τσεβρέ = τσεβρές τσεγκέλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι τσεκλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων τσεκλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό τσεκμετζέ = συρτάρι τσεκουρέα = τσεκουριά τσεκούριν = αξίνα, τσεκούρι τσελεπής = ευγενής, ευπατρίδης τσελικένον = αυτός που είναι φτιαγμένος από χάλυβα τσελίκιν = χάλυβας, ατσάλι τσελίκωμαν = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα τσελικώνω = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα τσέμου = ποιος, ποια, όποιος τσεμπέριν = γυναικείο κάλυμμα κεφαλής τσενάκ(ιν) = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι τσεπέλιν = βροχερός καιρός τσέπη = σκεπή, στέγη τσετίν = δύσκολο τσετίνα = με δυσκολία, δύσκολα τσεύος = σκεύος τσεφούλια = τσαρούχια από ακατέργαστο δέρμα τσεχρέ = όψη, πρόσωπο τσί = τι, ποιος τσί = τι, ποιος τσιάδι = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου τσιάουμαι = σκιάζω τσιβάλ(ιν) = τσουβάλι τσιβαλτούζιν = σακοράφα τσιβίζω = αναποδογυρίζω τσιβίν = σφήνα, πάσσαλος, βελόνα ραψίματος, καλτσοβελόνα, ξυλάριο τσιβομμάτης = αυτός που έχει πάντοτε μισόκλειστους οφθαλμούς τσιβώνω = μισοκλείνω τους οφθαλμούς τσιδίν = είδος πτηνού μελισσοφάγου τσίκουλτζα = φυτό εδώδιμο τσικούρι = τσεκούρι τσιλάζω = κυρίως σκεπάζω με τσούλι και γενικότερα καλύπτω τσιλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω τσιματούμαι = παθαίνω από οφθαλμία τσιμάχιν = δηλητηριώδες φυτό του οποίου βράζουν τη ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων τσιμένιν = γη καλυμμένη από πρασινάδα τσιμενόπον = μικρές εκτάσεις γης καλυμμένες από πρασινάδα τσιμούτα = γυναίκα που δεν βλέπει καλά τσιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό τσιμσίριν = θάμνος πυξός τσινί = φέτα καρπού ή σκελίδα σκόρδου τσινίν = σκεύος από πορσελάνη τσιντουλάζω = κάνω βίαιες και σπασμωδικές κινήσεις, τρέχοντας άνω κάτω σαν οιστρηλατημένος, εξοργίζω κάποιον τσιντσινίζω = σύρω, έλκω κατά γης τσιντσινιχτέρα = κατωφέρεια παγοδρομίας τσίπ = συνεκφερόμενο με επιρρήματα επιτείνει την σημασία αυτών «Τσίπ έμορφα εποίκες» τσιπλάκης = γυμνός τσιπουκέα = χτύπημα με μαστίγιο τσιπούκιν = μάστιγα ή ράβδος λεπτού ξύλου, καπνοσύριγγα τσιράκιν = βαφτισιμιός, αναδεκτός τσιρίσιν = είδος αμυλόκολλας που χρησιμοποιείται στην υποδηματοποιεία και την βιβλιοδεσία, τσιρίσι τσιρουλάζω = συναθροίζω τσιρουφίζω = ροφώ, απορροφώ τσιρπίν = λεπτό σχοινί το οποίο οι κτίστες εκτείνουν κατά μήκος εγειρόμενου τοίχου και έτσι επιτυγχάνουν την ευθυγράμμισή του τσιρραίνω = πυκνώνω τσιρρός = πυκτός τσίς = ποιος τσίτιν = πολύχρωμο μαντίλι για το κεφάλι τσιτούμαι = αποκτώ τσίτιν τσιτσεκέα = η ευωδιά άνθους τσιτσέκιν = άνθος τσιτσεκόπον = λουλουδάκι τσιτσεκώνω = ανθίζω τσιτσιβάζω = ισχναίνομαι, αδυνατίζω τσιτσίλιν = ομφαλός τσιφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων τσιφινάουμαι = ζαλίζομαι τρώγοντας άνθη της Ποντικής αζαλέας τσιφίνιν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων τσιφινούμαι = μεταφ. μεθύω τσιφλικάνος = κύριος αγροκτήματος τσιφλίκιν = αγρόκτημα, τσιφλίκι Τσιφούτης = παρωνύμιο όνομα του Εβραίου, άνθρωπος σκληρός τσιφτζής = γεωργός τσιχότκα = φυματίωση τσιχότκαλης = φυματικός τσιχρίτες = ακρίδα, σαύρα τσίω = σκίζω τσοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας τσοινί = σκοινί τσοκαλίκιν = γιαούρτι σακουλίσιο τσοκανίζω = σύρω κατά γης τσόκεμαν = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά τσοκεύω = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά τσολάκης = μονόχειρας τσόλιν = τόπος έρημος, ακατοίκητος, κτήμα αδέσποτο τσολτσολιχτέρα = καταρράκτης τσολτσολίχω = ρέω καταπέφτοντας με θόρυβο τσομαζίτης = υποτακτικός, υπηρέτης τσομάζος = υποτακτικός, υπηρέτης τσοπανάβα = σύζυγος βοσκού, ποιμενίς τσοπανάζω = παραδίζω ζώο στο βοσκό για βοσκή τσοπάνικος = ποιμενικός τσοπανίτζης = τσοπάνος, βοσκός τσοπανόπουλλον = μικρός βοσκός τσοπάνος = βοσκός τσοπανόσκυλλον = τσοπανόσκυλο τσοπλίκιν = μέρος όπου απορρίπτονται οι ακαθαρσίες και τα σκουπίδια τσοράχιν = βαλτώδες μέρος τσορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι τσορέκιν = τσουρέκι τσόριν = θανατηφόρος νόσος των βοδιών τσορκανίζω = σύρω κατά γης τσορκάνισμαν = το σύρσιμο κατά της τσορκανιχτέρα = κατωφερές και ολισθηρό μέρος όπου παίζουν τα παιδιά γλιστρώνας προς τα κάτω τσορπατζηλούκιν = πρόκριτος τσορπατζής = πρόκριτος, προύχοντας τσορτανάς = αυτός που αγαπάει να τρώει τσορτάνα τσορτάνιν = βώλος από μυζήθρα αποβουτυρωμένη και ξηραμένος στον ήλιο τσορτανογλύσμιν = μικρό υπόλειμμα από τσορτάνιν διαλυμένο σε νερό τσορτανογλύστε = ξύλο με το οποίο τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό τσορτανογλύστρα = πήλινη λεκάνη μέσα στην οποία τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό τσορτανομμάτης = γαλανομάτης τσορτανοσάκκουλον = σακούλι μέσα στο οποίο φυλάσσονται τσορτάνα τσορτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με τσορτάνιν τσορτανότανον = το διάλυμα σε νερό τσορτανίου τσορτανοχάρτωμαν = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούνται τσορτάνα και ξηραίνονται στον ήλιο τσορτίκα = μαστίχα δέντρου, μαστίχα από σιτάρι τσόρτιν = θάμνος τσορτοπούλλιν = μικρό παιδί τσότρα = αγγείο οίνου τσουβαλάζω = τσουβαλιάζω, μεταφ. απατώ, παραπείθω τσουβάλιν = τσουβάλι τσουβαλτούζιν = σακκορράφα τσουγκουλόπον = μικρό κουδουνάκι, άθυρμα παιδικό τσουκουρέα = τσεκουριά τσουκούριν = τσεκούρι τσουλάζω = σκεπάζω τσουλαχτέριν = οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως κάλυμμα τσούλιν = υφαντό κάλυμμα κλίνης τσούλλος = σκύλος τσούλος = εραστής τσούλος = σκυθρωπός, κατσούφης τσουλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω (καιρός) τσούμα = έκζεμα δερματικό με λέπια τσούμαι = στειρεύω (πληγή), ερημώνομαι τσουμάν(ιν) = κυρήθρα κυψέλης τσουμάνιν = αναρριχωμένη πόα τσουμάχιν = φυτό δηλητηριώδες του οποίου βράζουν την ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων τσουμαχόφυλλον = το πλατύ φύλλο του φυτού τσουμάχιν, το οποίο χρησιμοποιείται ως υπόθετο στο φουρνιζόμενο φωμί τσουμάχωμαν = δηλητηρίαση τσουμαχώνω = δηλητηριάζω τσουμπούδα = σιδηρούς πήχυς οδοντωτός στα άκρα του κρατάει τεταμένο το πανί κατά πλάτος στο αργαλειό τσουμπούρακας = τσιμπούρι τσουμπουρέα = η τσιμπιά του τσιμπουριού τσουμπουρέτζης = αυτός που έχει την ιδιότητα να τσιμπά τσουμπουρώ = κεντώ, τσιμπώ τσούνα = σκύλα, λυκόμορφο δαιμόνιο τσουνάκα = σκυλίτσα τσουνίκα = σκυλίτσα τσουνίν = σκύλα τσουνίτζα = σκύλα τσουνογερώ = (υβριστικώς για γυναίκα) γηράσκω και γίνομαι σαν γριά σκύλα τσουνογραία = (υβριστικώς) σκυλόγρια τσουνοθεία = (υβριστικώς) σκύλα θεία τσουνοκούταβον = (υβριστικώς για παιδί) σκυλοκούταβο τσουνολογώ = βρίζω με τον χαρακτηρισμό τσούνα τσουνολόεμαν = το βρύσιμο με τον χαρακτηρισμό τσούνα τσουνομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα τσουνοπαίδιν = (υβριστικώς) παιδί σκύλας τσουνοπεθερά = (υβριστικώς) σκύλα πεθερά τσουνοπούλλιν = νεογνό σκύλας, λύκου τσουπάδιν = αραβόσιτος, καλαμπόκι τσουρανία = η ουράνεια βασιλεία τσουρκανίζω = σύρω κατά γης τσούρμος = τσούρμος, κοσμοσυρροή τσουρουεύω = σαπίζω τσουρουκεύω = σαπίζω τσουρούκης = σάπιος τσουρούφι = βλαστάρι, βλαστός τσουρουφίζω = ροφώ, απορροφώ τσουτσάκ(ιν) = λουλούδι, άνθος τσούτσειλον = δοχείο γεμισμένο μέχρι τα χείλη τσουτσειλώνω = γεμίζω δοχείο μέχρι τα χείλη τσουτσουπώ = απομυζώ, εκμυζώ τσουφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων τσουφούδι = είδος θάμνου τσουφουδιάρικο = μέρος γεμάτο με θάμνο τσουφούδι τσουχουνιάζω = καλαμβάνομαι από άσμα τσουχουνιάρης = ασματικός τσουχουνίζω = καλαμβάνομαι από άσμα τσουχούνισμα = άσθμα τσύλλος = σκύλος τυβόριν = μνήμα, τάφος τυκανζυγωνοκούταλον = υπόθεση μπερδεμένη, περιπεπλεγμένη τυκανίζω = αλωνίζω τυκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη τυκανόκολος = αυτός που έχει πλατείς γλουτούς τύλι = τύλιγμα τυλιγαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλίδα το θεριζόμενο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα τυλιγάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγεται κάτι, αγκαλιά θεριζόμενου χόρτου, κουβάρι τυλιγαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος τύλιγμα = τύλιγμα, κουβάριασμα, τολύπευμα, συμμάζεμα, περιτύλιγμα, περιελιγμός τυλίζω = τυλίγω, κουβαριάζω, συμμαζεύω, περιβάλλομαι τυλίχιν = χαρτί με το οποίο περιβάλλουν βιβλίο τυλιχτήριν = όργανο με το οποίο τυλίχουν κάτι τυλίχτρες = ξύλα διχαλωτά του αργαλειού, στα οποία τυλίγουν το στημόνι τυλομύτης = αυτός που έχει διάστροφη μύτη τύλωμα = πιέζω δυνατά ή χτυπώ μεταλλικό σκεύος το κάνω να σχηματισθεί εξόγκωμα εσωτερικά, συνθλίβω, ζουλίζω τύμπανον = τύμπανο τυπώνω = τυπώνω, αποτυπώνω, εντυπώνω, διευθετώ, τακτοποιώ τυπωτόν = ύφασμα με υπερραμμένα άκρα τύραννα = βάσανα τυραννία = τυραννία, βάσανο, δυστυχία τυραννίζω = τυρανίζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ, στενοχωρώ τυραννισία = βάσανο, στενοχώρια τυραννιχτέριν = μετων. άνθρωπος σκληρός, τυραννικός τύραννος = τύραννος τυρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από τυρί τυρί(ν) = τυρί Τυρινή = Τυρινή τυρόγαλαν = τυρόγαλα τυροκλωστή = έδεσμα από αλεύρι, τυρί και ανθόγαλα τυροκόλοθον = τυρί σε σχήμα σφαιροειδές πλακούντος, πλακούς από ζύμη με τυρί τηγανισμένο με βούτυρο τυρομίντζιν = είδος μυζήθρας τυρόπον = τυράκι τυροφάει = ζυμαρικό με τυρί τυρσίν = είδος ψαριού τυρώνω = πήζω και γίνομαι τυρί τύφλα = τύφλα τυφλασία = τύφλωση, μεταφ. φωτιά που δεν ανάβει τυφλοκοράουμαι = τυφλώνομαι τυφλοκόριν = τυφλό μάτι τυφλοκόσσαρον = τυφλή όρνιθα τυφλοκουράγομαι = ασχολούμαι με έργο χρησιμοποιόντας την όραση μέχρι αποτυφλώσεως τυφλομέδεντον = μεγάλο διαπυημένο σπυρί τυφλομυία = τυφλόμυγα (είδος παιχνιδιού) τυφλόπαπας = είδος παιχνιδιού τυφλοπόντικος = τυφλοπόντικας, είδος παιχνιδιού τυφλός = τυφλός τυφλώνω = τυφλώνω τύφλωση = τύφλωση τύφος = τύφος τυχαίνω = τυχαίνω, συναντώ τυχερός = τυχερός τύχη = τύχη τυχίζω = συμβαίνω τυχαίως και γενικώς συμβαίνω τώρα = τώρα τωραγάτζικας = αυτή δα τη στιγμή τωριζ’νός = τωρινός τωρίκα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή τωρινός = τωρινός τωρίτζικα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή τ’αλλοινέτερον = των αλλονών τ’αουτεινέτερον = αυτονών τ’ατεινέτερον = το δικό τους τ’εκεινέτερον = ο δικός τους τ’εμέτερον = ο δικός μας τ’έναν τ’άλλο = ο ένας τον άλλον, αλλήλους, αλλεπάλληλα τ’εσέτερον = το δικό σας τ’ολοινέτερον = όλων Φφά = φάγε φαβατάς = κουκιά, εκείνος που αγαπά τα κουκιά φαβατένος = ο παρασκευασμένος από κουκιά φαβατίτζα = πιρούνι φάβατο(ν) = κουκί, κύαμος, φασόλι φαβατοζώμιν = ζωμός κουκιών φαβατούλα = πιρούνι φαγάντων = εκεί που τρώνε φαγάς = πολυφάγος, λαίμαργος φαγγουρίζω = φέγγω δια μέσου, φεγγίζω φαγέδαινα = καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή φαγείν = φαγητό φάγεμαν = το να τρώει κανείς, ο τρόπος που τρώει κανείς φαγεμάτιν = φαγώσιμο, τρόφιμο φαγέρα = τρόφιμα φαγερικά = τρόφιμα φαγεσία = τρόφιμα φαγετόν = φαγητό φαγίζω = φαγίζω φαγιστέρα = χώρος μάνδρας που παρέχεται τροφή στα ζώα φαγιστικόν = φαγώσιμο φαγκιάουμαι = φαντάζομαι, μου φαίνεται φαγόπον = λίγη ποσότητα φαγητού φαγοποτίζω = ταΐζω και ποτίζω φαγοπότιν = φαγοπότι φαγοπότισμαν = ταΐζω και ποτίζω φαγούμαιι = τρώγομαι, μεταφ. ανησυχώ, επείγομαι φαγούρα = προμήθεια τροφής φαγουρία = προμήθεια τροφής φάγουσα = δερματική νόσος φαγέδαινα φάδη = κρόκη, φάδι φάδι = κρόκη, φάδι φαετόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα φαζάνιν = φασιανός φάζω = ταΐζω φαιλόνιν = ιερό φαιλόνιο φαίνομαι = φαίνομαι φαίνσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή φαίνω = υφαίνω φάισιμον = τάισμα, σίτιση φάισμαν = τάισμα, σίτιση φαίστρα = υφάντρια φαιτόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα φαιτοντζής = αμαξηλάτης φάκα = μαύρη κηλίδα που βγαίνει στο δέρμα ασθενούς φακάζιν = είδος αχλαδιάς φακέλα = σκουφί φακή = φακή φακιόλι = κεφαλόδεσμος γυναικών φακοζώμιν = ζωμός φακής φακούδιν = φακή φακουδομεαρέα = σούπα από φακή και ρύζι φάλαγγας = σύρτης πόρτας, όργανο τιμωρίας μαθητή στις παλιές εποχές φαλαγγιάζω = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό φαλαγγίασμαν = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό φαλάγγιν = ξύλο πάνω στο οποίο καθελκύεται πλοίο μέσα στη θάλασσα, ο σύρτης της πόρτας φαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου φαλεκόφτρα = δέντρο που παράγει καρπό εδώδιμο όμοιο με το μέσπιλον φάλι = ομφαλός φαλιμέντο = πτώχευση φάλιν = μαντεία, μοίρα, τύχη φαλλάριν = φελλός της καντήλας φαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε φαλτζάβα = εκείνη που λέει την μοίρα φαλτζής = εκείνος που λέει την μοίρα φαμιλακώς = οικογενειακώς φαμίλια = οικογένεια, σύζυγος φαμιλότες = εκείνοι που έχουν πολυπληθή οικογένεια φανάριν = φανάρι, φακός φαναρίτα = χαμομήλι φαναρίτζα = χαμομήλι φανατικός = φανατικός φανέλα = φανέλα φανερά = φανερά φανερίζω = φανερώνω φανέρισμαν = φανερώνω φανερός = φανερός φανέρωμαν = φανερώνω φανερώνω = φανερώνω φανέρωση = φανέρωση φανερωσία = φανέρωση, εμφάνιση φανθερίζω = φανερώνω, φαίνομαι φανθίζω = δείχνω φάνθουμαι = φαίνομαι, εμφανίζομαι φανία = εμφάνιση φάνιση = εμφάνιση φανόζιν = ειδικό φανάρι για νυχτερινούς εξόδους φάνταγμα = φάντασμα φαντάζω = φαίνομαι με λάμψη, κάνω καλή εντύπωση, επαίρομαι, αλαζονεύομαι φαντασία = φαντασία φάντασμα = φάντασμα, δαιμόνιο, εξωτικό φανταστικά = επιδεικτικώς φανταστικός = επιδεικτικός φάντης = φάντης των παιγνιόχαρτων φάντρα = υφάντρα φάπα = άνθρωπος χωρίς αξία φαρά = φορά φάραγξα = μέρος απόκρημνο, γκρεμός φαράσιν = φαράσι φαράτζα = περίβλημα κρέατος φαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού φαρδένω = φαρδύνω φάρδος = φάρδος φαρδύς = φαρδύς φαρμακερός = φαρμακερός φαρμάκιν = φαρμάκι φαρμακοβότανον = είδος φαρμάκου για ασθένεια ζώων φάρμακον = δηλητήριο, φαρμάκι φαρμακούδα = άνθρωπος που προξενεί με τα προσβλητικά του λόγια πικρία στους άλλους φαρμακούτζα = φυτά δηλητηριώδη και ειδικά ο ελλέβορος φαρμακοχείλης = εκείνος που προσβάλλει με τα λόγια του φαρμάκωμαν = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα φαρμακώνω = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα φαρμακωτός = δηλητηριώδης, μεταφ. κακεντρεχής φαρμασόνης = άνθρωπος ασεβής που δεν τηρεί τις θρησκευτικές διατάξεις φαρόφυλλον = χόρτο με μεγάλα φύλλα δισκοειδή φαρσά = γυναίκα αναιδής φάρσωμαν = ξύλο κατάλληλο για φράχτη φαρσώνω = συμπληρώνω δωμάτιο με τα εσωτερικά του πάτωμα, ταβάνι κτλ. φαρφατάρα = πεταλούδα φαρφαταράζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι φαρφαταρίζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι φαρφουρί = πολύ λεπτό ρούχο φάσα = φυσαλίδα, φούσκα φάσα = τα απορρίματα που μένουν μετά από το κοσκίνισμα του σταριού ή άλλων δημητριακών φάσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή φάσκα = πλατιά ζώνη με την οποία φασκιώνουν το βρέφος φάσκωμα(ν) = φασκιώνω, σπαργανώνω φασκώνω = φασκιώνω, σπαργανώνω φασουλάς = εκείνος που αγαπά τα φασόλια φασουλέας = εκείνος που αγαπά τα φασόλια φασούλιν = φασόλι φασουλίτα = είδος αναρριχητικής περιπλοκάδας φασουλίτζα = μικρό στρογγυλό φασόλι φασουλοείλικο = ελικοειδής βλαστός της φασολιάς φασουλοζώμιν = ζουμί φασολάδας φασουλομάλεζον = σούπα από φασόλια και αλεύρι φάσσα = άγρια περιστερά φεβέγκι = γουδί φεβερίζω = φοβερίζω φεβερός = φοβερός φεγγάρα = φεγγάρι φεγγαράουμαι = προσβάλλομαι από επιληψία φεγγαράσιμον = προσβάλλομαι από επιληψία φεγγάρης = φεγγάρι φεγγάριν = φεγγάρι φεγγαροπρόσωπος = φεγγαροπρόσωπος φέγγαρος = φεγγάρι φεγγέρ(ιν) = φεγγάρι φεγγερός = φωτεινός φεγγιάσιμον = πάσχω από επιληψία φεγγίδι = φεγγίτης οικίας φεγγίζω = παράγω φως, φεγγίζω, φωταγωγώ, φωτίζομαι φεγγίν = φεγγίτης οικίας φεγγίστρα = φεγγίτης οικίας φεγγίτης = φεγγίτης, φωταγωγός, λυχνία φεγγιτοβέργιν = ξύλο μακρύ με το οποίο ανοιγοκλείνει ο φεγγίτης φεγγογέννεμαν = εμφάνιση νέας σελήνης φεγγόκομμαν = χάση φεγγοκοπή = η φθίνουσα σελήνη, η τελευταία φάση της, νουμηνία φεγγολάμπι = σεληνόφως φεγγολάμπω = λάμπει το σεληνόφως φεγγόξυλον = ξύλο που φωσφορίζει στο σκοτάδι φέγγος = φεγγάρι, φως, ηλιοτρόπιο φεγγουρίζω = φεγγίζω φεγγοφώς = σεληνόφως φέγγω = φέγγω, φωταγωγώ φέκα = φώκια φεκάλι = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο φέκια = φύκια φελάζω = κόβω σε φέτες φελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω φελεκάροι = φίλοι του γαμπρού φελεύω = κόβω σε φέτες φελί(ν) = φέτα ψωμιού φελία = λεπτές φέτες ψωμιού που διαποτίζονται με αυγό και τηγανίζονται σε βούτυρο φελίασμαν = το κόψιμο σε φέτες φέλλα = φελλός φελλάδα = φυλλάδα φελοκόφτω = κόβω κάτι σε φέτες φελόνιν = ιερό φαιλόνιο φελοτήγανον = τηγάνι στο οποίο τηγανίζονται τα φελία,οι τηγανισμένες φέτες φέλπα = είδος βαμβακερού υφάσματος με βελούδινη αφή φελώ = είμαι ωφέλιμος φενέρ(ιν) = φανάρι φεραχλάνεμαν = δροσίζομαι φεραχλανεύκουμαι = δροσίζομαι φεραχλίν = μέρος ψηλό και ευάερο φεράχ’κον = μέρος ψηλό και ευάερο φερενίτα = είδος λευκού άνθους φερετζές = φερετζές φεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη φερμάνιν = αυτοκρατορικό διάταγμα φερμανλής = ο διορισμένος από το αυτοκρατορικό διάταγμα φέρσιμον = μεταφορά πράγματος φερτούλης = ρακένδυτος, κουρελής φερτουλίουμαι = μου κουρελιάζονται τα ρούχα, καταντώ ρακένδυτος φέρω = φέρνω, μεταφέρω φέρων = εκείνος που μεταφέρει φέσ(ιν) = φέσι φεσάτιν = ραδιουργία, αταξία φεσαττζής = ραδιούργος, ταραχοποιός φεσλεμέ = είσος παιχνιδιού που παίζεται με φέσια φετίριν = πίτα φευγατίζω = φυγαδεύω φεύω = φεύγω, δραπετεύω, αποσπώμαι φέψιμον = φυγή, δραπέτευση φεψίον = φυγή, δραπέτευση φεψιστά = φεύγοντας φίδιν = φίδι φιδόψαρο = φιδόψαρο φιλάργυρος = φιλάργυρος φιλάσκομαι = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι φίλασμαν = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι φιλεί = φίλημα φίλεμα(ν) = φίλημα φιλέριν = δέντρο φιλύρα φιλεύω = φιλοξενώ, γίνομαι φίλος φιλή = φίλημα, φιλί φίλημαν = φίλημα φιλία = φιλία φίλιν = ελέφαντας φιλίντρα = είδος πυροβόλου όπλου φιλιρίν = φλουρί φιλίτζης = φίλος, φιλαράκος φίλκη = κρουνός νερού φίλντισιν = ελεφαντόδοντο φιλόνω = συμφιλιώνω, συνδιαλλάττω φιλοπροσωπία = ευπροσηγορία, φιλοφρόνηση υποκριτική φιλοπρόσωπος = ο προσποιούμενος ότι είναι φίλος φίλος = φίλος φιλότιμον = ετήσια χρηματική χορηγία ιερέα προς αρχιερέα φιλυρίτζα = είδος βοτάνου φιλώ = φιλώ φιντάουμαι = οργώ προς συνουσία φιντζάνιν = φλιτζάνι φίντος = βοϊδόμυγα φιούρα = μικρό σταμνάκι νερού για τα νήπια φιραούνης = εξοργισμένος φιραούνιν = ακμή ξυραφιού, άνθρωπος οργίλος φιριλίν = φλουρί φιρφίρι = πολύ λεπτό ρούχο φισάκιν = φυσίγγιο όπλου φιτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση φιτανόπον = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση φιτιλαεύω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες φιτιλάζω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες φιτιλέα = φιτιλιά, μεταφ. υπόνοια φιτίλιν = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα φιτιλόπον = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα φιτιλούκιν = πράγμα κατάλληλο για φιτίλι φιτνέ = άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός φιτνές = πολύ ευερέθιστος, οξύθυμος φκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα φκάλιν = φεκάλι φκειάω = κάνω φκί = αφτί φκυάρη = φτυάρι φκυάρι = φτυάρι φλαμούριν = άνθος φιλύρας, τίλιο φλαμπουρίζω = κυματίζω φλάμπουρον = σημαία, λάβαρο φλέβα = φλέβα Φλεβάρης = Φεβρουάριος φλέγιος = φλοιός, φλούδα φλεγμαίνω = φλεγμαίνω φλέμα = φλέμα φλεμάζω = διαπυούμαι φλενικίζω = ριζοβολώ φλέριν = άνθος φιλύρας φλημίν = δακτυλιόλιθος φλίβομαι = θλίβομαι φλίνομαι = θλίβομαι φλιουρίν = φλουρί φλιρίν = φλουρί φλόγα = πυρετός φλογή = φλόγα, μεταφ. θλίψη, καημός φλογίζω = θερμαίνω το φούρνο με λίγα ξύλα, μεταφ. έχω πυρετό φλοίδι = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι φλοκαμίτα = λίθος της εστίας στο οποίο ακουμπούν τα καιόμενα ξύλα φλόξη = φλόγα, φως φλουγκίζω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ φλούγκωμαν = η έκφυση οφθαλμών των φυτών, οφθαλμοί, μπουμπούκια φλουγκώνω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ φλούδιν = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι φλουρίνα = φλουρί φλωρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος φλώρη = πτηνό φλώρος φλωρίν = χρυσό φλουρί φλωρίνα = χρυσό φλουρί φλωρόπον = μικρό φλουρί φοβέντζιλος = δειλός, φοβητσιάρης φοβεράζω = τρομάζω φοβερίζω = τρομάζω φοβέρισμαν = τρόμαγμα φοβερός = φοβερός, τρομαχτικός, επικίνδυνος φοβετζάρης = δειλός, φοβητσιάρης φοβετζέας = δειλός, φοβητσιάρης φοβόκαιρος = καιρός που διατρέχει κινδύνους φόβος = φόβος φοβού = φουφού φοβούμαι = φοβάμαι φόγος = φόβος φόεμαν = φόβος, τρομάρα φοθράκα = βάτραχος φοινικίζω = ανανεώνομαι φοκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο φολάδα = βράχος ύφαλος, σκόπελος φολάζω = περιπλέκω, μπερδεύω φολλίζω = αφαιρώ τα περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου φόλλιν = τα λεπτά περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου φονέα = πολύ κόκκινο φονέας = φονιάς φονέας = καυστικός φονικόν = φόνος, φονικό φόνος = φόνος φόνος = φόνος φορά = φορά φοράδα = φοράδα φοράζω = ντύνω φορδέκα = βάτραχος φόρεμα = φόρεμα φορεμάτιν = ρούχο κατάλληλο να φορεθεί φορένω = ντύνομαι, φορώ φορεσία = φορεσιά φορεσιά ευπαρουσίαστη = φορτίο φορετέριν = γυναικεία περισκελίδα φορετικό = ύφασμα για φορέματα φορή = φορά φορθάκα = βάτραχος φοριδάζω = περνώ τα φορίδια στο καλάθι φορίδιν = δυο σχοινιά πάνω σε φορτίο το οποίο φορτώνεται στη ράχη περνώντας από τους ώμους και τις μασχάλες φορκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω φορκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρα φόρμα = φορεσιά ευπαρουσίαστη φορτίον = φορτίο φορτόδεμαν = δέμα φορτίου φόρτος = φορτίο φόρτωμα(ν) = φόρτωμα φορτώνω = φορτώνω φορώ = φορώ φόσιγμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα φοσίζω = χώνω στη γη και σκεπάζω με χώμα φοσίν = κοίλωμα γης, λάκκος φόσισμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα φοσιχτά = βαθιά φοσιχτός = εκείνος που βρίσκεται χαμηλά μεταξύ υψωμάτων φοσοκολέα = η δυσοσμία του βδέους φοσοκόλιν = πρωκτός φοσόπον = κοίλωμα γης, λάκκος φοτά = ποδιά φότε = αφότου φοτοδέμα = δέματα φοτάς φοτοδέματα = δέματα φοτάς φοτούλης = εγωιστής, αυθάδης φοτουλούκιν = εγωπάθεια, αυθάδεια φουκαράς = φουκαράς, δυστυχής φουλίκα = κάμινος μεταλλουργική φουλιρίν = φλουρί φουλιρόπον = φλουρί φουλούκα = βάρκα φουλουκίζω = κεντώ με τσουκνίδα φουλούκισμα = κεντώ με τσουκνίδα φουλουρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος φουλτούρα = γυναίκα πεταχτή φουμέας = θυμωμένος φουμέτζης = εκείνος που συνέχεια θυμώνει φουμίζω = θυμώνω, κακιώνω φουμίκα = εκείνη που θυμώνει φουμιξέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει φουμισέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει φούμισμαν = θύμωμα φουμιστάρης = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει φούμος = αιθάλη, καπνιά φουνί = χωνί φούντα = βαλάντιο φουντάριν = άρτος ολόκληρος φουσκωτός φουντάρω = αγκυροβολώ φουνταρώνω = αγκυροβολώ, πνίγομαι φουντζίν = φουντούκι μαζί με το περίβλημα φουντούκιν = φουντούκι φουντουκίτζα = φυτό βούρλο φουντουλάζω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί φουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι φουντώνω = φουντώνω φουρθάκα = βάτραχος φουρίν = φυτό που έχει πολλές διακλαδώσεις στο στέλεχος φούρκα = αγχόνη φουρκαλέα = χτύπημα με σκούπα φουρκαλίδι = σκουπίδι, χαλίκι φουρκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω φουρκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο κάνουν σάρωθρα φουρκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα φουρκαλίτζα = πιρούνι φουρκαλώ = σαρώνω, σκουπίζω φουρκίζω = πνίγω φούρκισμα(ν) = πνιγμός φουρκισμάτιν = το προερχόμενο από πνιγμό φουρκιστός = πνιγμένος φούρκωμα(ν) = φουντώνω φουρκωμένος = βουρκωμένος φουρκώνω = φουντώνω φουρλάεμαν = θυμός, οργή φουρλαεύω = θυμώνω, οργίζομαι φούρμα = όρος ναυπηγικής φουρνάζω = φουρνίζω φουρνέα = φουρνιά φουρνί(ν) = φούρνος φουρνίζω = φουρνίζω φουρνικένον = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο φούρνισμαν = φούρνισμα φουρνιστόν = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο φουρνογκότης = κοντός με το οποίο συνδαυλίζουν τα καμένα ξύλα του φούρνου φουρνοδώμιν = εξωτερική οριζόντια επιφάνεια της στέγης φούρνου φουρνόλιθον = λίθοι κατάλληλοι για κατασκευή φούρνου φουρνοξέριν = εκείνο που έχει ξηραθεί στο φούρνο φουρνόξυλον = ξύλα για πύρωμα φούρνου φουρνοπλάκιν = πλάκα φούρνου φουρνόπον = φούρνος φουρνοπόρτιν = πόρτα φούρνου φούρνος = φούρνος φούρνος = είδος βατράχου φουρνοσπόγγιν = κουρελόπανα πάνω σε ξύλινο κοντάρι με το οποίο καθαρίζουν το φούρνο φουρνότζιρον = αχλάδι ή μήλο φουρνισμένο φουρνόφ’λλα = φυτό με πλατιά φύλλα πάνω στα οποία βάζουν το άρτο στο φούρνο για να μην κολλήσει στο πτύο φουρνοψώμιν = ψωμί από φούρνο φουρουντζάβα = σύζυγος αρτοποιού φουρουντζής = αρτοποιός φουρούτζιν = ρυτίδα προσώπου φουρουτζώνω = ρυτιδώνομαι φούρτζα = βούρτσα φουρτζί = είδος βούρτσας φουρτζίζω = βουρτσίζω φουρτζούγα = οπή στο τοίχο της μάνδρας απ’ όπου εκβάλλουν την κοπριά, θύρα μάνδρας φουρτλαεύω = μαζεύω τα χαρτιά με το φάντη (στο χαρτοπαίγνιο) φούρτος = φάντης του χαρτοπαίγνιου φουρτούνα = φουρτούνα, μεταφ. κίνδυνος μεγάλος φουρτουνάζω = φουρτουνιάζω φουρτουνλαεύω = φουρτουνιάζω φουρφουλακιάζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό φουρφουλακίζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό φουρφουλακίζω = χοχλακίζω, φλέγομαι από δίψα φουρφουλάκιν = σβούρα φουρφούρι = σβούρα φουρφουρίζω = παράγω θόρυβο φουρ φουρ, πάλλομαι φουρφουρίκα = σβούρα φουρφούτζιν = δέντρο πολύ φορτωμένο με καρπούς φουρφουτίζω = ξεχειλίζω φουσαλάκης = φουσκωμένος, παχύς φουσίν = πρωκτός φούσκα = είδος πλοίου, ο άωρος καρπός συκιάς, βατόμουρο φουσκαλίδα = φυσαλίδα, φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα ή άλλη αιτία φουσκαλιδάζω = βγάζω φλύκταινες από έγκαυμα ή άλλη αιτία φουσκαλιδάριν = εκείνος που έχει φλύκταινες φουσκαλίδιν = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα φουσκαλιδόπον = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα φουσκάλιν = φούσκα φουσκίν = κόπρος μονόχηλων ζώων φουσκίτα = είδος μύκητα φουσκούλα = όρνιθα που έχει γύρω από το ράμφος φουντωτό πτίλωμα φουσκουλάρης = φουσκωμένος φουσκούλιν = φούσκα φουσκουλώ = παχαίνω φουσκυλλίδιν = ουροδόχος κύστη, χοληδόχος κύστη φούσκωμαν = φούσκωμα φουσκώνω = φουσκώνω φουσκωτός = φουσκωτός, διογκωμένος φούσνα = βυσσινιά φουσούλιν = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο φουσουλίτζα = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο, άγρια πάπια φουσούνα = φυσητήρας σιδηρουργείου φουσταλίζω = φουμάρω, σηκώνω σκόνη στον αέρα φουστάνιν = φουστάνι φουστανλήσα = εκείνη που φοράει φουστάνι φουστανόπον = φουστάνι φουστίτα = ο μύκητας φουσκίτα, είδος χόρτου φούστορον = ομελέτα, σφουγγάτο φουστοροτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το φούτορον φουστούκιν = φιστίκι φουστρίν = πρωκτός φούστρον = ομελέτα, σφουγγάτο φουσφουρίζω = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους φουσφούρισμαν = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους φουσφουρώνω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, ρυτιδώνομαι φουτάρης = αυτός που αερίζεται συχνά φουτέας = αυτός που αερίζεται συχνά φουτζανάριν = αλεύρι πιτυρούχο φουτζανίζω = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες φουτζάνιν = πίτουρο φουτζάνισμαν = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες φουτζανόστομος = μωρολόγος φουτζικάς = άνθρωπος κάτισχνος φουτζίν = βαρέλι φούτζο = δίχρονο μοσχάρι φουτή = κλανιά φουτίζω = κλάνω χωρίς κρότο φουτίτα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια φουτίτζα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια φουτούλιν = κάψα φουντουκιού φούτουλος = ευτραφής φουφού = πληγή (στη παιδική γλώσσα) φουφούκα = πληγή (στη παιδική γλώσσα) φουφούλιν = η ακαλήφη η οποία κεντά και προκαλεί το επιφώνημα φου φου φουφουριαίνω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί φούχτα = χούφτα φουχταρίζω = χουφτώνω φραγάδιν = φράχτης Φραγκία = Ευρώπη φραγκιάζω = βραχνιάζω φραγκοκάμισον = πουκάμισο κατά την Ευρωπαϊκή τεχνοτροπία φραγκοκλείδι = κλειδαριά ευρωπαϊκής κατασκευής φραγκομάλα = σύφιλη φραγκόποπας = καθολικός παπάς φραγκορράφτες = ράφτης Ευρωπαϊκής ενδυμασίας Φράγκος = Ευρωπαίος φραγκοστάφυλον = φραγκοστάφυλο φραγμός = φραγμός, περίφραξη φράζω = περιφράζω φρακάλιν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων φραντάλα = πρόσχαρη φρανταλίζω = επιδεικνύομαι υπερβολικά, μεγαλαυχώ, αισθάνομαι μεγάλη χαρά φραντζέλα = φραντζόλα φραντζελόπον = φραντζόλα φραντζιάς = πρόδομος οικίας περιφραγμένος και στολισμένος φράντουλα = πρόσχαρη φράξη = περίφραξη χώρου φράξιμο(ν) = περίφραξη φραχνίτα = είδος φυτού φραχτή = περίφραγμα, φράχτης φραχτόπον = φράχτης, περίφραγμα φραχτόρριζο = βάση φράχτη φραχτός = φράχτης, περίφραγμα φραχτώνω = περιβάλλω με φράχτη φρένα = μυαλά φρέντζα = θάρρος φρεντζί = φεγγίτης οικίας φρέφος = βρέφος φρίξη = βάσανο, ταλαιπωρία φροθάκα = βάτραχος φροκαλιά = σάρωθρο, σκούπα φροκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω φροκάλιν = σκούπα, σάρωθρο φροκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα φρονεύω = γίνομαι φρόνιμος φρόνηση = φρόνηση, σύνεση φρονιμάδα = το να είναι κανείς φρόνιμος φρόνιμος = φρόνιμος φρόντες = θάρρος, παρρησία φρούδι = φλούδα, φλοιός φρουθάκα = βάτραχος φρουκάλ(ιν) = σκούπα, σάρωθρο φρούνος = είδος βατράχου φρούντζιν = αφρός φρουντζιώ = αφρίζω φρουντζώνω = μαλακώνω φρουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι φρούχνα = μούχλα φρουχόχειλος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη φρούχτα = φρούτα φρυάζω = ορμώ προς επίθεση φρυγανίζω = φρύγω φρύγματα = καψίματα φρύγομαι = ταλαιπωρούμαι από τον καύσωνα, φλέγομαι από δίψα φρύδιν = φρύδι φτάγω = κάνω φταίξιμον = φταίξιμο, σφάλμα φταίρσιμον = φτερνίζομαι φταίρω = φτερνίζομαι φταίχτης = φταίχτης φταίω = φταίω, αμαρτάνω, σφάλω φτάνω = φτάνω φταρέα = ποσότητα όση χωράει το φτυάρι φταρέα = πλήγμα, χτύπημα με φτυάρι φτάρη = φτυάρι φταρίζω = φτυαρίζω φτάριν = φτυάρι φταρμέτζης = εκείνος που ματιάζει, βάσκανος φταρμίζω = ματιάζω, βασκαίνω φτάρμισμα = βασκανία, μάτιασμα φταρμοζίνιχο = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων φτάσιμον = ωρίμανση φτείρα = ψείρα φτειράβα = ψειριάρα φτειράζω = γεμίζω με ψείρες φτειράρης = ψειριάρης φτειραρίτζης = ψειριάρης φτειράσιμον = φθειρίαση φτειρέας = ψειριάρης φτείριν = ψείρα φτειροθέκλα = άνθρωπος γεμάτος με ψείρες φτειροκακκαλέας = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη φτειροκάκκαλος = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη φτειροφάγας = εκείνος που τρώει ψείρες, μεταφ. πολύ φτωχός φτελίδιν = δέντρο φτελιά φτελιδίτζιν = είδος χόρτου εδωδίμου φτελιδόπον = δέντρο φτελιά φτελιδόφυτον = δέντρο φτελιά φτελτόν = πούπουλο φτενένω = κάνω κάτι ισχνό, γίνομαι ισχνός φτενία = φτηνά φτενόξυλο = όργανο του αργαλειού με το χτυπούν το υφάδι μετά το κάθε πέρασμα της κερκίδας φτενός = λεπτοκαμωμένος, ισχνός, φτωχός φτενός = φτηνός φτενότζεπλα = σταφύλια λεπτόφλουδα φτενούτζα = είδος οστρέου με λεπτό όστρακο φτενύνω = φτωχαίνω φτενώνω = κάνω κάτι λεπτό φτερακίζω = φτερουγίζω, πετώ φτεράκισμα = φτερουγίζω, πετώ φτεριδέα = τόπος όπου φυτρώνουν πολλές φτέρες φτερίδιν = φυτό φτέρη φτέρνα = φτέρνα φτερνίζω = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω φτέρνισμαν = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω φτερνίτε = σκληρό δέρμα βοδιού που τοποθετείται στη φτέρνα του υποδήματος φτερό(ν) = φτερό φτερολογώ = ξαφνιάζω, τρομάζω φτερολόεμαν = ξάφνιασμα, τρομάζω κάποιον φτερόπ’λλον = φτερό φτερούγιν = φτερό, πτερύγιο φτερούλιν = φτερό φτέρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή φτι = αυτί φτιλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα φτιλάκισμαν = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα φτίλιγμαν = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω φτιλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω φτίλιν = πούπουλο, φτερό φτίλιτον = πούπουλο, φτερό φτίλος = φτερό πτηνού φτιλτένος = αυτός που είναι γεμάτος από φτερά, πούπουλα, εκείνος που μοιάζει σαν πούπουλο, απαλός φτονερός = φθονερός, ζηλιάρης φτονία = φθόνος φτοριάζω = χύνω τα φτερά μου φτούλ(ιν) = πούπουλο, φτερό φτουλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα φτούλιγμαν = μάδημα, συλλογή καπρών από δέντρο, στόλισμα φτουλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω φτούλιτον = πούπουλο, φτερό φτούλιτρο = πούπουλο, φτερό φτύζω = φτύνω φτύξη = φτύσιμο φτυρολογώ = ξαφνίζω, καταπτοώ και τρέπω σε φυγή, τρομάζω φτυρολόεμαν = ξάφνιασμα, τρόμαγμα φτύρσιμον = ξίπασμα ζώου και τροπή σε φυγή, φτέρνισμα φτυρτόν = ζώο που είθε να πάει και να χαθεί φτύρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή, φτερνίζομαι φτύση = φτύσιμο φτύσιμο(ν) = φτύσιμο φτύσμα = φτύμα φτω = κάνω φτωχαίνω = φτωχαίνω φτωχακόν = φτωχικό φτώχαμα = σωματική αδυναμία, ισχνότητα φτωχία = φτώχια φτωχοκόριτζον = φτωχοκόριτσο φτωχολογία = φτωχολογιά φτωχόπαιδον = φτωχόπαιδο φτωχοπορεύκομαι = ζω φτωχικά φτωχόπουλλον = αγόρι ή κορίτσι φτωχής οικογένειας φτωχός = φτωχός φτωχουσία = πενία, φτώχια, άνθρωποι φτωχής κοινωνικής τάξης φτωχύνω = φτωχαίνω φτωχωτός = φτωχός φυγαδάζω = φυγαδεύω φυγαδίασμαν = φυγάδευση φυγέτζης = φυγάς φυγετός = φυγή φυγεύω = φεύγω φυγή = φυγή φυγιάζω = φυγαδεύω, απάγω φύγιασμαν = φυγάδευση φυγιαχτόν = λαθραίο φύγουμαι = φεύγω φυεύω = φεύγω φύκια = φύκια φύλαγμα = φύλαγμα φύλακας = φύλακας, φρουρός φύλακας, φρουρός = φυλακάτορας φυλακή = φυλακή φυλακίζω = φυλακίζω φυλακώνω = φυλακώνω φύλαξη = φύλαξη, ενθύμηση, μνημονικό φυλάττω = φυλάσσω, περιμένω φυλαχτόν = πολύτιμο, φυλαχτό φυλαχτούρι = φυλαχτό φυλή = φυλή, γένος, είδος φυλλάδα = φυλλάδα, βιβλίο φυλλάζω = ανοίγω τη ζύμη σε λεπτά φύλλα φυλλάζω = στοιβάζω ύφασμα κατά φύλλα φυλλάνοιγμαν = η εποχή της φυλλοφορίας των δέντρων φυλλάριν = εκείνο που έχει πολλά φύλλα φύλλο(ν) = φύλλο φυλλοκάρδα = φύλλα της καρδιάς, μεταφ. τα μύχια, τα εσώτατα φυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές φυλλόπον = φυλλαράκι φυλλορρούξιμον = η εποχή που πέφτουν τα μαραμένα φύλλα, φθινόπωρο φυλλοσούρουχον = κοντός στον οποίο δένουν δέματα φύλλων και κλώνων για μεταφορά φύλλωμαν = φύλλωμα φυλλώνω = φυλλοφορώ φυλλωτά = λεπτά φύλλα ζύμης με τα οποία παρασκευάζονται εδέσματα φύλον = φυλή, γένος φυού = κρύπτη, κρυψώνα, δωμάτιο σκοτεινό φυργανίζω = φρυγανίζω φύσεμαν = φύσημα φύσεμας = άνεμος φυσερόν = φυσητήρας σιδηρουργού ή γανωτή φυσετέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου φυσετός = ισχυρός άνεμος φύση = η ανθρώπινη φύση φύσημα = φύσημα φυσητής = εκείνος που φυσά με τον φυσητήρα του γανωτή φυσικόν = φυσικός χαρακτήρας, φυσικά ιδιώματα ανθρώπου φυσιώνης = μανιώδης καπνιστής φύσνα = βυσσινιά φυσώ = φυσώ φυσώνα = φυσητήρας σιδηρουργείου φυσώνης = μανιώδης καπνιστής φυσώνιν = φυσητήρας σιδηρουργείου φυσωτέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου φυτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση φύτεμαν = φύτευση φυτεύω = φυτεύω φυτό(ν) = φυτό φύτρα = καταγωγή, γένος, εκβλάστημα φυτού φύτρον = γενεά, καταγωγή, εκβλάστημα φυτού, νεαρός βλαστός φύτρος = βλάστημα φυτού, μεταφ. σωματική διάπλαση φυτρόχορτη = φυτό αγριάδα φύτρωμαν = φύτρωμα φυτρώνω = φυτρώνω, μεταφ. ξαφνικά παρουσιάζομαι που δεν το περιμένει κανείς φυτωνάριν = φυτώριο φχαριστώ = ευχαριστώ φώκα = φώκια φωλάζω = φωλιάζω, εισέρχομαι στη φωλιά μου φωλέα = φωλιά φωλεύω = φωλεύω φώλη = φωλιά φώλιν = το πρόσφορο αβγό που μένει πάντοτε στη φωλιά για να προσελκύει την κότα φωλίτζα = φωλίτσα φωλόπον = φωλιά φωνάζω = φωνάζω, κραυγάζω φωνή = φωνή, λαλιά φωνώ = φωνάζω, κραυγάζω φως = φως φωστήρας = άνθρωπος φωτισμένος πολυμαθής φωστομμάτα = συγχαρητήρια που απευθύνονται προς τους οικείους για την επάνοδο ξενιτεμένου Φώτα = Θεοφάνεια φώταγμαν = φωτισμός, λάμψη φωταγωγία = λάμψη φωταγωγός = αυτός που λάμπει φωτιζόμενος φωτάζω = φωτίζομαι, λάμπω, γλυκοχαράζει φωτάζω = θαμβώνομαι φωτάκα = άνθρωπος λάμπει σαν καλλονή φωτασία = φωτοχυσία φωταχτεράς = ωραίος, ευειδής φωταχτέριν = πράγμα που ακτινοβολεί φωτεινερός = φωτεινός φωτεινός = φωτεινός φωτειρός = φωτεινός φωτερός = φωτεινός φωτία = φως, φωτιά φωτίζω = φωτίζω φωτίσα = φώτιση φώτιση = φώτιση φώτισμα = λάμψη, βάπτισμα, αγιασμός φωτιστέρα = δυο πανιά, το ένα κρεμιόταν από το λαιμό του νονού και το άλλο απλωνόταν πάνω στο άλλο για να βάλουν το βρέφος μετά τη βάπτιση φωτιστικός = βαφτιστικός φωτιτσιάτικα = βαπτιστικά φωτολογία = λάμψη, φωτοχυσία φωτολογώ = πλημμυρώ από φως Χχα = ιδού, να χαβά = ελώδης πυρετός, φυτό φυόμενο σε μέρος ελώδες χαβαλούμαι = προσβάλλομαι από ελώδη πυρετό χαβάσιν = έφεση, ζήλος, κλήση χαβασλάεμαν = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος χαβασλαεύω = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος χαβγιάριν = χαβιάρι χαβγιαρόζωμον = είδος εδέσματος παρασκευασμένο από χαβιάρι διαλυμένο με νερό χάβδι = δερματικό νόσημα, λειχήνας χαβδόχορτον = αγριόχορτο που χρησιμεύει ως θεραπευτικό των λειχήνων χαβέκα = ταινία από ύφασμα η οποία συγκρατεί το γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής την τάπλα χαβέλι = άνθρωπος ηλίθιος χαβέτζι = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο χαβζάλιν = σκόνη ανθράκων χαβζαλόπον = λίγη ποσότητα σκόνης ανθράκων χαβζαλώνω = πληρώ με ασβόλη χαβιτζέα = οσμή χαβιτζιού χαβίτζιν = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο χαβιτζοκούταλον = κουτάλι ειδικό για παρασκευή χαβιτζιού χαβιτζόπον = λίγη ποσότητα χαβιτζιού χαβιτζοτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το χαβίτζιν χαβιτζώνω = γίνομαι πηχτός σαν χαβίτζιν χαβού = ούτως, τοιουτοτρόπως χαβούζιν = δεξαμενή ύδατος χαβουζόπον = δεξαμενή ύδατος χάβουμαι = χάνω χαβούρτα = αχλάδια, μέσπιλα και βαλάνια φρυγμένα στο φούρνο και αλευροποιημένα χαβουρτένον = εκείνο που είναι παρασκευασμένο από χαβούρτα χαβρόζιν = ουροδοχείο χαγιάτιν = πρόδομος οικίας χαγκέας = ο ασθμαίνων, φιλάσθενος, εκείνος που βογγά χαγκίζω = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ χάγκισμαν = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ χαγξού = γυναίκα που συνεχώς βογκά χαζνά = θησαυροφυλάκιο χαζούρης = έτοιμος χαζουρλαεύω = ετοιμάζω χαιβανάς = ζωώδης, μωρός χαιβάνιν = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός χαιβανόπον = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός χαΐνης = άπονος, σκληρόκαρδος χαιρετία = χαιρέτισμα χαιρέτισμαν = χαιρετισμός χαιρετώ = χαιρετώ χαΐριν = προκοπή, όφελος χαϊρλίν = εκείνος που έχει προκοπή, εκείνο που έχει όφελος χαίρομαι = χαίρομαι χαΐφιν = άδικο, εκδίκηση χάκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση χαλά = αφοδευτήριο χαλαβίζω = καθαρίζω, πλύνω χαλαγία = κασσίτερος χαλάγιωμαν = κασσιτερώνω χαλαγιώνω = κασσιτερώνω χάλαγμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση χαλαγμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί καταστροφή χαλαδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου χαλάεμαν = κασσιτερώνω χαλαένω = κασσιτερώνω χαλαετόν = κασσιτερωμένο χαλαζεύ(ει) = ρίχνει χαλάζι χαλάζιν = χαλάζι χαλαζώνει = ρίχνει χαλάζι χαλάη = κασσίτερος χαλαΐτζα = ποικιλία αχλαδιάς με μικρά γλυκά αχλάδια χαλαϊτζής = κασσιτερωτής, γανωτής χαλάλιν = πράγμα εκουσίως δωρούμενο χαλαμά = ερείπιο, χάλασμα χάλαμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση χαλαμαντρία = άνθρωπος έχει όψη ερειπίου, ρακένδυτος χαλάνω = χαλάω, κατεδαφίζω χαλάομαν = κασσιτερώνω χαλαόνω = κασσιτερώνω χαλαρά = χαλαρά χαλαρδία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου χαλαρόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα, μεταφ. φιλάσθενος χαλαρός = χαλαρός χαλάρυμαν = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων χαλαρύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων χαλάρωμαν = χαλαρώνω χαλαρώνω = χαλαρώνω χαλαρωτός = λίγο χαλαρός χαλασμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί την καταστροφή χαλαφούστα = πράγμα πολύ μαλακό χαλαφουστώνω = γίνομαι πολύ μαλακός, πλαδαρός χαλβά = χαλβάς χαλβάνιν = αγριόχορτο με πλατιά φύλλα χαλβανόφυλλον = φύλλο του φυτού χαλβάνιν χαλβατζής = χαλβατζής χαλέβιν = σωρός λίθων χαλεβλούχ(ιν) = μέρος όπου υπάρχουν πολλοί λίθοι κατά σωρούς χαλεβόρ(ιν) = ημιερειπωμένο χαλεβορτζής = τεχνίτης που δεν χτίζει στερεό οικοδόμημα χαλεβράκης = ακαλαίσθητος χαλέκιν = χαλίκι χαλεπά = φτωχικά χαλεπός = δυσάρεστος, σκληρός χαλερός = χαλαρός χαλέχουλεν = χλιαρό χαλί = ξύλινος στύλος κληματαριάς χαλί(ν) = χαλί χαλίκιν = χαλίκι χαλίκωμαν = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι χαλικώνω = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι χάλιν = χάλι χαλκά = κρίκος χαλκέα = ποσότητα όση χωράει το καζάνι χάλκεμαν = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί χαλκέριν = γουδί χαλκεύω = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί χαλκιάζω = αποκτώ χρώμα χαλκού χάλκιανος = αυτό που είναι κατασκευασμένο από χαλκό χαλκίν = χάλκινος λέβητας χάλκινος = χάλκινος χαλκό(ν) = μεγάλος χάλκινος λέβητας χαλκοπλύτε = εργαλείο των χρυσοχόων με το οποίο πλένουν τα μέταλλα χαλκόπον = μεγάλος χάλκινος λέβητας χαλκοπουλλέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοπούλλιν χαλκοπούλλιν = μικρός χάλκινος λέβητας χαλκοπουλλόπον = μικρό καζανάκι χαλκοπρασινώ = γίνομαι πράσινος όπως η σκουριά του χαλκού χαλκοπρόσωπος = εκείνος που έχει πράσινα μάτια όπως η σκουριά του χαλκού χαλκοστάμνιν = σταμνί χάλκινο χαλκοτζουκέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοτζούκιν χαλκοτζούκιν = χάλκινη στάμνα χαλκύνω = παίρνω χρώμα χαλκού χάλκωμα = χάλκινο σκεύος, χαλκός χαλκωματένος = χάλκινος χαλκωματικά = χάλκινα οικιακά σκεύη χαλόπον = χαλί χαλοτιμία = προσβολή τιμής και αξιοπρέπειας κάποιου, εξευτελισμός χαλοτιμώ = προσβάλλω την τιμή κάποιου, εξευτελίζω κάποιον, υποδέχομαι κάποιον με ψυχρότητα χαλτεβόρης = απεριποίητος, κακοντυμένος χαλτζεύκομαι = λυτρώνομαι χάλτικα = κατά τρόπο ανάρμοστο χαλτοπούλλιν = χωριατόπαιδο, αγριόπαιδο χαλχάν(ν) = καλκάνι χαλχάνα = είδος πτηνού χαλχανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω χαλχάνισμαν = γελώ με ήχο, καγχάζω χαλχανίστρα = δοχείο νερού με στενό λαιμό το οποίο χαλχανίζει κατά την εκροή νερού χάμ = και… και «χάμ εγώ, χάμ εσύ» χαμαζέτζης = προδότης χαμαζεύω = καταδίδω, προδίδω χάμαι = χάνω χαμαιλεταλευρωμένος = αλευρωμένος στο μύλο χαμαιλετάρης = μυλωθρός, μυλωνάς χαμαιλέτες = καθιστός χειρόμυλος, υδρόμυλος, η άνω μυλόπετρα χαμαιλετίτζιν = χειρόμυλος χαμαΐλιν = φυλαχτό, χαϊμαλί χαμαϊλίν = δαχτυλίδι που έχει το σχήμα τριγωνικό ή τετραγωνικό σαν του φυλαχτού χαμαϊλόπον = φυλαχτό, χαϊμαλί χαμαλάζω = αφοδεύω τόσο πολύ όσο ένας αχθοφόρος χαμαλέα = το πολύ αφόδευμα όσο ενός αχθοφόρου χαμάλης = αχθοφόρος χαμαλίκιν = το επάγγελμα του αχθοφόρου χαμάμπελος = χαμηλή άμπελος χαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού χαμελά = χαμηλά χαμελακέσου = κατά τα χαμηλά χαμελασία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά χαμελία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά χαμελόκλαδον = κλαδί δέντρου που βρίσκεται χαμηλά χαμελοποταμία = παραπόταμος χώρα χαμηλή σχετικά προς την πέριξ χώρα χαμελός = χαμηλός χαμέλυμαν = χαμηλώνω χαμελύνω = χαμηλώνω χαμέλωμα = χαμηλώνω χαμελώνα = τόπος που βρίσκεται χαμηλά χαμελώνω = χαμηλώνω χαμελωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά χαμελωτός = λίγο χαμηλός χαμηλός = χαμηλός χαμηλύνω = χαμηλώνω χαμηλωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά χάμης = άωρος καρπός, ασυνήθιστος χαμλάελμαν = κουράζομαι πολύ χαμλαεύω = κουράζομαι πολύ χαμνένε = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ, καταπραΰνω χαμνία = τύφος χαμνίζω = κάνω κάτι νερουλό, γίνομαι υδαρής, χασμουριέμαι, προσβάλλομαι από τύφο χάμνισμα = χασμούρημα χαμνίτζα = γυναίκα φιλάσθενη χαμνογελώ = χαμογελώ, υπομειδιώ χαμνοκάρδης = καλόκαρδος, ο εύκολα συγκινημένος χαμνομύλιν = φαγητό πολύ νερουλό χαμνορράκι = δυνατό ρακί χαμνός = μαλακός, πλαδαρός, υδαρής, μεταφ. αδύνατος, ισχνός χαμνούστα = άγρια φράουλα χαμνοφαγεία = νερουλό φαγητό, εκείνος που τρώει νερουλά φαγητά χάμνυμαν = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ. καταπραΰνω χαμνωτός = νερουλός χαμογέλαγμαν = χαμόγελο χαμογέλασμαν = χαμόγελο χαμογελαστά = χαμογελαστά χαμογελώ = χαμογελώ χαμόθεος = εκείνος που είναι προστάτης και βοηθός πάνω στη γη χαμοκίσσιν = φυτό κισσοειδές χαμοκλάδιν = χαμηλό κλαδί δέντρου χαμοκλείδιν = εκείνο που έχει θόλο χαμηλό δηλ. κλειδώνεται χαμηλά χαμοκοιλάδ(ιν) = χαμηλή κοιλιά χαμολέος = χαμαιλέοντας χαμόμηλον = χαμομήλι χαμόμηλον = μηλιά χαμηλή χαμονή = απώλεια, όλεθρος, τόπος καταστροφής χωρίς επιστροφή χαμοπεταλήχτρα = χρυσαλλίδα χαμοπετώ = εκφράζω την μεγάλη χαρά με ζωηρές εκφράσεις και κινήσεις σαν να πρόκειται να πετάξω χαμός = χαμός, απώλεια χαμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω χαμουρίαγμαν = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω χαμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό χαμούφτα = άγρια φράουλα χαμπώνω = κλείνω ερμητικά την πόρτα, το παράθυρο κτλ χαμωτός = άωρος, ασυνήθιστος χανεκιάρης = κτηματίας χάνιν = πανδοχείο, ξενώνας χανόπον = πανδοχείο, ξενώνας χανούμα = κυρία, οικοδέσποινα χανταβλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο χαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι χάντακας = μεγάλο όρυγμα, χάσμα χαντάκιν = τάφρος χαντακός = εκείνος που έχει μακράν ηλικία χαντάκωμαν = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι χαντακώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι χανταπλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο χαντζαβάζιν = μισοκαμένο ξύλο χαντζαρέα = χτύπημα, πλήγμα με χαντζάρι χαντζάριν = μεγάλη μαχαίρι χαντζέα = οσμή καιόμενου τριχώματος χάντζεμαν = καψαλίζω χαντζεύτρα = άνθρωπος ύπουλος χαντζεύω = καψαλίζω χαντζηλίκιν = το επάγγελμα του πανδοχέα χαντζής = πανδοχέας, ξενοδόχος χαντζιμύρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ., τσίκνα καμένου φαγητού χαντζιμυράζω = τσικνίζω χαντζιμυράριν = εκείνο που μυρίζει τσίκνα χαντζιμυρέα = οσμή καμένου φαγητού, τσικνίλα χαντζιμυρίαγμαν = τσικνίζω χαντζιμύτρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ χαντζίρα = οσμή καμένου υφάσματος, ο πνιγηρός ατμοσφαιρικός καύσωνας χαντζιρέα = οσμή καιόμενου υφάσματος χαντζιρεύω = καίομαι (ύφασμα) και γίνομαι μαύρη στάχτη χαντζοκάτα = ύπουλη γάτα χαντζοκράτες = πυροστιά χαντζολάβασον = λαγάνα ψημένη επιφανειακός χαντζού = δαιμόνιο λυκόμορφο που έρχεται την Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαντζούκα = γυναίκα γκρινιάρα χαντζουλεύω = καίω επιφανειακός, καψαλίζω χαντζούρα = γυναίκα ραδιούργα και φιλοκατήγορη χαντίζω = κεντώ με αγκάθι χάντιν = αγκάθι χαντυλλάζω = γαργαλίζω, θαμπώνω χαντυλλάσιμον = γαργάλισμα χαντύλλασμαν = γαργάλισμα χάνω = χάνω χανώνομαι = χάνομαι, καταστρέφομαι χάπα-χάπ = αμέσως χαπαλευτή = παιδικό παιχνίδι χαπαλεύω = σκάβω, ανακατεύω διάφορα πράγματα αναζητώντας κάτι χαπαπία = κάψα βαλάνου, είδος φυτού, ο καρπός της μολόχας χαπαπίτζα = κάψα βαλάνου χαπαράζω = ειδοποιώ, πληροφορώ χαπαρέας = εκείνος που διαδίδει μυστικά, ακριτόμυθος χαπάριν = είδηση, χαμπάρι, θλιβερή είδηση θανάτου χαπαρώ = γεμίζω μέχρι το χείλος χάπατον = άνθρωπος ηλίθιος, χάχας χαπερτάρης = αγγελιοφόρος χάπιν = χάπι χαπίσιν = φυλακή χαπισλαεύω = φυλακίζω χαρά = χαρά, γάμος χαραγμάδα = χαραμάδα χάραγμαν = χάραγμα, εντομή, λυκαυγές χαραδόξα = καλός καιρός, ευθυμία, χαρά χαραδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου χαράζω = χαράζω, υποφώσκει, τεμαχίζω χαράκα = χάρακας χαρακέα = χτύπημα με χάρακα χαρακέα = ποσότητα φασολιών όση προέρχεται από μια συστάδα αναρριχητική σε ξύλινη βέργα χαρακιάζω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαράκιασμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαράκιν = ξύλινος κοντός, ξύλο λεπτό και μακρύ το οποίο καρφώνεται κοντά στη αναρριχητική φασολιά για να αναρριχηθεί σε αυτό χαράκιν = κοψίδι χαρακλίν = το αναρριχόμενο χαράκωμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαρακώνω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαρακώνω = κόβω σε κομμάτια ψαχνό κρέατος χαραλός = χαραλός χαραλύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων χαραλώνω = χαραλώνω χαραμάζω = αχρηστεύω χαραμής = ληστής, κηφήνας κυψέλης, άδικος χαραμίζω = αχρηστεύω χαράμιν = πράγμα άδικα λαμβανόμενο ή κατεχόμενο χαραμίτα = χαραμάδα, ρωγμή χαραμοφάγας = αισχροκερδής χαρανάστατος = εκείνος που χοροπηδά από την χαρά του χαρανή = χάλκινος λέβητας χαραπά = ερείπιο χαραπάς = κολοκύθα, φλάσκα χαράπιν = ερειπωμένη οικοδομή χαραρέα = ποσότητα όση χωράει ένα χαράριν χαράριν = μεγάλος σάκος συνήθως από ύφασμα γιδήσιας τρίχας χαρατζέα = πυρά με μεγάλη φωτιά χαράτζιν = δημόσιος φόρος χαράτζιν = καρύκευμα σούπας παρασκευασμένο από διάφορες φυτικές ουσίες ευώδεις τις οποίες τηγανίζουν με βούτυρο χαρατζοκούτιν = δοχείο μέσα στο οποίο φυλάσσουν το χαράτζιν χαρατζοχάρτιν = απόδειξη πληρωμής φόρου χαράτζωμαν = καρύκευμα σούπας με χαράτζιν χαρατζώνω = καρυκεύω σούπα με χαράτζιν χαρατσοτήγανον = τηγάνι μέσα στο οποίο παρασκευάζουν το χαράτζιν χαραχούρα = άνω κάτω χαρβαλώνω = αναισθητοποιώ χαρέκοντος = αυτός που έχει χαρά σύντομης διάρκειας χάρεμαν = χαρά χαρεμένα = χαρούμενα, περιχαρώς χαρεμένος = αυτός που χαίρεται χαρεντερίζω = χαροποιώ χαρεντέρισμαν = χαρά, ευχαρίστηση χάρη = χάρη, δώρο, εύνοια, βραβείο χαρίζω = χαρίζω χάριση = δώρο σε νύφη μετά το γάμο χάρισμα = δώρο, βραβείο χαρισμάτιν = αυτό που αποκτήθηκε με δωρεά χαριτωμένος = χαριτωμένος, ωραίος χαρκί = χάλκινος λέβητας χάρκιν = οχετός ύδατος ιδίως του υδρόμυλου χαρκοκέφαλον = το μέρος απ’ όπου αρχίζει ο οχετός της παροχετεύσεως ύδατος χαρλαεύω = ροχαλίζω, ψυχορραγώ χαρμανάζω = κάνω σωρό χαρμανίαγμαν = το φτιάξιμο της σωρού χαρμάνιν = σωρός καρπών ή χόρτων χαροκοπώ = χαροκοπώ, διασκεδάζω, ξεφαντώνω χαροπαλεύω = χαροπαλεύω χαρόποιος = χαρούμενος Χάρος = Χάρος χαρούκι = αυλάκι χάρουμαι = χαίρομαι χαροχτύπημα = χτύπημα του Χάρου, θάνατος χαρπαντάς = οδηγός καραβανιού χαρπέτζα = σαρκαστικά το στομάχι χαρπούζι = καρπούζι χάρτα = γεωγραφικός χάρτης χαρτάλιν = υπόδημα ευρύτερο απ’ ότι πρέπει χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα χαρτένος = χάρτινος χάρτζεμαν = δαπάνη χαρτζεύω = δαπανώ, εξαφανίζω χάρτζιν = δαπάνη, έξοδο χαρτί(ν) = χαρτί, βιβλίο, χαρτί των παιγνιόχαρτων χαρτοδεβάζω = διαβάζω εκκλησιαστικές ευχές, ιδίως εξορκισμούς για θεραπεία από σωματική ή ψυχική ασθένεια, μεταφ. νουθετώ, συμβουλεύω χαρτοδέβασμαν = το διάβασμα εκκλησιαστικών ευχών χαρτόπον = βιβλίο μαθητικό χαρτοφόρος = χαρτοπαίχτης χαρτσανέα = αμυχή χαρτσουλέα = διασκέλισμα χαρτσουλώνω = διασκελίζω χάρτωμα = η προσφορά εικόνας αγίου, όταν τελείται η εορτή του, για προσκύνημα, όπου οι προσκυνητές προσφέρουν χρηματική δωρεά υπέρ του ναού χάρτωμα = λεπτή σανίδα πέταυρο που χρησιμοποιείται στη στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη έχει σχήμα αετώματος χαρτωματένον = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πέταυρα χαρτωματζής = ο τεχνίτης που σχίζει κορμό ελάτου σε χαρτώματα χαρτώνω = προσφέρω το καθιερωμένο δώρο στη νύφη μετά τη στέψη, προσφέρω στην εκκλησία εικόνα αγίου που γιορτάζει για να προσφέρει συνδρομή υπέρ του ναού χαρτώνω = καλύπτω με χαρτί χαρχαλάκι = ροκανίδι χαρχαλίζω = ξεφλουδίζω χαρχανάδα = φάρυγγας χαρχανάρα = φάρυγγας χαρχανάριν = φάρυγγας χαρχαντέρα = φάρυγγας χαρχαντερίζω = θορυβώ, κατέχομαι από σφοδρές επιθυμίες χαρχαντζάρια = τα σπλάχνα των ψαριών χαρχαρίζω = ασθμαίνω, ροχαλίζω χαρχαρίκιν = ρόγχος χαρχάρισμαν = ροχάλισμα, άσμα χαρχαριστέρ(ιν) = χρωματιστό μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος αντρών χαρχαρώ = ασθμαίνω, ροχαλίζω χαρχαταράζω = παράγω κινούμενος θόρυβο χαρχαταρίζω = θορυβώ κινούμενος χαρχούντζα = το καρύδι του λαιμού, ο πρόλοβος των πτηνών χασέ = λευκό βαμβακερό πανί άριστης ποιότητας χάσεμαν = ζεμάτισμα χασεμάτι(ν) = ημίξηρο ξύλο ζεματισμένο από τον ήλιο χασεμουλεύω = ζεματίζω, ζεσταίνω χασεμούλιν = αμυλούχο ημίψητο τρόφιμο χασευτό = ζεστό, καυτό χασεύω = ζεματίζω με καυτό νερό, μισοψήνω χασιλαεύω = κατεργάζομαι δέρμα χασιλάρ(ιν) = φαγητό που μοιάζει σαν λαπάς χασίλιν = δέρμα κατεργασμένο βυρσοδεψικό χασίλιν = φαγητό από χοντραλεσμένο σιτάρι, χυλός πηκτός αρτυσμένο με βούτυρο χασιλόπον = λίγη ποσότητα χασιλιού χασιλώνω = γίνομαι σαν λαπάς (φαγητό), μεταφ. γηράσκω χάσιμον = χάσιμο, απώλεια χασιμούρης = αυτός που έχει βλαμμένους οφθαλμούς χάσιν = αμιγές σίτινο χασίρα = πνιγηρός καύσωνας με υγρασία, σύγκαμα δέρματος χασιράζω = συγκαίομαι στο ευαίσθητο μέρος του σώματος, παθαίνω σύγκαμα χασκουλίζω = διασκελίζω χασλίκιν = χαρτζιλίκι χασμηστής = αυτός που χασμουριέται, διάθεση για χασμούρημα χασμούμαι = χασμουριέμαι χασμωδή = πλήξη, ανία, μετων. άνθρωπος που προξενεί αηδία και αποστροφή χασμωδία = αταξία, ταραχή, φιλονικία χάσμωμαν = χασμουρητό χασομερώ = χασομερώ χάσον = χάνω χασονούς = ξεχασιάρης χασούνα = λειχήνας του δέρματος χασόφυλλον = ξυρό δέντρο φύλλου, άχρηστο χαρτί, κουρελόχαρτο χασταλακώνω = παραλύω σωματικώς χασχάσιν = παπαρούνα χασχασίτα = παπαρούνα χαταλάς = νεαρός, παλληκάρι χαταλέας = αυτός που έχει σκέψεις παιδαριώδεις χάταλον = παιδί χαταλόπον = παιδάκι χαταλωτός = εκείνος που παιδιαρίζει χατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω χατζάβα = προσκυνήτρια του Αγίου Τάφου χατζάιτα = αγριόχορτο με σπόρους ακανθωτούς χατζάτιν = νοικοκυριό χατζένιν = τα εντόσθια ζώου, το εσωτερικό περιεχόμενο της κολοκύθας χατζηδίτικος = ο προερχόμενος από χατζής χατζηλίκιν = η μετάβαση και προσκύνηση του Αγίου Τάφου χατζής = προσκυνητής Αγίου Τάφου χατζίπορδα = δώρα, τρόφιμα που προσφέρει ο γέροντας στα μικρά παιδιά χατί = πόσο χατίλιν = δοκός που τοποθετείται κατά μήκος εντός εγειρόμενου τοίχου για να το καταστήσει στερεό χατίριν = ευυποληψία, η επίσκεψη σε πενθούσα προς έκφραση συλλυπητηρίων χατιρλής = ο τιμώμενος, ευυπόληπτος χατιρόπαρμαν = συλλυπητήρια επίσκεψη χατούμης = ευνούχος χατρατζέα = απάτη χατρατζία = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη χατριτζώνω = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη χαφέσι(ν) = δικτυωτό παραθύρου χαφτούλα = ξέφτια υφάσματος χαφτουλάζω = έχω ατημέλητο μαλλί, μαδιέμαι χαφτουλάρης = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες χαφτουλέας = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες χαφτώνω = τραυματίζω χαχάλα = αργή, βραδυκίνητη χαχάλεμαν = αναζήτηση, έρευνα, ψάξιμο χαχαλεύω = αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω χάχανα = θορυβώδες γέλιο χαχανίζω = καγχάζω, χαχανίζω χαχάνισμα = χαχάνισμα χαχανίστρα = πήλινο αγγείο στενόμακρο το οποίο χαχανίζει κατά την εκροή ύδατος χαχόλος = άνθρωπος αγροίκος, βάρβαρος χαψάριν = σκεύος που χρησιμοποιήθηκε για φαΐ από χαψία και δεν πλύθηκε χαψέα = η οσμή των χαψιών χαψένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από χαψία χαψερόν = δοχείο χαψιών χαψί(ν) = γαύρος χαψίτα = φυτό εδώδιμο που έχει οσμή χαψιού, φυτό που μεγαλώνει μεταξύ των σιτηρών και παράγει κίτρινα άνθη χαψοδείσα = ομίχλη κατά την οποία εμφανίζονται τα χαψία χαψοζώμιν = η άλμη των παστωμένων χαψιών χαψοκάλαθον = καλάθι για μεταφορά χαψιών χαψοκοίλης = αυτός που τρώει άπληστα χαψία χαψοκόλιν = η ουρά του χαψιού χαψοκόλοθον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας χαψοκούλιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού χαψοκουλούδιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού χαψοκούτιν = κουτί, σκεύος χαψιών χαψολάβασον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας χαψοπίλαβον = πιλάφι ανάμεικτο με χαψία χαψόπιτα = πίτα με χαψία χαψοπλάκιν = ειδική πλάκα για ψήσιμο χαψιών, είδος φαγητού από χαψία και άλλες ουσίες φυτικές τοποθετημένες κατά στρώματα χαψόπον = γαύρος χαψοπούλλι = γλάρος ο οποίος τρέφεται από χαψία, είδος εδέσματος από ζύμη και χαψία τηγανισμένο χαψόσκευον = σκεύος χαψιών χαψοτήγανον = τηγάνι για τηγάνισμα χαψιών, χαψία τηγανισμένα με αβγό χαψοφούστρον = χαψία τηγανισμένα με αβγά, λερώνω με ζουμί χαψιών χέζω = αφοδεύω χειλάς = αυτός που έχει μεγάλα χείλη χειλής = αυτός που έχει μεγάλα χείλη χειλόπον = χείλη χειλόπ’λλον = χείλη χείλος = χείλος χείλων = αυτός που έχει κομμένο το κάτω χείλος χειλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χειμαδακόν = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα χειμαδία = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα χειμαδίον = μέρος όπου διαχειμάζουν τα ζώα, η διαχείμαση των ζώων χειμάζω = χειμάζω, χειμωνιάζω χείμασμαν = η διαχείμαση των ζώων χειμάστικα = αμοιβή που δίνεται σε άτομο που αναλαμβάνει να φροντίσει τα ζώα για την διαχείμαση χειμός = χειμώνας χειμωγκοζ’νέσιν = χειμωνιάτικο χειμωγκονέσιν = χειμωνιάτικο χειμωγκονίου = κατά τον χειμώνα χειμωγκός = χειμερινός, χειμώνας χειμωνακός = χειμωνιάτικος χειμωνάπιν = αχλάδι σκληρό το φθινόπωρο συλλεγόμενο και τον χειμώνα ωριμάζει χειμώνας = χειμώνας χειμωνάτικος = χειμωνιάτικος χειμωνόμηλον = μήλο που ωριμάζει τον Νοέμβριο χείρ-χειρότερα = χείριστα χειρομυλιστού = εργατική γυναίκα χειρόμυλος = χειρόμυλος χείρον = χειρότερο χειροπάνι = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη χειροπρόζυμο = η προζύμι που περισσεύει από την ζύμη χειροτερεύω = χειροτερεύω χειροτονώ = χειροτονώ χειρώ = αρχίζω χεκιμέτιν = διοικητήριο χελβανί = είδος χάλκινης χύτρας χελεμήτρα = σκορπιός χελέμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα χελιδόνα = χελιδόνι χελιδόνιν = χελιδόνι χελιδονόψαρον = χελιδονόψαρο χελώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα χελωμοπάγουρον = είδος μικρού κάβουρα χελώνα = χελώνα χελωνήτρα = χελωνιά χελωνιάρης = αυτός που έχει χελώνι στο λαιμό χελωνίτα = ανεμώνη χελώντρα = κεραία, χηλή κάβουρα χέμ = και… και χεμέν = ευθύς ως, μόλις χεντέκιν = τάφρος χεντεκώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι χέρα = χήρα χεράζω = πιάνω με το χέρι χερέα = ποσότητα όση χωράει η χούφτα χερεία = χηρεία χερέλαμπος = πηδάλιο πλοίου χέρεμαν = χηρεία χερεύω = μένω χήρος χερικόν = χερικό χέριν = χέρι χερίτζα = χέρι χερίτζιν = χέρι χερίφ(η)ς = άνθρωπος χεροβολάζω = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων χερόβολον = αγκαλίδα, δέμα χεροβολώ = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων χεροδόσης = γενναιόδωρος, ελεήμων χεροδουλεύω = κάνω χειρωνακτική εργασία χεροδύναμος = χειροδύναμος χεροκάλαθον = καλάθι με μία ή δύο λαβές χεροκόσκινον = μικρό κόσκινο χεριού χεροκόφκουμαι = μου κόβονται, κουράζονται τα χέρια χεροκράτεμαν = το μέρος απ’ όπου πιάνει κανείς και κρατάει χερομάντηλο = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα χερομορτεύω = μαλάζω του μαστούς της αγελάδας κατά το άρμεγμα για να κατεβάσει γάλα χερομυλάπιν = είδος αχλαδιού με σχήμα χειρόμυλου χερομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο χερομύλιν = χειρόμυλος χερομυλίτζιν = χειρόμυλος χερονίφτω = χύνω νερό για νιφτεί κάποιος χερονίψιμον = νίψιμο με τα χέρια χεροπάντ(ιν) = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη χερόπλαστον = χειροπιαστό χεροπλύνω = χύνω νερό στα χέρια για να πλυθεί κάποιος χεροπλύσιμον = το πλύσιμο των χεριών χεροπόδαρα = χειροπόδαρα χερόπον = χεράκι χερόρτιν = γάντι χέρος = χήρος χεροτεχνία = χειροτεχνία χεροτεχνισμέντζα = γυναίκα εξασκημένη στην χειροτεχνία χεροτεχνίτης = χειροτεχνίτης χερού = χρησιμοποιείται σε δήλωση της διεύθυνσης π.χ. άνθεν χερού=προς τα άνω, κάθεν χερού=προς τα κάτω χερουβικό(ν) = Χερουβικός Ύμνος χερούλιν = χερούλι χεροφίλεμαν = χειροφίλημα χεροφιλώ = φιλώ το χέρι χεροχαλάνω = βάζω, χώνω κάπου το χέρι μου χεροχαλκέα = ποσότητα όση χωράει το χεροχάλκιν χεροχάλκιν = χάλκινος λέβητας χέσιμον = αφόδευση χεσίον = αφόδευση χέσμαν = κόπρος ανθρώπου χεσμοτόπιν = μέρος υπαίθριο κατάλληλο για αφόδευση, αποχωρητήριο χέστας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός χεστέας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός χεστερή = αποχωρητήριο χεστερόν = αποχωρητήριο χετιά = δώρο, προσφορά χηνάζω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή χηνάρι = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης χηνατώνω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή χηνέα = βαφή με χρώμα βαθύ κίτρινο που χρησιμοποιείται ως καλλυντική των γυναικών χηνιαχτούρι = δοχείο στο οποίο διαλύουν την χηνέαν, μεταφ. πράγμα άσχημο χίλ(οι) = χίλιοι χίλα = χίλιοι χιλά = δόλος χιλαβρία = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών χιλαδάρικον = ζώο που παρέχει πολύ γάλα χιλαδαρού = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα χιλαδία = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα χιλάζω = χιλιοπλασιάζω χιλάκλερος = πολύ δυστυχής, κατ’ αντίφαση ο άξιος συμπαθείας και θαυμασμού χιλαλής = δόλιος χιλάνοστος = πολύ άνοστος, μεταφ. άνθρωπος πολύ άχαρος χιλάοικος = ακατοίκητος, έρημος χιλάριν = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών χιλαρμάτωτος = πλοίο που έχει πλήρη εξάρτυση χιλάρμενος = ως προσδιορισμός επιθετικός της Παναγίας, η χιλάρμενος Παναγία, η εορτή του Ακάθιστου ύμνου χιλάσκεμος = πολύ άσχημος χιλάχαρος = πολύ δυστυχής χιλέμορφος = ωραιότατος χιλεμπάλλιστος = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα χιλέμπαλλον = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα χιλεπιδεξασμένος = πολύ επιδέξιος, αριστοτέχνης χιλευλογημένος = πολύ αγαθός χιλέφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα χιλεχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας χίλια = χίλια χιλιόγκαλον = πολύ καλός χιλιοπλούμιστος = πολύχρωμος χιλιόπλουμος = πολύχρωμος χιλόκοντος = πολύ κοντός χιλοκοπανιγμένος = πολύ χτυπημένος χιλομαγεμένος = πολύ μαγευτικός χιλοπλούμιστος = πολύχρωμος χιλοπροκομμένος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις χιλοπρόκοφτος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις χιλόργυιος = πανύψηλος χιλόρριζον = αυτός που έχει πολλές ρίζες χιλορριζωμένος = αυτός που είναι ριζωμένος καλά χιλόρφανος = ορφανός και από τους δυο γονείς χιλοτάραγος = ανάμεικτος από διάφορες ουσίες χιλοτόρνευτος = στολισμένος, διακοσμημένος χιλοτρύπιν = αυτός που έχει πολλές τρύπες χιλότρυπον = αυτός που έχει πολλές τρύπες χιλοτύλιγον = αυτός που είναι τυλιγμένος πολλές φορές χιλοφούλιρα = χίλια φλουριά χιλοφούλιρος = πολύτιμος χιλόφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα χιλοχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας χιλοχρονίτικος = αυτός που έχει μακρά ηλικία χιλόχρονος = εκείνος που είθε να ζήσει πολλά χρόνια χινίδι = το εχινοειδές περικάρπιο του κάστανου χιόνι = χιόνι χιονοφαγάς = χιονόνερο που συντελεί στην τήξη του χιονιού χιουράχαντος = σκαντζόχοιρος χιρά = η χροιά του προσώπου, όψη χισίμης = συγγενής χιψίδι = ψαλίδι χλαγού = λεία ράβδος για άνοιγμα των φύλλων ζύμης χλαδεμένος = αδυναμία χλαμπέτζιν = καρπός που έχει λεπτό και μαλακό φλοιό λόγω υπερωριμάνσεως χλαμύδα = μετων. άνθρωπος παράλογα και ασυγκράτητα γελά χλαντούρα = χλιαρός καιρός χλαντουρίζει = πνέει χλιαρός άνεμος χλαρός = χλιαρός χλάση = η χλιαρότητα της ατμόσφαιρας χλαχλανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω χλεμπονάζω = υπερωριμάζω, παρακμάζω χλέρα = θερμότητα, ζέστη χλεραίνω = θερμαίνομαι χλερύνω = γίνομαι θερμός χλεύω = χλευάζω, επιπλήττω χλιαίνω = θερμαίνω, ζεσταίνω χλιμίτα = γυναίκα που συνέχεια γελάει με θόρυβο χλιμιτίζω = χλιμιντρίζω χλιμίτισμα(ν) = χλιμίντρισμα χλιοκοπούμαι = διατηρώ την θερμότητα στο σώμα μου χλίος = χλιαρός, θερμός χλιωσύνη = η κατάσταση της χλιαρής ατμόσφαιρας χλοάδα = χλοερή πρασινάδα χλοασία = χλόη, γρασίδι χλοερός = πρασινάδα χλόη = χλόη, γρασίδι χλοιάστρα = γλάστρα χλοΐζω = πρασινίζω, βόσκω χλόη χλόισμαν = πρασίνισμα χλομαίνω = χλομιάζω χλόνω = θερμαίνω, θερμαίνομαι χλόσιμον = θέρμανση χλού-χλού = δηλωτικό γέλιου χλούδιν = νωπό χορτάρι χλωραίνω = χλομιάζω χλωριαίνω = κάνω κάτι χλωρό χλωρίζω = γίνομαι χλωρός, πράσινος χλωρικόν = χλωρά και κηπευτικά χόρτα χλωρίν = χλόη, γρασίδι χλωρός = χλωρός (φυτά), υγρός (ξύλο), πελιδνός χλωροφορώ = είμαι γεμάτος από χλωρίδα χλώρωμαν = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα χλωρώνω = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα χνάρι = ίχνος χνότο = αναπνοή χνούδιν = χνούδι χόβα = κατά διαλείμματα χοβαρταλίκιν = η ιδιότητα του χοβαρτά χοβαρτάς = γυναικοθήρας, μοιχός χόβιν = ορμή, φορά χοβλάεμαν = ορμή προς επίθεση χοβλαεύω = ορμώ προς επίθεση χοβλής = αυτός που τρέχει με ορμή, με φόρα χοβλία = με ορμή, με φόρα χόβολη = τεφρώδης ανθρακιά χογκόρ = δηλώνει κλαψούρισμα π.χ. εκείνος χογκόρ χογκόρ έκλαιεν χοζάνιν = αγρός σε αγρανάπαυση, χέρος τόπος, λιβάδι χοζανίτζα = χόρτο που μεγαλώνει σε αγρό αγρανάπαυσης χοζάνος = αγροίκος, βουνήσιος χοζανώνει = αγρός που βρίσκεται σε αγρανάπαυση παράγει αγριόχορτα χόζωμαν = βράχνιασμα, πυρά που δεν ανάβει εύκολα χοζώνω = βραχνιάζω, δεν ανάβω εύκολα (φωτιά) χοζωτά = βραχνά, αργά ανάβει η φωτιά χόιλαλα = δηλώνει αποδοκιμασία ή χλευασμό χοινίκιν = μέτρο σιτηρών και οσπρίων χοινικοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, μωρός χοιράχαντος = σκαντζόχοιρος χοιρίδι = αγριόχοιρος χόιταρας = εκείνος που φωνάζει μιλώντας και συνήθως μοιρολογεί, ελαφρόμυαλος χολάζω = παροργίζω, αγανακτώ χολαίνομαι = θυμώνω, οργίζομαι χολασία = θυμός, αγανάκτηση χόλασμα = παροργίζω, αγανακτώ χολαστά = με οργή χολαστέας = ο θυμωμένος χολέας = θυμώδης, οργίλος χολέρα = χολέρα χολέρτζιν = αγριόχορτο πολύ καλό για την κτηνοτροφία χολή = θυμός, οργή χολίασμαν = αγανάκτηση, θυμός χολιδάζω = εξοργίζω, παροργίζω, αγανακτώ χολικομάννα = μετων. άνθρωπος γεμάτος από ελκώδη σπυριά χολικόν = απόστημα πυώδες, ελκώδης πληγή χολικώνω = εξερεθίζω, παροργίζω, αγανακτώ χολοκόφτω = κουράζω πολύ, απαυδώ, εξαντλώ χολοκόψιμον = κούραση πολύ, εξάντληση χολομανία = αγανάκτηση, μετων. άνθρωπος που προκαλεί την οργή χολομανίζω = εξοργίζω, αγανακτώ, εξοργίζομαι χολομάχεμαν = υπερβολική στενοχώρια χολομαχώ = στενοχωριέμαι υπερβολικά χολονάριν = κρύσταλλος πάγου που κρέμεται στη στέγη προς τα κάτω χολόρτ(ιν) = γάντι χολοσκάνω = χολοσκάω χολόσκαση = αδημονία, στενοχώρια χολοσκασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια χολόσκασμαν = στενοχώρια χολοσπάνω = χολοσκάω χολοσπασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια χολχονάριν = μέρος με πολλά χολχόνα χολχόνιν = χοντρό και ψηλό αγριόχορτο χολώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα χολώνα = χελώνα χολωνίτα = ανεμώνη χολώνω = μουσκεύω, χυλώνω χομάρ(ιν) = χαρτοπαίγνιο χομαρτζής = χαρτοπαίχτης χόμπολα = φάντασμα χομπούλης = ανόητος, μωρός χονάρης = κατάλευκος σαν το χιόνι χονάριν = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης χονατίζω = ασπρίζω, μεταφ. λάμπω από καθαριότητα χονάχραδον = άγριο αχλάδι που ωριμάζει στην αρχή του χειμώνα χονδραλεσμένος = χοντρό αγριόχορτο χονίζει = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι χόνιν = χιόνι χονίος = κατάλευκος χονίφτα = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν το χιόνι χονιχτή = χιονοθύελλα χονοβρέξιμον = ρίχνει χιονόνερο χονοβρέχει = ρίχνει χιονόνερο χονόβρεχη = χιονόνερο χονοζώμιν = νερό από την τήξη του χιονιού χονοκούστιν = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο χονόνερον = χιονόνερο χονοπάτουλον = νιφάδα χιονιού χονοπούτζα = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο χονοταράζει = κάνει χιονοθύελλα χονοτόπιν = τόπος όπου απορρίπτεται το χιόνι από τη στέγη χονοτσίτσεκον = χιονολούλουδο χονοφόρα = όνομα λευκής αγελάδας χονοφώς = η αντανάκλαση του χιονιού χόντερη = βουκέντρα χόντρα = όγκος, πάχος χοντρά = χοντρά χοντραλέθω = αλέθω χοντρά χοντράλεστος = χονδραλεσμένος χοντρένω = χοντραίνω χοντρεύκουμαι = μεγαλοπιάνομαι χοντροβέλονον = χοντρή βελόνα, σακοράφα χοντρογούλης = αυτός που έχει χοντρό λαιμό, μεταφ. αδηφάγος χοντροκάρδης = αυτός που δεν έχει ευαίσθητη καρδιά, υπερήφανος χοντροκέφαλος = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, μεταφ. αργόστροφος χοντροκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά χοντρόκολος = αυτός που έχει μεγάλου γλουτούς χοντροκοπίδης = αυτός που έχει αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου χοντροκόριτζον = κόρη άσχημη και χοντροκαμωμένη χοντροκούκκουτζον = καρπός με μεγάλο κουκούτσι χοντροκούτσαλος = χονδροειδής, χονδοκαμωμένος χοντρολάλεμαν = μεγαλόφωνη ομιλία χοντρολαλώ = μιλώ μεγαλόφωνα χοντρολογώ = λέω προσβλητικά, πικρά λόγια χοντρολοΐσματα = λόγοι αγενείς, προσβλητικοί χοντρομμάτης = αυτός που έχει μεγάλα μάτια χοντρομύτης = χοντρομύτης χόντρος = όγκος, πάχος χοντρός = χοντρός, ευτραφής, παχύς χόντρος = σιτάρι ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο χοντροσιλαλίζω = ράβω αραιά με μεγάλες βελονιές χοντρόσκιστος = αυτός που είναι σκισμένος σε μεγάλα τεμάχια χοντρότζεπλον = αυτό που έχει χοντρή φλούδα χοντρούτζικος = χοντρούτσικος χοντρύνω = χοντραίνω, μεταφ. υπερηφανεύομαι χοντρωτός = λίγο χοντρός χονώνω = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι χονωτός = το χιόνισμα χόπα = επιφώνημα για ρύθμιση χορού π.χ. χόπα χόπα χοπαλόπον = ευτραφές σκυλάκι χόρ(ιν) = χέρι χορασάνιν = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη χοραταδεύω = μιλώ αστειευόμενος, κάνω χωρατά χορατέα = αγανάκτηση, θυμός χορατέας = ευέξαπτος, οργίλος, θυμώδης χορδόγκοιλο = το ινώδες περιεχόμενο της κολοκύθας συμπεριλαμβανομένων και των σπερμάτων χορδόνα = χοντρή, παχύσαρκη χορδονάουμαι = τρώω χόρεμαν = χορός, ο τρόπος που χορεύει χορέμιν = δέμα με το οποίο δένουν αγκαλίδα χόρτων χορενί = χάλκινος λέβητας χορευτά = χορεύοντας χορευτάνος = χορευταράς χορευτής = χορευτής χορεύω = μένω χήρος χορεύω = χορεύω χορηγεύω = χορηγώ χορκίλι = αμπάρι χορολάγγεμα(ν) = χοροπήδημα χορολαγγεύω = χοροπηδώ χορολαγευτά = κάνοντας άλματα στο χορό χορομάζω = μαζεύω σε σωρό τα εκριζωμένα φυτά αραβοσίτου χορόμιν = χωρός νεαρών φυτών αραβοσίτου χορομύλ(ιν) = χειρόμυλος χορομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο χορονταρίζω = κάνω κάποιον να χορεύει χοροντζέας = αυτός που έχει κλίση προς το χορό χοροντζής = αυτός που γνωρίζει πολλά είδη χορού χοροντικόν = είδος χορού, ο σχετικός προς το χορό χόρος = χήρος χορός = χορός χοροσάν(ιν) = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη χοροσώριν = μέρος όπου μαζεύονται για χορό χορότ(ιν) = γάντι χοροχάλκ(ιν) = χάλκινος λέβητας χορτάζω = χορταίνω χορταράζω = εκφύω χόρτα χορταράρ(ιν) = τόπος με πολύ χορτάρι χορταρέα = η οσμή του χόρτου χορταρένον = χορταρένιος χορταρικά = χορταρικά, φαγητό από χόρτα χορτάριν = χορτάρι χορταρίτζα = χορτάρι χορταροζώμιν = ζωμός χόρτου, αφέψημα χόρτου χορταροθέρ(ιν) = τόπος που παράγει χόρτο κατάλληλο για θερισμό χορταρόπον = χορταράκι χορταροσκεπασμένος = αυτός που παράγει πολύ χόρτο και είναι σκεπασμένος απ’ αυτό χορταροτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν πολλά χόρτα χορταρούτζα = είδος παιχνιδιού χορταρώ = εκφύω χόρτα χορταρώνω = εκφύω χόρτα χόρταση = χόρταση, κορεσμός χορτασία = χόρταση, κορεσμός χόρτασμα = χορτασμός, χόρτο αποθηκευμένο για το χειμώνα ως τροφή για ζώα χορτασμενέα = υπερκορεσμός κατά το οποίο αναδίδεται άσχημη οσμή χορτασμονή = κορεσμός χορταστικά = χορταστικά χορτζοπούλλα = μικρά παιδιά χορτλάεμαν = βρικολάκιασμα χορτλαεύω = βρικολακιάζω χορτλάκος = βρικόλακας Χορτοθερέσιν = αυτό που παράγεται κατά τον Ιούλιο Χορτοθέρης = Ιούλιος, ο μήνας θερισμού χορτοθέριν = τόπος θερισμού, τόπος θερισμένος χορτοκούνιν = κούνια με υπόστρωμα γεμάτο ξηρά χόρτα χορτομάλλιν = μαλλί προβάτου τελευταίας ποιότητας χορτομέας = κοιλαράς χόρτον = χόρτο χορτούδιν = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού χορχόρης = εκείνος που βήχει χορχόρης = εκείνος που βήχει χορχορίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς χοσαφέα = ο οσμή του χοσαφιού χοσάφιν = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ. χοσαφοζώμιν = το ζουμί του χοσαφιού χοσαφώνω = μαραίνομαι, σουφρώνω χοσέτιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα χοσκοβοράουμαι = κάθομαι απρεπώς χόσκοιλας = αυτός που έχει ωραία κοιλιά, μεταφ. κοιλαράς χοσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη χοσότης = έτσι φώναζαν οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι τους Χριστιανούς γιατί τηρούν την ακροβυστία χοσότιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα χοσοτώνω = κάνω σκουπίδια χοσπώνω = δίνω σε κάποιον κρυφά, εμβάλλω, χώνομαι χοσχοράν(ιν) = φυτό όμοιο με βλίτο χοτζάς = τούρκος ιεροδιδάσκαλος ή ιμάμης χοτζέριν = πλατύ καλάθι χουγιάζω = φωνάζω λίγο, αγανακτώ, οργίζομαι χουγιανέτης = σκληρόκαρδος, άσπλαχνος χουζάναινα = άσπλαχνη, σκληρή χουζανία = τα πολλά παιδιά φτωχής οικογένειας, πενία, φτώχια χουζανοπούλλιν = παιδί φτωχής οικογένειας χουζαρίζω = πριονίζω χουζάριν = πριόνι χουζαρλαεύω = πριονίζω χουζαρτζής = αυτός που πριονίζει χουζμέτεμαν = το να υπηρετεί κάποιος χουζμετεύω = υπηρετώ χουζμετζής = υπηρέτης χουζμετικιάρης = υπηρέτης, υπάλληλος χουζμέτιν = υπηρεσία χούη = χαρακτήρας, συνήθεια, επιληψία, υστερισμός χουιλάεμαν = η εκβολή κραυγών από στενοχώρια χουιλαεύω = εκβάλλω κραυγές από στενοχώρια χουιλάνεμαν = ιδιοτροπία χουιλανεύκουμαι = γίνομαι ιδιότροπος χουιλής = ιδιότροπος, παράξενος χούκα = ζώο που εξακολουθεί και μετά την απώλεια νεογνού να παρέχει γάλα χουλάζω = θερμαίνομαι χουλαλερή = θήκη κουταλιών χουλαλερόν = θήκη κουταλιών χουλαντερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται το ανθόγαλα χουλαντόν = ανθόγαλα χουλαράζω = αναδεύω με το κουτάλι το φαΐ στη χύτρα και τρώω χουλαράς = θήκη κουταλιών χουλάρασμαν = ανάδευση με το κουτάλι του φαγητού στη χύτρα και μετά φαΐ χουλαρέα = κουταλιά χουλαρέα = χτύπημα με κουτάλι χουλάριν = κουτάλι χουλαρίτζης = αυτός που μοιάζει με κουτάλι χουλαροκάρδιν = η γωνιώδης κοιλότητα του στέρνου που σχηματίζεται κάτω από τα πλευρά χουλαρόπον = κουταλάκι χουλαρόστομος = αυτός που έχει στόμα σαν το κουτάλι, χάσκον χουλαρούμαι = πιάνω κουτάλι, τρώω χουλαρώνα = θήκη κουταλιών χουλασέα = ζεστασιά χουλείμαι = ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι χουλένω = ζεσταίνω, θερμαίνω χουλέρα = χολέρα χουλές = χλιαρός, θερμός χουλετός = υπόθερμος χουλίεμαν = θέρμανση, ζέσταμα χουλίεση = θέρμανση, ζέσταμα χουλίζω = φωνάζω δυνατά, ξελαρυγγίζομαι, καλώ, προσκαλώ χουλιχτά = φωναχτά, φωνάζοντας χουλός = χλιαρός, θερμός χουλπάτζιν = είδος παιχνιδιού χουλύνω = ζεσταίνω, θερμαίνω χουλώνω = μουσκεύω, χυλώνω χουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χουμάριν = χαρτοπαίγνιο χουμαρτζής = χαρτοπαίχτης χουμούλιν = καλαθάκι χουμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω χουμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό χουμπούλτς = ανόητος, μωρός χουμπούρα = είδος μεγάλου κάβουρα χουμχούρης = ρινόφωνος χουνεράουμαι = τρώω χουνούτζης = θυμώδης, οργίλος χουντάχ(ιν) = φάσκιωμα χουντεύκουμαι = ερωτοτροπώ χουρακός = κουκουβάγια χουράς = μικρός και αδύνατος χουράχαντος = σκαντζόχοιρος χουρβελέτης = οφειλέτης χουρδά = κατακάθι λαδιού ή κρασιού, το τελευταίο απομεινάρι του νηματοποιημένου βομβυκίου του μεταξιού χουρδάλειμμαν = κατακάθι λίπους χουρμά = χουρμάς χουρμαδέα = δέντρο που παράγει καρπό κερασοειδή χουρμαδίτικο = αυτό που παρασκευάζεται από καρπό χουρμαδιάς χουρμάντελον = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα χουρματζής = πωλητής χουρμάδων χουρουγκέας = αυτός που ροχαλίζει χουρουγκίζω = ροχαλίζω χουρούγκισμαν = ροχάλισμα χουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω χουρτέα = γρονθοκόπημα, γρόνθος χουρτζά = ασκός χούρτζιν = είδος σάκου από χοντρό ύφασμα το οποίο μπαίνει στη ράχη ζώου ιππασίας χουρτζουπάλεμαν = πάλεμα παίζοντας χουρτζουπαλεύω = παλεύω παίζοντας χουρτιάζω = ζυμώνω με τους γρόνθους χουρτοκουπανίζω = γρονθοκοπώ χουρτούδ(ιν) = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού χουρτούδα = ο πρόλοβος των πτηνών, ο φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού χουρχουράζω = ροχαλίζω θορυβωδώς χουρχουράσιμον = ροχάλισμα θορυβώδες χουρχούρης = εκείνος που ροχαλίζει χουρχουρίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς χουρχούρισμαν = ροχάλισμα θορυβώδες χουρχουρίτζα = δοχείο νερού με στενό στόμιο το οποίο παράγει δυνατό ήχο κατά την εκκένωση του περιεχομένου υγρού χουσάφι = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ. χουσκανεύκομαι = ζηλεύω, φθονώ χούσκια = κόπρος μονόχηλων ζώων χούσκωμαν = σκόρπισμα στο δάπεδο μάνδρας ξηρών κοπράνων μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκόρπισμα σκουπιδιών χουσκώνω = σκορπίζω στο δάπεδο μάνδρας ξηρά κόπρανα μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκορπίζω σκουπίδια χούσπος = κοντός και παχύς χούστα = αρπαγή κλιβάνου μεταλλουργικού χουτάλα = τόξο χουτίν = κουτί χούτος = ηλίθιος, μωρός χούφτα = χούφτα χουχούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό χουχουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χουχούρωμαν = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χουχουρώνω = συγκαλύπτομαι, συμμαζεύομαι όταν κρυώνω χοχολάζω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια χοχολάριν = αυτό που περιέχει σκουπίδια χοχόλιν = σκουπίδι χοχόλωμαν = το να κάνω σκουπίδια χοχολώνω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια χοχοράζω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μαραίνομαι, ωχριώ χοχόρασμαν = συστολή, συμμάζεμα, μάραμα χοχοροπούλλιν = νεογνό κουκουβάγιας χόχορος = κουκουβάγια, επίθετ. αδρανής, συνεσταλμένος, άτολμος χοχός = εξωτικό, μπαμπούλας χπαίνω = ξεριζώνω χρά = η χροιά του προσώπου, όψη χραδεύω = αδυνατίζω, εξασθενώ χράδης = καχεκτικός, αδύνατος χράζω = δίνω ρόδινο χρώμα στα ψωμιά του φούρνου χράζω = έχω αξία ίση προς την αξία άλλου, υπερέχω καποιανού την αξία χράμιν = μάλλινο υφαντό που χρησιμοποιείται για στρωσίδι ή σκέπασμα χράουμαι = χρειάζομαι χράσιμον = το δόσιμο ρόδινου χρώματος στα ψωμιά του φούρνου χρεατόπον = λίγο κρέας χρεία = ανάγκη, αποχωρητήριο, απόπατος χρειάσκομαι = χρειάζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ χρείμαι = χρεώνω χρεμένος = χρεώνω χρεμοπούλιστος = εκείνος που μόνο αν πουληθεί ο ίδιος μπορεί να πληρώσει το χρέος χρένω = χρεώνω χρέος = χρέος χρέσιμον = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι χρέσκομαι = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι χρεφειλέτες = χρεοφειλέτες χρέωμαν = χρέωση χρεώνω = χρεώνω χρεωστικόν = ενυπόγραφο ομόλογο χρέους χρήζω = χρήζω χρήμα = νόμισμα χρήση = χρήση χρίζω = χρίω χρίσιμον = επάλειψη χρίσμα = ο τρόπος της επάλειψης χριστέλαδον = έλαιον ελαίας χριστιανεύω = γίνομαι Χριστιανός Χριστιανός = Χριστιανός χριστιανοσύνη = χριστιανοσύνη Χριστιενναρέσιν = αυτό που συμβαίνει τον Δεκέμβριο ή προέρχεται από αυτόν Χριστιεννάρης = Δεκέμβριος χριστοκούριν = τεμάχιο χοντρό από κορμό δέντρου που καίγεται στην εστία της τρεις ημέρες των Χριστουγέννων χριστόλαδον = έλαιον ελαίας χριστοπούλλι = όρνιθα που σφάζεται τα Χριστούγεννα Χριστός = Ιησούς Χριστός Χριστός-ανέστη = η γιορτή του Πάσχα χριστοσουλάλι = τρύπωμα ραψίματος σταυρωτό Χριστούγεννα = Χριστούγεννα Χριστουγεννάς = Δεκέμβριος χριστουήμερα = οι τρεις μέρες των Χριστουγέννων χρίστρα = αναρριχητικό φυτό τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται ως δόλωμα για τους κοριούς, οι οποίοι ανερχόμενοι σε αυτό προσκολλούνται χρίω = χρίω χροναίον = ετήσιος μισθός υπαλλήλου, ετήσια χορηγία χρονακόν = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος, ετήσιο μισθός, ετήσια χορηγία χρονάρης = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, αυτός που έχει ετήσια διάρκεια χρονάρικος = αυτός που συμπλήρωσε ένα έτος από τη γέννησή του χρονάτες = γέρος χρονάτικα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος χρονέσα = η κατά ετήσιο μνημόσυνο παρατιθέμενη τράπεζα στους προσερχόμενους σε αυτό χρονέσσα = λέγεται σε συνεκφορά με προηγούμενο αριθμητικό και δηλώνει την ηλικία, π.χ. οχτώ χρονέσα=οκταετής χρονία = έτος, χρονιά, χρονολογία χρονία = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος χρονιάζω = παρατείνω τη διαμονή μου χρονίζω χρονιαρέσιος = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους χρόνιγμαν = συμπλήρωμα έτος από την γέννηση χρονίζω = χρονίζω χρόνισμαν = συμπληρώνω έτος από την γέννηση χρονογύρα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος χρόνος = χρόνος, έτος χρόνω = χρεώνω χρόστες = οφειλέτης χρουμουντζούδιν = μαύρο και καμένο πράγμα χρουσάφι = χρυσάφι χρουσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος χροφειλέτες = αυτός που οφείλει χρέος από δανεισμό, δανειστής χρυπητέρα = όργανο με το οποίο τα παιδιά παράγουν κρότο χρυσαρματωμένος = ο στολισμένος με άρματα χρυσοποίκιλτα, αυτός που είναι κοσμημένος με χρυσά κεντήματα χρυσαφένος = χρυσαφένιος χρυσαφέντης = αφέντης αγαθόκαρδος, ευγενής χρυσαφικά = χρυσαφικά χρυσάφιν = χρυσάφι, χρυσός χρυσαφίτζα = μεταξωτό ύφασμα ποικιλμένο με χρυσά άνθη χρυσαφώνω = επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό χρυσένος = χρυσαφένιος χρυσοαναλλαγμένος = αυτός που φοράει εορταστική στολή χρυσοβέλονον = χρυσή βελόνα χρυσόγερος = χρυσός, αγαθός γέρος, καλόγηρος χρυσοδόντι = η αγία κοινωνία χρυσοθρονισμένος = ο ενθρονισμένος σε χρυσό θρόνο χρυσοκαβαλαραία = χρυσοστολισμένη καβαλάρισσα χρυσοκάζανον = χρυσό καζάνι χρυσοκάλιβος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά χρυσοκαλιβωμένος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά χρυσοκλειδωμένος = αυτός που είναι κλειδωμένος με χρυσό κλειδί χρυσοκωδωνάτες = αυτός που φοράει στο λαιμό χρυσό κουδούνι χρυσοκώδωνον = χρυσό κουδούνι χρυσοκωδωνού = αυτή που φοράει χρυσό κουδούνι στο λαιμό χρυσολάγκαδον = κατά κάποιο τρόπο λαγκάδι καμωμένο από χρυσό χρυσολέγενον = χρυσή λεκάνη χρυσόμηλα = χρυσά μήλα και μεταφ. γυναικεία στήθη χρυσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη χρυσόν = χρυσάφι χρυσόνημα = νήμα από έλασμα χρυσού, χρυσός διάκοσμος ενδύματος χρυσονοικοκύρης = καλός νοικοκύρης χρυσοπαράθυρον = κατά κάποιο τρόπο παράθυρο καμωμένο από χρυσό χρυσοπάστρικος = παστρικός, καθαρός όπως ο χρυσός χρυσοπέγαδον = κατά κάποιο τρόπο βρύση καμωμένη από χρυσό χρυσοπέσκιρον = προσόψιο χρυσοκεντημένο χρυσόπλεχτος = χρυσόπλεχτος χρυσοπλούμιστος = χρυσοπλούμιστος χρυσοπότηρο = ποτήρι χρυσού χρυσοπρισίμιν = μπρισίμι χρυσού χρυσορρής = χρυσοχόος χρυσός = χρυσός χρυσόσκουλλος = αυτός που έχει χρυσίζουσα κόμη χρυσοστόλιστος = χρυσοστόλιστος χρυσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος χρυσοΰφαντος = χρυσοΰφαντος, αυτός που είναι κεντημένος με χρυσόνημα χρυσώνω = χρυσώνω, επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό χρώμαν = η χροιά του προσώπου χρωματίζω = χρωματίζω χρωστώ = χρωστώ, οφείλω χταλεύω = σκάβω, σκαλίζω χτεζ’νός = χθεσινός, προχθεσινός χτενάκιν = χτένα χτενάς = εκείνος που φτιάχνει ή πουλάει χτένες χτενέα = ξάνιο στο οποίο ξαίνουν το λινάρι χτενιάζω = ξαίνω το λινάρι στη χτενέαν χτενίζω = χτενίζω χτένιν = χτένα χτένισμαν = χτενίζω χτενίτζα = το ψάρι σπάρος, το θαλάσσιο οστρακοειδές χτένι χτενόπον = χτένα χτές = χθες, προχθές χτέσκομαι = αποκτώ χτήνον = αγελάδα χτηνοπέτζιν = δέρμα αγελάδας χτηνόπον = αγελαδίτσα χτηνότη = η ιδιότητα της αγελάδας του να παρέχει γάλα χτίζω = χτίζω, οικοδομώ, ικανοποιώ χτικιά = φυματίωση χτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση χτικώ = χτικιάζω χτίση = οικοδόμηση, οικοδομική τέχνη, τα φυσικά ιδιώματα του ανθρώπου χτισίδια = συκοφαντίες χτίσιμο(ν) = χτίσιμο, οικοδόμηση χτιστός = χτιστός, οικοδομημένος από πέτρα, μεταφ. πλαστός χτισώνα = οικοδόμημα επιβλητικό, μεγαλοπρεπές, σχέδιο κτηρίου, ρυθμός, μεταφ. σωματική διάπλαση χτουβανίσκομαι = οδύρομαι, ολοφύρομαι χτουπίζω = μαδώ, τίλλω, μαδιέμαι, ξεφυλλίζω, μεταφ. εκμεταλλεύομαι κάποιον αποσπώντας χρήματα χτούπισμα(ν) = μάδημα, ξερίζωμα τριχών κτλ. χτουπουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής χτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω χτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών χτυπητέριν = σφυρί χτύπος = χτύπημα, πλήγμα, κρότος χτυπώ = χτυπώ, θορυβώ, δέρνω, κρούω, πληγώνω, πάλλω χυλά = μούσκεμα χύλωμα(ν) = διαβροχή, μούσκεμα πράγματος, χύλωμα χυλώνω = διαβρέχω, μουσκεύω, χυλώνω χυλωτός = πολύ βρεγμένος, μούσκεμα χύμα = χωρίς ψαλμωδία χύμα = ασβεστοκονίαμα, το κατατετμημένο σε πολλά κομμάτια χύμιγμαν = πλύνω σιτηρά εντός σκάφης για να αποχωριστούν τα λιθάρια, ρίχνω χώμα σε μέρος κατωφερές, ώστε να κατρακυλήσουν οι πέτρες και να μείνει το χώμα χυμιχτά = λίθος κατακυλιόμενος χυμιχτός = καθαρισμένος χυμνυνίουμαι = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι χυμόχτιστος = αυτός που είναι οικοδομημένος με ασβεστοκονίαμα χυμχύνιγμαν = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι χυμχυνιχτέρα = μέρος κατωφερές καλυμμένο με χιόνι κατάλληλο για κατολίσθηση χύνω = χύνω χύτε = εργαλείο των χρυσοχόων το οποίο δέχεται το λειωμένο μέταλλο χυτίζω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χυτίν = το ανορθωμένο αφτί ζώου χύτισμαν = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χυτός = χυτός χύτωμαν = το τέντωμα των αφτιών για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χυτώνω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χωλοσάφρα = σαύρα χώμα(ν) = χώμα χωματάζω = σκεπάζω με χώμα, λερώνομαι με χώμα χωματάρης = αυτός που τρώει χώμα, αυτός που περιέχει πολύ χώμα χωματέα = η οσμή του χώματος χωματέας = αυτός που τρώει χώμα χωματένος = χωμάτινος χωμάτιγμαν = το σκέπασμα με χώμα χωματίζω = σκεπάζω με χώμα χωμάτισμαν = το σκέπασμα με χώμα χωματοφάτος = αυτός που τρώει χώμα χωματών = σκεπάζω με χώμα, γεμίζομαι με χώμα χωμοθάφτες = δοκάρι της στέγης παράλληλο προς τον τοίχο αποτελεί γείσο, το οποίο κωλύει την κατάρρευση του χώματος χωμοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για τον αποχωρισμό του χώματος από τα σιτηρά χωμοκόφτω = καθαρίζω τα σιτηρά από το χώμα με το χωμοκόσκινον χωμολέος = μετων. άνθρωπος πονηρός, πανούργος χωμολίθαρον = πέτρα μαλακή που εύκολα τρίβεται και γίνεται χώμα χωμόμηλον = πατάτα χωμοφαΐουμαι = πληγώνομαι στα πόδια περπατώντας ξυπόλυτος ή στα χέρια από χειρωνακτική εργασία της γης χωνέα = στενή δίοδος πίσω από την οικία όπου μένει κάτι αφανής χώνεμα(ν) = χώνεψη χωνέσιν = αυτό που είναι ψημένο στη στάχτη χωνευτέας = υποκριτής χωνευτήρα = το χωνευτήρι του ιερού βήματος, όπου χύνονται τα νερά, χωνευτήριο στο μέσο της οικίας όπου αποχετεύονται τα νερά, στομάχι χωνευτήρι = στομάχι χωνεύω = χωνεύω, λειώνω (μέταλλο), παύω ν’ αναδίδω φλόγα (πυρά), γίνομαι αφανής, εξαφανίζομαι χώνεψη = χώνεψη χωνέψιμον = χώνεψη χωνή = χωνί χωνί(ν) = χωνί χωνόν = χωνευτήρι, εστία χωνόπιτα = πίτα ψημένη στην πυρωμένη πλάκα της εστίας χωνοπλάκιν = η πλάκα με την οποία στρώνεται ο χώνος, η εστία χωνοπυρίζω = καίω στην εστία, μεταφ. εξαφανίζω χωνοπύριν = το μέρος της εστίας, όπου ανάβεται η φωτιά, χωνευμένη πυρά χώνος = χωνευτήρι, εστία, διάπυρος τέφρα χώνω = χώνω, μπήγω χωνώ = χώνω το χέρι μου κάπου, χώνομαι χώρ(ιν) = κρόκος αβγού, μυελός οστών χώρα = επιράτεια, χώρα χώρα = χώρια χωράζω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, μεταφ. (καρπός) υπερωριμάζω χωρατέα = έλλειψη καλής συμπεριφοράς, νευρικότητα, οργιλότης χωράτες = χωριάτης χωρατλαεύω = γίνομαι νευρικός, οργίλος χωράφιν = χωράφι χωραφοζύγωνον = ζυγός βοδιών χρησιμοποιημένος για αλέτρι, μακρότερο από το αλωνοζύγωνον χωραφοκέφαλον = το άνω μέρος αγρού επικλινούς χωραφοκόλιν = το κάτω μέρος αγρού επικλινούς χωραφόπον = χωράφι χωραφόπ’λλον = χωράφι χωραφόχειλον = χείλος, άκρα αγρού χωρέι = ούρα χωρεοκούτιν = ουροδοχείο, η ουροδόχος κίστη χωρετακόν = αυτό που ανήκει στην κοινότητα και όχι σε ιδιώτη χωρετανός = κάτοικος χωριού χωρέτες = χωρικός, μεταφ. χωρικός αγροίκος, αμόρφωτος χωρετία = τα χωριά και οι χωρικοί χωρέτικα = κατά τον τρόπο των χωρικών, κατά το γλωσσικό ιδίωμα των χωρικών χωρέτικος = αυτό που αρμόζει σε χωρικό, ο προερχόμενος από χωριό χωρετοπαίδιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο χωρετοπούλλιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο χώρια = χώρια χωριάτης = χωριάτης χωρίζω = χωρίζω, διαχωρίζω, διαζευγνύω, διακρίνω χωρίον = χωριό χωρίς = χωρίς, άνευ χωρισία = χωρισμός, αποχωρισμός, διαζύγιο χώρισμα(ν) = χώρισμα, διαχωρισμός, αποχωρισμός, διάζευξη χωρισμονή = αποχωρισμός χωρισμοχάρτιν = έγγραφο διαζυγίου χωριστά = ιδιαιτέρως, μεμονωμένα χωριστέρα = χωρίστρα, αντροχωρίστρα χωριώτης = χωρισμός, συγχωριανός χωροκέφαλον = κοινοτική αρχή χωριού, άνωθεν μέρος χωριού χωρόμηλον = μήλο που έχει γεύση όμοια του κρόκου αβγού χωρόπον = μικρό χωριό χωροσάφλα = σαύρα χωροσόφλακα = σαύρα χωροσώριν = μέρος όπου συνέρχονται σε σύσκεψη οι πρόκριτοι του χωριού, μέρος συγκέντρωσης λαού χωρώ = χωρώ χωρώνω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, υπερωριμάζω (οπωρικό) χωσάφλα = σαύρα χωστή = είδος εδέσματος από ψάρια που ψήνονται σε τέφρα πυρωμένη Ψψάθα = υάλινο δοχείο περιβεβλημένο με ψαθωτό πλέγμα ψαθί(ν) = ψαθί ψαθόπον = ψαθί ψαθοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για ψαθί ψαθυρεύω = παρασκευάζω ψαθύρα ψαθύριν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο ψαθυρίσκιν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο ψαλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω ψαλίδα = ψαλίδα ψαλιδάζω = ψαλιδίζω ψαλιδέα = ψαλιδιά, ίχνος ψαλιδιάς ψαλιδίασμαν = ψαλιδίζω ψαλιδίζω = ψαλιδίζω ψαλίδιν = ψαλίδι ψαλίδισμαν = ψαλιδίζω ψαλιδίτα = χόρτο με φύλλα ψαλιδοειδή ψαλιδίτζα = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού ψαλιδόπ’λλον = ψαλιδάκι ψάλιδος = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού ψαλλέτσω = συνηθίζω να ψάλλω, μπορώ να ψάλλω ψάλλω = ψάλλω ψαλμός = ψαλμός ψαλμωδία = ψαλμωδία ψάλσιμον = ψάλλω ψάλτες = ψάλτες ψαλτήριν = ψαλτήρι ψαλτική = ψαλτική ψαλτικόν = αμοιβή ιερέα για εκκλησιαστική τελετή ψαράς = ψαράς ψαρεύω = ψαρεύω ψαρικόν = ψαρικό ψάριν = ψάρι ψαρίτζα = ψαράκι ψαρλαδερόν = δοχείο ψαρόλαδου ψαρλάδιν = ψαρόλαδο ψαρλαδοτζούκαλον = δοχείο ψαρόλαδου ψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών ψαροκόκκαλον = ψαροκόκκαλο ψαρόλαδον = ψαρόλαδο ψαρολίμνιν = λίμνη που έχει ψάρια ψαροσάνιδον = χοντρή σανίδα πάνω στην οποία κόβουν μεγάλα ψάρια ψαχνάδι = ψαχνό ψαχνόν = ψαχνό ψέζ’νος = χθεσινός ψείρα = ψείρα ψειριάζω = φθειριώ ψειρίζω = ξεψειριάζω ψειρίστρα = γυναίκα που ψειρίζει ψειρίτζα = γυναίκα που ψειρίζει ψειροχώνι = τάφος ψέλ(ιν) = υγρό με πίσσα που βρίσκεται σε σωλήνα θερμάστρα, πισσοειδές έκκριμα δέντρου ρητινοφόρου, ρητίνη πεύκου ψελάζω = πασαλείβομαι με ρητίνη ψελαίνω = ψηλώνω ψελάρ’κον = ρητινοφόρο δέντρο ψελένω = μικραίνω ψελορία = τα μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψελός = ψηλός ψελός = λεπτός, μικρός (για πράγματα), ψιλά ψέμα(ν) = ψέμα ψεματικός = ψεύτικος ψεμόπον = ψεματάκι ψεμταικά = ψεύτικα ψένω = ψήνω ψέσ(η) = ψήσιμο ψεύκομαι = διαψεύδομαι, απατώμαι ψεύτες = ψεύτης ψευτία = ψευτιά ψευτοαγάπη = αγάπη φαινομενική ψευτοάντρας = εκείνος που υποκρίνεται ότι είναι πραγματικός σύζυγος ψευτοδάσκαλος = διδάσκαλος αμαθής, αγράμματος ψευτομάρτυρας = ψευτομάρτυρας ψευτομαρτυρία = ψευδής μαρτυρία ψευτομαρτυρώ = μαρτυρώ ψευδώς ψευτοπαλληκαρία = ψευτοπαλληκαριά ψευτοπολιτικόν = φιλοφρόνηση προσποιητή ψευτοτζίτζιν = θηλή ελαστική που μπαίνει στο στόμα του βρέφους για να νομίζει ότι θηλάζει ψευτοφάει = φαγητό πενιχρό ψευτοφίλεμαν = επιπόλαιο φίλημα ψευτοφιλία = υποκριτική φιλία ψευτοφούλιρον = ψεύτικο ομοίωμα χρυσού φλουριού ψευτοχάβιτζον = χαβίτζιν φτιαγμένο με βούτυρο και όχι ανθόγαλα ψευτράλης = ψεύτης ψεύτρης = ψεύτης ψεύτυμαν = διάψευση ψευτύνω = διαψεύδω, χάνω ποιότητα, μεταβάλλομαι ηθικώς ψεχτά = αχλάδια ή μήλα ξηραμένα στο φούρνο ή στον ήλιο ψη = ψυχή ψηλά = ψηλά ψηλαίνω = ψηλώνω ψηλακέσου = κατά τα ψηλά μέρη ψηλασία = μέρη ψηλά, ορεινά ψηλάφεμα = η ζήτηση της κόρης σε γάμο, αίτηση πράγματος για κάποιον ψηλαφεμάτ(ιν) = το αποκτηθέν μετά την αίτηση ψηλάφες = ζήτηση ψηλαφίον = αίτηση πράγματος ψηλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω ψηλόκαστρον = ψηλός πύργος ψηλοκλείδιν = εκείνος που έχει θόλο ψηλό ψηλόλεγνος = εκείνος που είναι ψηλός και λεπτός ψηλορραχέα = ψηλή οροσειρά ψηλόρραχον = ψηλός όρος ψηλός = ψηλός ψήλος = ύψος ψήλωμα(ν) = ψηλώνω ψηλώνω = ψηλώνω ψηλωτός = λίγο ψηλός ψήνω = ψήνω ψησέα = ποσότητα τροφίμων όση χρειάζεται για την εφάπαξ παρασκευή φαγητού ψήση = ψήσιμο ψήσιμο(ν) = ψήσιμο ψηφίζω = λαμβάνω υπ’ όψιν, κρίνω άξιο προσοχής ψι = απευθύνεται προς γάτα ψίκι = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης ψιλά = ψιλά ψιλάρι = χτένι του αργαλειού πολύ πυκνό ψιλάχυρον = άχυρο λεπτό ψιλένω = ψηλώνω ψίλιγμαν = καθαρίζω από πολύ ψιλά πράγματα, μεταφ. λεπτολογώ ψιλίτζικον = πολύ μικρό πράγμα ψιλοβολέα = πράγμα πολύ ψιλό, μεταφ. λεπτομέρεια ψιλοβολέας = μικροκαμωμένος, λεπτοκαμωμένος ψιλοβρέχει = ψιλοβρέχει ψιλογιανός = λεπτοφυής ψιλοζύγιανος = λεπτοφυής ψιλοκαλατζεύω = ψιθυρίζω ψιλοκόκκια = λεπτοί κόκκοι σίτου ψιλοκοπώ = ψιλοκόβω ψιλοκόσκινον = πολύ πυκνό κόσκινο ψιλοκούκκουτζον = καρπός με μικρό πυρήνα ψιλοκόφτω = ψιλοκόβω ψιλολογία = πολυπληθής όμιλος μικρών παιδιών ψιλομμάτης = εκείνος που έχει μικρά μάτια ψιλομύια = μικρή μύγα ψιλοπλούμικον = ψιλά κοσμήματα κεντητά ψιλοπούλλιν = μικρόσωμο πουλί ψιλορέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιλορία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιλορράμματα = λεπτά νήματα ψιλός = λεπτό, μικρό πράγμα, νόμισμα μικρής αξίας ψιλοτραγωδώ = ψιλοτραγουδώ ψιλοτρούλιν = νήμα συγκειμένον από λεπτά μονά νήματα ψιλουρία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιλοχόρταρον = μικρό χόρτο ψιλύνω = γίνομαι μικρός ψιλωμένος = ελαφρός ψιλωτός = λίγο λεπτός ή μικρός ψινίζω = ψωνίζω ψίνισμαν = ψωνίζω ψιουχούδιν = ψίχουλο ψιρολέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιτ = απευθύνεται σε γάτες ψιχαλίζει = ψιχαλίζει ψιχάλισμαν = ψιχάλισμα ψιχίδι = ψίχουλα ψιχοπιάνω = κάνω μικροδουλειά ψίχος = μαλακός πυρήνας των αώρων δαμάσκηνων και κορόμηλων ψιχούδιν = ψίχουλο ψιψάκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων ψιψίκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων ψιψυρίζω = ψιθυρίζω ψιψύρισμαν = ψιθυρίζω ψόμα = ψέμα ψομάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια ψόπον = ψυχούλα ψουμουδία = ψώνιο ψουνίζω = ψωνίζω ψουχούδιν = ψίχουλο ψουψού(ν) = στη παιδική γλώσσα, οπωρικό ψουψουρίζω = ψιθυρίζω ψουψούρισμαν = ψιθύρισμα ψοφάρης = καχεκτικός, δειλός, ψοφοδεής ψόφεμαν = ψόφιο ψοφεμάτιν = ψοφίμι ψοφένω = ψοφώ ψοφίδι = ψοφίμι ψοφίζω = ψοφώ ψοφισμός = ψόφος, θάνατος ψόφος = ψόφος ψοφώ = ψοφώ ψοφωμός = θάνατος ψυλλάζω = γεμίζομαι από ψύλλους ψυλλέας = εκείνος που είναι γεμάτος με ψύλλους ψυλλίζω = ξεψειρίζω, ξεψειρίζομαι ψύλλος = ψύλλος ψυλλοφτύσιν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα ψυλλόχεσμαν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα ψυχή = ψυχή ψυχικόν = ψυχικό, ελεημοσύνη ψυχοζάλωμαν = ζάλη που ακολουθεί μετά το πυρετό ψυχοκόκκιν = σιτάρι για κόλλυβα ψυχοκόριτζο = ψυχοκόρη, θετή κόρη ψυχομάχεμα = ψυχορραγία ψυχομαχώ = ψυχορραγώ ψυχοπαίδι = ψυχοπαίδι, θετό παιδί ψυχόπον = ψυχούλα ψύχος = ελώδης πυρετός ψυχοτόπιν = μέρος ελώδες, όπου προσβάλλεται κανείς από ελώδη πυρετό ψυχού = το Σάββατο των ψυχών ψύχω = στεγνώνω, παγώνω, εξατμίζομαι τελείως ψύχωμαν = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό ψυχώνω = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό ψωμάβα = σύζυγος του ψωμά ψωμάδικο = ψωμάδικο ψωμάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια ψωμάς = αρτοποιός ψωματαρείος = ράφι όπου τοποθετούνται τα ψωμιά ψωμί(ν) = ψωμί ψωμίτζα = μικρό κομμάτι ψωμιού ψωμοθρύμμιν = θρύμμα, μικρό κομμάτι ψωμιού ψωμομάχαιρον = μαχαίρι με το οποίο κόβουν το ψωμί ψωμοξύστρα = ξύστης της σκάφης ζυμώματος ψωμόπον = ψωμάκι ψωμοσάνιδον = ράφι ψωμιού ψωμοτάρεζον = ράφι ψωμιού ψωμοφάγας = ψωμοφάγος ψωμοφάγειν = έδεσμα από ψίχα ζεστή διαποτισμένη με βούτυρο ψωμοφούρνιν = φούρνος όπου ψήνεται το ψωμί ψωμόφυλλον = πλατύ φύλλο χόρτου τοποθετημένο κάτω από άρτο που φουρνίζεται για να μην προσκολλάτε το πτύον του φουρνίσματος ψωνίζω = ψωνίζω ψώνισμαν = ψώνισμα ψώνον = ψώνιο ψώρα = ψώρα Ωωβάζω = γεννώ αβγά, ωοτοκώ ώβασμαν = ωοτοκία ωβαστάριν = κοτέτσι ωβαστικόν = κότα που γεννά πολλά αβγά ωβάστρα = κότα που γεννά πολλά αβγά ωβαταρία = κότα που γεννά πολλά αβγά ωβγοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση ωβέα = οσμή του αβγού ωβόγαλαν = έδεσμα από γάλα και αβγά ωβόκολος = εκείνος που έχει στρογγυλή βάση ωβόν = αβγό ωβόπον = αβγό ωβόπ’λλον = αβγό ωβοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση ωβότζεπλον = κέλυφος αβγού ωδίνα = συμφορά ωλένα = αγκάλη ώλλ(οι) = δηλώνει σχετλιασμό ωμίν = ώμος ωμίτζιν = ώμος ωμοπλάτα = ωμοπλάτη, ράχη ωμοπλάτιν = ωμοπλάτη, ράχη ωμοπλατίτζιν = ώμος και η πλάτη ωμοπλατοπάνιν = πανί χοντρό τοποθετούμενο πάνω στον ώμο και κουβαλάμε βάρος πάνω του ώμος = ώμος ωμός = ωμός ωμόυπνος = άυπνος ωμόφορον = το αρχιερατικό ωμοφόριο ωμόχλον = το μόλις χλιαρό ωνοπλάτιν = ωμοπλάτη ώρα = ώρα ώρα = κατά την ώρα ωράζω = εποπτεύω, φυλάω, επιτηρώ τη βοσκή, προσέχω, παραμονεύω ώρασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων ωραστά = με προσοχή ωργισμένος = κακός, οργισμένος, άτακτος, πανέξυπνος, τετραπέρατος ωρίαγμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων ωρίασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων ώριμος = ώριμος ώριος = ωραίος ωρολογάς = ωρολογάς ωρολόγιν = χρονομετρικό όργανο, βιβλίο εκκλησιαστικό που περιέχει της ακολουθίες των ωρών ως = έως ώσαμε = ίσαμε ωσάν = όταν ώσνα = έως ότου ώσπου = ώσπου, αφού, εφόσον ώστε = έως ότου ωτί(ν) = αφτί ωτόπον = αφτάκι ωτοπονίον = ο πόνος του αφτιού ώφ = δηλώνει σχετλιασμό, στενοχώρια, αδημονία κτλ. ωφέλεια = όφελος, κέρδος ωφελώ = ωφελώ ωφλάεμαν = εκβάλλω σχετλιαστικά τον φθόγγο ώφ για αδημονία, στενοχώρια κτλ. ώχ = δηλώνει ευχαρίστηση, επιδοκιμασία, ικανοποίηση κτλ. ωχράζω = γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω
Понтийско-новогреческий словарь Δ-ΛΔδάβα = πέρασμα, διάβαση δαβάζω = μεταβιβάζω δαβάζω = διαβάζω δαβαίνω = διαβαίνω δάβαση = διάβαση δάβασμα = διάβασμα δάβασμα = μετάβαση στο αντικρινό μέρος δαβασταρία = διαβασμένη δαβαστέας = διαβασμένος δαβαστής = διδάσκαλος Τούρκος δαβαστός = περασμένος δαβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος δαβγατίζω = διαπερνώ δαβολεύω = δίνομαι διάβολος, πανούργος δαβολία = διαβολιά δαβολίζω = διδάσκω να είναι κάποιος πανούργος δαβολικός = διαβολικός δαβολισία = πανουργία, πονηριά δαβόλισμαν = το να εμπνέει σε κάποιον πονηρές σκέψεις δαβολίτζα = διαβολάκια δαβολίτζος = έξυπνος, πανούργος δαβολολάγηνον = λαγήνι στο οποίο διατηρούνται πυτιά για την τυροκομία δαβολοπούλλιν = παιδί διαβόλου, μεταφ. παιδί πανούργο δάβολος = διάβολο δαβολόσπορον = διαβολόπαιδο δαβολοφάγετον = απόκτημα που προέρχεται από αδικία και ματαίως αφανίζεται δαβολοφούσκωτος = χήρα προκλητική δαβολωσύνα = πανουργία, πονηριά δαβρέχω = ποτίζω λίγο δαβρίν = ραβδί δάδ(ιν) = δαδί δαδάριν = ξύλο που έχει δαδί δαδέα = οσμή δαδιού δαδένος = ρητινώδης δαδίν = δαδί δαδόξυλον = ξύλο που έχει δαδί δαδόπον = δαδάκι δάζω = διευθετώ τον στήμονα στο υφαντικό ιστό δάζω = μεταβιβάζω δαίμονας = δαίμονας δαιμονάσκουμαι = δαιμονίζομαι δαιμονέας = δαιμόνιος δαιμόνιγμαν = δαιμονίζω δαιμονίζω = δαιμονίζω δαιμόνιον = δαιμόνιον δακέα = δαγκωματιά δακεύω = χειροτονούμαι διάκονος δάκινω = δαγκώνω δακίτζος = μικρός διάκος δακλύζω = ξεβγάζω δακλώ = ξεβγάζω δακλώσκουμαι = περιφέρομαι τριγύρω δάκνεμα = δαγκωματιά δακνέτζης = αυτός που δαγκώνει δάκνω = δαγκώνω δακομπώ = ξεσκονίζω δακόπουλλον = μικρός διάκος δάκος = διάκος δακόσοι = διακόσιοι δακράζω = δακρύζω δακροβολώ = χύνω δάκρυα δακρόπον = λίγα δάκρυα δάκρος = δάκρυ δάκρυ = δάκρυ δακρύζω = δακρύζω δάκρυον = νερό λίγο ψυχρό δάκρυσμαν = δακρύζω δακρώ = δακρύζω δακρώνω = δακρύζω δάκω = δαγκώνω δαλαλετής = κήρυξ δάλος = ξεχώρισμα δαλύζω = διαλύω δαλυστέρα = χτένα δαλυχτέριν = χτένα δαμάλα = αγελάδα δαμάλιν = αγελάδα δαμέσιν = χορτόπιτα δαμετρούμαι = τρώω με μέτρο δαμοιράζω = δαμοιράζω δανείζω = δανείζω δανεικόν = δανεικό δάνεισμαν = δανείζω δανειστής = δανειστής δανείω = δανείζω δάνος = το δανειζόμενο δάνω = διαβαίνω, περνώ δάξιμο(ν) = δήγμα, δάγκωμα δαπάνα = δαπάνη δαπανάγουμαι = παίρνω τα αναγκαία εφόδια δαπανίζω = εφοδιάζω με τα αναγκαία εφόδια τροφής δαπατώ = διέρχομαι, περιέρχομαι δαπερώ = διαπερνώ δάπλοκο = κλάδος θάμνου που χρησιμοποιείται ως πάσσαλος στην κατασκευή φράχτη δαρβέσος = δερβίσης δάργυρη = υδράργυρος δαρέσα = είδος πίτας δαρίζω = διαμοιράζω, διανέμω δάριν = σιτηρέσιο δάρισμαν = διαμοιράζω, διανέμω δαριστέριν = όργανο δια του οποίου γίνεται η διανομή δαριστής = διανομέας δάρκουμαι = δέρνω δάρμαν = δέρμα δαρμενεία = νουθεσία, συμβουλή δαρμενευτής = σύμβουλος, αυτός που νουθετεί δαρμενεύω = νουθετώ, συμβουλεύω δαρμός = δαρμός, χτύπημα δάροφον = διάφορο δάρσιμον = χτύπημα, δαρμός δάρτι = προ ολίγο δαρτιζ’νος = ο προ λίγο γινόμενος δαρώ = ξαναμωραίνομαι δάσιμο = διάβαση δάσιμον = διευθέτηση στήμονα στο υφαντικό ιστό δασκαλεία = διδασκαλεία δασκαλείον = σχολείο δασκάλεμα = συμβουλή, νουθεσία δασκαλεύω = δασκαλεύω δασκαλική = διδασκαλική δασκαλικόν = δασκαλικά δασκαλικός = δασκαλικός δασκαλίνα = σύζυγος δασκάλου δασκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος δασκαλοπαίδιν = τέκνο δασκάλου, μαθητής δάσκαλος = δάσκαλος δασκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου δασκεία = κατήχηση δασκελώ = διασκελίζω δασκευή = κατήχηση δασκευτά = με διδαχή θρησκευτική δασκευτέριν = βιβλίο με θρησκευτικές διδαχές δασκεύω = κατηχώ δάσμα(ν) = μεταβιβάζω δάσος = δάσος δαστήρα = ιστός αράχνης δαστηρώνω = γεμίζομαι από αραχνιές δαστολίχω = κατασταλάζω δάστρα = ιστός αράχνης δασύν = αυτός που έχει πυκνή σύσταση δασύρω = δασύρω δαταγερός = αυτός που δίνει διαταγές, προστάζει δαταγή = διαταγή δαταγός = ο διατάσσων, διευθύνων δαταγωγή = τακτοποίηση, διευθέτηση οικίας δαταγωγός = εκείνος που διατάσσει, διευθύνει δατάζω = διατάζω, προστάζω δατάχτορας = εκείνος που διατάζει, ορίζει δατινάουμαι = ανατινάσσομαι δάτος = τραύμα δατρέχω = νήμα που διαπερνά εύκολα στη βελόνα δατρός = γιατρός δατώνω = τραυματίζομαι δαυκίν = δαύκος δαυλάζω = χτυπώ με δαυλό δαυλίζω = υποκινώ εχθρότητα δαυλίν = απόκαμα ξύλου δαυλιστέριν = όργανο με το οποίο υποδαυλίζουν τα καιόμενα ξύλα εστίας δαφεγγίζω = βλέπω αμυδρώς δαφεντεύω = διαφεντεύω δάφνη = δάφνη δαφνίδιν = δάφνη δαφνιδόφυλλον = φύλλο δάφνης δαφνίν = δάφνη δαφνόκλαδον = κλαδί δάφνης δαφνοκούκκουτζο = καρπός δάφνης δαφνόλαδον = δαφνέλαιο δάφνον = δάφνη δαφνόρριζον = ρίζα δάφνης δαφνόφυλλον = φύλλο δάφνης δαφορά = διαφορά δαφορεύω = εξουσιάζω, δεσπόζω δαφτουλίζω = ξεπουπουλίζω δαφυντής = διευθυντής δαχατέρα = θυγατέρα δάχλον = δάχτυλο δάχουλεν = υπόθερμο, χλιαρό δαχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια δαχτυλάζω = ψαύω με το δάκτυλο δαχτύλασμαν = ψαύω με το δάκτυλο δαχτυλέα = δαχτυλιά δαχτυλήθρα = δαχτυλήθρα δαχτυλήτρα = δαχτυλήθρα δαχτυλίασμαν = ψαύω με το δάκτυλο δαχτυλίδα = ψαύω με το δάκτυλο δαχτυλίδιν = δαχτυλίδι δαχτυλίζω = δοκιμάζω τροφή με το δάχτυλο δαχτύλιν = δάκτυλος δαχτυλίτζα = δαχτυλάκι δαχτυλίτζιν = δαχτυλίδι δαχτυλίτζος = δαχτυλίδι δάχτυλον = δάχτυλο δαχτυλόπον = δαχτυλάκι δέβα = πέρασμα, διάβαση δεβάζω = διαβάζω δεβαίνω = διέρχομαι, περνώ δέβαση = διάβαση δεβαστέας = διαβασμένος δεβαστός = περασμένος δεβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος δεβγατίζω = διαπερνώ δεβγάτισμαν = περνώ το στημόνι στα μιτάρια του αργαλειού δέδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό δέηση = δέηση δείκινω = δείχνω δεικνύζω = δείχνω δείκνω = δείχνω δείλαγμαν = δειλία δειλαίνομαι = δειλιάζω δειλία = δειλία δειλιασμένα = δειλιασμένα δειλίζω = δειπνίζω δείλιν = δείπνο δειλινάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή δειλινάριν = γεύμα την ώρα του δειλινού δειλινόν = δείπνο δειλός = δειλός δεινά = θαμπά δείνα = αντωνυμία που αναφέρεται αντί προσώπου δεινός = θαμπός δείξα = καλή εμφάνιση δείξιμο(ν) = δείξιμο δειπνώ = δειπνώ δείσα = ομίχλη δεισακός = ομιχλώδης δεισάρα = θαμπά, θολά δεισάριν = ομιχλώδης δεισόβολον = τόπος ομιχλώδης δεισοτόπιν = τόπος ομιχλώδης δεισοφώλιν = τόπος ομιχλώδης δείσωμαν = η μεταβολή του καιρού σε ομιχλώδης δεισώνω = γίνομαι ομιχλώδης δεισωτός = ομιχλώδης δεκαδύο = δώδεκα δεκανίκιν = δεκανίκι δεκαοχτώ = δεκαοχτώ δεκαπεντάχρονος = δεκαπεντάχρονος δεκαπέντε = δεκαπέντε δεκάριν = δεκάρικο δεκατέσσαροι = δεκατέσσερα δεκατρείς = δεκατρείς Δεκατριόνης = ήρωας παραμυθιού ο οποίος είναι ο δέκατος τρίτος και τελευταίως στη σειρά αδελφών δέκρον = δάκρυ δελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω δελακώνω = κάνω θηλιά δελάριν = μπερδεμένο νήμα δελαστήρα = εμπόδιο, πρόσκομμα δελίασμαν = περιπλέκω, μπερδεύω δελινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα δειλινού δελιώ = δειλιάζω δέλτα = δέλτα δελφίνιν = δελφίνι δελφίνος = δελφίνι δελφλινόλαδον = δελφινέλαιο δελ’νάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή δέμα = δέμα δέμακρον = στενό και λίαν επίμηκες δεματάζω = δεματιάζω δεματικόν = δεσμός δεμάτιν = δέμα σταχυών δεν = δεν δεναστά = επείγουσα ανάγκη δενέξιμον = διώξιμο δενέχω = διώχνω δεντράριν = δάσος δεντρίν = δενδρύλλιο δεντρίτζιν = δέντρο δεντροκέφαλον = κορυφή δέντρου δεντρόκλαδον = κλαδί δέντρου δεντρολάχανον = λαχανίδα με μεγάλα φύλλα χωρίς μάπαν δεντρολίβανον = δεντρολίβανο δεντρολογία = διάφορα είδη δέντρων δεντρομόλοχον = αλθαία δεντρόν = δέντρο δεντρότοπος = σύνδενδρος δεντροφύλλωμαν = φυλλοφορία δέντρων δεντρόφυτος = δεντρόφυτος δεντρώνω = δεντρώνω δένω = δένω δεξά = δεξιά δεξάμενος = νονός δεξιά = δεξιά δεξίζω = δείχνω δεξιμάτης = βαπτιστικός δέξιμον = διώξιμο δεξιός = δεξιός δέξισμα(ν) = δείχνω δεξός = δεξιός δεξοχέρης = επιδέξιος δέρ(ιν) = σιτηρέσιο δερβίσης = δερβίσης δερίζω = διαμοιράζω, διανέμω δέρμαν = δέρμα δέρμαν = δαρμός δερματώνω = εκφύω δέρμα, επουλώνομαι δερνοκοπώ = ολοφύρομαι, μαλλιοτραβιέμαι δερπάνιν = δρεπάνι δέρω = δέρνω, χτυπώ δεσίδα = μορφή, πρόσωπο δέσιμον = δέσιμο δεσκαλεύω = δασκαλεύω δεσκαλική = δασκαλική δεσκαλικόν = δασκαλικό δεσκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος δέσκαλος = δάσκαλος δεσκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου δεσμέα = οσμή δυόσμου δέσμη = δέσμη δεσμόλαδον = μινθέλαιο δέσποινα = οικοδέσποινα, οικοκυρά δεσποινίτζα = αλκυόνη δεσποτακός = αυτός που ανήκει σε δεσπότη, μεγαλοπρεπής, ωραίος, γενναιόδωρος δεσπότης = δεσπότης δεσποτική = δεσποτική δεσποτικόν = αρχιερατικός θρόνος δεσύν = εκείνος που έχει πυκνή σύσταση δετζίμιν = σχοινί δευτεοπούλλιν = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών δευτεράζω = νηστεύω την Δευτέρα δευτεράζω = επαναλαμβάνω δευτεραίος = δεύτερος δευτεράτικα = κατά την Δευτέρα δευτεράτισσα = γυναίκα που νηστεύει την Δευτέρα δευτερεία = δεύτερη τάξη του σχολείου δευτεροδόναρον = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών δευτεροκλειδούμαι = κλειδώνομαι καλά δεύτερος = δεύτερος δευτερόσυκον = συκιά που καρποφορεί δύο φορές δευτερώνω = επαναλαμβάνω δεχνύζω = δείχνω δέχνω = διώκω δέχομαι = δέχομαι δέχω = διώκω δημογέροντας = δημογέροντας δημογεροντία = δημογεροντία διά = διά διαβολιά = διαβολιά, ραδιουργία διάβολος = διάβολος διαβολοσυκέα = άγρια συκιά διαβολόσυκο = καρπός της άγριας συκιάς διαθήκη = νουθεσία, συμβουλή διακλύζω = ξεβγάζω διάκλυσμα = ξέβγαλμα διακόπουλλο = μικρός διάκος διάκος = διάκος διακρίνω = διακρίνω διάκριση = διάκριση διαλαλίζω = διαλαλώ διάλος = ξεχώρισμα διάλυσμα = ξεχώρισμα διαλύστρα = αραιή χτένα διαλύω = χτενίζω με διαλύστρα διαμάντιν = διαμάντι διαμέρια = τα πήγαινε έλα διαμερίδια = τα πήγαινε έλα διαμερίζομαι = διαμελίζομαι διαμερίσματα = τα πήγαινε έλα διαρίω = διαμοιράζω, διανέμω διαφεντεύω = διαφεντεύω διαφορά = διαφορά διαφορεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού διαφορλαεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού διάφορον = ωφέλεια διβέργιν = γεωργικό εργαλείο διβωλίζω = οργώνω αργό για δεύτερη φορά διβώλισμαν = δεύτερο όργωμα αγρού δίγαμος = δίγαμος διγενής = δίγνωμος δίγνωμος = δίγνωμος δίγοργον = είδος χορού διγουλίζω = τρώω δύο φορές δίγω = δίνω δίγως = δίχως διδαχή = διδαχή διδυμάντραρον = δίδυμος καρπός διδυμάριν = δίδυμοι διδυμαρίτζα = καρποί δύο συμφυείς διδύμιν = κλωστές που εξέχουν στο ύφασμα, το οποίο δεν υφάνθηκε σωστά δίδυμο = δίδυμο διεστραμμένος = διεστραμμένος διέχω = διώκω διήμερα = διήμερα διήμερος = διήμερος δίκαια = δίκαια δικαιοκρίτης = δικαστής δίκαιος = δίκαιος δικαιοσύνε = δικαιοσύνη δικαίωμα = δικαίωμα δικαιώνω = δικαιώνω δικαιωτικός = δίκαιος δικανίκιν = δεκανίκι δίκαρδον = δίκροκος δίκαρπον = καρπός με δύο πυρήνες δικαρπόσυκο = συκιά δις καρποφορούσα δικάταρτον = πλοίο με δύο κατάρτια δίκατζον = αυτός που έχει στη μία άκρη δύο προεκβολές δικέλλιν = δικέλλι δικέριν = κηροστάτης με δύο κεριά δίκερος = αυτός που έχει δύο κέρατα δικεροτρίκερα = το αρχιερατικό δικέριν και τρικέριν δικέφαλον = δικέφαλος δικλωπία = ανειλικρίνεια, διπροσωπία, μεροληψία δίκλωπος = διπρόσωπος, δόλιος δίκνω = ξαίνω το βαμβάκι με τόξο δικοκιάζω = κλώθω δύο μονά νήματα εις διπλούν δικοκιστά = διαβάζω με δυσκολία δικοκκίζω = κάνω ανάγνωση επαναλαμβάνοντας δυο φορές την συλλαβή ή την λέ δίκοκκος = καρπός με δύο πυρήνες δίκοκον = νήμα κλωσμένο δύο φορές δίκολος = εκείνος που έχει δύο κώλους δικομίζω = αθροίζω, συνάγω, συγκομίζω δίκοντος = πολύ κοντός δικοπερώ = περνώ κάποιον από δίκη σε δίκη δικοπορεία = η εξ ιδίων οικονομική επάρκεια δικοπορεύω = εξοικονομώ δικοπορώ = φέρω εις πέρας δίκοπος = δίκοπος δίκορμος = εκείνος που έχει δύο κορμούς δίκορτζον = διφυής καρπός λεπτοκαρύου δικούκαρος = εκείνο που έχει δύο αγκίστρια, διχαλωτός δικούριν = δυο φορές κουρεμένο πρόβατο δικουρίτζα = δυο φορές κουρεμένη προβατίνα δικράνιν = όργανο αλωνιστικό με δύο δόντια δίκωτα = αμφίβολη κατάσταση διλαβίτζα = αγγείο πήλινο με δύο λαβές δίλαβον = εκείνος που έχει δυο λαβές διλογίζω = λέω κάτι με έννοια διφορούμενη διμαγγείον = είδος αγγείου δίμακρον = στενό και επίμηκες διμάντηλον = δυο μαντήλια δίμηνος = δίμηνος διμίτα = είδος υπόγειου βολβού δίμιτον = ύφασμα του οποίου ο στήμονας υφάνθηκε με δυο κλωστές διόλου = διόλου διόπιστος = φιλάργυρος διορθώνω = διορθώνω, επισκευάζω, τακτοποιώ διορίζω = διορίζω, προστάζω, διευθύνω δίπαντρος = δυο φορές παντρεμένη διπάτιν = οικοδομή με δύο πατώματα δίπηχον = μήκος δύο πηχών δίπιστος = εκείνος που έχει δύο θρησκείες, μία κρυφή και μια φανερή διπίτυχον = αυτό που εξαρτάται από την τύχη δίπλα = δίπλωμα, συστολή διπλά = διπλά διπλάζω = διπλασιάζω διπλανάθεμαν = επανάληψη του αναθέματος Διπλανάσταση = εσπερινός του Πάσχα ψαλλόμενος ανήμερα το μεσημέρι διπλάροι = πολλοί δίπλαση = διπλασιασμός νήματος δίπλασμαν = διπλασιασμός διπλοκλαδεύω = κλαδεύω δεύτερη φορά διπλοκλειδώνω = διπλοκλειδώνω διπλοκοσκινίζω = διπλοκοσκινίζω διπλοκουμποδέσιμον = διπλοκουμποδένω διπλοκουράζω = συμπτύσσω δύο φορές διπλοκουρεύω = κουρεύω σύρριζα διπλοκόφτω = κόβω δεύτερη φορά διπλολάλεμαν = δεύτερη πρόσκληση διπλολαλώ = καλώ δεύτερη φορά διπλομανταλώνω = κλείνω καλά με μάνδαλο διπλομενύω = μηνύω, ειδοποιώ δεύτερη φορά διπλοντράνω = κοιτάζω, παρατηρώ καλά διπλοπαρακαλώ = παρακαλώ πολύ διπλοπέρβολον = τοίχος με δύο σειρές λίθους διπλοπλέκω = πλέκω με διπλή κλωστή διπλοπροσωπία = διπλοπροσωπία διπλοπρόσωπος = διπλοπρόσωπος διπλορωτώ = ξαναρωτώ διπλός = διπλός διπλοσιδεράζω = δένω με διπλές αλυσίδες διπλοσιδερίασμαν = δέσιμο με διπλές αλυσίδες διπλοτηγανέα = διπλή τηγανιά διπλοφώναγμαν = επίκληση, παράκληση επαναλαμβανόμενη διπλοχάλκινον = κατασκευασμένος με διπλά φύλλα χαλκού δίπλωμαν = δίπλωμα, σύμπτυξη διπλώνω = συμπτύσσω διπλωτά = διπλωμένα, συνεπτυγμένα διπλωτός = διπλωμένος, συνεπτυγμένος δίποδος = δίποδος δίπορτος = δίπορτος διπόταμος = μέρος συμβολής δυο ποταμών διπροσωπία = διπροσωπία διπρόσωπος = διπρόσωπος διπυρίζω = αγελάδα που αισθάνεται οργασμό για δεύτερη φορά δίπυρος = δυο φορές αναφερμένος την ημέρα αυτή, πολύ πυρωμένος διπυρώνω = υποτροπιάζω διράζω = διαμοιράζω, διανέμω διρρώγικον = αγελάδα που έχει δυο μαστούς υγιείς δις = δυο φορές δισακκιάζω = βάζω κάτι στο δισάκκι δισακκίζω = βλέπω τα αντικείμενα διπλά δισάκκιν = διπλό σακί δίσακκον = διπλό σακί δισεγγόνιν = δισέγγονος δισεχτία = δίσεκτο έτος δίσεχτος = δίσεκτος δισκάριν = ξύλινος δίσκος, δίσκος της εκκλησίας δισκοπότηρον = δισκοπότηρο δίσκος = δίσκος δίσκουλα = δυο σκέλη δισσώμιν = το διπλό μέρος του πουκαμίσου ανάμεσα στον τράχηλο και τον ώμο δίστειρον = ζώο που μένει στείρο δύο χρόνια συνεχώς δίστομος = δίστομος διστρατίζω = διακλαδίζομαι δύο φορές διστράτιν = το μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται σε δύο διστράτισμαν = διχασμός δρόμου σε δύο δισυντεκνία = κουμπαριά δίφανον = είδος δικτύου διφορίζω = φυλλοφορώ δεύτερη φορά, φύομαι εκ δευτέρου διφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δύο φορές το χρόνο διφούρνιν = φούρνος αναμμένος δύο φορές συνέχεια διφυλλίζω = εκφύω δύο φύλλα, εκφύω πολλά φύλλα δίφυλλος = δίφυλλος διχάλιν = κορμός δέντρου διχαλωτός, αλωνιστικό όργανο διχαλωτό διχαλωτόν = διχαλωτό αλωνιστικό όργανο δίχειλος = δίχειλος διχερέα = ποσότητα όση χωράει το χέρι δίχεριν = ποσότητα όση χωράει το χέρι διχόνοια = διχόνοια διχός = χωρισμένος στα δύο δίχουτα = αμφίβολος κατάσταση διχρονίζω = γίνομαι διετής δίχρονος = δίχρονος διχτράτ(ιν) = μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται στα δύο δίχτυν = δίχτυ δίχως = δίχως δίχωτα = αμφίβολος κατάσταση δίψα = δίψα διψάκα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων διψακούδα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων δίψυχος = έγκυος διψώ = διψώ διώκω = διώκω διώξιμον = διώξιμο, απέλαση διωρία = διορία, προθεσμία διώς = δίχως δογματίουμαι = μανθάνω, συνηθίζω δόδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό, φόβος δοθή = διεύθυνση επιγραφομένη σε επιστολή δοιάκιν = πηδάλιο πλοίου δοκιάζω = στεγάζω με δοκούς δοκιμή = δοκιμή δόκιν = δοκός, δοκάρι δολάπιν = ντουλάπι, ερμάριο δολερός = δόλιος, πανούργος δόλος = δόλος δολώνω = νοθεύω δόμακρον = επίμηκες δονάριν = νέο σμήνος μελισσών, κυψέλη μελισσών δονίζω = βομβώ, ηχώ δόνισμαν = βοή, αντήχηση, σμηνουργία μελισσών δόνο = νέο σμήνος μελισσών δονόν = μάνδρα, οικία δονός = οδός δοντάζω = δαγκώνω, αμβλύνομαι δοντάριν = οδοντωτός δοντέα = ίχνος δαγκώματος, δάγκωμα δόντιν = δόντι δοντολάβιν = όργανο εξαγωγής δοντιών δοντοπονίος = πόνος δοντιού δοντόπονος = πόνος δοντιού δονώ = βομβώ, ηχώ δόξα = δόξα δόξα = δόξα δόξα = ουράνιο τόξο δοξάζω = δοξάζω δοξεύω = γεραίρω, τιμώ δοξολογώ = δοξολογώ, υμνώ δοράκινο = ροδάκινο δόσα = δώρα, προίκα δόσιμον = το να δίνει κανείς, φόρος δημόσιος δότες = ο παρέχων αγαθά δούγω = δίνω δουκαλάζω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω δουκαλεύω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω δουκάλιν = χαλινός, καπίστρι ζώου δουκαλοστέλιν = η άκρη του καπιστριού δουκάνα = δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα πάνω και κάτω δούκισσα = παρωνύμιο γυναίκας που αποφεύγει την εργασία ως μη συνηθισμένη δουλεία = δουλειά δούλεμα(ν) = δουλειά, εργασία, κατεργασία, καλλιέργεια δουλευτέας = φιλόπονος, εργατικός δουλευτής = φιλόπονος, εργατικός δουλεύω = δουλεύω δούλεψη = δούλεψη δουλιάζω = ασχολούμαι με εργασία δουλίτζα = δουλίτσα δουλόπον = δουλίτσα δούλος = δούλος δουλοσύνη = υπηρεσία δουμακιάζω = παχαίνομαι, πρήζομαι δουμάκιν = λιπώδης και παχιά ουρά προβάτου δουμακώνω = παχαίνομαι, πρήζομαι δουρβανίζω = παράγω βούτυρο μέσω ειδικού οργάνου από γάλα ή γιαούρτι δουρβάνιν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι δούω = δίνω δόχνω = διώκω δράζω = αρπάζω, ανάβω, πυρώνω, κολλώ, συγκολλώ δράκα = ότι περιλαμβάνεται στις δύο παλάμες Δρακέλλενος = γενναίος έλληνας δρακοντακός = δρακοντικός δρακοντικός = πελώριος, υπερμεγέθης, δυνατός, ισχυρός δρακοντιώ = μεγαλώνω δυναμώνω και γίνομαι δράκος δρακοντοκεφαλίτες = εκείνος που έχει δράκου κεφάλι δρακοντοπέγαδον = βρύση που φυλάσσεται από δράκο δρακοντοπούλλιν = παιδί δράκου, παιδί ανδρειωμένου δράκος = δράκος δραμονή = φορά, τρέξιμο δραμός = χτύπημα, ξυλοκόπημα δρανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας δρανοκέφαλον = το πέρα της οριζόντιας στέγης μέρος δραξανίζω = δρασκελίζω δράξιμον = αρπαγή, συγκόλληση δραξούδα = κολλιτσίδα δραξούρα = κολλιτσίδα δράργυρη = υδράργυρος δράχνω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών δραχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια δραχτό = κολλητό δρεπάνιν = δρεπάνι δρεύω = ποτίζω φυτά και δέντρα δριμίτα = είδος υπόγειου βολβού δριμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος δριμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση δριμυτίζω = έχω γεύση δριμεία δρομάζω = δίνω δρόμο, νουθετώ, συμβουλεύω δρόμος = δρόμος δροπάν(ιν) = δρεπάνι δροσάνα = είδος σύκου δροσανόσυκα = είδος σύκου δροσερός = δροσερός δροσίζω = δροσίζω δρουβάγγειν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου δρουβαγγίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι δρουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι δρουβάνιν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου δρουβάνισμαν = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι δρουβανόξυλον = ξύλο οροφής από το οποίο κρέμεται το δρουβάνιν δρουβανοσκοίνα = σκοινιά από τα οποία κρέμεται από την οροφή το δρουβάνιν δρυδένος = από δρυς κατασκευασμένος δρύδιν = δρυς δρυδόξυλον = ξύλο δρυός δρυδόπον = δρυς δυάριν = χαρτί δυο παιγνιόχαρτο δύμισυ = δυόμιση δύναμη = δύναμη δύναμος = παντοδύναμος, ρωμαλέος δυνάμωμαν = σφοδρότητα δυναμώνω = δυναμώνω δυναμωτικός = δυναμωτικός δυναστά = επείγουσα ανάγκη δυναστεία = θλίψη, κακουχία δυναστεύω = βασανίζω, τυραννώ δυνατά = δυνατά δυνατεύω = δυναμώνω δυνατός = δυνατός δυνατύνω = δυναμώνω δύνουμαι = δύναμαι, μπορώ δύο = δύο δυοινέτερον = των δύο δυσακά = δυτικά δύσεμα = δυτικός άνεμος δύση = δύση δυσκόλεμαν = πίεση, στενοχώρια δυσκολεύω = δυσκολεύω δυσκολία = δυσκολία δύσκολος = δύσκολος δώδεκα = δώδεκα δωδεκάδα = δωδεκάδα δωδεκαήμερον = δωδεκαήμερο δωδεκάμηνος = δωδεκάμηνος δωδεκάρα = βασιλικό συμβούλιο αποτελούμενο από δώδεκα άτομα δωδεκάχρονος = δωδεκάχρονος δώκεμα = δόσιμο δώμα = οριζόντια και χωματοσκεπής στέγη οικίας δώρημαν = το προσφερόμενο δώρο, δημόσιοι φόροι Εεαυτός = εαυτός έβγα = έξοδος, λήξη, ανατολή εβγαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εβγάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω έβγαλμα = εξαγωγή, εξάρθρωση, έξοδος εβγήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εβγό = αυγό εβγοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα που έχει ομοιότητα με αυγό εβδομάδα = εβδομάδα εβδομαδάζω = αργώ μια εβδομάδα εβδομαδάτ’κον = μισθός μιας εβδομάδας εβδομαδίτζα = εβδομάδα εβδομαδού = της μιας εβδομάδας εβδομήντα = εβδομήντα έβζηγμαν = σβήνω εβζήνω = σβήνω εβόρα = άνεμος, αέρας, δροσερός καιρός εβοράουμαι = μένω σε μέρος σκιερό, δροσίζομαι εβόρισμα = δρόσισμα, φύσημα Εβραιΐα = γένος Εβραίων Εβραίικα = εβραϊκά Εβραίικος = εβραϊκός εβραιοπούλλιν = παιδί Εβραίου Εβραίος = Εβραίος εβριστέ = είδος σπιτικών μακαρονιών εγαπώ = αγαπώ έγβα = έξοδος, λήξη, ανατολή εγβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εγβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ έγβαλμα = εξαγωγή, έξοδος, εξάρθρωση εγβαλοδόντης = νωδός εγβάλσιμον = εξαγωγή, εξάρθρωση εγβήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εγβώνω = εξέρχομαι εγγαστρούμαι = ζώο που είναι έγκυο έγγιγμαν = άγγιγμα, επαφή εγγίζω = αγγίζω, πλησιάζω εγγιχτικός = δηκτικός, σκωπτικός εγγόνιν = εγγόνι εγγονός = εγγονός εγγύηση = εγγύηση εγγυητής = εγγυητής έγδαρμαν = γδέρνω εγδέρσιμον = εκδορά, γδάρσιμο εγδέρω = γδέρνω εγδή = όλμος, γουδί εγδίν = όλμος, γουδί εγδοκόπαλον = γουδοχέρι, ύπερος εγδόριν = γδαρμένο ζώο εγδύζω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω έγδυσμαν = γδύσιμο εγδυτός = γυμνός εγδύω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω εγείνος = εκείνος εγέριν = σέλλα ίππου εγερλαεύω = σελώνω εγερλίν = σελωμένο εγζελίγκια = γυναικείο κόσμημα έγκα = έφερα εγκαινάζω = εγκαινάζω εγκαίνια = εγκαίνια εγκαίριμος = εκείνος που έχει προχωρημένη ηλικία εγκάλα = αγκαλιά εγκαλάζω = αγκαλιάζω εγκαλέα = αγκαλιά εγκάλεμα = καταγγελία, μήνυση εγκαλετός = καταγγελία, μήνυση εγκαλεχτέας = εκείνος που ψάχνει αφορμή να κάνει μήνυση εγκαλώ = οδηγώ σε δικαστήριο εγκάτοικος = ένοικος εγκλεσία = εκκλησία έγκλημαν = έγκλημα εγκλησάσκουμαι = εκκλησιάζομαι εγκλησία = εκκλησία εγκλησίτζα = εκκλησάκι εγκλησόπον = εκκλησάκι εγκολλίουμαι = προσκολλούμαι εγκόλπιος = φυλαχτό εγκουνάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω εγκουνάσιμον = σπαργάνωμα, φάσκιωμα εγκουνερή = πλεκτό από βέργες κάνιστρο όπου τοποθετούνται τα σπάργανα βρέφους εγκούνια = σπάργανα βρέφους εγκύα = έγκυος εγλάζω = ολισθάνω, γλιστρώ εγλαξίος = ολίσθηση, γλίστρημα εγλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα εγλαστήρα = μέρος ολισθηρό εγλύζω = διαλύω εγλύτε = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα εγλύτρα = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα εγλύτωμαν = γλύτωμα εγλυτωμός = γλυτωμός εγλυτώνω = γλυτώνω εγνεύω = κάνω νεύμα έγνεφα = σε κατάσταση εγρηγόρσεως εγνεφίζω = ξυπνώ εγνέφισμαν = ξύπνημα έγνεφος = νηφάλιος, ξύπνιος εγνεφώ = ξεμεθώ, ξυπνώ εγνέψιμον = νεύμα εγνωριμάουμαι = γνωρίζομαι εγνωριμία = γνωριμία εγνώριμος = γνώριμος εγνωρισκεύκουμαι = γνωρίζομαι εγνωριστός = γνωστός εγνώρσμαν = γνώρισμα εγνωτίζω = γνωρίζω εγουευτέας = φειδωλευόμενος, γλίσχρος εγουεύω = φειδωλεύομαι, φείδομαι εγραίικα = γραώδη εγραίος = γέρος εγροίκεμαν = κατανόηση εγροικισμένα = κατανοητά, με φρόνηση εγροικώ = εννοώ, καταλαβαίνω, κρίνω, ακούω εγρωνίζω = γνωρίζω εγρωνιμία = γνωριμία εγρώνιμος = γνώριμος εγώ = εγώ εδεράγομαι = καταφεύγω κάτω από τη σκεπή για να προφυλαχτώ από τη βροχή εδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή εδικός = ειδικός έδρα = έδρα έδρα = έδρα εδρύδ(ιν) = δρυς εδωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο εδώθε = προς τα εδώ εείνος = εκείνος εζαρόπεσα = έπεσα στραβά έζιν = είδος βάτου που έχει ελαστικότητα, ελαστικότητα εζλίν = εκείνος που έχει ελαστικότητα εζτεχάς = μυθολογικός δράκος εθάρρος = θάρρος εθελοντές = εθελοντές έθινον = παιδί άτακτο και ζωηρό έθνος = έθνος ειβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι ειβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ είδα = είδα είδελο = είδωλο είδος = είδος είδωλον = είδωλο εικάζω = εικάζω εικόνα = εικόνα εικονίζω = εικονίζω εικόνισμα = εικόνισμα εικονογραφία = εικονογραφία εικονοστάσιν = εικονοστάσι εικονοστάτες = εικονοστάσι εικός = εικασία εικοσάρι = εικοσάρι είκοσι = είκοσι εικοσιεννέα = είκοσι εννέα εικοσιέξ = είκοσι έξι εικοσιεφτά = είκοσι εφτά εικοσιοχτώ = είκοσι οχτώ Εικοσιπεντή = της Μεσοπεντηκοστής εικοσχρονέσσα = εικοσαετής ειλίδιν = βέργα λυγαριάς ειλίκιν = ελικοειδής βλαστός φυτού είμαι = είμαι είπα = είπα ειπείναιμον = λόγος είπεμα = λόγος ειρήνεμαν = ειρήνευση, συμφιλίωση ειρηνεμένα = ειρηνικά ειρηνεύω = συμφιλιώνω, ομονοώ ειρήνη = ειρήνη ειρηνιακός = ειρηνικός είς = ένα, ένας εισκομίζω = εισκομίζω εισόδημα = εισόδημα εισπολλάτη = εις πολλά έτη ειταδά = εδώ ειταδακέσου = ίδια κατ’ εδώ ειταδακιάνου = ίδια κατ’ εδώ προς τα άνω ειταδαμέρου = κατ’ εδώ είταινος = ο τάδε ειτακεί = ίσια εκεί, προς τα εκεί εκαικά = εκεί εκατόν = εκατό εκατοντάριν = εκατοστάρι εκατοστάρα = εκατοστάρα εκατοστάριν = εκατοστάρι εκεαπαγκιάνου = εκεί επάνω με κατεύθυνση προς τα άνω εκεί = εκεί εκεί-έμπρου = εκεί εμπρός εκεί-έξου = εκεί έξω εκεί-κάθεν = εκεί παρακάτω εκειάνθεν = εκεί επάνω εκειαπαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω εκειαπαγκέσου = εκεί επάνω εκειαπάνου = εκεί επάνω εκειαπεσκαικά = εκεί μέσα εκειαπεσκέσου = εκεί μέσα εκειαπέσου = εκεί μέσα εκειαπισκιάνου = εκεί μέσα με κατεύθυνση προς τα άνω εκειαφκά = εκεί από κάτω εκειαφκακαικά = εκεί από κάτω ακριβώς εκειαφκακιάνου = εκεί από κάτω με κατεύθυνση προς τα άνω εκείθεν = από εκεί, προς τα εκεί εκεικά = εκεί κοντά ακριβώς εκεικάνας = εκεί, κοντά εκεικέσου = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη εκεικιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω εκειμερέαν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκειμερόθεν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκείμερος = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκειμέρου = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκεινετέροι = οι δικοί τους εκεινέτερον = ο δικός τους εκείνος = εκείνος εκειπέραν = εκεί απέναντι, αντίκρυ εκειπλαγκαικά = εκεί παραπέρα εκειπλάν = εκεί πέρα εκειπουκά = εκεί από κάτω, εκεί κάτω εκέσ’ = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη εκιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω εκκλησία = εκκλησία εκνηκάτος = εκείνος που είναι κόκκινος εκόρακεν = αγανάκτησε έκσα = ακούω έλα = έρχομαι έλα = έλα ελαδάς = λαδέμπορος ελαδέα = οσμή λαδιού ελάδεμαν = εκπίεση ελαίου, λάδωμα ελαδένον = λαδερό φαγητό ελαδερόν = δοχείο λαδιού ελαδεύω = εκπιέζω λάδι ελάδιν = λάδι ελαδοβαφτισμένος = βαφτισμένος ως Χριστιανός ελαδοκούτιν = δοχείο λαδιού ελαδόπον = λίγη ποσότητα λαδιού ελαδοπράσινος = εκείνος που έχει χρώμα λαδιού ελαδόσκευον = δοχείο λαδιού ελαδόσυκον = είδος συκιάς ελαδώνω = λαδώνω ελαιά = ελιά ελαιόπον = μικρό δέντρο ελιάς ελαιότοπος = τόπος με ελιές έλαμα = έλευση έλαμαν = έλεος ελάμνω = οργώνω, κωπηλατώ ελάναιμο = έλευση, ερχομός έλαση = έλευση, ερχομός ελάσιμον = όργωμα ελασίον = όργωμα έλασμαν = όργωμα ελάτα = δοκάρι από καρπό ελάτου ελατέα = οσμή ελάτου ελατένος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου ελάτενος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου ελάτιν = έλατο ελατοκλάδιν = κλαδί ελάτου ελατοκούκκουτζον = κουκουνάρι ελάτου ελατοκούριν = κούτσουρο ελάτου ελατόξυλον = ξύλο ελάτου ελατόπισσα = πίσσα ελάτου ελατορρίζιν = ρίζα ελάτου ελατότοπος = τόπος με έλατα ελατόφυτον = νεαρός βλαστός ελάτου ελάττωμα = ελάττωμα ελατωτή = τόπος κατάφυτος από έλατα ελάφιν = ελάφι ελαφοκέρατον = κέρατο ελαφιού ελαφόνερον = νερό που πίνουν τα ελάφια ελαφόπουλλον = νεογνό ελαφιού ελαφρά = ελαφρά ελαφρένω = ελαφρύνω ελαφρέσα = ελαφρόμυαλος ελαφροαίματος = αξιαγάπητος για το ήθος του ελαφρόκολος = εκείνος που δεν μπορεί να καθίσει σε ένα μέρος πολλή ώρα, μεταφ. εργατικός, φιλόπονος ελαφρολάλλατζον = ελαφρός λίθος λείος και σφαιρικός ελαφρόξυλον = ξύλο ελαφρύ ελαφροπίνακον = ελαφρό πινάκιο ξύλου ελαφροποδαράτος = γοργοπόδαρος ελαφρός = ελαφρός ελαφρόστομος = ακριτόμυθος ελαφροσύνα = απερισκεψία, επιπολαιότητα ελαφρότε = απερισκεψία, επιπολαιότητα ελαφρόψυχος = εκείνος που είναι αγαθός και δεν μαλώνει με κανέναν ελάφρυμαν = ελαφρύνω ελαφρύνω = ελαφρύνω ελάφρυση = ανάρρωση ελαφρώνω = ελαφρώνω ελάφρωση = ελάφρυνση ελαφρωτός = επιπόλαιος, μικρόμυαλος ελέα = ευσπλαχνία ελέαμαν = οικτιρμός, έλεος ελεεινός = ελεεινός ελεημονητικός = φιλεύσπλαχνος ελεήμονος = φιλεύσπλαχνος ελεημοσύνη = ελεημοσύνη ελέηση = ελέηση ελέιμος = άξιος ελέους, οίκτου ελειώνω = λιώνω έλεος = πρόνοια, προστασία ελεπείναιμον = όραση ελεπή = πήχης εμπορικός έλεπμαν = βλέπω ελέπω = βλέπω ελεύτερα = ευρυχωρία, όχι στενόχωρα ελευτερία = ελευθερία, απαλλαγή από τις ωδίνες του τοκετού ελεύτερος = ελεύτερος ελευτεροφάγεια = τα μετά τον τοκετό παρατιθέμενα φαγητά ελευτεροχάρτιν = τροπάριο εκκλησιαστικό που ψάλλετε σε ψυχορραγούσα ελευτέρωμαν = απελευθέρωση, τοκετός ελευτερώνω = απαλλάσσω, διευκολύνω τον τοκετό ελευτέρωση = τοκετός, γέννα ελεφάντινος = ελεφάντινος ελεώ = οικτίρω, ελεώ ελήγορα = γρήγορα ελήγορος = γρήγορος εληγορώ = γρηγορώ ελιγοστεύω = λιγοστεύω ελιγοστός = λιγοστός ελίτζικος = λιγούτσικος ελίχιν = μπάλωμα τρύπας τσαρουχιού ελίχτρε = γεωργικό εργαλείο ελκιάζω = εξελκούμαι έλκιν = έλκος έλκος = έλκος Ελλαδώτες = Ελλαδίτης ελλεβόριν = ελλέβορος Ελλενικόν = Ελληνικό Έλλην = Έλληνας ελπίδα = ελπίδα ελπίζω = ελπίζω ελυτός = λυτός έμα, έμας = μας εμάζω = μοιάζω εμείς = εμείς εμέν = εμένα εμετέπεσεν = τρελάθηκε εμετέροι = οι δικοί μας εμέτερον = ο δικός μας εμκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά εμκές(ου) = εμπρός εμκιάνου = εμπρός προς τα άνω έμνοστα = με χάρη εμνοστάδα = απολαυστικός, γλυκύτητα εμνοστία = νοστιμάδα, γλυκύτητα εμνοστίζω = γίνομαι νόστιμος εμνοστισία = νοστιμάδα, γλυκύτητα έμνοστος = νόστιμος εμνοστύνω = γίνομαι νόστιμος εμόν = δικό μου έμορφα = ωραία, καλά, όμορφα εμορφάδα = ομορφιά, ωραιότητα εμορφανάλλαχτος = ο παρουσιαζόμενος ωραίος με καλή ενδυμασία εμορφένω = ομορφαίνω εμορφία = ομορφιά εμορφίζω = ομορφαίνω, ωραίος, ζωγραφίζω ωραία εμορφισάδα = ομορφιά εμορφογύριστος = εκείνος που διεξάγει καλά ιδίως τα οικονομικά εμορφοπερπερίσκουμαι = ξυρίζομαι ωραία έμορφος = όμορφος εμορφοστολίζω = στολίζω ωραία, καλλωπίζω εμορφότα = ωραιότητα ανθρώπου, φυσική καλλονή εμορφύνω = ομορφαίνω εμορφωτός = λίγο όμορφος εμουχτάνωσε = διέσυρε, συκοφάντησε εμοφρισία = ομορφιά έμοφρος = όμορφος έμπα = είσοδος, αρχή έμπα = εμπρός εμπάζω = βάλλω, τοποθετώ εμπαθής = εκείνος που πάσχει από ανίατη νόσο εμπαθούσα = εκείνη που πάσχει από ανίατη νόσο έμπαιδος = έγκυος εμπαίνω = εισέρχομαι, μπαίνω εμπαλλένον = το καμωμένο από παλαιά κομμάτια υφάσματος εμπαλλίζω = μπαλώνω εμπάλλιν = μπάλωμα εμπάλλισμαν = μπάλωμα εμπαλλιστός = μπαλωμένος εμπαλλωτός = μπαλωμένος εμπαλώνω = μπαλώνω έμπαμαν = είσοδος, μπάσιμο εμπάσιμον = είσοδος, μπάσιμο εμπατή = περιοχή τόπου τινός έμπειρος = έμπειρος, επιτήδειος εμπερβολή = εισόδημα, πρόσοδος εμπιστεύκουμαι = εμπιστεύομαι εμπιστός = έμπιστος εμπιστοχύνα = εμπιστοσύνη εμπλάχωρος = απλόχωρος εμποδάζω = εμποδίζω εμποδέα = ποδιά εμποδίζω = εμποδίζω εμπόδιον = εμπόδιο εμποδισμένη = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί λόγω νοσήματος εμποδισμέντζα = έγκυος έμποδος = έγκυος εμπονεστάζω = αποκρέω εμπονεστία = η προηγούμενη μέρα της περιόδου των νηστειών εμπουρλώνω = συνδέω τις άκρες νημάτων στο στημόνι όταν κοπούν εμπράλιστος = παραπάνω αλατισμένος εμπραπλώνω = εκτείνω, απλώνω εμπρός εμπραχέρωνον = το μπροστινό μέρος του αχυρώνα εμπρέλα = ομπρέλα εμπρευτής = ο οδηγός προπορευόμενος των βοδιών κατά το όργωμα εμπρεύω = προπορευόμενος οδηγώ ζεύγος βοδιών κατά το όργωμα εμπριζ’να = σε παλαιά εποχή εμπριζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος εμπρκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά εμπρκέσου = εμπρός εμπρκιάν(ου) = εμπρός προς τα άνω εμπροβόδηση = σωματική ανάπτυξη εμπροβολή = προκοπή, πρόοδος εμπροβουκώνω = παρέχω προς τον άλλον και κατ’ επέκταση παρέχω περισσότερη τροφή εμπροδαβαίνω = προπορεύομαι, προσπερνώ εμπροδεβάζω = κάνω κάποιον να προσπεράσει άλλον, κατευοδώνω, προπέμπω εμπροεστός = προϊστάμενος κοινότητας εμπροζώσκουμαι = ζώνομαι έμπροσθεν εμπροκάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός εμπροκλιστέας = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης εμπρόκλιτος = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης εμπροκοίλης = εκείνος που έχει προτεταμένη την κοιλιά εμπροκότζακον = κουμπί του στηθόδεσμου εμπροκούριν = το εξέχον εμπρόσθιο ξύλο του σαμαριού εμπροκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου εμπρολαλέτες = όμιλος τραγουδιστών σε γαμήλια πομπή εμπρολαλία = πρωτοπορία, εμπροσθοφυλακή εμπρολαλώ = ελαύνω επειγόντως προς τα εμπρός εμπρολάτες = ο προπορευόμενος, οδηγός, αρχηγός εμπρολάτικον = ταύρος προπορευόμενος εμπρόλογος = εισαγωγή στο λόγο, στο κύριο θέμα εμπρομαμμή = η βοηθός της μαμής κατά τον τοκετό εμπρόμυτα = μπρούμυτα εμπρομυτίζω = τοποθετώ αντίστροφα, πίπτω μπρούμυτα εμπροξύνω = χύνω μπροστά εμπροπαίρω = προσπερνώ, προοδεύω, προκόβω εμπροπάω = προπορεύομαι εμπροπίσω = εμπρός και πίσω εμπροπλάκιν = πλάκα που τοποθετείται στο στόμιο του φούρνου μετά την εισαγωγή άρτων εμπροπόνα = πρώτοι πόνοι του τοκετού εμπρός = εμπρός εμπροστά = τοπικώς, εμπρός εμπροστάλιν = μπροστέλα εμπροστέλα = σαλιάρα εμπροστία = πυροστιά εμπροστινός = μπροστινός έμπρου = εμπρός εμπρουζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος εμπρουκιάνου = εμπρός προς τα άνω εμπροΰστερα = αργά ή γρήγορα εμπροφαίνομαι = προβάλλω, αναφαίνομαι εμτεικά = εμπρός, τοπικώς εμφυής = μαθητής που εύκολα μαθαίνει έμψυχα = έμψυχα, σπλάχνα εμώνω = ορκίζομαι ενάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά ενάμισυ = ενάμισυ έναν = ξάι λίγο ακόμα ενάντια = εναντίως, εχθρικώς ενάντιος = ενάντιος εναντιούμαι = αντιλέγω, αντιπράττω εναπομένω = μένω ένας = ένας ένατα = εννιάμερα εναύλιν = στην αυλή βρισκόμενος εναυλοτόπιν = αγρός παρακείμενος στην οικία ενδυτός = ντυμένος ενέα = γενιά ενεγκόπεν = χάθηκε ενενήντα = ενενήντα ενέχκουμαι = είμαι συνεργός κακής πράξης ένι = υπάρχει ένι-και = αν έννα = έννοια εννακόσοι = εννιακόσιοι εννάμερα = εννιά ημερών εννάνυχτα = εννιά νύχτες εννάριν = χαρτοπαίγνιο εννιάρι εννάσκομαι = φροντίζω εννάχρονος = εννιάχρονος εννέα = εννέα, εννιάμερα εννιάμερος = εννιά ημερών εννιαμηνίτης = εννιά μηνών έννοια = έννοια εννοιάουμαι = φροντίζω ένοικος = ένοικος ενορία = ενορία ενοριάτης = κάτοικος ενορίας ενού = νους εντάμα = μαζί εντάμοι = μαζεμένοι εντάμωμα = προσαρμωγή δυο πραγμάτων, συνάντηση ενταμώνω = φέρω σε επαφή, συναντώ, συναντιέμαι εντάμωση = προσαρμογή δυο πραγμάτων, συνάντηση ενταμωτός = προσαρμοσμένος ενταρίν = ποδήρης χιτώνας γυναικών και ιερέων ενταφάζω = ενταφιάζω ενταφίασμαν = ταφή, θάψιμο έντεκα = έντεκα έντεκας = ανόητος, βλάκας εντεκάχρονος = εντεκάχρονος εντέλεια = εντέλεια, τελειότητα έντεμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού εντζερέ = χύτρα, τέντζερης εντιμάνιν = κατοικία εντόπιος = εγχώριος εντοπίτης = συμπολίτης εντούνεικα = χτυπώ, δέρνω εντούν’να = χτυπώ, δέρνω εντράνεμαν = κοιτάζω, παρατηρώ εντρανίζω = κοιτάζω, παρατηρώ εντρεπήναιμον = ντροπή εντρέπω = συγκινώ, καταντροπιάζω εντροπάζω = ντροπιάζω εντροπάρης = ντροπαλός εντροπάσιμον = ντροπή εντροπέας = ντροπαλός εντροπή = ντροπή εντροπίασμαν = ντροπιάζω έντυμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού εντύνω = ντύνω εντώκα = χτύπησα, έδειρα ενώ = ενώ ένωμαν = ενώνω ενώνω = ενώνω ενωρίς = νωρίς έξα = χύνω εξάγκωμα = με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη εξαγούρεμαν = εξομολόγηση εξαγουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος εξαγουρεύω = εξομολογώ εξάδελφος = ξάδελφος εξαδελφοσύνα = ιδιότητα ξαδέλφου εξάζω = αξίζω εξαθίζω = ξεθωριάζω εξακόσοι = εξακόσοι εξακουμπίζω = ακουμπώ και προσεγγίζω και σταματώ εξακουσκούμαι = φημίζομαι εξάκουστος = πολυθρύλητος, περιβόητος εξαμήνα = εξαμήνα εξαμηνίτης = ηλικία έξι μηνών έξαμος = μέτρο διαστάσεων εξάμωμαν = καταμέτρηση μέτρου πράγματος εξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ εξανάλλαχτος = λαμπροφορεμένος εξανάσκελα = ανάσκελα, ύπτια εξανοίγω = ανοίγω εντελώς εξαπαδάντοι = κατ’ ευφημισμόν τα κακά πνεύματα εξάπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος εξαπέσα = λόγια ασυνάρτηστα, ανόητα εξαπέσης = μωρολόγος εξαπέσου = αντιστρόφως, ασυναρτήτως εξάπλωμαν = ξαπλώνω εξαπλώνω = ξαπλώνω εξαπτέρυγα = εξαπτέρυγα εξαριές = αργυρά βραχιόλια εξάριν = χαρτοπαίγνιο χαρτί εξάρι εξαρτεύω = διευθετώ, τακτοποιώ, εθίζω κάτι σε κάτι εξάρτιν = σχοινί πλοίου έξαρχος = αρχιερατικός επίτροπος κοινότητας εξάστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους εξατιμάζω = βρίζω, δυσφημίζω εξατιμία = περιφρόνηση εξατιμώνω = βρίζω, δυσφημίζω εξάφλος = ξάδελφος εξαφλός = ξάδελφος έξαφνα = αιφνιδιαστικά, ξαφνικά εξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι εξάχρονος = εξάχρονος εξάψαλμος = εξάψαλμος εξέβα = βγαίνω εξεγδύσκομαι = εκδύομαι, ξεντύνομαι εξέγκα = βγάζω εξέδωκεν = ξεθυμαίνω, αποβάλω την σφοδρότητα εξείμαι = παραείμαι έξειμον = το έχει κάποιος κάτι εξείπα = παραείπα εξελαφρύνω = ανακουφίζω εξέμαθα = έμαθα εντελώς εξεντερίζω = βασανίζω εξεπαιδώνω = παύω να γεννώ εξέπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος εξέπεσα = παρεκτράπηκα, πτώχευσα εξεπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε εξεποίκα = αποτελείωσα εξεργάτ’κα = την ημέρα της εορτής εξεργάτ’κος = εκείνος που ανήκει σε μη εργάσιμη μέρα έξεργος = αργία εξέρθαμε = παραήρθαμε έξερμαν = το να γνωρίζει κάτι κάποιος εξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων εξέρω = ξέρω, γνωρίζω εξετάζω = εξετάζω, ερευνώ εξέταση = εξέταση, δοκιμασία εξέτασμαν = εξετάζω εξεταστής = εξεταστής εξεταχτής = εκείνος που εξετάζει και ερευνά εξέχωρα = ξέχωρα εξηβγαίνω = βγαίνω εξήγηση = εξήγηση εξηγίζω = ερμηνεύω, εξηγώ, διακρίνω εξήγκα = βγάζω εξήγκα = βγάζω εξηλάζω = ηλιάζομαι, τρέχω πάνω κάτω εξημηνίτης = εξάμηνος εξήντα = εξήντα εξηνταπαραδίστικος = εκείνος που έχει μόνο εξήντα παράδες εξηύρα = εξευρίσκω έξηχος = άτακτος, ευκίνητος, δραστήριος, ευμαθής εξίασπρος = κατάλευκος εξίαστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους εξίαστρον = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους εξιγίνομαι = τελειώνω εξικάμνω = τελειώνω, ξεκάνω το γνέσιμο εξικεντώ = παύω να κεντώ, τελειώνω το κέντημα εξικλαίω = παύω να κλαίω εξιλέγω = παύω να λέγω εξιλεπίζω = ξεφλουδίζω εξιμαθάνω = ξεμαθαίνω, λησμονώ εξιπλάησεν = δεν ξέρει τι του γίνεται, τα ‘χασε και κάνει σαν τρελός εξιπλύνω = τελειώνω το πλύσιμο, παύω να πλύνω εξιπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε εξιρράφτω = τελειώνω το ράψιμο, παύω να ράβω εξιτέκνωσε = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί εξιφανίζω = φανερώνω, εκδηλώνω τις σκέψεις μου εξιφαντούμαι = επιδεικνύομαι υπεροπτικός, ξεφαντώνω εξίχωρα = ξέχωρα εξοδάζω = δαπανώ, ξοδεύω εξοδάρης = σπάταλος εξοδέας = σπάταλος εξοδευτής = ξοδευτής, σπάταλος εξοδεύω = ξοδεύω, δαπανώ εξόδιν = επικήδειος θρήνος, κηδεία, καταστροφή έξοδον = δαπάνη εξολιγού = ελάχιστα, λίγο εξολοθρεμός = όλεθρος, καταστροφή εξολοθρεύω = εξολοθρεύω, αφανίζω, καταστρέφω εξομολόγεμαν = εξομολόγηση εξομολόγηση = εξομολόγηση εξομολογητής = εξομολογητής εξομολογία = εξομολόγηση εξομολόγος = εξομολόγος εξομολογώ = εξομολογώ εξομπλάζω = κάνω κέντημα εξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος εξομπλοπάνιν = ύφασμα στο οποίο ξεσηκώνουν το υπόδειγμα κεντήματος εξομώνης = εξωμότης εξόν = πλην, εκτός εξορία = εξορία εξορίζω = εξορίζω εξόριστος = εξόριστος εξορκίζω = εξορκίζω εξορτώνω = επανορθώνω έξου = έξω έξουθε = από έξω, έξωθεν εξούρας = έξω έξω, ρηχά εξουσία = εξουσία, δύναμη εξοφλώ = εξοφλώ εξύπνα = ξύπνα εξύπνα = έξυπνος εξυπναγμένος = ξύπνιος εξυπνάδα = εξυπνάδα εξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου εξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ εξυπνολογώ = ξυπνώ εξυπνονοΐζω = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει εξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει έξυπνος = έξυπνος εξυπνοστορίζω = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου εξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω εξυπνωτός = ο ευρισκόμενος σε κατάσταση εγρηγόρσεως εξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου εξυπολυσύνα = ξυπολυσιά εξυπολυτίζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου εξυπόλυτος = ξυπόλυτος έξω = έξω έξω-καικά = έξω από την πόρτα έξω-κιάνου = έξω με κατεύθυνση προς τα άνω έξω-μερέαν = προς τα έξω εξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους εξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης εξωθωρίζω = ξεθωριάζω εξωκά = έξω από την πόρτα εξωκέσου = προς τα έξω εξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου εξωκοιλάζω = ξεκοιλιάζω εξωμάνταλο = ο μάνδαλος της εξώθυρας εξωμερίτες = ο προερχόμενος από ξένο μέρος εξωπαίρω = παρεκτρέπομαι ηθικώς, ονειροπόλος εξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος εξωπηχιάζω = παρεκτρέπομαι ηθικώς εξωπισία = οπισθοδρόμηση εξωπίσικον = ανάποδος εξωπισινά = προς τα πίσω εξωπιστός = αντίστροφος εξωπίσω = οπίσω εξωπλαμπανοίουμαι = απομακρύνομαι πολύ εξώπορτα = εξώπορτα εξωπότιν = τελευταίο ποτήρι του ποτού το οποίο το πίνουν εξερχόμενοι από το σπίτι εξώρας = παράκαιρα, αργά εξωρίζω = αργοπορώ, βραδύνω εξωστεγία = γείσο, αστέγαστη αυλή εξωτέρα = το πολιτικό δικαστήριο κατ’ αντίθεση προς το εκκλησιαστικό εξωτερικο = δαιμόνιο, εξωτικό, φάντασμα εξώτερον = νεράιδα εξωτικόν = πονηρό πνεύμα, δαιμόνιο, ασθένεια εκ δαιμονικής επήρειας εξώφυλλα = επιπολαίως, ξώφαρτσα εξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού εξωχώραφον = αγρός μακριά κείμενος εοστί = δηλαδή, ήτοι επαινεία = έπαινος, εγκώμιο επαίνεμα = έπαινος επαινεύω = επαινώ, εγκωμιάζω επαινώ = επαινώ, εγκωμιάζω επαίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω επακούω = εισακούω επάνω = επάνω επανωκάμιστον = λεπτό μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος έπαρμα = πάρσιμο, άλωση επαρχία = επαρχία, περιφέρεια διοικητική επεγβαίνω = εξοφλούμαι επεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ έπεγι = αρκετό επεγροικό = εννοώ, καταλαμβάνω επειδή = επειδή επείπα = είπα ξείπα επέκαρεν = πείνασε υπερβολικά επεκεί = από εκεί, έκτοτε επεπίς(ου) = από πίσω επεργάτ’κα = την εργάσιμη μέρα επεργάτ’κος = ο ανήκων την εργάσιμη μέρα έπεργος = εργάσιμη μέρα επερσιζ’νος = περσινός επερ’σινος = περσινός έπεσα = γυναίκα που γέννησε, άνεμος κατευνάστηκε, χρεοκόπησα επεύκιν = τάπης επιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου επίβαρος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος επιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω επιβόλιν = το προς εμβολιασμό κλωνί επιγονάτιον = εξάρτημα της ιερατικής αμφιέσεως επιδέξα = επιδέξιος, επιτήδειος επιδεξασμένα = επιδέξιος, επιτήδειος επιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος επιδεξεύομαι = έχω επιδεξιότητα επιδεξία = επιδεξιότητα επιδέξιος = επιδέξιος επιδεξιωσύνη = επιτηδειότητα, ικανότητα επιδέξος = επιδέξιος επίδοξος = επίδοξος επιθυμία = επιθυμία επιθυμώ = επιθυμώ επικαλούμαι = επικαλούμαι επικάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός επικενώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα επικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος επικέφαλον = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος επικρατώ = επαρκώ επίλοιπος = ο υπολειπόμενος επίμακρος = επιμήκης, μακρουλός επίμυτα = μπρούμυτα επινοώ = νόησα, αντιλήφτηκα επίξηρος = ξηρός επιρροχάζω = ροχαλίζω επισαικά = πίσω ακριβώς επισέσ(ου) = στο πίσω μέρος επισκιάζω = βλέπω αμυδρά επίσου = προς το πίσω επιστέκει = στάθηκε επιστραύριν = διασταυρωμένο με άλλο επιτάφιος = επιτάφιος επιτιμή = επιτιμή επίτροπος = επίτροπος επίχαρα = χαιρεκακία επίχαρος = πρόσχαρος, εύθυμος, ευτράπελος επιχειρίουμαι = μεταχειρίζομαι επίχλομος = λίγο χλομός επίχλωρος = λίγο χλομός εποίκα = κάνω επορώ = μπορώ επουκά = από κάτω επουκάθε = από κάτω προς τα πάνω επουκάτα = από κάτω επουράνα = επουράνια έπραξα = απέκτησα γνώσεις, πείρα επρέ = βρε επρόσπεσα = έπεσα στα πόδια κάποιου έρα = έχθρα εράζω = προσέχω ερασία = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά εράσκομαι = αηδιάζω, σιχαίνομαι εράσμα = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά εραστά = με προσοχή ερβίθιν = ρεβίθι εργαλείον = εργαλείο έργανον = όργανο εργαστέρ(ιν) = εργαστήριο εργατέα = εργασία μισθώμενη εργατεύω = εργάζομαι εργατικόν = μεροκάματο εργατικός = εργατικός έργον = έργο, εργασία εργόπον = έργο λίγης διάρκειας εργόχειρον = εργόχειρο εργωνίζω = γνωρίζω εργωνιμία = γνωριμία εργώνιμος = γνώριμος ερδάκος = δράκος ερδύδ(ιν) = δρυς ερεθίζω = ερεθίζω έρεξη = όρεξη ερετίν = πράγμα που εύκολα μπορεί να μετακινηθεί ερέχκομαι = μου αρέσει, εγκρίνω ερζινόν = σιταρένιο ερημάδιν = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο ερημάζω = ερημώνω, καταστρέφω ερήμασμα = ερημώνω ερημία = έρημος ερημιώτης = ερημίτης έρημος = ακατοίκητος, δυστυχής ερημοσπίτες = εκείνος που δεν έχει την ίδια κατοικία ερημώνω = ερημώνω ερθάναιμον = έλευση, προσέλευση, ερχομός ερίζω = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ έριξη = όρεξη ερισερισμός = συνεχής και επίμονη φιλονικία ερισία = ενόχληση, πειρασμός έρισμαν = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ εριστάρης = φιλόνικος, φίλερις εριστέας = φιλόνικος, φίλερις ερίφης = άνθρωπος ερκιάζω = εξελκούμαι έρκιανταν = πολύ πρωί, νωρίς έρκιν = έλκος έρκος = έλκος ερμάριν = θήκη για εργαλεία ερμηνεία = συμβουλή, νουθεσία ερμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ ερνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι εροθυμώ = νοσταλγώ έροξη = όρεξη ερπάπης = επιτήδειος, ικανός ερπετός = περιποιητικός, φιλόφρων ερρούξεν = έπεσε έρτημα = ερχομός, έλευση έρχομαι = έρχομαι, εμφανίζομαι, προέρχομαι ερχομός = ερχομός, έλευση ερώτεμαν = ερώτηση ερωτώ = ρωτώ ερ’γώ = κρυώνω εσβήνω = σβήνω εσγάρα = σκάρα εσέβα = μπήκα εσέγκα = έβαλα εσείς = εσύ εσετέροι = οι δικοί σας εσέτερον = ο δικός σας εσήβα = μπαίνω εσήμερον = σήμερα εσιά = περιουσία έσιν = έτερος, σύντροφος εσκιάζω = σκιάζω εσκιάς = ληστής εσκιτζηλίκιν = η τέχνη εσκιτζής = μπαλωματής εσόν = ο δικός του εσόπον = σύντροφος, ταίρι έσου = έσω, μέσα εσπερινός = εσπερινός εσπλαχνία = ευσπλαχνία, έλεος εσπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ έσπλαχνος = εύσπλαχνος εστρέα = δέντρο δασικό εσ’χώρεση = συγχώρεση εσ’χωρώ = συγχωρώ εταιράζω = ενώνω, ταιριάζω εταίριν = φίλος έταιρος = σύντροφος, εραστής, σύζυγος ετεάς = αυτός ετεικά = εκεί έτερα = χωριστά, ασύνδετα έτερος = άλλος, διάφορος ετεψίζης = αναιδής, αναίσχυντος ετεψιζλίκιν = αναισχυντία ετιά = ιτιά ετιάς = αυτός ετοιμάζω = ετοιμάζω ετοιμασί = ετοιμασία ετοίμασμαν = ετοιμάζω ετοιμόλογος = ετοιμόλογος έτοιμος = έτοιμος έτος = έτος, χρονιά ετότε = τότε ετότισο = τότε ετσεί = εκεί ετσείνος = εκείνος ετσειπάν(ου) = εκεί επάνω ετσειπέσ(ου) = εκεί μέσα ετσειπουκά = εκεί κάτω ευγενία = ευγένεια ευγενικός = ευγενικός ευγενίσκουμαι = επιδεικνύω ευγένεια εύκαιρα = ανοήτα, ασυλλόγιστα ευκαιρέσιν = μωρά πράξη ευκαιρολατζεύω = λέγω ασυνάρτητα λόγια εύκαιρος = άδειος, κενός, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος ευκαιροσκοτούμαι = κουράζομαι άνευ αποχρώντος λόγου ευκαιρόστομος = εκείνος που λέει πολλά και μωρά, μη εχέμυθος ευκαιροσύνα = μωρία, ανοησία ευκαίρωμαν = άδειασμα ευκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα ευκολάδα = ευκολία, ευχέρεια ευκολία = ευκολία ευκολόκλωστος = ο ευκόλως μεταπειθόμενος ευκολόπιστος = ευκολόπιστος εύκολος = εύκολος ευλάβεια = ευλάβεια ευλαβής = ευσεβής ευλαβίσκουμαι = γίνομαι ευλαβής, μου έρχεται καλή διάθεση ευλαβούσα = γυναίκα ευλαβής εύλερα = χαλαρά εύλερος = σπανός, απαλός, αβρός ευλόγημαν = ευλογία ευλογητός = ευλογητός ευλογία = ευλογία, ευτυχία, προκοπή εύλογος = εύλογος ευλογώ = ευλογώ ευλοϊκοψιμμένος = βλογιοκομμένος εύν(ιν) = υνί αρότρου ευρακός = ανατολικός άνεμος ευράτικα = εύρετρα ευρετάτικα = εύρετρα ευρήκω = βρίσκω εύρημα = εύρημα, έρμαιο ευρημάτιν = εύρημα, έρμαιο ευρίσκω = βρίσκω ευρύχωρα = ευρύχωρα ευρυχωρία = ευρυχωρία ευρύχωρος = ευρύχωρος ευτάγω = κάνω ευτενά = μειωμένη τιμή ευτενία = φτηνά ευτενός = φτηνός ευτένυμαν = φτωχαίνω ευτενύνω = φτωχαίνω ευτύς = ευθύς, αμέσως ευτυχίζω = ευτυχώ, παχύνω εύτυχος = ευτυχής, ευπροσήγορος, ευφυής ευχάζω = αγιάζω με αγιασμό ευχαρίστεμαν = ευχαριστία ευχαρίστηση = ευχαρίστηση ευχαριστία = ευχαριστία ευχαριστίζω = ευχαριστώ ευχαριστώ = ευχαριστώ ευχέλαιον = ευχέλαιο ευχή = ευχή ευχίασμαν = άγιασμα ευχίουμαι = προσεύχομαι, εύχομαι ευχούμαι = εύχομαι έφ = επιφώνημα αηδίας έφαγα = έφαγα εφετιζ’νός = φετινός εφέτος = φέτος εφκάλι = κεφάλι εφκιάριν = λήπη, μελαγχολία εφκιαρόπον = λήπη, μελαγχολία εφλέα = φλοιός δέντρου, φλούδα εφορία = επιτροπή κοινότητας που διοικεί το σχολείο έφορος = έφορος εφραίνομαι = χαίρομαι εφρονολόγιστος = χαρούμενος έφρονος = χαρούμενος εφτά = εφτά, πλήθος εφταβότανον = φαρμακευτική αλοιφή αποτελούμενη από εφτά ουσίες εφτάγλωσσος = φλύαρος εφτάδη = χαρτοπαίγνιο εφτά εφτακέφαλος = εκείνος που έχει εφτά κεφάλια εφτακοίλης = λαίμαργος, κοιλάρας εφτακόσοι = εφτακόσοι εφτακράτορας = αυτοκράτορας εφτάνω = φτάνω εφταπόδαρος = μεταφ. εκείνος που μπορεί να κατορθώσει τα πάντα εφταπόπαδον = εκκλησιαστική τελετή τελούμενη από εφτά ιερείς εφταπόπαδος = ιερέας χειροτονημένος εφτά φορές συνέχεια εφτάργαλη = κόσκινο με εφτά εργαλεία τέμνοντα εφτάριν = χαρτοπαίγνιο εφτά εφτατρύπετον = χαρτοπαίγνιο εφτάρι εφτάτρυπον = εκείνος που έχει εφτά τρύπες εφτάχρονος = επταετής εφτάψυχος = εφτάψυχος εφτωχός = φτωχός εφώς = φως εχεμένος = εύπορος, πλούσιος έχνος = έθνος εχπάνω = αρπάζω εχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά εχρωστώ = χρωστώ εχτέ = χθες εχτέσκομαι = χτενίζομαι εχτήθα = εκ στήθους, από μνήμης εχτηθίζω = απομνημονεύω εχτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση εχτικιάρης = ο πάσχων από φυματίωση εχτικιαρλής = ο πάσχων από φυματίωση εχτικόν = φυματίωση εχτικώ = χτικιάζω έχτομος = βρωμόλογος έχτρα = έχθρα εχτράμα = αντίστροφα, τα μέσα έξω εχτράμενα = αντίστροφα, τα μέσα έξω εχτραμενιάζω = αντιστρέφω, γυρίζω τα μέσα έξω εχτράμενος = αντεστραμμένος, αντιστρόφως εχτράμης = αντιστρόφως εχτράμιν = αντίστροφο, αντεστραμμένο εχτραμωτός = μωρός εχτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω έχτρεμαν = αντιστροφή εχτρεύομαι = εχθρεύομαι εχτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών έχτρητα = έχθρα, μίσος εχτρία = έχθρα, μίσος εχτροπάθεια = έχθρα, μίσος εχτροπαθώ = εχθρεύομαι, μισώ εχτρός = εχθρός εχτροσύνη = έχθρα, μίσος έχω = έχω εχωρώ = χωρώ εψές = χθες έψιλον = έψιλον εωσφόρος = διάβολος, σατανάς Ζζάβα = κρίκος, δαχτυλίδι ζαβαλής = δυστυχής, κακομοίρης, άκακος ζαβιρέα = τόπος με πολλά φραγκοστάφυλα ζαβίριν = φραγκοστάφυλο ζαβιρίτα = φραγκοστάφυλο ζαβρός = αριστερόχειρας ζαγάριν = σκύλος ζαγκάριν = σκουριασμένος ζαγκαρώνω = σκουριάζω ζαγκέα = οσμή σκουριάς ζαγκιάζω = σκουριάζω ζαγκινοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση ζαγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση ζαγκότης = κανδηλανάπτης, νεωκόρος ζαγκουβάνα = είδος παιδιάς ζάγκρα = άνθρωπος κάτισχνος ζάγκωμα = σκουριά χαλκού ζαγκωματέα = οσμή σκουριάς χάλκινου σκεύους ζαγκώνω = σκουριάζω, μεταφ. αδυνατίζω ζαενός = ισχνός ζαενύνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι ζαενώνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι ζαζέλα = είδος φυτού ερπυστικού ζαΐφης = ισχνός, αδύνατος ζαλαλός = τρελός ζαλαλώνω = ζαλίζω ζάλη = ζάλη ζαλίζω = ζαλίζω ζαλικόν = αδιαθεσία ζάλισμαν = ζαλάδα ζαλότιν = φυτό από το οποίο γίνεται σκούπα ζαμάνιν = εποχή, καιρός, χρόνος ζαμνίν = κυψέλη μελισσών ζαμπάρα = σφυρίχτρα ζαμπαράς = γυναικοθήρας ζαμπόγερος = ξεκουτιάρης ζαμπογραία = γριά ρυτιδωμένη ζαμπούλα = σκώληξ γεννημένος σαν έκθυμα στη ράχη ζώου ζαμπουρίτα = φυτό όμοιο με τη συκιά ζανταλώνω = ζαλίζω ζάντεμαν = τρέλα ζαντία = τρέλα ζαντίτα = άγριος θάμνος του οποίου ο καρπός αν φαγωθεί προκαλεί τρέλα ζαντόμελον = μέλι που έχει την ιδιότητα να ζαλίζει ζαντός = τρελός ζαντρουνίγουμαι = αμφιταλαντεύομαι καλπάζοντας ζαντύνω = τρελαίνομαι ζαντώνω = τρελαίνομαι ζαντωτός = λίγο τρελός ζαπάρτα = επίπληξη, προσβολή ζαπούνης = ισχνός, αδύνατος ζαπτιές = χωροφύλακας ζάρα = ζάρωμα, πτύχωση ζαρά = λογά, στραβά ζαργάνα = ζαργάνα ζαρέας = παραπαίει ζαρζαβάτιν = ζαρζαβατικά ζάριν = ζάρι ζαρκάδ(ιν) = ζαρκάδι ζαρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζαρναΐλης = αλλήθωρος ζαρογουλάζω = στραβολαιμιάζω ζαρογούλης = στραβολαίμης ζαρογουλίδουμαι = στραβολαιμιάζω ζαροκάθουμαι = κάθομαι στραβά ζαροκείμαι = κείμαι στραβά ζαροκερατία = αγελάδα με στραβά κέρατα ζαροκέφαλος = στραβοκέφαλος ζαροκοίλης = στραβοκοίλης ζαροκολάζω = βόδι που προχωρώντας στραβώνει τα πόδια του ζαροκολία = ασθένεια ζαρόκολος = εκείνος που έχει διαστρεβλωμένο το κάτω μέρος το σώματος ζαροκόφτω = κόβω στραβά ζαρομματάζω = λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω ζαρομμάτης = εκείνος που έχει διαστροφείς οφθαλμούς ζαρομματώ = στραβοκοιτάζω, υποβλέπω ζαρομύτης = στραβομύτης ζαροπάτεμαν = στραβοπατώ, λοξοδρομώ ζαροπατώ = στραβοπατώ, λοξοδρομώ ζαροπέδας = κατά το βάδισμα συγκλίνω προς τα μέσα τα πόδια ζαροπόδαρος = εκείνος που έχει στραβά πόδια ζαροποδία = εκείνη που έχει στραβά πόδια ζαροπρόσωπος = εκείνος που έχει άσχημα χαρακτηριστικά προσώπου ζαρός = λοξός, ζαρωμένος ζαροσκέλης = εκείνος που έχει στραβά σκέλη ζαροστομάζω = στραβώνω το στόμα ζαρόστομος = εκείνος που έχει στραβό στόμα ζαροστομώ = στραβώνω το στόμα ζαροστομώνω = στραβώνω το στόμα ζαροτέρεμαν = λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω ζαρουδάζω = χτενισμένο μαλλί το σχηματίζω σε τολύπη ζαρουδαστέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν ζαρουδευτέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν ζαρούδιν = μαλλί λαναρισμένο σχηματισμένο ως τολύπην, δέσμη νήματος ζαροχειλάζω = στραβώνω τα χείλη μου ζαροχειλάς = εκείνος που έχει στραβά χείλη ζαροχείλης = εκείνος που έχει στραβά χείλη ζάρπη = γενναίος ζάρπλη = γενναίος ζαρπλής = γενναίος ζαρώ = τρικλίζω βαδίζοντας ζάρωμαν = κάμψη, λύγισμα ζαρώνω = λυγίζω, κάμπτω, στραβώνω ζαρωτά = στραβά ζαρωτία = ασχήμια, μεταφ. στρεψοδικία, αδικία ζαρωτός = στραβός, μεταφ. δόλιος ζατίζω = καταπατώ, συντρίβω ζαφρά = χολή ζάχαρη = ζάχαρη ζαχαρικά = ζαχαρωτά ζαχαρώνω = ζαχαρώνω ζαχρά = σιτηρά, σίτος, σίκαλη, κριθή ζέα = ζειά ζεβζέκης = φλύαρος ζεβρός = αριστερόχειρας ζεγκίν = αναβάτης ζεγκίνης = πλούσιος ζεγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου για ίππευση ζέγνω = σφίγγομαι ζελάρης = ζηλιάρης ζελεία = ζήλια ζέλεμαν = ζηλεύω ζελεμάτιν = ζηλευτό ζελέσιμος = αξιοζήλευτος ζελεύω = ζηλεύω ζελφίνος = δελφίνι ζεμέας = ζημιάρης ζεμία = ζημιά ζεμιάρης = ζημιάρης ζεμιοκάτα = γάτα ζημιάρα ζεμιώνω = ζημιώνω ζέμνω = σφίγγομαι ζεμπερέκιν = μάνδαλος πόρτας, μπετούγια ζεμπίλιν = σπυράκι ζέμψιμον = ζεύξη βοδιών ζέντερια = σπαράγγια εδώδιμα ζεντζίριν = αλυσίδα ζεξία = συνεταιρισμός γεωργών που έχουν ο καθένας από ένα βόδι ζέξια = τα ζευγαρωμένα βόδια ζέξιμον = ζεύξη βοδιών ζέον = είδος δοχείου εκκλησίας ζεπίλιν = σκουπίδι ζεπίρα = κουνάβι ζέπος = ατσίδα ζεπούνα = πουκάμισο ζερβά = προς τα αριστερά ζερβοκούταλος = εκείνος που τρώει με αριστερό κουτάλι ζερβός = αριστερόχειρας ζερβοχέρης = εκείνος που εργάζεται με το αριστερό χέρι ζερκάδ(ιν) = ζαρκάδι ζερκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζέρνα = η μεμβράνη του αυγού ζερταβάς = ζώο του οποίου το δέρμα είναι πολύτιμο ως γούνα ζερταλίδιν = βερίκοκο ζέρταλο = βερίκοκο ζεστά = ζεστά ζεσταίνω = ζεσταίνω ζεσταμονή = θερμότητα, ζεστασιά ζέσταση = θερμότητα, ζεστασιά ζεστασία = θερμότητα, ζεστασιά ζεστάσκομαι = ζεσταίνομαι ζέστη = ζέστη ζεστοπύριν = στάχτη στην οποία υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα ζεστός = ζεστός ζεστωτός = υπόθερμος ζευγαράζω = ζευγαρώνω ζευγαράς = γεωργός ζευγάριν = ζευγάρι ζευγαρώνω = ζευγαρώνω ζευγάς = γεωργός ζευγηλάτης = γεωργός ζευγώνω = ζευγαρώνω ζώα ζευλέας = κουλός ζευλίν = ζεύξη βοδιών ζευλοδέμιν = σχοινί που συνδέει τα κάτω άκρα των ζευγλών ζευνίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου ζευτήριν = ο σπόνδυλος του τραχήλου ζεύω = βάζω κάτω από τον ζυγό δύο ζώα ζεχίριν = δηλητήριο ζέψιμον = ζεύξη βοδιών ζήκακας = φιλάσθενος ζηλεία = ζήλεια ζηλέτζης = ζηλιάρης, φθονερός ζηλόφρονος = ζηλόφθονος ζηλοφτονία = ζηλοφθονία ζηλοφτονώ = ζηλοφθονώ ζήση = ο τρόπος του ζην ζήσιμον = ο τρόπος του ζην ζητηλάνος = ζητιάνος, επαίτης ζήτημα = απαίτηση ζητίον = επαιτεία, ζητιανιά ζητώ = ζητώ ζία = αθόρυβα, σιγά ζίβρα = παντελόνι αντρικό ζιγιαφέτιν = συμποσιακή ευωχία ζιγούδιν = είδος πυκνής χλόης ζιζάνιν = άνθρωπος που προκαλεί σκάνδαλα ζιζίλα = είδος πτηνού ζιλάλιν = νερό καθαρό, διαυγές ζιλίφιν = ο λοβός του φασολιού ζιλιφλίκιν = είδος κοσμήματος κεφαλής ζιλπία = έδεσμα από γιαούρτι και μέλι ζιμπιλάγκ(ιν) = σμίλαξ ζίνα = είδος εντόμου πτερωτού ζίνα = σταγονίδιο ζινίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου ζινιχώνω = προσράπτω χάντρες ως προβασκάνια ζιντάνιν = ειρκτή, δεσμωτήριο ζίπκα = αντρικό παντελόνι ζιπούνα = πουκάμισο ζίτζα = ευθύς, λεπτός και ευλύγιστος κλώνος δέντρου ζίφκα = αντρικό παντελόνι ζίφος = το εξωτερικό κέλυφος καρυδιού ζίφος = το ακρότατο μέρος ιστίου πλοίου ζίφος = σίφουνας ζίφωνας = σίφουνας ζογάλιν = κράνι ζόγιν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία αποκόβονται ισόμετρα τεμάχια για τσαρούχια ζογριδάζω = δέρνω με ξύλο ζογριδέα = δαρμός με ξύλο ζογρίν = ράβδος, ρόπαλο ζογρόξυλον = ξύλο υγρό ζογρός = ξύλο υγρό ζογρύνω = υγραίνομαι ζόκκα = ζόκκα ζόπα = ράβδος οζώδης ζορζοβούλης = διάβολος ζόριν = αναγκασμός, βία ζορκαδάς = κυνηγός δορκάδων ζορκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζορκάδιν = δορκάς ζορκαλίδα = δορκάς ζορλαεύω = βιάζω, δυσκολεύομαι ζουβαλάκιν = σβώλος ζύμης ζουγούδ(ιν) = είδος πυκνής χλόης ζουγραφίζω = ζωγραφίζω ζούδ(ιν) = ζώδιο ζουδέμιν = σκοινί της φάτνης ζουδία = εικόνες ζώων ζουζακιάζω = περνώ ζώνη στη θηλιά της βράκας ζουζάκιν = θηλιά γύρω από τη βράκα απ’ όπου περνούν τη βρακοζώνη ζουζίν = ασκός από δέρμα αγριόχοιρου ζουκακεύω = δυστροπώ στο να εκτελέσω έργο ζουκόλος = βουκόλος ζουλαΐδα = είδος εδωδίμου ερπυστικού φυτού ζουλεύω = ζηλεύω ζούλιγμαν = ζούλιγμα ζουλίζω = ζουλίζω ζούλισμαν = ζούλιγμα ζουλιστέριν = όργανο με το οποίο περιελίσσουν ζουλιχτής = εκείνος που έχει το επάγγελμα του ευνουχιστή ζώων ζουλιχτόν = συνεστραμμένο ζουλίχτρα = φυτό ερπυστικό συστρεφόμενο ζουλούμιν = αδικία ζουμάρ(ιν) = ζυμάρι ζουμαρικόν = ζυμαρικό ζουμαρώνω = ζυμώνω ζουμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυείται ζουμπουλίζω = αντηχώ ζουμπούλιν = ζουμπούλι ζουμώνω = ζυμώνω ζουμώσιμον = ζυμώσιμο ζούμωτρον = ζυμωτό ζουνάριν = ζωνάρι ζουντανός = ζωντανός ζουπαντούχης = άνθρωπος πολύ ψηλός, αγροίκος, βάναυσος ζουπαντρεύω = παντρεύομαι ζούπκα = αντρικό παντελόνι ζουπούνα = πουκάμισο ζουπούνι = είδος γυναικείου γιλέκου με μανίκια κεντημένα ζουπουνόπον = χιτώνιο ζουπουνούμαι = αποκτώ πουκάμισο ζουράζω = μεταβάλλομαι ζουρζουρίζω = γκρινιάζω ζουρίτζα = γυναίκα ισχνή, ζαρωμένη ζουρκάδ(ιν) = ζαρκάδι ζουρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζουρμουδάζω = κάνω ορμαθό, τσαλακώνω ζουρμούδιν = ορμαθός ζουρμουλαγκιάζω = συνθλίβω με τα χέρια ζουρμουλαγκίζω = κινώ κάτι σφοδρά ζουρνά = ζουρνάς ζουρνατζής = ζουρνατζής ζουρνάχιν = είδος οστρέου ζουρνεύω = κλαίω χωρίς όρεξη ζούρτα = τα ξινά, τουρσιά ζούφιον = δέρμα λεπτό και φθαρμένο ζουχτρεύω = ανοίγω οπή με μυτερό ξύλο ζουχτρίζω = ωθώ με αγκώνα ή με πόδι ζουχτρίν = ξύλο μυτερό ζοφίδι = πράγμα πολύ υγρό ζυγάζω = ζευγνύω ζυγαράζω = ζυγίζω εντός της παλάμης μου ζυγαρέα = ζυγαριά, ο αστερισμός του ζυγού ζυγάριν = ζεύγος, ζευγάρι ζυγή = ζεύγος, παρασκεύασμα ολοκληρωτικό ζύγια = ισορροπημένα και μεταφορά ελαφρά, σιγά ζυγιάζω = ζυγίζω, κλίνω, γέρνω ζύγιασμαν = ζύγισμα ζυγιαστέριν = ζυγαριά ζυγίζω = ζυγίζω ζύγιν = ζυγαριά ζυγογυράζω = κάνω τα ζώα να γυρίζουν γύρω από το ζυγό κατά το αλώνισμα ζυγογύριν = κυκλικό αυλάκι στο μέσο του ζυγού όπου τοποθετείται το ζυγολώρι ζυγολωράζω = μετακινώ το σταβάρι του αρότρου από το κέντρο του ζυγού προς το δυνατότερο βόδι που μεταφέρει το ζυγολώριν ζυγολώριν = λουρί ζυγού στο οποίο προσαρμόζεται το άκρο του σταβαριού του αρότρου ζυγούδιν = η ζεύγλη του ζυγού ζυγωνάζω = υποβάλλω στο ζυγό ζυγώνιν = ζυγός ζυμαρικό = ζυμαρικό ζυμαρικόν = ζυμαρικό ζυμάριν = ζυμάρι ζυμαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη ζυμαρόξυλο = ράβδος με την οποία ανοίγουν τα φύλλα της ζύμης ζυμαροξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος ζυμαρώνω = αλείφω με ζύμη, γίνομαι σαν ζύμη ζυμοξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος ζυμοξύστρες = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος ζυμοστάτες = το μέρος της οικίας όπου τοποθετείται η σκάφη του ζυμώματος ζυμώνω = ζυμώνω ζύμωση = ζύμωση ζυμωσία = ποσότητα αλευριού για ζύμωμα ζυμώσιμον = εκείνος που ζυμώνει ζω = ζω ζώγ(ιν) = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια ζώγ-πετζίν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια ζωγάρκεια = προμήθεια τροφίμων ζώγιον = ζώο συνήθως βόδι ζωγραφία = ζωγραφιά, εικόνα ζωγραφίζω = ζωγραφίζω ζωγραφισία = έξοχο κάλλος ζωγράφος = ζωγράφος ζώδιον = ζώδιο ζώδος = συμφορά η οποία είναι πεπρωμένο να πάθει κάποιος ζωή = ζωή ζωμ(ίν) = ζωμός ζωμάριν = ζουμερό ζωμάτε = πλούσιος ζωμάτος = ζουμερός ζωμερός = ζουμερός ζωμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυούμαι ζωμοκυλίζω = δέρνω, ξυλοκοπώ ζωμώνω = υπόδημα που παίρνει νερό ζων = ζώδιο ζωνάριν = ζώνη ζωναροδέσιμον = το δέσιμο του ζωναριού ζώνη = ζώνη ζωντανεύω = ζωντανεύω ζωντανός = ζωντανός ζωντανύνω = συνέρχομαι από ασθένεια ζώντας = ζωή ζωντή = η διάρκεια της ζωής ζωντοκλωνάριν = κλώνος δέντρου κάτι σαν ζωντανό ζωντόχερος = ζωντοχήρος ζωντοχωρισία = διαζύγιο ζώνω = περιβάλλω με ζώνη, ζώνομαι ζωός = φύλακας κάθε οικίας ζωοτροφία = τρόφιμα αναγκαία για την συντήρηση της οικογένειας ζώσιμο(ν) = ζώσιμο ζώσκοινον = σκοινί με το οποίο δένεται ζώο ζωστήρα = ζώνη ζωστρή = ζώνη Ηηγαπώ = αγαπώ ήγκα = έφερα ηγκορέα = κόρη οφθαλμού ηλάζω = λιάζω ηλαίνομαι = παθαίνω ηλίαση ηλακός = μέρος ευήλιο, φεγγίτης οικίας ηλέα = σχοινί στο οποίο απλώνουμε ρούχα να στεγνώσουν ηλενεπήρες = ανατολή του ήλιου ήλες = ήλιος ηλεφωταγμένος = ηλιοφώτιστος ηλιακάδι = μέρος ευήλιο ηλιακό = ηλιακός ηλίασμαν = ηλίαση ηλικία = ηλικία ηλικιασμένος = ηλικιωμένος ηλικιούμαι = ηλικιώνομαι ηλιοκοπούμαι = υποφέρω από ηλιακό έγκαυμα ήλιος = ήλιος ηλιόψητος = ψημένος στον ήλιο ηλοβασίλεμαν = ηλιοβασίλεμα ηλόβρεχη = εν ώρα βροχής λάμπει ήλιος ηλοκαμένος = ηλιοκαμένος ηλοκαψία = καύμα ήλιου ηλοκόρασον = κόρη ωραία λάμπει σαν τον ήλιο ηλόλαμπο = λαμπρός όπως ο ήλιος ηλοξάψιμον = καύμα ηλιακό, λιοπύρι ηλοπαρέσα = μέρη προσήλια ηλόπαρμαν = ανατολή του ήλιου ηλόπορος = ευήλιος, προσήλιο ήλος = ήλιος ηλοτόπιν = τόπος προσήλιος ηλοτρόπιν = ηλιοτρόπιο ηλοφώταγμαν = φωτισμός ήλιου ηλοφωταγμένος = ηλιοφώτιστος ηλοχάραγμαν = ανατολή του ήλιου ήμαρτον = μετάνοια, μεταμέλεια ημέρα = ημέρα ημέρεμαν = ημερεύω ημερεύω = ημερεύω ημεροδούλιν = ημερομίσθιο ημεροθανάτ(ου) = Σάββατο προ της Πεντηκοστής ημεροκάματον = μεροκάματο ημερομάισσα = γυναίκα πονηρή ημερομιστιάρης = εργαζόμενος με ημερομίσθιο ημερομίστιν = ημερομίσθιο ημερόνυχτος = διάρκεια ενός ημερονυκτίου ήμερος = ήμερος ημεροφάει = τροφή μιας ημέρας ημερόφωτα = κατά την αυγή ημέρωμα = ξημέρωμα ημερώνω = εξημερώνω, τιθασεύω ημερώνω = αγρυπνώ ημερ’κον = ημερομίσθιο, μεροκάματο ήμπαν = οπουδήποτε ήμποιος = οποιοσδήποτε ημ’σάριν = η μισή ποσότητα ημ’σός = μισός ήνταν = οτιδήποτε ήντζ = οτιδήποτε ήντζαν = όποιος ήντιλεος = οτιδήποτε ήπαρη = ήπαρ, συκώτι ήσυχα = ήσυχα ησυχάζω = ησυχάζω ησύχαση = ησυχία ησυχίζω = γίνομαι ήσυχος ήσυχος = ήσυχος ητεύω = με μαγικές ευχές θεραπεύω σωματικώς ή ψυχικώς ηχόπον = σιγανό μέλος ήχος = ήχος ηχρά = όψη Θθαβάρα = εφιάλτης θαγατέρα = θυγατέρα θαγματούρι = θαύμα θαδάτσιν = στάχτη που σχηματίζεται σε αναμμένο κάρβουνο θάκιν = μαστός αγελάδας θαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου θάλασσα = θάλασσα θαλασσάκι = ακρογιαλιά θαλασσάκρα = ακρογιαλιά θαλασσέα = οσμή θάλασσας κατά την πνοή ελαφρού ανέμου θαλασσινός = θαλασσινός θαλασσομάννα = θαλάσσιο ζώο ακαλήφη θαλασσομάχος = εκείνος που μάχεται με τα κύματα της θάλασσας θαλασσομαχώ θαλασσομαχώ θαλασσομαχώ = θαλασσομαχώ θαλασσοπέντικος = μυς θαλάσσιος που έχει αντί δέρματος λεπτή μεμβράνη θαλασσοπούλλιν = θαλασσοπούλι θαλασσότερον = θαλάσσιο νερό θαλάσσωμα = τρικυμία θαλασσώνω = αρχίζει να γίνεται τρικυμία θαλύνω = φυτό που εκφύει βλαστούς και φύλλα θάμα = θαύμα θαμάζω = απορώ, θαυμάζω θάμασμαν = θαυμασμός θαμαστός = ο άξιος θαυμασμού, παράξενος θαματουρία = μέγα θαύμα θαμνίν = θάμνος θάμνος = θολός, θαμπός θαμπούρωμαν = θαμβώνομαι θαμπουρώνω = θαμβώνομαι θάμπωμαν = θαμπώνω θαμπώνω = θαμπώνομαι, αλλάζω χρώμα θανάσιμος = θανάσιμος θανατέα = οσμή θανάτου θανατίδιν = ότι τρώμε και προκαλεί αποστροφή για την δυσάρεστη γεύση και είναι κάτι σαν θανατηγόρο θανατικός = θανατικός θανατικός = φανατικός θανατίτα = χόρτο ή καρπός πικρός θανατίτζα = εξάνθημα που προμηνύει τον θάνατο θάνατος = θάνατος θανατώνω = θανατώνω θανέσα = μνημόσυνο με γεύμα θανή = θάνατος, κηδεία θαραπεία = θεραπεία θαραπεύουμαι = θεραπεύομαι θαραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά τη θεραπεία θάρεμαν = το να νομίζω κάτι θαρετός = εκείνος που νομίζει κάτι θάρρεμαν = ελπίδα θαρρεύκουμαι = ελπίζω, έχω θάρρος θαρρικά = ελπίδα θάρρος = θάρρος θαρρώ = έχω ελπίδα, βασίζομαι θαρώ = νομίζω θαφτούλιν = παιδί που είναι άξιο να ταφεί θάφτω = ενταφιάζω, θάβω θέατρον = θέατρο θέγα = δίχως θεγατέρα = θυγατέρα θέγιαν = δίχως θέγως = δίχως θειΐτζα = θειούλα θείος = θείος θέκα = φώκια θέκαλος = λέξη που δηλώνει θαυμασμό και έκπληξη θεκάριν = θήκη της μαχαίρας θεκλέας = αστείος, χαϊδεμένος θεκλεία = θωπεία, χάιδεμα θεκλέσα = ευτελή, ουτιδανός, μωρός θεκλεύκουμαι = αστειεύομαι θέκω = βάζω θελάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα θελακώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω θελέα = τυλίχτρα νήματος θελείναιμον = θέληση θελέκ(ιν) = κουμπότρυπα θελέκα = κουμπότρυπα, θηλιά θελεκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω θελεκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω θελέσα = εκουσίως, ματαίως θελεσινά = εκουσίως θέλημαν = θέλημα, επιθυμία θεληματάρης = πεισματάρης θεληματέας = ο εργαζόμενος κατά το θέλημά του θεληματικά = εκουσίως θεληματοπλέρωτος = ο απαιτών να πληρωθεί θέληση = απαίτηση, θέληση θελός = θολός θέλσιμον = θέληση, βούληση θελυκός = ζώο γένους θηλυκού θέλω = θέλω θελώνω = θολώνω θέμαν = θέμα, τμήμα, κομμάτι θέματα = αθέμιτα θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος θέμπερα = κατά τα εδώ μέρη θεμωνάζω = κάνω θημωνιά θεμώνιν = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ. θεμωνοκόλιν = η βάση της θημωνιάς θεμωνόπον = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ. θεμωνοστάτες = κάθετο ξύλο θημωνιάς, στο οποίο στοιβάζουν τα στάχυα θέξιμον = τοποθέτηση θεογνωσία = καλή διαγωγή θεοκατάρατος = θεοκατάρατος θεόκριτος = εκείνος που θα τον κρίνει ο θεός θεοξύριστος = σπανός θεοξύριστος = σπανός θεός = θεός θεοστερεωμένος = ο υπό του θεού στερεωμένος θεοτικά = ευσεβώς, εναρέτως θεοτικός = θεοσεβής, αγαθός, ενάρετος θεοφοβία = θεοσέβεια θεόφοβος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής θεοφοβούμενος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής θεόφτωχος = πάμπτωχος θεοχάλαστος = εκείνος τον οποίο χάλασε ο θεός θεοχαρίτωτος = από θεό πλημμυρισμένος με χάρες θεόχαρος = εκείνος που έχει τη χάρη του θεού θεόχριστος = στερεός θεπέκιν = μεγάλος αετός θεπέσα = κινήσεις και πράξεις γελοίες, σαν της μαϊμούς θερακή = μείγμα λευκής κηρήθρας και λευκού μελιού χρησιμεύουν ως αλοιφή θερακώνω = αποκτώ ευρωστία, ρώμη, οργίζομαι, φλεγμαίνομαι θεραπεία = θεραπεία θεραπεύκουμαι = καλοπερνώ, ησυχάζω, ευχαριστούμαι θεραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά την θεραπεία θεραπός = θεράπων, υπηρέτης θεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη θερίζω = θερίζω, αφανίζω, καταστρέφω θερίνα = αθερίνα θερινός = θερινός θερινόσυκον = το πρώτο ωριμάζων σύκο του Ιουλίου θερίον = θηρίο θεριόνερο = νερό άγριο, τρομερό θερίος = άγριος, ανήμερος, υπερμεγέθης θέρισμαν = θέρισμα θερισμάτιν = μέρος κατάλληλο για θέρισμα θεριστής = θεριστής θεριώνω = εξαγριώνομαι θερμά = θερμά θέρμα = θερμότητα θερμαίνω = γίνομαι θερμός θερμασέα = θερμότητα θέρμαση = θερμότητα θερμόξυλον = είδος τζιτζιφιάς θερμός = θερμός, ζεστός θερμωτός = εκείνος που φαίνεται να έχει πυρετό θεροκοπώ = εξαγριώνομαι θέρος = θερισμός θέρωτρο = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη θέσα = σκόρος θέση = θέση θεωνάς = υβριστικός, άπιστος θεωρητικός = εκείνος που έχει ωραίο παρουσιαστικό θεωρία = παρουσιαστικό ανθρώπου θεωσφόρος = δαίμονας θήκω = βάζω θηλύκα = κουμπότρυπα, θηλιά θηλυκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω θηλύκιν = κουμπότρυπα θηλυκοβολέα = το γένος των γυναικών θηλυκός = ζώο γένους θηλυκού θηλυκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω θήμασμαν = ειδικός γαμήλιος χορός αποτελούμενος από τους νεόνυμφους και εφτά μονοστέφανα ανδρόγυνα θημίζω = χορεύω τον γαμήλιο χορό με τους νεόνυμφους τραγουδώντας γαμήλιο άσμα, τραγουδώ το άσμα των Χριστουγέννων θήμισμαν = άσμα των Χριστουγέννων θημιστόν = ειδικός γαμήλιος χορός θησαυρός = θησαυρός θίγα = δίχως θίχα = δίχως θίχως = δίχως θίως = δίχως θλιβερά = θλιβερά θλιβερακά = θλιβερά θλιβερακός = θλιβερός θλιβερός = θλιβερός θλίβομαι = θλίβομαι θλίψη = θλίψη θόγαλα = το καϊμάκι του γάλακτος θογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα θογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγουν το ανθόγαλα θογαλίζω = χωρίζω το ανθόγαλα από το άπαχο γάλα θογαλοβάρελον = βαρέλι στο οποίο περισυλλέγεται το ανθόγαλα θογαλόπον = λίγη ποσότητα ανθογάλατος θογαλότανον = υπόξινο γάλα υπολειπόμενο μετά την εξαγωγή βουτύρου θογαλοχάβιτζον = έδεσμα παρασκευασμένο από αλεύρι και ανθόγαλα θοδωρίζω = νηστεύω την πρώτη εβδομάδα της Τεσσακοστής θοκάρ(ιν) = φτυάρι για μεταφορά ανθράκων θοκάριν = θήκη της μαχαίρας θόλα = αλισίβα για πλύσιμο θόλιν = θολός, καμάρα θολομαχώ = δεν διακρίνω, πληγή που φλεγμαίνετε θολός = θολός θόλωμαν = θόλωμα θολώνω = θολώνω θομαρέα = οσμή θυμαριού θομάριν = θυμάρι θομαρόστυπα = τουρσιά από θυμάρι θονάρα = τόπος που συσσωρεύονται δέματα σταχυών θονός = θημωνιά θουμουράζω = γίνομαι μαλακός, απαλός, υπερωριμάζω θούμπουρον = φυτό βουνού θουρμούλ(ιν) = ψίχουλο θουρμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θουρμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θράκα = σωρός αναμένων ανθράκων θρακαρέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το φτυάρι (θρακάριν) θρακάριν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων θράκι = σωρός αναμμένων ανθράκων θράκωμαν = πυράκτωση ανθράκων θρακώνω = ανάβω άνθρακα, ανάβω θρακωτός = πυρακτωμένος θρασκέας = δυτικός άνεμος θράσκεμαν = πλημμύρα θρασκεύω = πλημμυρίζω θρέμμαν = ανάθρεμμα θρέφω = τρέφω θρήνος = θρήνος θρηνώ = θρηνώ θρησκεία = θρησκεία θρήσκος = θρήσκος θρίσσα = είδος μικρού ψαριού θρισσίν = είδος μικρού ψαριού θροκάρ(ιν) = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων θρονάουμαι = ενθρονίζομαι θρόνος = θρόνος θρουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θρουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θρουμμούλιν = ψίχουλο θροφή = τροφή θροφούδιν = είδος φαγητού θρεπτικό θρύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θρύμμα = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό υδαρές θρύμπος = θρούμπι θρύμσα = αποτρίμματα ξηρών φύλλων θρύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θρύψιμον = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θυγατέρα θυγατέρα θυγατέρα = θυγατέρα θυγατερίτζα = θυγατέρα θυλάκιν = δερμάτινο σακούλι θυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές θυμάζω = θυμιάζω θυμαντόν = θυμιατήρι θύμαρη = είδος ευώδους χόρτου θύμεψη = ενθύμηση θύμεψη = ενθύμηση θυμή = ενθύμηση θυμητικόν = μνημονικό, μνήμη θυμίαμαν = θυμίαμα, λιβάνι θυμιαματέα = οσμή θυμιάματος θυμιατός = θυμιατήρι θυμίζω = υπενθυμίζω θυμός = θυμός θυμούμαι = σκέφτομαι, θυμάμαι θύμπρον = φυτό βουνού θυμώνω = θυμώνω θυμωτής = θυμώδης, οργίλος θύριν = θύρα, πόρτα θύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θώπεκας = τσακάλι θωρέα = όψη, θωριά, ομορφιά θωρέματα = εμμηνόρροια θώρετρα = δώρα γαμπρού θωρίζω = ξεθωριάζω θωρώ = βλέπω Κκα = κάτω καβά = καφές, καφενείο καβάζης = κλητήρας βασιλιά καβάκιν = λεύκη καβαλάρης = ιππέας καβαλίκα = καβαλίκευε καβαλίκω = ιππεύω καβάλιν = αυλός, φλογέρα καβαλκεύω = ιππεύω καβαλκιάζω = βοηθώ κάποιον να ιππεύσει καβαλκιαστά = σταυρωτά, το ένα πάνω στο άλλο καβαλκιαστός = ο επιβαλλόμενος πάνω στον άλλον καβαλόπον = αυλός, φλογέρα καβατζής = καφεπώλης καβγά = καυγάς καβέα = πλήθος πραγμάτων ατάκτως βαλμένα καβίδα = γάντζος καβίλα = σφήνα προς έμφραξη τρύπας κάβος = ακρωτήρι, άκρο παντός πράγματος καβούνιν = πεπόνι καβούρεμαν = καβούρδισα καβουρευτός = καβουρδισμένος καβουρεύω = καβουρδίζω καβουρμά = καβουρμάς καβράν(ιν) = κυψέλη μελισσών από κορμό δέντρου καβρών(ιν) = κάρβουνο καγανάζω = θερίζω με δρέπανο καγανέα = χτύπημα με δρέπανο καγανέα = ποσότητα χόρτων όση κοπεί με το δρέπανο καγανέσιν = το θεριζόμενο με δρέπανο καγανεύω = θερίζω με δρέπανο καγανίασμαν = θέρισμα με δρέπανο καγάνιν = δρέπανο καγάνισμαν = θέρισμα με δρέπανο καγανόπον = δρέπανο καγιά = σκόπελος, ύφαλος καγιάδιν = ύφαλος καγιάνα = στοίβα ξύλων καγιανάζω = στοιβάζω ξύλα καγιουράδιν = ψιμύθιο γυναικών καγκαλιδέριν = κατσαρό καγκαμμίαν = ενίοτε, κάποτε καγκαράζω = κυρτώνομαι, καμπυλώνομαι καγκαρεύω = αναρριχώμαι κάγκαρος = αράχνη καγκάσιν = κατάξηρος καγκελάζω = σχηματίζω κοσμήματα ελικοειδή καγκελαχτός = ελικοειδής καγκελίζω = συσπειρώνομαι ελικοειδώς, κουλουριάζομαι καγκέλιν = δρόμος ελικοειδής καγκελίτζα = ελικοειδή ποικίλματα σε μάλλινες κάλτσες καγκελωτός = ελικοειδής καγκιάριν = πολύ ισχνό ζώο καγκουραχτός = καμπυλωτός, κυρτός καγκουρώνω = καμπυλώνω, κυρτώνω καγκουρωτός = καμπυλωτός, κυρτός καδίν = κάδος καδίνα = καδένα καερίζω = κακαρίζω καερίσματα = κακαρίσματα καζάνεμα(ν) = κερδοσκοπία καζανεύω = κερδίζω χρήματα καζάνιν = καζάνι καζαντζής = ο κατασκευαστής των χάλκινων σκευών καζέα = οσμή πετρελαίου καζερόν = δοχείο πετρελαίου κάζιν = πετρέλαιο κάζιν = είδος αφάνας καζίν = κατσαρό καζόπον = λίγη ποσότητα πετρελαίου καζόσκευον = δοχείο πετρελαίου κάζω = καίω καζώνω = διαβρέχω με πετρέλαιο καημενίτζος = καημένος καημένος = καημένος καημός = καημός κάθα = κάθε καθαείς = καθένας καθαρά = καθαρά καθαρίζω = καθαρίζω καθαρικά = τα παρασκευάσματα από καθαρό αλεύρι καθάριν = ολόκληρος ο άρτος καθάριση = ο πλακούντας των εμβρύων του ζώου καθάρισμα(ν) = καθαρισμός Καθαροδευτέρα = Καθαρή Δευτέρα καθαροδευτεράτ’κα = κατά την Καθαρά Δευτέρα καθαρός = καθαρός καθαροφονία = ξαστεριά καθαρόψωμον = άρτος καθαρός από σίτα κάθε = κάθε καθεαυτού = καθεαυτού καθέδρα = βασιλικός θρόνος καθείς = καθένας καθέκαστα = γεγονότα, συμβάντα καθελακός = τέλειος καθ’ όλα κάθεν = κάτω κάθεν-καικά = παρακάτω κάθεν-κέσου = κατά το κάτω μέρος κάθεν-κιάνου = εκ των κάτω προς τα άνω καθένας = καθένας καθεσία = καθισιά καθέσιμο = ο τρόπος που κάθεσαι καθεστακός = καθιστικός καθέτερος = κατώτερος καθηγούμενος = καθηγούμενος καθημερινός = καθημερινός καθημερούσια = καθημερινώς καθημερούσιος = καθημερινός καθίζω = καθίζω καθίν = ακροβελία καθισία = καθισιό κάθισμαν = το να κάθεσαι αργά καθιστά = καθιστά καθιστέρα = το ξύλο πάνω στο οποίο κάθονται οι όρνιθες καθιστέριν = οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάθισμα καθιστικά = καθιστά καθιστικός = καθιστικός καθιστός = καθιστός καθιστούμενος = καθιστός καθίστρα = τόπος κατάλληλος καθ’ οδών για κάθισμα και ανάπαυση καθίφτρα = καθρέφτης κάθοικα = καθήκοντα καθόλου = καθόλου κάθομαι = κάθομαι, αναμένω καθόπον = ακροβελία καθόρι = κατακάθι λαδιού καθοσία = καθισιό καθουσία = καθισιό καθρέφτης = καθρέφτης καθύτερος = κατώτερος καθώς = καθώς καθώτερος = κατώτερος κάι-κάι = στην παιδική γλώσσα πυρ, φως καΐα = έγκαυμα καΐζω = κλαυθμυρίζω, κραυγάζω καικά = εκεί καΐκιν = λέμβος, καΐκι καϊκτζής = λεμβούχος, βαρκάρης καϊκώνω = λυγίζω, κυρτώνω καιμάκιν = καϊμάκι, πίαρ καιμακλίν = αφρώδες καφές καιμανίτζα = είδος χόρτου το οποίο αν τριφτεί στο σώμα προκαλεί πληγή καινούρα = πριν από λίγο, τελευταία καινουργάδι = αργός πρώτο καλλιεργούμενος καινουργέα = η πρώτη καλλιέργεια αγρού καινούργιν = καινούργιος καινούργος = καινούργος καινουργόχτιστος = ο νεοχτισμένος καινούργωμαν = ανανέωση καινουργώνω = ανανεώνω καινουρλάεμαν = ανακαίνιση καινουρλαεύω = ανακαινίζω καινουρωτός = καινούργιος καιρός = καιρός καΐσιν = λουρί χρησιμοποιούμενο ως ζώνη καιτάν(ιν) = γαϊτάνι καιτανλής = ο κοσμημένος με γαϊτάνι καιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι καιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι καιτέ = μέλος, σκοπός άσματος καίω = καίω, καταστρέφω, εξολοθρεύω κακά = κακά κακαδεύω = ασθενώ, αρρωσταίνω κακαδίκιν = ασθένεια, αρρώστια κακαδικόπον = ασθένεια ελαφριά κακαλέα = άγριο δέντρο κακαλέας = ένορχις, αρσενικός κακάλμεχτον = ζώο που δύσκολα αρμέγεται κάκαλον = όρχις ανθρώπου ή ζώου κακανάστετος = παιδί που μεγαλώνει με δυσκολίες όσο αφορά την καχεκτική κατάσταση της υγείας κακανίζω = κακαρίζω κακάνισμαν = κακάρισμα κακάντριστος = η ατυχήσασα στο γάμο γυναίκα κακαρίζω = κακαρίζω κακαρίνα = είδος πλοιαρίου με κυρτή πρώρα κακαρινομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη κακαρινωτός = τοξοειδής κακάς = άρρωστος κακατζεύω = κατακαίομαι, καταξηραίνομαι κακάτζι = κατακαμένος, κατάξηρος κακέγβαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος κακεύρετος = ο δύσκολα ευρισκόμενος κακεύω = δύστροπος κακέψετος = ο δύσκολα ψημένος κακέψιν = κακόβραστο κάκη = έχθρα κάκητα = έχθρα κάκια = δυστροπίες και γκρίνιες ασθενών και μικρών παιδιών κακία = κακία κακιάσκουμαι = μισώ, δυσαρεστούμαι κακινάνευτος = δύσπιστος κακίσκουμαι = αγανακτώ, οργίζομαι κάκισμαν = αγανακτώ, οργίζομαι κάκιωμα(ν) = μισώ, δυσαρεστούμαι κακιώνω = μισώ, δυσαρεστούμαι κακκάβιν = χύτρα κακκαλάτες = ένορχις κακκαλέα = μεγάλη απάτη εις βάρος κάποιου κακκαλέσιν = εκείνος που είναι παρασκευασμένο από όρχεις κακκαλίτζος = ένορχις, αρσενικός κάκκαλο(ν) = όρχις ανθρώπου ή ζώου κακκαλομάγουλης = εκείνος που έχει φουσκωμένα μάγουλα κακκαλόμηλο = είδος μήλου ωοειδούς κακκαλούδι = όρχις ανθρώπου ή ζώου κακκαλούδικα = συκάμινα μεγάλου μεγέθους κακκαλοφάγας = είδος δενδροβίου καμπής τριχωτής κακκάν = αφόδευμα κακόβραστον = κακόβραστο κακογεννέτρα = δύστοκος κακογεννώ = κακογεννώ κακογνωμία = δυστροπία κακογνωμίζω = γίνομαι δύστροπος κακόγνωμος = δύστροπος κακόγραια = γριά διεστραμμένη κακοδάλιν = νήμα που δύσκολα διαλύεται κακοδέβαστος = εκείνος που δύσκολα διαβάζεται κακοεξοδεύκουμαι = σπαταλώ κακοεξοδευτής = σπάταλος κακοζώετος = εκείνος που ζει άσχημη ζωή κακοζωία = κακοζωία κακοθάνατα = κακοθάνατα κακοθάνατος = κακοθάνατος κακοθέριν = το άσχημα θεριζόμενο κακοκαιρία = κακοκαιρία κακοκαίριν = κακοκαιρία κακοκαρδίζω = κακοκαρδίζω κακόκαρδος = κακόκαρδος κακοκόριτζον = ανάγωγο κορίτσι κακόκρεος = εκείνος που έχει κακό κρέας κακοκυβέρνετος = ο δύσκολα κυβερνώμενος κακολό(γ)εμαν = κακολογώ κακολογία = κακολογία κακολογώ = κακολογώ κακομαθάνω = κακά συνηθίζω κακομάθεμαν = δυσανασχέτηση στις στερήσεις διότι έχει συνηθίσει στην καλοπέραση κακομάθετος = εκείνος που έχει συνηθίσει στις σκληραγωγία κακομένω = ταλαιπωρούμε κατά την διανυκτέρευση κακομοιρία = κακομοιριά, δυστυχία κακομούντζουνος = ασχημοπρόσωπος κακονουνίζω = βάλω κακό στο μυαλό μου κακονουνίστρα = εκείνη που σκέφτεται επίμονα ότι κακό θα συμβεί κακονυχτία = το να περάσει κάποιος κακή νύχτα κακονυχτίζω = περνώ άσχημα τη νύχτα κακοπαθάνω = κακοπαθαίνω κακοπάθεμαν = δυστυχία, ταλαιπωρία κακοπαίδιν = κακό παιδί κακόπαρτος = ο δύσκολος στην εκτέλεση κακοπέβγαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος κακοπείρα = δυστυχής κακοπειράουμαι = δυστυχώ, υποφέρω κακοπειρία = η πείρα των δυσκολιών της ζωής κακοπειρίαγμαν = δυστυχώ, υποφέρω κακοπειρώ = δυστυχώ, υποφέρω κακοπέραση = κακοπέραση κακοπέσετος = εκείνος που είναι ανήσυχος στον ύπνο του κακοπίταγος = δύστροπο παιδί κακοπλερώνω = κακοπληρώνω κακοπλερωτής = κακοπληρωτής κακοπλέρωτος = εκείνος που θα πεθάνει δυστυχής κακοπορεύουμαι = δύσκολα κερδίζω τα προς το ζην κακοπόρευτος = ο δύσκολα πορευμένος στη ζωή κακοπούλετος = ο δύσκολα πωλούμενος κακοπροαίρετος = κακοπροαίρετος κακοπροξένετος = εκείνος του οποίου η προξενιά δεν πετυχαίνει κακορεξάζω = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση κακορεξία = ανορεξία κακορεξίασμαν = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση κακόρεξος = εκείνος που δεν έχει όρεξη κακορριζικία = κακό ριζικό κακορρούζω = πέφτω άσχημα κακός = κακός κάκος = δυσοίωνο συναπάντημα κακοσκότωτος = ο σκοτωμένος με κακό τρόπο κακόστομος = υβριστής, ανόρεκτος κακοστοχία = δυσμάθεια κακόστοχος = δυσμαθής κακόσυρτος = ανυπόφορος κακότα = κακία, μοχθηρία κακοτραγωδώ = τραγουδώ άσχημα, κακοήχως κακοτυχία = κακοτυχία κακότυχος = κακότυχος κακούλα = οι τρίχες των κροτάφων των ανδρών κακούρα = ράβδος με την οποία κατεβάζουν τα κλαδιά των δέντρων προς συλλογή των καρπών κακουρτάκιν = πράγμα πολύ ξηρό κακουρώνω = κυρτώνω, καμπυλώνω κακοφάγκιαχτος = απαίσιο ζώο ή νεκρός εμφανιζόμενος σε όνειρο κακόφανος = εκείνος που θεωρείται απαίσιος κατά την πρωινή συνάντηση κακοφορμίζω = προκαλώ φλεγμονή κακοχάπαρος = εκείνος που φέρνει κακές ειδήσεις κακοχειμάζω = ζώα που περνούν κακό χειμώνα κακοχείμασμαν = ζώα που περνούν κακό χειμώνα κακοχούι = κακό ελάττωμα κακόχρεος = κακοπληρωτής κακοχρονία = κακή χρονιά λόγω αφορίας κακόχρονον = κακή τύχη κακοχώνευτος = κακοχώνευτος κακόψετος = ο δύσκολα ψηνόμενος κακόψιν = κακόβραστο κακοψύχιν = αηδία, σιχασιά που αισθάνεται έγκυος γυναίκα κακοψύχος = η κατάσταση της εγκύου καθ’ ότι επιθυμεί αλλόκοτα εδέσματα κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα που αηδιάζει κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα επιθυμώ αλλόκοτα εδέσματα κακύνω = θυμώνω, κακιώνω κακωσύνη = πράξη κακή καλά = καλά καλά = καλός καλαγκούδα = είδος νυφίτσας καλαδελφός = αδελφός αγαπητός, καλός, γνήσιος καλαθάζω = βάζω σε καλάθι καλαθάριν = είδος μεγάλου καλαθιού καλαθάς = ο κατασκευαστής καλαθιών καλαθέα = ποσότητα όση χωράει ένα καλάθι καλαθερή = είδος καλαθιού με σκέπασμα καλαθίασμαν = βάζω σε καλάθι καλάθιν = καλάθι καλαθίνα = μεγάλο καλάθι με σκέπασμα καλαθοκέφαλος = εκείνος που έχει ατημέλητα μαλλιά καλαθομύτης = εκείνος που έχει κοντή και χοντρή μύτι καλαθόστομον = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού καλαθότσουλο = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού καλάθωμαν = τοποθέτηση μπουγάδας στο καλάθι καλακονώ = τροχίζω καλαλμέγω = αρμέγω καλά καλάλμεχτον = ζώο εύκολα αρμεγμένο καλαμάδραχτον = αδράχτι με το οποίο διαπερνούν τα καλάμια για να τυλίξουν σε αυτά το νήμα καλαμάζω = τυλίγω νήμα στα καλάθια καλαμάνιν = φυτό με ποώδες καλαμοειδείς διακλαδώσεις καλαμάντζιν = λιπόσαρκος καλαμάριν = μελανοδοχείο, καλαμάρι καλαμίδιν = καλαμιά καλαμιδόχορτον = χόρτα καλαμοειδές διαχωριζόμενα από τα στάχυα κατά το θερισμό καλαμίζω = τυλίγω στα καλάμια νήμα καλάμιν = καλαμιά καλαμίστρα = άξονας τροχού ανέμης στο οποίο περνούν καλάμια για να τυλίξουν σε αυτό νήμα καλαμιώνα = τόπος όπου φύονται καλάμια καλανάρχης = κανονάρχης καλαναρχώ = κανοναρχώ καλανάστετος = ευτραφής, καλοαναθρεμμένος καλανθρωπεύκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος καλανθρωπίσκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος κάλαντα = κάλαντα καλαντάζω = λέω κάλαντα καλανταρέσιν = ζώο που έχει γεννηθεί τον Ιανουάριο Καλαντάρης = Ιανουάριος καλανταρίζω = δίνω δώρο χριστουγεννιάτικο καλανταρίτζα = είδος θάμνου καλάντασμαν = προσφορά δώρων σε παιδιά τα Χριστούγεννα καλαντάτ’κα = δώρα της Πρωτοχρονιάς καλαντέσα = δώρα της Πρωτοχρονιάς καλαντοκιούτουκο = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς καλαντοκούριν = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς καλαντόνερον = νερό αντλούμενο τα κάλαντα καλαντουρογυρεύτρα = εκείνη που ζητιανεύει τον Ιανουάριο Καλαντοφώτα = γιορτή της πρωτοχρονιάς και των φώτων καλαντρειωμένος = ο κάλλιστος στην ανδρεία και ρώμη καλάντριστος = γυναίκα ευτυχισμένη στο γάμο της καλαπαλούκιν = πράγμα περιττό που προξενούν βάρος καλαπίταγος = παιδί που πρόθημα εκτελεί θελήματα καλαπόδιν = το καλαπόδι των υποδηματοποιών καλάπως = βεβαίως καλαρμώνω = κλείνω καλά καλατζεία = ομιλία, συνομιλία καλάτζεμαν = λόγος, ομιλία καλατζευτά = ομιλώντας καλατζευτάνος = ομιλητικός, πολυλογάς καλατζεύω = ομιλώ, συνομιλώ καλατζή = ομιλία, συνομιλία καλαφάτης = εργάτης που ασχολείται με το καλαφάτισμα πλοίων καλαφέντης = καλός αφέντης καλγιανίτζης = πτηνό με κόκκινη ουρά καλέβρα = είδος υποδήματος καλεβράς = εκείνος που κατασκευάζει καλέβρες καλέγβαλτος = δρόμος εύκολα διανυόμενος καλέμιν = κάλαμος γραφής, καπνοδόχος καλερή = μουσικό όργανο λύρα κάλεσμα = κάλεσμα, πρόσκληση καλέστερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ καλεστής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλετάνος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλετερεύω = καλυτερεύω καλετερίζω = καλυτερεύω καλέτερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλετής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλεύκομαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός καλέψετος = εύκολα ψημένος καλέψιν = εύκολα ψημένος καλέω = καλώ κάλη = η αγαπητή σύζυγος καληζωία = καλοζωία καλημάννα = στοργική μάνα καλημέρα = καλημέρα καλημεράζω = καλημερίζω καλημέρασμαν = καλημέρισμα καλημερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλημέρα καλημερίζω = καλημερίζω καλημέρισμαν = καλημερίζω καληνύχτα = καληνύχτα καλησπέρα = καλησπέρα καλησπερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλησπέρα καλησπερίζω = καλησπερίζω καλησπέρισμαν = καλησπέρισμα καλιβώνω = καλιγώνω καλιβωσία = σάκος που περιέχει τα αναγκαία σύνεργα για πετάλωμα ζώου καλιδρομία = κατευόδιο κάλιν = το σύνολο των ερίων της κουρά προβάτου καλίπιν = μήτρα, καλούπι καλίτζα = η αγαπημένη σύζυγος καλίτζικος = καλούτσικος καλκάνιν = καλκάνι κάλλα = καλύτερα καλλεμέντζα = εκείνη που έχει κάλλος καλλιάζω = αποκτώ χρώμα, ομορφαίνω καλλίων = καλύτερος κάλλος = ομορφιά κάλλυμαν = γίνομαι ωραίος καλλύνω = γίνομαι ωραίος καλοανάστετος = παιδί που μεγαλώνει χωρίς αρρώστιες καλοανοίγω = ανοίγω καλά καλοβλάφκουμαι = υφίσταμαι καίρια βλάβη καλοβουκώνω = μπουκώνω προσεκτικά καλόβουλος = καλόβουλος καλοβράζω = βράζω κάτι καλά καλογειτόνευτος = εκείνος που έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες καλογειτονεύω = φέρομαι καλά στους γείτονες καλογέλαστος = γελαστός, χαρούμενος καλογεννέτρα = γυναίκα που γεννάει εύκολα καλογέννιν = μωρό που γεννήθηκε εύκολα καλογεννούδα = γυναίκα που γεννάει πολλά και καλά τέκνα καλογεννούδικο = ζώο που γεννάει πολλά και καλά καλογεννώ = γεννώ εύκολα καλογερεία = καλογηρική καλογέρεμαν = καλογυρεύω καλογερική = καλογερική καλογερίτα = μήλο στενόμακρο καλογερίτζα = είδος εντόμου μελανού χρώματος καλογερίτζος = καλογεράκος καλόγερος = καλόγερος καλογερώ = φτάνω στα γηρατειά καλογηρεύω = καλογυρεύω καλογίνουμαι = ωριμάζω καλά καλογιός = καλός υιός καλογνεφίζω = καλοξυπνώ καλόγνεφος = εκείνος που ξυπνά εύκολα καλογνωμία = καλή γνώμη καλόγνωμος = εκείνος που έχει καλή γνώμη καλογνωρίζω = γνωρίζω κάποιον καλά, βλέπω καλά καλογομώνω = γεμίζω καλά καλογραία = μοναχή καλογραίτζες = είδος μύκητα εδωδίμου μαύρου χρώματος καλοδάλιν = νήμα που εύκολα περιπλέκεται καλοδεβάζω = διαβάζω καλά καλοδένω = δένω καλά καλοδέχκουμαι = καλοδέχομαι καλοδία = καλός δρόμος καλοδοικώ = διορθώνω καλοδουλεύω = δουλεύω καλά καλοδρομάζω = ξεπροβοδίζω καλοδρομία = ξεπροβόδισμα καλοδρομίζω = ξεπροβοδίζω κάλοε = καλέ καλοεντρανώ = βλέπω, παρατηρώ καλά καλοεντράνωτος = εκείνος που είχε καλή περιποίηση καλοζώ = ζω καλά καλοζώετος = καλοπέραση καλοθάνατα = με καλό θάνατο καλοθάνατος = εκείνος που παθαίνει ήσυχα χωρίς αρρώστιες καλοθελέσιος = καλόκαρδος καλοθέριν = εκείνος που θερίζεται εύκολα καλοθήκω = καλά τοποθετώ καλοθρονίζω = ενθρονίζω καλά καλοθύμετος = εκείνος που είναι άξιος καλής μνήμης καλοκαθίζω = βάζω κάποιον να καθίσει καλά καλοκάθομαι = κάθομαι καλά καλοκαιράζει = καλοκαιράζει καλοκαίρης = καλοκαίρι καλοκαιρία = καλοκαιρία καλοκαιρίζω = καλοκαιριάζω καλοκαίριν = καλοκαίρι καλοκαιρ’νός = ανοιξιάτικος καλόκακα = πότε καλά πότε κακά καλόκαρδα = καλόκαρδα καλοκαρδεμένα = καλόκαρδα καλοκαρδίζω = καλοκαρδίζω καλόκαρδος = καλόκαρδος καλοκείμαι = στοιβάζομαι καλά καλόκλωστος = εκείνος που εύκολα μεταπείθεται καλοκόνομος = καλό οικονόμος καλόκοπος = εκείνος που εύκολα κόβεται καλοκόρασον = καλό κορίτσι καλοκρατώ = κρατώ καλά καλοκυβέρνευτος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του καλοκυβέρνητος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του καλολαλώ = μιλώ καλά καλολογώ = μιλώ καλά καλομαθάνω = καλομαθαίνω καλομάθετος = καλομαθημένος Καλομηνάς = Μάιος Καλομηνέσιν = εκείνο που παράγεται τον Μάιο καλομηνεύκουμαι = φέρομαι σαν τον Μάιο καλομηνύω = ειδοποιώ, μηνύω καλονουνίζω = σκέφτομαι καλά καλοξέρω = γνωρίζω καλά καλοξύζω = ξύνω καλά καλοπαθάνω = παθαίνω δίκαια καλοπαίρω = υποδέχομαι κάποιον με καλό τρόπο καλόπαρτος = εύκολος στην εκτέλεση καλοπεινώ = πεινώ πολύ καλοπέραση = καλοπέραση καλοπέρασμαν = καλοπερνώ καλοπέραστος = ο καλώς παρερχόμενος καλοπερώ = καλοπερνώ καλοπέσετος = εκείνος που κοιμάται καλά και ήσυχα καλόπιστος = καλόπιστος καλοπίταγος = που πρόθημα εκτελεί θελήματα καλοπίχαρος = γελαστός, πρόσχαρος καλοπλέκω = πλέκω τεχνικά καλοπλερώνω = πληρώνω καλά τα χρέη μου καλόπλυτος = καλά πλυμένος καλοπορεύομαι = ζω καλά με άνεση οικονομική καλοπόρευτος = ζω με ευπορία καλοπροαίρετος = καλοπροαίρετος καλοπροσωπεύκομαι = υποκρίνομαι τον ηθικά άμεμπτο καλορριζικία = ευδαιμονία, ευτυχία καλορρίζικος = καλορίζικος καλορωτώ = ρωτώ να μάθω τι ακριβώς κάλος = πρόσκληση καλός = καλός καλοσιμώνω = πλησιάζω πολύ καλόσπαος = ζώο εύκολα σφαζόμενο καλοσταλίζω = σταματώ καλά καλοσταμνίζω = δένω καλά μέσα στο στάβλο καλόστομος = εκείνος που λέει καλούς λόγους καλοστοχάσκομαι = προσέχω, βλέπω καλά καλοστόχευτος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος καλόστοχος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος, ευφυής καλοστρατεία = κατευόδιο καλοστρατεύω = κατευοδώνω καλοστρατίζω = κατευοδώνω καλοσυένευτος = εκείνος που φέρεται καλά στους συγγενείς καλοσφραγίζω = σφραγίζω καλά καλοτέρεμαν = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά καλοτηρώ = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά καλοτίμετος = εκείνος στον οποίο γίνεται τιμητική υποδοχή καλοτοπίζω = τοποθετώ καλά καλοτόπιν = τόπος όπου μένεις ευχαρίστως καλοτραγωδώ = τραγουδώ ωραία καλοτρανώ = βλέπω καλά, περιθάλπω καλοτρύπιν = εκείνος που έχει καλές τρύπες καλοτυλίζω = συστρέφω, τυλίγω στερεά καλοτυχία = καλοτυχία καλότυχος = καλότυχος καλουπιάζω = διπλώνω ρούχα καλούπιν = μήτρα, χυτήριο σφαιρών μολύβδου καλοφαγία = καλοφαγία καλοφάγκιαχτος = εκείνος που θεωρείται καλός οιωνός ζωντανός ή νεκρός εμφανιζόμενος στον ύπνο καλοφάζω = ταΐζω καλά καλοφανεμένος = ευπρόσωπος καλοφάνθουμαι = καλοφαίνομαι καλοφανίζω = φαίνομαι να έχω κάλλος καλόφανος = εκείνος που φαίνεται καλός στην υποδοχή καλοφόρετος = καλοφόρετος καλοφορώ = φορώ καλά καλοφράζω = φράζω καλά καλόφωνος = καλλίφωνος καλοχάρτζευτος = εκείνος που δαπανήθηκε καλά καλοχαρτζεύω = ξοδεύω σκοπίμως και όχι σπάταλα καλοχείμαγος = ζώο που τρέφεται εύκολα το χειμώνα καλοχειμάζω = ζώο που περνάει καλά το χειμώνα καλοχορτάζω = χορταίνω καλά καλοχρονία = καλή χρονιά καλοχτενίζω = χτενίζω καλά καλοχώνευτος = χωνεύω καλά καλοχώνω = χώνω καλά καλοψένω = ψήνω καλά καλόψετος = εύκολα ψημένος καλόψιν = εύκολα ψημένος καλπάκιν = σκουφί καλπακίτζα = μικρό σκουφί καλπακόπουλλο = σκουφάκι κάλτζα = κάλτσα καλτζίνα = μάλλινη κάλτσα καλτζοδέμαν = δέμα της κάλτσας καλτζοδέτρα = δέμα της κάλτσας καλτζορράμμιν = νήμα κάλτσας καλτζοτζούπιν = καλτσοβελόνα καλύβιν = καλύβα καλυβοστέγαστον = οίκημα πρόχειρα στεγασμένο σαν καλύβα καλυμμαύκιν = κάλυμμα κεφαλής των ιερωμένων καλυμμένος = καλυμμένος καλυμπώνω = καμμύω καλύνω = αναρρώνω καλυτερεύω = καλυτερεύω καλυτερίζω = βελτιώνομαι καλυτέρισμαν = βελτιώνομαι καλύτερος = καλύτερος καλύφιν = εκείνο που εύκολα υφαίνεται κάλφας = μηχανικός αρχιμάστορας καλώ = καλώ καλωράζω = επιτηρώ καλά καλωρίαστον = ζώο που εύκολα επιτηρείται κατά την βοσκή καλώς = καλώς καλωσηρθάζω = καλωσορίζω καλωσηρθίασμαν = καλωσόρισμα καλωσυνεύω = ασθενής που βελτιώνεται καλωσύνη = καλωσύνη καλωσώρεμαν = επίσκεψη στο σπίτι του νεοφερμένου ξενιτεμένου για χαιρετισμό καλωσωρεύω = χαιρετώ τον επισκέπτη καλωσωρίζω = καλωσορίζω καλωσώρισμαν = χαιρετισμός προς τον ξενιτεμένο κάμα = ξίφος, σπαθί κάμα = κάψιμο, έγκαυμα καμάκα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμακέα = χτύπημα με καμάκα καμάκιν = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμακόπον = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμακουλώνω = κυρτώνομαι καμακώνω = χτυπώ με καμάκα, επιβαίνω καμαλαρέα = σωρός ξερών κρεμμυδιών καμαρίτζα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμαροκόφτε = μικρό πριόνι κυρτού σχήματος καμαροφρύδα = καμαροφρύδα καμαροφρύδιν = φρύδι τοξοειδές καμαρώ = κύπτω, φέρνω τη νυφική καλύπτρα καμάρωμα = σκύψιμο, νυμφική καλύπτρα καμαρώνω = κλίνω, σκύβω καμαρωτέριν = νυφικό πέπλο καμαρωτός = εκείνος που έχει εξωτερικό σχήμα θόλου καμασέα = εργασία με ημερομίσθιο κάμαση = εργασία με ημερομίσθιο καματάρης = ο εργαζόμενος ημερομίσθιος καμάτεμαν = γίνομαι εργατικός, φιλόπονος καματερεύω = γίνομαι εργατικός καματερός = εργατικός, φιλόπονος καματερωσύνα = εργατικότητα, φιλεργία καματεύω = βάζω κάποιον να εργαστεί για μένα καματίζω = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία καμάτισμαν = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία κάματρο = μεροκάματο, ημερομίσθιο καμάτρος = εργατικός, φιλόπονος καμελάρης = καμηλιέρης καμελαύκιν = το κάλυμμα της κεφαλής των ιερωμένων καμέλιν = καμήλα καμελόπον = καμήλα καμενίτζης = εκείνος που έχει εγκαύματα καμενοσάνιδον = σανίδα από ξύλο καστανιάς πάνω στην οποία οι χρυσοχόοι κάνουν συγκόλληση κάμερου = κάπου καμήλα = καμήλα καμήλι = καμήλα καμιζόλα = πουκάμισο κάμινας = καύσωνας καμινεύω = καίω σε κεραμουργικό κλίβανο πήλινα αγγεία καμίνιν = καμίνι καμινόξυλον = ξύλο για εστία καμινώνω = φλέγω καμινωσία = η συσκευή του τσακμακιού καμινωτέριν = ο χάλυβας των πυροβόλων όπλων καμίσιν = πουκάμισο καμισόβρακον = πουκάμισο και σώβρακο μαζί καμισόλα = πουκάμισο καμισόπ’λλον = πουκάμισο καμμίαν = ποτέ καμμώνω = αποκοιμούμαι κάμνεμα = η νηματοποίηση του λιναριού κάμνω = εργάζομαι, δουλεύω, κάνω καμονή = καημός καμουρίζω = νυστάζω, ονειροπολώ κάμπα = κάμπια καμπάζω = αποκτώ κάμπια καμπάνα = καμπάνα καμπαναρείον = καμπαναριό καμπανίζω = ανατέλλω κάμποιος = κάποιος κάμπος = κάμπια κάμπος = κάμπος καμποσίκος = κάμποσος καμποσίτζικος = κάμποσος κάμποσος = κάμποσος καμπουράζω = καμπουριάζω καμπούρης = καμπούρης καμπουρίασμαν = καμπούριασμα καμπούρωμα = καμπουριάζω καμπουρωτός = καμπουρωτός καμποφάγας = πτηνό που τρώει τις κάμπιες καμποφαγούδιν = πτηνό που τρώει τις κάμπιες καμπώνω = αποκοιμούμαι κάμσιμον = το γνέσιμο του ερίου καμψέα = καμτσικιά καμψιλαεύω = μαστιγώνω καμψίν = μαστίγι κάμω = κάνω καμώματα = καμώματα κάν = μέχρι, έως καναβάτζα = σάκος από κάνναβη κάναβος = απείκασμα νερού εκ πηλού καναβούρι = πράξη κατά την οποία κατασκευάζουν από πηλό απείκασμα νερού κανακάριν = κανακάρης κανάκεμαν = περιποίηση, χάδια κανακεύω = κανακεύω κανάκια = πολύτιμα στολίδια κανάλιν = άνεμος που όταν πνέει ρυτιδώνει την θάλασσα κανάρα = κουνούπι κανάριν = καναρίνι καναρίνα = θαλάσσιο πτηνό κανάτα = κανάτα κανάτιν = φτερούγα, χαρτόνι, παντζούρι κανατώνω = δένω βιβλίο κανεβίζιν = ταφτάς κανέες = κενά μέρη επάνω από τα μεγάλα ερμάρια της οικίας κανεί = είμαι ικανός κανείμαι = είμαι ικανός κανείς = κανείς κανέλα = κινάμωμο κανεύω = καταπείθομαι, πιστεύω κάνι = στύλος, δοκός κανίν = φιαλίδιο κανισκιάρης = ο κομιστής κανίστρου που περιέχει δώρο κανίσκιν = δώρο που αποστέλλεται σε νεόνυμφους κανίστριν = κάνιστρο κανναβένος = ο καμωμένος από κάνναβη καννάβιν = κάνναβη κανναβίτζα = νήμα από κάνναβη κανναβλής = ο καμωμένος από κάνναβη κανναβορράμμιν = νήμα από κάνναβη κανναβόσπορος = κανναβόσπορος κανναβουρώνιν = αγρός από καννάβη κανοκιάλιν = τηλεσκόπιο, κιάλια κανόνα = κανόνας κανονάρχης = κανονάρχης κανοναρχώ = κανοναρχώ κανονίζω = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ κανονικόν = ετήσια χορηγία ιερέως προς αρχιερέα κανόνιν = φέρετρο εκκλησίας κανόνισμαν = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ κανταρά = βράχος καντάριν = στατήρας, καντάρι κάντζα = γάντζος, άγκιστρο καντζαρεύω = αναρριχώμαι καντζαρίζω = αναρριχώμαι κάντζαρος = αράχνη, ακρίδα καντζαρόσπιτον = ιστός αράχνης καντζί(ν) = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ. καντζιλίδα = συσπειρωμένο κλωστή καντζιμίτρα = έντομο καντζογραία = γριά καταρρυτιδωμένη καντζολόγεμαν = ο αποχωρισμός των φουντουκιών από την κάψα καντζολογεύω = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή καντζολογώ = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή καντζόπον = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ. καντζόπον = γάντζος, άγκιστρο καντζοσίρβιν = σούπα αρτυσμένη με κοπανισμένη ψίχα ξηρών καρπών καντζούρης = φιλάργυρος κάντζωμαν = καρυκεύω με σπασμένα καντζία καντζώνω = καρυκεύω με σπασμένα καντζία καντήλα = καντήλα καντηλάεμαν = φεγγοβολώ καντηλαεύω = φεγγοβολώ καντηλανάφτης = καντηλανάφτης καντηλάφτης = καντηλανάφτης καντήλιν = καντήλα καντηλίτζα = καντηλάκι καντηλόπον = καντηλάκι καντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω καντόζον = το εκατοστάρικο του κρασιού καντούρεμαν = πείθω καντουρεύω = πείθω καντραμάδα = κλάδος οπωροφόρου δέντρου με πολλούς καρπούς καντρίδιν = δερμάτινο λουρί συνδεόμενο με το ζυγό τον ρυμό του αρότρου κάντρον = φωτογραφία, κάδρο καντρούκιν = δέρμα ακατέργαστο και σκληρό καντρουκώνω = ισχναίνω καντυλάζω = πρήζομαι καπάκιν = καπάκι καπακώνω = καπακώνω καπαλάκι = αγριόφυτο με πλατιά φύλλα δυσώδη καπανάριν = βραχώδης έδαφος καπανέα = χτύπημα με πέτρα καπανεύω = αναθεματίζω καπάνιν = πέτρα, βράχος καπανοσκούλιν = κούφωμα βράχου καπαράμα = γάλος καπαρεύω = φουσκώνω καπαροτζούφιν = είδος θάμνου καπάτζιν = κόρα καπατζώνω = σχηματίζω κόρα κάπερου = κάπου καπετάνος = καπετάνιος καπέτζης = κασιδιάρης καπηλός = πρατήριο οινοπνευματωδών ποτών καπίστιν = χαλινός καπιτζάρης = μυλωθρός καπιτζεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα καπίτζιν = το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά καπιτζλαεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα καπλάνης = τίγρη καπνάριν = καπνισμένος καπνάς = καπνάς καπνέα = καπνίλα κάπνη = επικαθημένη καπνίλα στους τοίχους κάπνιγμαν = κάπνισμα καπνίζω = καπνίζω καπνικόν = αρχιερατική επιχορήγηση καταβαλλόμενη σε κάθε οικογένεια κάπνισμα(ν) = κάπνισμα καπνοθήκη = καπνοθήκη καπνοκούριν = κούτσουρο καμένο που αναδίδει καπνό καπνός = καπνός καπνοσακκούλα = σακούλα προς θήκη καπνού καπνόφυλλον = καπνόφυλλο καπνόφυτον = φυτό καπνού κάποθεν = από κάπου κάποιος = κάποιος καποσίκος = κάμποσος καποσίστικος = κάμποσος καποσίτζικος = κάμποσος κάποτε = κάποτε κάπου = κάπου καπούκιν = φλοιός, φλούδα καπούτζης = ψωραλέος καπράνι = αγριόχοιρος καπροχειλού = εκείνος που έχει χονδρά χείλη σαν του κάπρου καπρώνω = σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω κάπως = κάπως κάρα = κεφάλι καραβάνα = ανδρική βράκα καραβέα = ποσότητα πράγματος όση χωράει το πλοίο καραβέα = οσμή καραβιού καραβίδα = καραβίδα καράβιν = καράβι καραβόβαρκον = η βάρκα του καραβιού καραβοκύρης = καραβοκύρης καραβοπίσσιν = πίσσα μαύρη από καιόμενα έλατα καραβόπον = καραβάκι καραβοφόρτι = φορτίο πλοίου καρακάτζιν = κόρα του ψωμιού καραμουτάσκουμαι = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω καραμουτώνω = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω καραμφίλιν = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο καράνα = κουνούπι καραντίνα = καραντίνα καραπατάκης = μαύρη θαλάσσια πάπια καραπέτζης = κατάμαυρος καραπισταγκού = γυναίκα μαύρη στο σώμα καραπιστάνιν = κατάμαυρο καρατιουζένιν = μονόχορδο μουσικό όργανο καραφίλ(ιν) = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο καραχαμπάρι = κακή είδηση καραχανίες = λόγοι ανυπόστατοι καρβάλα = η αγκύλη του σκουλαρικιού κάρβος = η ανθρακιά της εστίας καρβωνάρειον = αποθήκη ανθράκων καρβωνάρης = ανθρακοπώλης καρβωνάριν = εκείνο που περιέχει πολλά κάρβουνα καρβωνάς = ανθρακοπώλης καρβώνιν = άνθρακας, κάρβουνο καρβωνογάστριν = εργαλείο των χρυσοχόων καρβωνοζώμιν = νερό μέσα στο οποίο σβήνουν αναμμένα κάρβουνα καρβωνόπον = καρβουνάκι καρβωντζής = ανθρακοπώλης καρβωνώνω = μαυρίζω, καρβουνιάζω καργιόλα = σιδερένια κλίνη καρδακός = ανδρείος, γενναίος καρδαμίτζα = καρδαμίτσα κάρδαμον = κάρδαμο καρδάρης = ανδρείος, γενναίος καρδάτες = ανδρείος, γενναίος καρδαχπαίνω = τρομάζω πολύ καρδελίνα = καρδερίνα καρδεύω = εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω καρδία = καρδιά καρδίζω = διεγείρω την προθυμία κάποιου καρδίτζα = καρδούλα καρδοκαίω = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά καρδόκαμαν = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά καρδόκομμαν = καταπτοώ καρδοκόφτες = εργαλείο χρυσοχόων καρδοκόφτω = καταπτοώ καρδοκόψιμον = καταπτόηση, τρόμος καρδοκοψίος = καταπτόηση, τρόμος καρδολαβίζω = λυπώ κάποιον κατάκαρδα κάρδομαν = κάρδαμο καρδοπαίζω = αγωνιώ, τρέμω καρδοπαίξιμον = ο παλμός της καρδιάς από φόβο καρδοπάνιν = πανί που καλύπτει το στήθος καρδόπον = καρδούλα καρδοπόνα = πόνος καρδιάς καρδοπονάουμαι = στενοχωριέμαι καρδοπόνεμαν = πονώ στην καρδιά καρδοπονίος = πόνος στομαχιού καρδοπονίουμαι = αισθάνομαι πόνο στο στομάχι καρδοπονίτα = φαγώσιμα που ενοχλούν το στομάχι καρδόπονος = πόνος στομαχιού καρδοπονώ = προξενώ λύπη, στενοχωρώ, μου πονάει το στομάχι καρδοσκώλεκον = σκώληκας των εντέρων καρδοσυλλυσμός = θλίψη καρδοσυλλύω = θλίβομαι πολύ καρδοτάραγμαν = εκείνο που ταράζει το στομάχι καρδοτάραγον = πράξη που προκαλεί αηδία καρδοτυραννισία = στενοχώρια, αδημονία καρδοχτύπιν = χτύπος, παλμός καρδιάς καρενίτα = χόρτο όμοιο με πράσο καρεφτός = σφιχτός καρή = γυναίκα καριάκι = ανάλατο νωπό βούτυρο καρίπης = αλλοδαπός καριπία = η κατάσταση του ξένου καρίπικον = έρημος, ορφανός καρίσιν = σπιθαμί καρίτσα = γυναίκα καρκαλάκιν = ξυλαράκι καρκαλάκος = νεωκόρος, κανδηλάπτης καρκανίτζα = βάδισμα πηδηχτό καρκαρίζω = βράζω θορυβωδώς καρκάρισμαν = βράζω θορυβωδώς καρκατσόνα = μέρη απόκρημνα καρκατσώνω = ανυψώνομαι ευθυτενώς καρκινεύω = αναρριχώμαι καρμάνα = είδος αδραχτιού καρμανέα = πράγμα ηλιοκαμένο καρμανίζω = στριφογυρίζω καρμανίουμαι = κατακαίομαι από τον ήλιο καρμανίτζα = είδος αδραχτιού καρμανιτζέα = ποσότητα νήματος όση χωράει η καρμανίτζα καρμανίτζιν = είδος αδραχτιού καρναλέα = ποσότητα όση χωράει το καρνάλιν καρνάλιν = μικρό καλάθι καρναλοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, ευήθης καρνίζω = αλληθωρίζω καρνομμάτης = αλλήθωρος καρνός = αλλήθωρος κάρνωμαν = αλληθώρισμα καρνώνω = αλληθωρίζω καρονέσιν = πόα, χλόη καρουλέα = ποσότητα νήματος όση χωράει το καρούλι καρούλιν = κουβαρίστρα καρούσιν = σπιθαμή καρπαρίτα = είδος θάμνου καρπένω = παράγω καρπό καρπερός = καρπερός καρπετίζω = σείομαι, κινούμαι καρπέτιν = είδος χοντρού μάλλινου εφαπλώματος καρπός = καρπός καρπουζάπιν = αχλάδι όμοιο με καρπούζι καρπούζιν = καρπούζι καρπουζοζώμιν = χυμός καρπουζιού καρπουζόπον = καρπούζι καρπούτζιν = κόρα του άρτου καρπύνω = παράγω καρπό καρπώνω = παράγω καρπό καρσανάς = εκείνος που παράγει και πωλεί καρσάνια καρσανέα = ποσότητα όση χωράει το καρσάνιν καρσάνιν = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως καρσανοκέφαλος = χοντροκέφαλος καρσανόπον = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως καρσού = αντίκρυ, απέναντι καρτάζιν = κάψα φουντουκιού καρτάης = αναμαλλιασμένος καρταλέας = εκείνος που έχει κόπρανα πάνω στο χιτώνα του καρτάλιν = γύπας καρτάλιν = ξηρά κόπρανα ανθρώπου κάρταλος = ξηρά κόπρανα ανθρώπου καρτανίζω = διαμελίζω, κατασπαράζω καρτέλισμαν = διαμελίζω, κατασπαράζω καρτερώ = καρτερώ καρτζάγκαλος = καλικάτζαρος καρτζάζω = αναρριχώμαι καρτζάλα = υπόγειος σφαιροειδής βολβός φυτού καρτζάλης = εξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος καρτζαλώνω = γουρλώνω τα μάτια καρτζαλώνω = αναρριχώμαι κάρτζασμαν = αναρρίχηση κάρτζιν = οι γαμψοί όνυχες ορνέου κάρτιν = λαχανικό εκτός εποχής καρτολέας = οσμή πατάτας καρτολένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα καρτόλιν = πατάτα καρτολοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά καρτολούχιν = κήπος με πατάτες καρτολώνω = ρυπαίνω με πατάτες κάρτον = ένα τέταρτο της ώρας καρτοφένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα καρτόφιν = πατάτα καρτοφοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά καρτοφοτόπιν = τόπος κατάλληλος για καλλιέργεια πατάτας καρτοφόφυλλον = φύλλο πατάτας καρτσίβελος = φειδωλός, φιλάργυρος καρτσουφλίζω = γρατσουνίζω καρτύνω = λαχανικά που αποβάλλουν την νωπότητα καρυδάς = έμπορος καρυδιών καρυδάτες = γλύκυσμα από καρύδια και ζάχαρη καρυδέα = οσμή καρυδιού καρυδέλαδον = καρυδέλαιο καρυδένος = ο παρασκευασμένος από καρύδια καρύδιν = καρύδι καρυδίτζα = καρυδάκι καρυδίτζιν = καρύδι καρυδίτζος = είδος μικρού πτηνού καρυδοκάντζιν = ψίχα καρυδιού καρυδόπον = καρύδι καρυδόπ’λλον = καρύδι καρυδοσάνιδον = σανίδι από ξύλο καρυδιάς καρυδοσίβριν = σούπα από χοντροαλεσμένο σιτάρι αρτυσμένη με ψίχα καρυδιού καρυδότζεφλον = τσόφλι καρυδιού καρυδόφυλλον = φύλλο καρυδιάς καρυδόφυτον = φυτό καρυδιάς κάρυες = μικρές ξύλινες τροχαλίες αργαλειού καρύκλα = όγκος σαν καρύδι στο κεφάλι κάρφα = νυφικό πέπλο καρφάριν = ξύλο με σειρά καρφιών στα οποία προσδένονται νήματα και υφαίνονται τάπητες καρφέα = ίχνος καρφιού καρφί(ν) = καρφί καρφίτζα = καρφίτσα καρφοκέφαλος = απρόκοφτος καρφόπον = καρφί κάρφος = ήλος χοντρός κάρφωμαν = καρφώνω καρφώνω = καρφώνω καρφωτά = καρφωτά καρφωτός = καρφωτός κάσα = ταμείο κασανίζω = σύρω κατά γης κασανίκιν = άχρηστο κομμάτι υφάσματος κασάπης = κρεοπώλης κασέλα = κιβώτιο κασκαούτα = παπαρούνα κασκάρα = καρακάξα κασκάριν = ο πυρίτης λίθος κασκαρομμάτης = τυφλός κάσκας = σκίουρος κασουκάκι = λαπάς κασπίν = δέσμη νήματος κασσίτερη = κασσίτερος καστανένος = ο παρασκευασμένος από ξύλο καστανιάς καστανίτζα = είδος κολοκύθας καστανίτης = είδος σταφυλιού από μαύρες ρώγες κάστανο(ν) = καστανιά, κάστανο καστανοκούρι = κομμάτι από κορμό καστανιάς καστανόπον = καστανιά, κάστανο καστανόφυλλοι = οι φύλλοι του φθινοπώρου καστανόφυλλον = φύλλο καστανιάς καστανόφυτο = φυτό καστανιάς καστανώ = ύφασμα που κηλιδώνεται με κηλίδες ανεξίτηλες καστανωτός = καστανός καστρινός = ο προερχόμενος από κάστρο καστρόλιθος = μεγάλος βράχος κάστρον = κάστρο καστροπαραδότες = εκείνοι που παραδίδουν το κάστρο στους εχθρούς καστροπέντικος = σπουργίτης καστρόπορτα = καστρόπορτα καστροσείουμε = σείομαι ως το κάστρο καστροτόπιν = τόπος κάστρου καστρόχτιστος = οικοδομημένος καλά σαν κάστρο κατά = κατά κάτα = γάτα κατάβαση = κατάβαση καταβασίδι = κατήφορος καταβαστικός = μετριόφρων, καταδεκτικός καταβάτιν = λιναρόσπορος καταβουνέα = χρυσοκάνθαρος κατάβραδα = προς το βράδυ κατάβρεχος = πολύ βροχερός καταβρέχω = βρέχω πολύ καταγαρίζω = φωνάζω, κραυγάζω καταγιάλιν = ακρογιαλιά καταγιαλίσκομαι = πρήζομαι τόσο ώστε το δέρμα στίλβει σαν γυαλί καταγλαθάζω = διευκολύνω την ροή ύδατος καθαρίζοντας το αυλάκι καταγραμμένος = γραμμένος καταγριλεύω = καταστρέφω ολοσχερώς καταγυράζω = αποδιώκω, εκδιώκω καταγυρίζω = περιφέρομαι εδώ και εκεί καταδακρώνω = δακρύζω πολύ καταδέχκομαι = καταδέχομαι καταδεχτικός = καταδεχόμενος κατάδικος = κατάδικος καταδιπλώνω = διπλώνω καλά καταθάρα = εικασία, υπόθεση καταθάρρα = θάρρος καταθαρρώ = ελπίζω, εμπιστεύομαι κατάθεμαν = το άξιο αναθέματος, αφορισμένο καταθήκω = τοποθετώ εκεί που πρέπει καταΐφιν = κανταΐφι κατακάθα = κατακάθι κατακάθισμαν = κατακάθι κατακάθομαι = κατακάθομαι κατακαιρία = ο παρών καιρός κατακαίω = κατακαίω κατακαμός = μεγάλος καημός κατάκαρδα = κατάκαρδα κατακαρδώ = ενθαρρύνω κατακαρδώνω = ενθαρρύνω κατακαρσού = αντίκρυ, απέναντι κατακενώνω = κενώνω, αδειάζω κατακέφαλα = κατακέφαλα κατακεφαλάζω = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα κατακεφαλίασμαν = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα κατακεφαλίζω = αντιστρέφω κατακέφαλος = αναποδογυρισμένος κατακιτρινίζω = κατακιτρινίζω κατακίτρινος = κατακίτρινος κατακλαδάζω = σπάω τους κλάδους δέντρου κατακλάδεμαν = κλαδεύω καλά κατακλαδεύων = κλαδεύω καλά κατακλαίω = καταλαλώ, κατηγορώ κατάκλαμαν = καταλαλώ, κατηγορώ κατακλάνα = κυβιστήματα, τούμπες κατακλανάουμαι = κάνω τούμπες, κυβιστώ κατακλάνω = πέρδομαι πολύ κατακλάψιμον = διασυρμός, καταλαλιά κατακλείδι = κατακλείδι κατακλειδώνω = κλειδώνω καλά κατακλέφτω = κατακλέβω κατακλημιδάουμαι = γίνομαι κατάφορτος από καρπό κατακλημίδιν = το κατάφορτο από καρπό κατακλίθιν = το κατάφορτο από καρπό κατακλίθω = κλίνω, γέρνω προς τα κάτω κατακλιντζεύω = κατακόβω όλα τα κλαδιά δέντρου κατακλυσμός = κατακλυσμός κατακλώθω = περιστρέφω, συστρέφω κατακοκκινίζω = κατακοκκινίζω κατακόκκινος = κατακόκκινος κατακορδυλούμαι = κομπιάζω κατακόσκινα = αποκοσκινίδια κατακοσκίνισμαν = καλό κοσκίνισμα κατακουβαράουμαι = ποτάμι που προχωρεί με τα ύδατα εξογκωμένα σαν κουβάρι κατακουντέριν = περιφρονημένος κατακουντώ = σκουντώ κατακουράζω = κατακουράζω κατακουρτώ = καταβροχθίζω κατακοφτά = με γοργό ρυθμό κατακοφτόν = χορός με γοργό ρυθμό κατακόφτω = κομματιάζω κατακρατεύτρα = γυναίκα φειδωλή κατακρατώ = κατακρατώ κατακρεμιγμένος = πτωχότατος κατάκριμαν = μεγάλη αμαρτία κατακρίνω = κατακρίνω κατάκριση = κατάκριση κατακρονιάσου = γκρεμίσου κατακρότιν = καρπός που έπεσε κατά γης κατακρούχτιν = καρπός που έπεσε κατά γης κατακρούω = κατηγορώ κάποιον αδικαιολόγητα κατακυλίζω = κατρακυλώ κατακύλιν = στρογγυλό, σφαιρικό κατακύλισμαν = κατρακυλώ κατακυλιστά = κατρακυλώντας κατακώλεμα(ν) = αποδιώκω, αποπέμπω κατακώλι = κυνηγητό κατακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω καταλαβαίνω = καταλαβαίνω καταλάγγεμαν = κάνω αναπηδήματα καταλαγγεύω = κάνω αναπηδήματα καταλαχού = τυχαίως καταλύνω = καταστρέφω καταμάγια = σκούπα από κουρελόπανα δεμένα σε άκρο κονταριού, μεταφ. άνθρωπος μαυρισμένος καταμαλάζω = πιάνω με τα χέρια και μαλάζω καταμασώ = μασώ καλά καταματώνω = καταματώνω καταμαυρίζω = καταμαυρίζω κατάμαυρος = κατάμαυρος καταμαυρύνω = καταμαυρίζω καταμεσού = στο μέσο καταμήνα = η έμμηνος ρύση γυναικός καταμούρταρος = ομιχλώδης καταναξερώ = ξερνώ πολύ καταντάχκομαι = καταντώ καταντία = κατάντια καταντικρύ = αντίκρυ, απέναντι καταντώ = καταντώ καταξάνω = ξαίνω εντελώς καταπαίρνω = μαλώνω, επιπλήττω καταπάτιν = καταπατημένο καταπατώ = καταπατώ καταπιάνω = συρράπτω κάτι του οποίου έχει φύγει η ραφή, συμμαζεύω καταπίνω = καταπίνω καταπλάνω = δημιουργούμαι, φτιάχνομαι καταπλούμιστος = ο πολύ ποικιλόμορφος καταπνίουμαι = καταπνίγομαι καταπόδι = καταπόδι καταποδιαστά = καταποδιαστά καταπραγιάζω = αδυνατίζω πολύ, εξασθενώ καταπραένω = καταπραΰνω καταπραΐζω = αδρανώ καταπρασινίζω = πρασινίζω εντελώς καταπράσινος = καταπράσινος καταπραϋνίζω = καταπραΰνομαι κατάπρυμα = κατάπρυμα κατάρα = κατάρα καταράσκουμαι = καταριέμαι κατάρατος = καταραμένος καταρούμαι = καταριέμαι καταρράχτες = καταρράχτες καταρριγώ = τουρτουρίζω καταρροή = καταρροή κατάρτιν = κατάρτι καταρώ = καταριέμαι καταρώνω = κατάρα κατασάλεμα(ν) = μετακινώ κατασαλεύω = μετακινώ κατασκαμός = υπερβολική κόπωση κατασκάνω = κουράζομαι πολύ κατασκίζω = σκίζω καλά κατασκοτώνω = κατασκοτώνω κατασπάνω = κατακομματιάζω καταστάζω = στάζω προς τα κάτω σταγόνες καταστάλαγμα(ν) = καταστάλαγμα κατασταλάζω = κατασταλάζω κατασταυρώνω = κάνω κάτι σε σχήμα σταυρού καταστέκω = αποκαθίσταμαι οικονομικώς καταστρέφκομαι = καταστρέφομαι εντελώς καταστροφία = καταστροφή κατάστρωμαν = κατάστρωμα καταστρώνω = καταστρώνω κατάσυρμαν = διασύρω, κακολογώ κατασυρμονή = κακολογία, κατηγορία κατασύρω = διασύρω, κακολογώ κατασώνω = καταφθάνω κατατάγουμαι = κατάγομαι κατατζακώνω = σπάω δυνατά κατατζερίζω = καταξεσκίζω κατατζουμουδιώ = τσαλακώνω κατατζυμπώ = αισθάνομαι ρίγη κατατόρνευτος = μεταφ. καλλωπισμένος κατατρεγμονή = διασυρμός, κατηγορία κατατρέξιμον = κατηγορία, διασυρμός, τρέχω πάνω κάτω κατατρέχω = κατατρέχω κατατρυπαίνω = ανοίγω πολλές τρύπες κατατσακλίζω = σπάνω κάτι με κρότο καταφάετον = φαγωμένο από γάτα καταφανίζω = εξολοθρεύω, καταστρέφω καταφανισμός = όλεθρος, καταστροφή καταφραγμός = ειλεός εντέρων καταφράγομαι = παθαίνω ειλεό καταφρόνεση = καταφρόνεση καταφρονία = περιφρόνηση καταφρονώ = καταφρονώ καταχαλάνω = χαλώ τον κόσμο καταχαλάσκουμαι = εξοργίζομαι κατάχειρα = πρόχειρα, περίπου καταχρεούμαι = καταχρεώνομαι καταχτίζω = χτίζω με επιμέλεια καταχτόνα = κατάβαθα κατέβα = κατέβα κατεβάζω = κατεβάζω κατεβαίνω = κατεβαίνω κατέβαση = αποπληξία κατέβασμα(ν) = κήλη κατεβατά = σχοινιά από τα οποία εξαρτώνται τα μιτάρια του υφαντικού ιστού κατεμλίν = καλορίζικο κατεμούτα = υπόγειος βολβός άγριου φυτού εδωδίμου κατενή = στακτή κονία κατενίζω = ξεπλένω κατενίν = καθαρό, διαυγές κατένισμα(ν) = ξέπλυμα κατενός = καθαρός, διαυγής κατενοτζέλεβον = σκεύος στο οποίο κατασκευάζουν το σταχτόνερο κατενόχορτον = είδος χόρτου για καθάρισμα των κηλίδων ρούχων κατέξοδα = δαπάνες πολλές κατεπούλλιν = γατάκι κατεργάρης = κατεργάρης κάτεργον = πλοίο πολεμικό κατερύζω = απομακρύνω, αποδιώκω κατερώτεμαν = ασπασμός χαιρετισμού ή αποχαιρετισμού κατερωτώ = εξακριβώνω ρωτώντας κατευοδιάζω = προπέμπω, κατευοδώνω κατέφλιο = κατώφλι κατεφορίζω = κατηφορίζω κατζάδα = κατσάδα κατζάριν = μπερδεμένο νήμα κατζάρω = επιπλήττω, επιτιμώ κατζάτα = μέτωπο κατζατέα = ποσότητα όση χωράει το μέτωπο κατζάτιν = μέτωπο κατζαχνία = ομίχλη κατζεύω = βατεύω κάτζικα = κον΄τα κατζίκα = κατσίκα κατζιμαλοβόρης = άνεμος που πνέει μετά την ομίχλη κατζίμαλος = ομίχλη κατζίν = μέτωπο κατζιπετρώματα = απόκρημνοι βράχοι όπου μόνο κατσίκες αναρριχώνται κατζιποδία = κώλυμα, πρόσκομμα, ατυχία κατζίτα = γαρίδα κατζιώνω = μπερδεύω κατζογραία = γριά κατσιασμένη και ρυτιδωμένη κατζοδέτρα = λευκός γυναικείος κεφαλόδεσμος που φτάνει μέχρι το μέτωπο κατζουμαλλίζω = ξεμαλλιάζω κατζουμαλλού = ξεμαλλιασμένη κατζούφης = ρυτιδωμένος κατζουφιάζω = ρυτιδώνομαι κατηβάζω = κατεβάζω κατηβαίνω = κατεβαίνω κατηγοράνος = φιλοκατήγορος, φιλόψογος κατηγορία = κατηγορία κατήγορος = κατήγορος κατηγορώ = κατηγορώ κατής = τούρκος ιεροδίκης κατήφορα = κατηφορικά κατηφορέτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων κατηφορία = κατωφέρεια κατηφορίζω = κατηφορίζω κατηφόρισμαν = κατηφορίζω κατηφορίτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων κατηφορόπον = σύντομος δρόμος κατηφορωτός = λίγο κατηφορικός κατηχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον κάτι = κάτι κατί = όπως κάτιλεγος = τι λογής κάτιλογα = κάπως, κατά κάποιο τρόπο κατιμνώ = ορκίζομαι κάτιν = όροφος οικοδομής κατίπολλα = κατά πολύ κατιρτζηλούκιν = επάγγελμα αγωγιάτη κατιρτζηλουκόπον = επάγγελμα αγωγιάτη με λίγα κέρδη κατιρτζής = αγωγιάτης κάτις = κάποιος κατίτζα = γατούλα κατιφέ = κατιφές, βελούδο κατκρέμομαι = κρέμομαι προς τα κάτω κατοικητήριν = ενδιαίτημα κάτοισος = τι λογής κατολέος = αγριόγατα κατολεύω = αδυνατίζω κατομνύω = ορκίζομαι κατόπον = γατούλα κατοπούλλα = νεογνό γάτας κατοπουλλάζω = γάτα που γεννά κατορθώνω = κατορθώνω κατορίτα = είδος μύκητα εδωδίμου κατορκίζω = κάνω κάποιον να ορκιστεί κατορφανίουμαι = ορφανεύομαι κατουδάζω = γάτα που γεννά κατούδιν = γάτα κατούρεμαν = ούρα κατουρερή = ουροδοχείο κατουρέτζα = είδος κανθάρου κατουρετζέας = εκείνος που έχει ακράτεια κατουρέτζης = εκείνος που έχει ακράτεια κατουρέτζιν = ούρα κατούρισμαν = κατούρημα κατουρώ = κατουρώ κατοχή = κατοχή κατοχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον κατόχιν = εργαλείο υποδηματοποιών κατρακόσκινο = αποκοσκινίδια κατρακότσινο = αποκοσκινίδια κατρακύλι = στρογγυλό, σφαιρικό κατρακυλίζω = κατρακυλώ κατρακώλι = παιδικό κυνηγητό κατρακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω κατράνιν = πισσάσφαλτος κατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο κατρίφτης = καθρέφτης κατσά = κιλίμι από μαλλί συμπιεσμένο κατσανίζω = σύρω κατά γης κατσανιχτέρα = μέρος ολισθηρό και κατηφορικό όπου τα παιδιά μπορούν να παίζουν γλιστρώντας προς τα κάτω κατσάριν = μαλλί πυκνό και συμπιεσμένο κατσίν = υπολειπόμενο στυπείο μετά την κατεργασία του λιναριού κατσκάρα = καρακάξα κατσκαρίτζα = μικρή καρακάξα κατσόκολος = σκωπτικός, υπέργηρος κάτσος = μοσχάρι κατσούδιν = μοσχάρι κατσώνω = συμπυκνώνομαι, συμπιλούμε κάτω = κάτω κατώγειν = το υπό την οικεία διαμέρισμα κατωγής = κάτω από τη γη κατωθίτζι = φόδρα κατωθύριν = κατώφλι κατωθυρόπον = μικρό κατώφλι κατωκείμιν = εκείνο που κείται κατά γης κατωκέρετζον = η κάτω κόρα του ψωμιού κατωσώριν = καρπός παρμένος από τη γη μετά το πέσιμο από το δέντρο κατώτερος = κατώτερος κατώφλιο = κατώφλι κατωφόριν = σώβρακο καυκαλιδάζω = φουσκώνω καυκαλιδίασμαν = φουσκώνω καυκαλίδιν = οίδημα δερματικό καυκαλίζω = ξεφλουδίζω καυκάλιν = τσόφλι, οίδημα δερματικό καυκάλισμα(ν) = ξεφλούδισμα καυκί(ν) = το φλιτζάνι του καφέ, υάλινο ποτηράκι καυκία = καύχημα καυκίζω = καυχιέμαι καυκογυρίζω = κερνάω ποτηράκια καυκομμάτης = εκείνος που έχει οφθαλμούς καθαρούς και διαυγείς όπως τα γυάλινα ποτηράκια καυκόπον = φλιτζανάκι, υάλινο ποτηράκι καυκούτζα = είδος άγριου χόρτου καυτός = καυτός καυτώνω = καίω καυχαινίζω = καυχώμαι καυχαίνω = καυχώμαι καυχέας = μεγάλαυχος, καυχηματίας καύχημα = καύχημα καυχία = καύχημα καυχίζω = καυχιέμαι καυχίος = καυχηματίας καύχισμα(ν) = καύχημα καυχιστέας = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος καυχίτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος καυχουλέτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος καυχούμαι = αυτοεπαινούμαι καφάς = κρανίο καφέσιν = δικτυωτό παραθύρου καφουλάριν = μέρος με θάμνους καφουλέα = θάμνος καφούλια = θάμνος καφούλιν = θάμνος καφουλοκόλιν = βάση του θάμνου καφουλόπον = θάμνος καφουλοτόπιν = τόπος πλήρης με θάμνους καφουλότοπος = τόπος πλήρης με θάμνους καφουλώνω = πληρούμαι με θάμνους καφούρα = ατμός αναδιδόμενος από καυτό νερό, αναθυμιάσεις γης καφουράζω = αναδίδω ατμό, αναθυμίαση καφουρί = το αραιό χτένι του αργαλειού καφουρώνω = νερό που βγάζει φυσαλίδες καφρούτζα = καρφίτσα καφτοφέα = οσμή πατάτας κάφτω = καίω κάχλα = το φλέγμα του αποχρεμπτομένου καχλάζω = αποχρέμπτομαι καχλέας = εκείνος που συνεχώς αποχρέμπτεται καχλίζω = αποχρέμπτομαι καχπέ = γυναίκα εταίρα κάψα = καύσωνας καψάδα = καύσωνας καψαλάκης = ηλίθιος κάψιμο(ν) = κάψιμο καψόλιν = το καψούλι πυροβόλου όπλου καψολοκουτέα = ποσότητα καψουλιών όση χωράει το καψουλοκούτι καψολοκούτιν = κουτί για καψούλια καψώνω = καψώνω κεβεζελίκιν = φλυαρία, μωρολογία κεβεζές = φλύαρος, μωρολόγος κεβρεεύω = ξηραίνομαι στον ήλιο κεζίν = ύφασμα μεταξοβάμβακο με χρωματιστές ραβδώσεις κεζινεύκουμαι = περιδιαβάζω κείμαι = πλαγιάζω κέιφιν = κέφι κεϊφλής = εύθυμος κεϊφόπον = ευθυμία λίγης διάρκειας κέλα = κιόλας κελαηδία = κελάδημα κελαηδώ = κελαηδώ κελάριν = κελάρι κέλαρος = αποθηκάριος τροφίμων κελαρώνω = βάζω τρόφιμα στο κελάρι κελέκιν = βαρκούλα κελέμι = λάχανο, κράμβη κελεπούριν = κελεπούρι κελετέας = εκείνος που έχει κήλη κελετούμαι = παθαίνω κήλη κελέτωμα = κήλη κελετώνω = λερώνω, μολύνω κελεύω = χειροτονώ κελεφά = κακώς κελεφός = ο κακής ποιότητας, σκοτεινός, τρομερός, μεταφ. ανέντιμος, κακότροπος κελεφωσύνη = κακοτροπία, αταξία κέλης = κασιδιάρης κέλιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο κελίν = κελί καλόγηρου, καλύβα κελίτες = ασκητής κελίτζης = κασιδιάρης κελόφυλλον = φύλλο του χόρτου κέλιν κελπερή = πτυάριο φούρνου κεμεντζέ = λύρα κεμεντζετζής = λυράρης κεμέριν = θόλος κεμερόπον = θόλος κεμερωτός = θολωτός κεμέρ’κον = λευκή λωρίδα τριχώματος στην πλάτη του ζώου κεμετζόπουλλο = ναύτης κεμιτζής = πλοίαρχος, καραβοκύρης κενάζω = συνερίζομαι κενάριν = άκρο, γωνία, περιφέρεια κενέα = γένος, είδος κενετσέα = ποσότητα όση χωράει το κενέτσιν κενέτσιν = κουτάλα κενετσόστομος = εκείνος που έχει πλατύ στόμα κενέφιν = απόπατος κενίν = κυνήγι κενταράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντάριν = βλαστός εκφυόμενος από γεώμηλα κενταρώνω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντασμένος = εκείνος του οποίου η κατάσταση είναι νοσηρά κεντέα = κέντημα βελόνας κέντεμα = κεντώ κεντεύω = κεντώ κέντημα = κέντημα κεντισκάται = κεντιέται κεντράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντρίασμαν = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντρίζω = κεντώ τα βόδια με το βούκεντρο για να προχωρήσουν κεντρίν = βλαστός κέντρωμαν = εκφύω βλαστό κεντρώνω = εκφύω βλαστό κεντώ = κεντώ κέντωμαν = ράβω πάπλωμα κεντητό κεντωτόν = ραμμένο με κεντητά σχήματα κένωμα(ν) = εκκένωση φαγητού από την κατσαρόλα στα πιάτα κενώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα κεπάπιν = κρέας οπτό στο οβελό κεπέα = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου κεπεκεί = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου κεπεπεί = από εκεί, έπειτα κεπερεύω = περιφρονητικά ψοφώ κεπί(ν) = κήπος κεπικά = κηπευτικά κεπίτζα = κηπάριο κεποκόλιν = η άκρα του κήπου κεπόπον = κήπος κερά = σύμφωνος κεράζω = κερνώ κερακαδέσιν = κυριακάτικο κερακάδιν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής κερακάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής κεραλοιφή = αλοιφή θεραπευτική από κερί και άλλες ουσίες κεραμιδάς = κεραμουργός κεραμιδέα = χτύπημα με κεραμίδι κεραμιδέα = ποσότητα όση χωράει ένα κεραμίδι κεραμίδιν = κεραμίδι κεραμιδοκόμματον = θραύσμα, τμήμα κεραμιδιού κεραμιδοστέγαστος = ο στεγασμένος με κεραμίδια κεραμιδώνω = κεραμιδώνω κεράνιν = δοκάρι στέγης, σκόλοψ περιφράγματος κήπου κερασάπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Ιούνιο κεράσιν = κεράσι, κερασιά κερασινέσιν = το παραγόμενο κατά τον Ιούνιο κερασινός = Ιούνιος κερασίτης = μύκητας εδώδιμος που βρίσκεται στο κορμό κερασιάς κέρασμα(ν) = κέρασμα κερασοζώμιν = χυμός κερασιού κερασόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη στην κερασιά κεραστής = εκείνος που κερνά ποτά κερατάζω = χτυπώ με τα κέρατα κερατάτ’κον = ζώο με κέρατα κερατέα = χτύπημα με κέρατα, ίχνος πλήγματος από κέρατο κερατέας = κερασφόρος, διάβολος κερατιδάζω = βάζω στα κέρατα του βοδιού σκοινί σαν χαλινάρι κερατίδιν = το σκοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν κερατίζω = χτυπώ με τα κέρατα κερατίτζα = είδος φυτού κέρατο(ν) = κέρατο κερατούδες = οι ψευτοκαρποί της κορομηλιάς κερατούτζα = ξυλοκέρατο, χαρούπι κερατώνω = μένω ακίνητος, μεταφ. πεθαίνω Κερβάνα = όνομα αγελάδας που προηγείται της αγέλης κερβάνιν = καραβάνι κερβαντζής = αρχηγός καραβανιού κερδαίνω = αποκτώ, οικειοποιούμαι κερδίζω = κερδίζω κέρδος = κέρδος κερέα = οσμή κεριού κερεβίζιν = σέλινο κερεκαδάτ’κα = κυριακάτικα Κερεκή = Κυριακή κερεκιάτικα = κυριακάτικα κερέλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι κερένος = ο φτιαγμένος από κερί κερεντέα = πλήγμα, χτύπημα με κερεντήν κερεντέα = ποσότησα σταχιών όση κόβει η κερεντή κερεντή = μεγάλο δρέπανο κερεντοστελέα = μήκος όσο είναι το μήκος της κερεντής κερεντοστέλιν = η λαβή της κερεντής κερετζάζω = σχηματίζω κρούστα στην επιφάνεια της ζύμης κερετζάς = εκείνος που αγαπά την κόρα του ψωμιού κερέτζιν = η κόρα του ψωμιού, ξεροκάμματο κερετζώνω = σχηματίζεται κρούστα στην επιφάνεια φαγητού, πληγής κτλ κερεύω = τεντώνω, στυλώνω κερί(ν) = κερί κερκελλάζω = συσπειρώνω, κουλουριάζω κερκελλάριν = κυκλικός, ελικοειδές, σγουρός κερκέλλιν = κρίκος, κουλουράκι κερκελλίτζα = φαγητά με σφαιρικό σχήμα κερκελλοκάμισον = πουκάμισο καλοκεντημένο κερκελλοφάγειν = έδεσμα παρασκευασμένο από κερκέλλιν κερκέτα = ξύλο προέχον της πρώρας λέμβου κερκέφιν = τελάρο κεντήματος κερμασαούδα = θάμνος που παράγει καρπούς βοτρυοειδή κερνάτορας = εκείνος που κερνάει κεροζύγιαστος = ο ζυγισμένος με αντίβαρο κερί κεροκόλλα = τεμάχια κεριών κολλημένα κερόλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι κερολάς = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί κερολύτρα = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί κεροπάνιν = πανί ειδικό που χρησιμοποιείται ως διυλιστήριο του κεριού κεροπίσσιν = αλοιφή φαρμακευτική από κερί και πίσσα κεροψάλιδον = ψαλίδι με το οποίο κόβουν τις καμένες θρυαλλίδες των κεριών κερπούτζιν = καρπούζι κερτανλούκιν = περιδέραιο κερώνω = κερώνω, κιτρινίζω, χλομιάζω κεσέ = βαλάντιο κεσέ = γωνία κεσές = σπανός κέσκε = μακάρι κέσου = κίνηση επί οριζοντίου εδάφους κέτζα = η λέρα της επιδερμίδας κετζάζω = λερώνεται το δέρμα μου κετζέας = εκείνος που έχει λερωμένο σώμα κετζέλαδον = λάδι που παράγεται από καρπό κέτζιν και χρησιμοποιείται ως αλοιφή κατά της ψώρας κέτζιν = η λέρα της επιδερμίδας κέτζιν = είδος θάμνου κετζόφυλλον = φύλλο του θάμνου κέτζιν κετζώνω = λερώνεται το δέρμα μου κέτιλα = είδος ψαριού κετσίνεμαν = συντηρούμαι κετσινεύω = συντηρούμαι κεφάλαιον = αρχή υπερέχουσα κεφαλαρέα = το ψηλότερο μέρος τοπίου κεφαλή = κεφαλή κεφάλιν = κεφάλι κεφαλόβρυσο = η πηγή του νερού κεφαλογράμμιν = κεφαλαίο γράμμα κεφαλοδέμιν = γυναικείος κεφαλόδεσμος κεφαλοκόφτες = ο κόπτης της κεφαλής, μεταφ. γενναίος κεφαλοκοψία = μεγάλη ταραχή, μεγάλος θόρυβος κεφαλοκοψίος = αθρόα σφαγή ανθρώπων κεφαλομάλλιν = μαλλί κεφαλόνερα = υγρά της μήτρας κατά την γέννα κεφαλοπέτζιν = πετσί της κεφαλή κεφαλοπλύνω = πλύνω το κεφάλι κεφαλόποδα = κεφάλι και πόδια ζώου μαγειρεμένα μαζί κεφαλοπονίος = πονοκέφαλος κεφαλοπονώ = έχω σκοτούρες, στενοχωριέμαι κεφαλόπ’λλον = κεφάλι κεφαλόρριζα = η βάση της κεφαλής κεφαλόρριζον = η βάση της κεφαλής κέφαλος = κέφαλος κέφαλος = εγκέφαλος κεφαλόχωμα = λευκός άργιλος με το οποίο καθαρίζουν την κεφαλή κεφαλώνα = η κεφαλή κεφαλώνω = στεφανώνω κεχράλευρον = αλεύρι αραβοσίτου κεχρίν = κεχρί κεχρινίτζα = είδος στρουθιού μικρού κεχριούμαι = λερώνομαι με κεχράλευρο Κεχριπάρα = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα κεχριμπαριού κεχριπαρένος = κεχριμπαρένιος κεχριπάριν = κεχριμπάρι κεψέ = μεγάλη χάλκινη κουτάλα κηκίδιν = ο καρπός της δρυός κηλιδάζω = κηλιδώνω, λερώνω κηλίδιν = κηλίδα, λέρα κήλον = ξηρό κηλούμαιν = παθαίνω κήλη κηπουρός = κηπουρός κήρυκας = κήρυκας κιακιαζλαεύω = μιλώ με βραδυγλωσσία κιακιαζωτός = λίγο βραδύγλωσσος κιακιάης = βραδύγλωσσος κιάλης = κασιδιάρης κιαλπατή = τανάλια κιαμαντζά = λύρα κιαμάρ(ιν) = θόλος κιαμτό = αμέ, βέβαια κιάνου = η προς τα άνω κίνηση κιαντή = τον εαυτό του κιάνω = η προς τα άνω κίνηση κιάριν = κέρδος κιάρ’ = λοιπόν, αλλά, όμως κιασά = γωνία κιάσμεν = δεν είναι έτσι; κιαχγιάς = ο εισπράκτορας φόρων κιβανεύκουμαι = έχω θάρρος, πεποίθηση, εμπιστεύομαι, βασίζομαι κιβαρό = αραιό κόσκινο αλευριού κιβαροκότσινο = αραιό κόσκινο αλευριού κιβόριν = μνήμα, τάφος κιζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι κιζιρίτα = αγριόφυτο που παράγει μπουμπούκια που σπάνε με κρότο κικίμ(ιν) = χάλκινη στάμνα για θέρμανση νερού κικνάριν = έλατο κιλάκιν = είδος δοχείου κιλάχιν = είδος καλύμματος κεφαλής ανδρός κιλίμιν = κιλίμι κιλόν = κιλό κιμιγιά = φυτό μυθικό, το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο κιμιμίνο = είδος φτερωτού εντόμου κιμωλία = κιμωλία κιμωλώνω = λερώνω με κιμωλία κινάζω = αποποιούμαι την εκτέλεση έργου παρακινώντας άλλον να την κάνει κίνηση = κίνηση κινητικόν = κινητικός κιντάζω = κεντώ, μεταφ. ενοχλώ, πειράζω κιντατένεν = το παρασκευασμένο από τσουκνίδες κιντατοζώμιν = αφέψημα τσουκνίδας κιντέα = τσουκνίδα κιντίασμαν = κεντώ κιντίν = η ώρα του δειλινού κιντυνεύω = κινδυνεύω κινώ = κινώ κιοζατεύω = παραφυλάγω κιοζέ = πηγή αναβλύζουσα νερό κιόλας = κιόλας κιόλιν = λίμνη κιόνη = όργανο τεκτονικό σε σχήμα γωνίας κιορέ = συμφώνως προς τι κιοσέ = γανία κιοσές = σπανός κιουβέτζι = γιουβέτσι κιουλλιούρ(ιν) = άρτος παρασκευασμένος από αλεύρι αραβοσίτου κιουπέα = ποσότητα όση χωράει το πιθάρι κιούπιν = πιθάρι κιουτούκιν = τεμάχιο από κορμό δέντρου κιοφτέ = κεφτές κιρά = ενοίκιο, μίσθωμα κιράτζιν = ξύλινο εργαλείο των κεραμουργών κίρεπη = είδος αξίνας κιρέτζιν = ασβέστης κιρετζόλιθον = λίθος κατάλληλος για ασβέστη κιρετζόπετρα = λίθος κατάλληλος για ασβέστη κιρίτιν = πυρείο κισπετλής = εκείνος που έχει ωραίο παράστημα κίσσα = καρακάξα κισσάδιν = κισσός κισσαδόφυλλον = φύλλο κισσού κιτάριν = το κάλλαιο των ορνίθων και πετεινών, ράμφος κίτιρνος = κίτιρνος κιτίσιν = διαγωγή, συμπεριφορά κιτρινάδα = κιτρινάδα κιτρινάδιν = η γύρη των ανθέων κιτρινάζω = κιτρινίζω κιτρινάρης = κιτρινιάρης κιτρινέας = κιτρινιάρης κιτρινειδής = κιτρινωπός κιτρινίζω = κιτρινίζω κιτρινίτζα = άνθος με ζωηρό κίτρινο χρώμα κιτρινόξυλον = ξύλο βαφικό με το οποίο βάφουν κίτρινα τα αυγά κίτρινος = κίτρινος κιτρινωτός = κιτρινωπός κιτρολέμονον = είδος λεμονιού μεγάλο κίτρον = κίτρο κιφάλιν = κεφάλι κλάβα = μεγάλο κεφάλι κλαδάριν = δέντρο με πολλά κλαδιά κλάδεμαν = κλάδεμα κλαδεμάτιν = το κατάλληλο για κλάδεμα κλαδευτήριν = κλαδευτήρι κλαδεύω = κλαδεύω κλαδί(ν) = κλαδί κλαδόπον = κλαδάκι κλάδωμαν = κλαδεύω κλαδώνω = κλαδεύω κλαημός = θρήνος, κλαυθμός κλαίη = κλάψιμο κλαιμάρης = κλαψιάρης κλαιμέας = κλαψιάρης κλαιμούτζης = κλαψιάρης κλαιμούτζικος = κλαψιάρης κλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει κλαίος = κλάψιμο κλαίση = κλάμα, θρήνος κλαίω = κλαίω κλακλανίζω = πλημμυρώ μετά κοχλασμού κλάμαν = κλάμα κλανέτζης = κλανιάρης κλάνω = πέρδομαι κλάσιμον = κλάσιμο κλάσμαν = πορδή κλάστας = ο περδόμενος κλαστέας = ο περδόμενος κλαστέρης = ο περδόμενος κλαψέας = κλαψιάρης κλάψιμο(ν) = κλάψιμο κλαψίον = κλάψιμο κλέθερνον = σκλήθρα κλεθρένος = ο κατασκευασμένος από σκλήθρα κλεθρίν = σκλήθρα κλεθρολέπιν = ο φλοιός της σκλήθρας κλεθρόξυλον = ξύλο σκλήθρας κλεθροτόπιν = τόπος όπου μεγαλώνουν σκλήθρα κλεθρόφυλλον = φύλλο σκλήθρας κλείδα = κλείδα κλειδί(ν) = κλειδί κλειδίτζα = σουγιάς κλειδοκράτορας = κλειδοκράτορας κλείδωμα(ν) = κλείδωμα κλειδώνω = κλειδώνω κλειδωστέριν = κλειδαριά κλειδωτήρι = μαγικό κλειδί που το φέρει μαζί της έγκυος γυναίκα για να μην αποβάλει κλείσμαν = το σπίτι που είναι να κλείσει, να ερημωθεί κλειστός = κλειστός κλείω = κλείνομαι κλεμάζω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς κλέμαν = κλήμα κλεματάριν = κληματαριά κλεματώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς κλεμίν = κλήμα της αμπέλου κλεμώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς κλερθίν = σκλήθρα κλεφτερούτζα = κρυψώνα, παιχνίδι κρυφτό κλέφτης = κλέφτης κλεφτία = κλοπή κλέφτικον = κλέφτικο κλεφτίτζης = κλεφτάκος κλεφτοχώριν = χωριό απ’ όπου προέρχονται πολλοί κλέφτες κλέφτω = κλέβω κλεψία = κλεψία κλεψιμάτικο = κλοπιμαίο κλεψιμάτιν = κλοπιμαίο κλέψιμον = κλοπή, απαγωγή κλεψίον = κλοπή κλεψιστά = στα κλέφτικα, κρυφίως, λαθρά κλήμα = κλήμα αμπέλου κληματίζω = εκφύω κλήματα κλήρα = ψήφος κλητόν = συγκέντρωση διασκεδαστών κλητόριν = τόπος όπου συγκεντρώνονται για διασκέδαση κλιάτα = κλάψιμο κλιβανίζω = βάζω κάτι πάνω στο κλιβάνιν κλιβάνιν = εστία κλιβανοπώμιν = κάλυμμα κλιβανιού κλιθάρι = κριθάρι κλίθω = κλίνω, γέρνω κλίκου = παιχνίδι κρυφτό κλινάριν = κλίνη κλίνη = κούνια, λίκνο κλινοκαίρης = φθινόπωρο κλινοκαιρίτης = εκείνος που έχει ώριμη ηλικία κλινόπωρον = φθινόπωρο κλιντζεύω = σπάω τα κλαδιά των δέντρων κλιντός = σκυφτός κλίνω = κλίνω, γέρνω κλίσιμον = σκύψιμο κλίστικο = το άγονο αβγό κλοκίτζα = άνθος φυτού κλουγξίζω = έχω λόξυγκα κλούγξισμαν = λόξυγκας κλούκα = κλώσα, το πτηνό ινδιάνος κλούκιγμαν = κλώσω κλουκίζω = κλώσω κλούκισμαν = κλώσιμο κλούξα = κλώσα κλούσαξη = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για την μπουγάδα κλούσκα = κλώσα κλούφτικον = λόξυγκας κλύδα = όχλος κλωβός = κλουβί κλωθογυρίζω = κλωθογυρίζω κλωθογύρισμα = κλωθογύρισμα κλώθω = κλώθω κλώνα = κλαδί κλωνάριν = κλωνάρι, κλαδί κλώση = επιστροφή, γυρισμός κλώσιμο(ν) = γνέσιμο, περιστροφή, επιστροφή κλώσμα = γύρισμα, στροφή κλώσσα = κλώσα κλωστάδραχτον = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά κλωστάριν = κλωστή, νήμα κλωστέριν = είδος ατράκτου, περίστροφο κλωστερίτζα = εργαλείο χρυσοχόων κλωστή = κλωστή, νήμα κλωστήρα = είδος παιχνιδιού κλωστής = γανωτής κλώστης = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά κλωστογύρισμαν = επιστροφή κλωστός = αντεστραμμένος κλωστοτήγανον = τηγάνι με ειδικό καπάκι για αντιστροφή εδεσμάτων κλωστού = άστατος κλώστρα = λίθινος τροχός ακονίσματος κνεθοπονώ = ξύνομαι και συγχρόνως πονώ κνέθω = ξύνω κνέσιμον = ξύσιμο κνεσίον = φαγούρα κνηκάτος = κόκκινος κνήσιμον = ξύνω κνήσμα = αμυχή που προκαλείται στο σώμα μετά την φαγούρα κνησμάρα = κνησμός, φαγούρα κνιδέα = τσουκνίδα κοβαλαεύω = καταδιώκω κόβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του κοβαλώ = κουβαλώ κοβλακάς = εκείνος που κατασκευάζει κοβλάκια κοβλακιάζω = βάλω στο κοβλάκι γάλα ή γιαούρτι κοβλάκιν = είδος δοχείου κοβλακίτα = μαργαρίτα κοβοράζω = αφοδεύω κοβόριν = κόπρος ανθρώπου κοβοτίτζα = είδος σαύρας κογίζω = βήχω κογκορόζιν = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη κογκορόης = οίστρος κογκόσιν = το πτερύγιο του αφτιού, ο λαιμός του βοδιού κοδέσπαινα = νοικοκυρά κοδεσπαινακά = νοικοκυρεμένα κοδεσπαινακός = νοικοκυρεμένος κοδεσπαινάουμαι = ασχολούμαι με τα νοικοκυριά κοδεσπαινία = νοικοκυροσύνη κοδέσποινα = νοικοκυρά κοδεσποινεύκουμαι = κάνω νοικοκυριό κοδεσποινίτζα = οικοδέσποινα νεαρή κοδίζω = ψευδίζω κοδός = ψευδός κοδώνω = ψευδίζω κοθάζω = βινώ κοθεύω = βινώ κοθίν = η κεφαλή του αραβοσίτου απογυμνωμένη, μεταφ. το αντρικό μόριο κοιλάδιν = μέλος πεδινό μεταξύ λόφων ή βουνών κοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας κοιλάρης = προγάστωρ κοιλάτες = προγάστωρ κοιλέας = προγάστωρ κοιλία = κοιλιά κοιλιόκοφτος = πατέρας κοιλιόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας κοιλίτζα = κοιλίτσα κοιλόθρησκος = εκείνος που αρταίνει κοιλομανίσκομαι = κοιλόπονος κοιλόπον = κοιλιά κοιλοπονήτρα = γυναίκα που αισθάνεται πόνους γέννας κοιλόπονος = κοιλόπονος κοιλοπονώ = κοιλοπονώ κοιλορφάνιστος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας κοιλόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας κοιλώνω = κοιλώνω κοιματίζω = κοιτάζω χαμηλά κοίμεμαν = κοιμάμαι κοιμηθίος = κοιμισμένος κοίμηση = θάνατος κοιμησίος = ο τρόπος να κοιμάσαι κοιμητερόπον = μικρό κοιμητήριο κοιμητήριν = κοιμητήριο κοιμίζω = κοιμίζω κοίμισμαν = κοιμίζω κοιμιστάρης = υπναράς κοιμιστέας = υπναράς κοιμούμαι = κοιμάμαι κοϊμτζής = χρυσοχόος κοινός = κοινής κοινωνία = αγία κοινωνία κοινώνισμαν = κοινωνώ κοινωνώ = κοινωνώ κοιτάμενος = ασθενής κόκα = κλωστή μονή κόκι = ρίζα κοκκαλίνος = οτιδήποτε λεπτό και μακρουλό κόκκαλον = κόκκαλο κοκκάμπαρον = αμπάρι κοκκάς = πλανόδιος πωλητής σίτου με γαϊδουράκι κοκκένος = σιταρένιος κοκκιάριν = σιταρένιος κοκκίν = σίτος κοκκινάδα = κοκκινάδα κοκκινάζω = κοκκινίζω κοκκινάπιν = αχλάδι που έχει υπέρυθρη πλευρά κοκκινάρα = κρόκος αβγού κοκκινάχραδον = άγριο αχλάδι κοκκινωπό κοκκινέας = κόκκινος στην όψη κοκκινειδάζω = πυρακτώνομαι μέχρι ερυθρότητας κοκκινειδής = κοκκινωπός κοκκινίζω = κοκκινίζω κοκκινοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα κοκκινογούλιν = παντζάρι κοκκινοκολόγκυθον = είδος κολοκύθας κοκκινόκολος = κόκκινος στη βάση του κοκκινομάγουλος = κοκκινομάγουλος κοκκινομμάτης = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια κοκκινομμάτιν = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια κοκκινόμπορον = βατόμουρο κόκκινο κοκκινομύτης = εκείνος που έχει κόκκινη μύτη κοκκινομύτ’κα = περικνημίδες με κόκκινες μύτες κοκκινοπρόσωπος = κοκκινοπρόσωπος κόκκινος = κόκκινος κοκκινοφόρετος = εκείνος που φορεί κόκκινα κοκκινόφορος = εκείνος που φορεί κόκκινα κοκκινοχλαμύδα = άνθρωπος υποχονδριακός κοκκινοχράσκουμαι = αποκτώ κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο κοκκινωπός = κοκκινωπός κοκκολογίζω = κάνω κοκκολόι κοκκολόι = η συλλογή των απομεινάντων καρπών στο δέντρο κοκκυμελέα = ο οσμή του δαμάσκηνου κοκκυμελένεν = ο παρασκευαζόμενος από δαμάσκηνα κοκκύμελον = δαμάσκηνο κοκκυμελόπον = δαμάσκηνο κοκκυμελοσίρβιν = σούπα καρυκευμένη με δαμάσκηνα κοκκυτζάουμαι = προσβάλλομαι από κοκίτη κοκκύτζος = κοκκύτης κοκνέτζα = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα από τη μέση μέχρι των κνημών κοκοβάζω = αφαιρώ τον εξωτερικό κάλυμμα του καρυδιού κοκόβιν = καρύδι του οποίου έχει αφαιρεθεί το εξωτερικό κάλυμμα κοκοβούτζα = είδος σαύρας κοκοζλανεύκουμαι = κοκορεύομαι κοκόνα = οικοκυρά, οικοδέσποινα κοκονάζω = οχεύω κοκονίτζα = είδος μύκητα κόκος = πετεινός κοκότρεμαν = σκαλίζω με μυτερό όργανο κοκοτρεύω = σκαλίζω με μυτερό όργανο κολάγια = εύκολα κολαγούζης = οδηγός κολάζω = βασανίζω κολάι = εύκολο κολακεία = κολακεία κολάκεμαν = κολακεία κολακεύω = κολακεύω κόλαση = κόλαση κολαστήρια = κολαστήρια κολατίζω = κολάζω κολέας = εκείνος που έχει ογκώδεις γλουτούς κολέμπαλλον = πανί βρέφους κολεντζάζω = γίνομαι σαν ξερή μύξα της μύτης, τρέχει από τη μύτη μου μύξα κολέντζιν = ξερή ακαθαρσία της μύτης κολίντερον = το απευθυσμένο έντερο κόλλα = κόλλα κολλαρίστικος = εκείνος που φοράει κολάρο κόλληση = μαγιά γιαουρτιού, αποταμιευμένα χρήματα κολλίζω = κολλώ, συγκολλώ, πήζω το γάλα με μαγιά για να γίνει γιαούρτι, ανάβω, καίω κολλίκιν = είδος άρτου από φουρνισμένο κέχρινο αλεύρι κόλλισμαν = συγκόλληση, μαγιά γιαουρτιού κολλισμονή = καταστροφή κολλιστέριν = δοχείο όπου πήζει το γάλα σε γιαούρτι κολλιχτά = κολλητά κολλιχτός = κολλητός κόλλυβα = κόλλυβα κολλυβόζωμο = είδος σιταρόσουπας κολοβάνα = τα οστά της λεκάνης κολοβέτζης = άνθρωπος ραδιούργος κολογκυθάπιν = αχλαδιά με μεγάλα αχλάδια, αχλάδι που έχει γεύση κολοκύθας κολογκυθαρίζω = επιπλέω ως νεροκολοκύθα κολογκυθάς = εκείνος που πουλά κολοκύθια κολογκυθέα = οσμή μαγειρεμένης κολοκύθας κολογκυθένος = ο παρασκευασμένος από κολοκύθα κολογκύθιν = κολοκύθα κολογκυθόδορα = λεπτές φέτες κολοκύθας που ξεραίνονται στον ήλιο κολογκυθοείλικο = ελικοειδής βλαστός κολοκύθας κολογκυθοκάτα = γάτα που γεννήθηκε την εποχή που ωριμάζει η κολοκύθα κολογκυθομάλεζον = είδος σούπας από κολοκύθα κολογκυθόσπορον = σπόρος κολοκυθιάς κολογκυθοφάει = φαγητό από κολοκύθα κολογκυθόφυλλον = φύλλο κολοκυθιάς κολοδέμιν = πιστιά κολοθεύω = παρασκευάζω ψωμιά κολόθιν = καρβέλι κολοθόπον = καρβελάκι κολοκαθεσία = ανάπαυση κολοκάθιν = σκαμνάκι, ουροδοχείο κολοκαθιώ = λερώνομαι κολοκάθουμαι = κάθομαι οκλαδόν κολοκάτζι = σκαμνάκι κολοκνέσκουμαι = ξύνω τους γλουτούς κολόλεμαν = αργοπορία κολολεύων = αργοπορώ, χασομερώ κολολόγια = συκοφαντίες κολομέριν = γλουτός κολομίντερο = μικρό μιντέρι για να καθόμαστε κατά γης κολοντέριν = το απευθυσμένο έντερο κολοξερώ = έχω διάρροια και εμετό κολοπάτια = γλουτοί κολοπέτζα = θαλάσσιο πτηνό κολοπετζέας = διάβροχος, κάθυγρος κολοπέτζιν = γίνομαι μούσκεμα κολοπετζώ = είμαι διάβροχος κολοπίτζα = φυτό υδροχαρές κολοπούτζα = θαλάσσιο πτηνό κολόραδο = ο τελευταίος σπόνδυλος της σπονδυλικής στήλης κόλος = το άκρο του απευθυσμένου εντέρου κολοσπίξιμον = σφίξιμο στη φυσική ανάγκη, μεταφ. στενοχώρια κολοσπόγγιν = χαρτί υγείας κολοσύρω = σύρω κατά γης άκοντα κολοτάνταλος = είδος παιχνιδιού κολοτρίφκουμαι = εκεί που κάθομαι τρίβομαι συνεχώς κολοτρύπιν = ο πρωκτός κολοφτέριν = το φτερό της ουράς πτηνού κολοφώλιν = συγγενολόι κόλπιος = φυλαχτό κολτούκιν = μασχάλη κολυβήθρα = κολυμπήθρα κολυμπετά = κολυμπώντας κολυμπετής = κολυμβητής κολύμπιν = κολύμπι κολυμπώ = κολυμπώ κολφομάντηλον = μαντήλι τσέπης κόλφος = στήθος, αγκαλιά κολώνω = πατώνω κόμαν = ακόμη κομάριν = κουμαριά κομαρόφυλλον = φύλλο κομάρου κομέσιν = βούβαλος κόμιν = μάνδρα κόμμαν = σωρός αλωνισμένων σιτηρών, απόκομμα κομματάζω = κομματιάζω κομματάριν = κομματιασμένο κομμάτιν = κομμάτι κομματόπον = κομματάκι κομμενοζώετος = εκείνος του οποίου κόβεται η ζωή κομμενοήμερος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν οι μέρες κομμενοκάκκαλος = ευνουχισμένος κομμενομύτης = εκείνος που έχει κομμένη μύτη κομμενοτζίκαρος = εκείνος του οποίου είναι κομμένοι οι πνεύμονες κομμενοτζούρωτος = εκείνος του οποίου είναι να εξαντληθούν τα χρόνια κομμενοχείλης = εκείνος του έχει κομμένο χείλος κομμενόχρονος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν τα χρόνια κομπέσα = ψητά κάστανα κομποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα κομπογελώ = απαντώ, γελώ κομπόδεμαν = μιλά ψεύτικα κόμπος = κόμπος κομποσκοίνα = κομπολόι κομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ κόμπωμα = απάτη κομπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι κομπωτή = ο απατών κομπωτίζω = κομπώνω, απατώ κομπωτίτζης = ο απατών κομψού = γυναίκα ραδιούργα κονάκιν = ανάκτορο κοναπίζω = χτυπώ με κόπανο κόνεμαν = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης κονεύω = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης κονίδα = κόνιδα κονιδάζω = γεμίζω κόνιδες κονιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος από κόνιδες κονιδέας = ο πλήρης από κόνιδες κονιδίασμαν = γεμίζω κόνιδες κονίδιν = κόνιδα κονοτσίλι = το άχυρο του λιναριού κονούσεμαν = ομιλώ, συνομιλώ κονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ κοντά = κοντά κοντακέα = χτύπημα με υποκόπανο όπλου κοντακιάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω κοντακιανός = λίγο κοντός στο ανάστημα κοντάκιασμαν = σπαργάνωμα, φάσκιωμα κοντάκιν = φασκιωμένο βρέφος κοντάνα = κοντά κονταράς = εκείνος που βαστά κοντάρι κονταργεύω = λίγο αργώ κονταργώ = αργώ, καθυστερώ κονταρέα = κτύπημα με κοντάρι κοντάριν = κοντός, κοντάρι κονταροδάχτυλος = εκείνος που έχει μικρά δάχτυλα κοντάτζικας = κοντά κοντένω = κονταίνω κόντες = τα περισσεύματα του στήμονος στο αργαλειό κοντέσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει μέχρι τη μέση κοντεύω = κοντεύω κοντζέλιν = μίσχος καρπού, καυλός φυτού κόντζιν = κριάρι κοντζολόζοι = δαίμονες που βγαίνουν κάτω από τη γη το δωδεκαήμερο της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια κοντίκος = κοντός κοντίτζικος = κοντούλης κοντογλώσσι = ο σταφυλίτης του φάρυγγα κοντογούλης = εκείνος που έχει κοντό λαιμό κοντογούνιν = ένδυμα εξωτερικό με υπένδυμα γούνας κοντοζύγωνον = κοντός ζυγός κοντοζώετος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγα χρόνια κοντοήμερος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγες μέρες κοντοκάλαμον = μεταξύ κνήμης και κάλτσας κοντοκάμισος = εκείνος που φοράει κοντό πουκάμισο κοντολαβίτζης = είδος κερασιού με κοντό μίσχο κοντολασέα = σύντομος περίπατος κοντολογής = με λίγα λόγια, εν συντομία κοντόπαχος = κοντός και παχύς κοντοπιάνω = αργώ στην εκτέλεση έργου κοντοπίθαρος = κοντός και προγάστωρ κοντοπλεύριν = η τελευταία νόθος πλευρά του ανθρώπινου θώρακα κοντοπόδαρος = εκείνος που έχει κοντά πόδια κοντορράμμιν = κοντό νήμα κοντόρταρον = κοντή κάλτσα κόντος = η ιδιότητα του κοντού κοντός = κοντός κοντόσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει ως τη μέση κοντοσκάλικον = σώβρακο που έχει κοντή σκάλα κοντοσοσονίζω = κοντανασαίνω, λαχανιάζω κοντοσοσόνισμαν = λαχάνιασμα κοντοστέκω = στην πορεία σταματώ κοντουρεύω = φιλοξενώ κοντούτζικος = κοντούλικος κοντοφτάνω = πλησιάζω κοντοφώσης = εκείνος που έχει κοντή όραση, μύωψ κοντόχρονος = εκείνος που είναι λίγα τα χρόνια του κοντράτον = συμβόλαιο, συμφωνητικό κοντυλέα = η ικανότητα το να γράφεις και να συντάσσεις κοντυλησία = σωματική κόπωση κοντυλιδάζω = κόβω κορμό δένδρου σε κοντυλίδια κοντυλίδιν = κυλινδρικό τεμάχιο από κορμό δέντρου ψηλό και ευθυτενές, πεύκο ή έλατο κοντύλιν = στυλός κοντυλισμός = σωματική κόπωση κοντυλομάχαιρον = μαχαίρι που χρησιμοποιείται για επεξεργασία γραφικού καλάμου κοντυλόπον = στυλό κοντυλώ = κουράζομαι κόντυμαν = κονταίνω κοντύνω = κονταίνω κονώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα κονωτού = δημητριακοί καρποί που είναι τοποθετημένα χύμα κάτω κόξα = μηρός κοπάδιν = κοπάδι κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο κοπαλίζω = χτυπώ με κόπανο κοπάλιν = κόπανος κοπαλίτα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος κοπαλίτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος κοπαλίχτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος κοπαλόπον = κόπανος κοπάλωμαν = γίνομαι κόπανος κοπαλώνω = γίνομαι κόπανος κοπανέα = χτύπημα με κόπανο κοπάνιν = κόπανος κοπάνισμαν = κοπάνισμα κοπανιστός = κοπανιστός κοπανίστρα = ύψωμα λίθων επί του οποίου κοπανίζουν το λινάρι κόπανος = κόπανος κοπελάζω = γεννώ νόθο τέκνο κοπέλιν = νόθο παιδί κοπελού = εκείνη που γεννά νόθο παιδί κοπή = τομή κοπιάζω = κοπιάζω κοπιδάζω = κάνω εγκοπή, σχισμή κοπιδέα = ίχνος τομής κοπίδιν = σχισμή, εγκοπή κοπιδώνω = κάνω εγκοπή, σχισμή κόπος = κόπος κοπούκι = αφρός φαγητού ή καφέ κοπρέα = δυσοσμία κόπρου κοπρέας = υβριστικός, ευτελής, ουτιδανός κοπρερόν = το απευθυσμένο έντερο κοπρέτα = κοπροθήκη κοπρίδι = κοπριά για λίπασμα κοπριδώνω = λιπαίνω με κοπριά κόπρισμα(ν) = κοπριά κοπρίφταρον = φτυάρι μεταφοράς κοπριάς κοπροθέκα = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά κοπροθέσιν = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά κοπροκάλαθον = καλάθι για μεταφορά κοπριάς κοπρομούμουλον = έντομο που μαζεύει κοπριά κόπρος = κοπριά κοπροσκώλεκον = σκουλήκι που γεννιέται στην κοπριά κοπρόστομος = αισχρολόγος, υβριστής κοπροφάας = κοπροφάγος, εκείνος που δεν κάνει σωστές δουλειές κοπροφαΐα = το να τρώει κανείς κοπριά, πράξη αισχρή κοπρώνας = μέρος όπου τοποθετούν κοπριά κοπρώνω = λερώνω με κοπριά κοπτέλι = στερνοπαίδι κόρ(η) = κόρη, κόρη οφθαλμού, κούκλα κόρακας = κόρακας κορακίδιν = κρόταλο της θύρας κοράκιν = κρόταλο της θύρας κορακοθεία = γυναίκα ανόητη κορακοκλείδι = κρόταλο της θύρας κορακοφάετος = εκείνος που τρώει κοράκια κοράκωμαν = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κορακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κορακωτήρι = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κορασέα = κόρη κορασίτα = φυτό που χρησιμοποιείται για βαφή αυγών κοράσον = κόρη κοραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν τα σανίδια κόρδα = χορδή κορδόμια = λεπροί κρουνοί βροχής που τρέχουν από τη στέγη σαν χορδές κορδυλάζω = κομπιάζω κορδυλάριν = γεμάτο κόμπους κορδυλάσιμον = κόμπιασμα κορδύλασμαν = κόμπιασμα κορδυλέα = κόμπος κορδύλη = κόμπος, δεσμός, μπόγος κορδυλιάρικο = γεμάτο με κόμπους κορδυλίασμαν = κόμπιασμα κορδύλιν = κόμπος, θηλιά, κομπόδεμα κορδύλωμα(ν) = κομπιάζω κορδυλώνω = κομπιάζω κόρης = τυφλός κοριδάζω = μου γεννιούνται κοριοί κορίδιν = κοριός κορίτζα = κορούλα κοριτζακός = κοριτσίστικος κοριτζάλα = κόρη εύσωμη και ευπρόσωπη κοριτζάς = εκείνος που παίζει με κοριτσίστικα κορίτζιν = κόρη κοριτζίτζα = κοριτσάκι, κορούλα κοριτζόντας = κατά την κοριτσίστικη ηλικία κοριτζόπουλλον = κοριτσόπουλο, κοριτσάκι κοριτζότα = η κοριτσίστικη ηλικία κορίτιν = κατσικάκι κοριτόπον = κατσικάκι κορκέας = κουρελής κορκέλλα = ράκη, κουρέλια κορκελλάζω = κουρελιάζω κορκιάνο = κουρελού κόρκιν = ράκος, κουρέλι κορκόντειλος = κροκόδειλος κορκοτάζω = κόβω και γίνομαι σαν τα κορκότα κορκοτάς = εκείνος που πουλά κορκότα κορκοτεύω = παρασκευάζω κορκότα κορκότης = χονδραλεσμένο σιτάρι κορκοτικά = είδη κορκότων κορκότιν = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι κορκοτίτζης = μικρός σε ηλικία που αναμειγνύεται σε υποθέσεις μεγάλων κορκοτίτζιν = λίγη ποσότητα κορκοτιού κορκότον = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι κορκοτόπον = λίγη ποσότητα κορκοτιού κορκοτοσίρβιν = σούπα από κορκότα κορμί(ν) = κορμί κορμόπανο = κορμός πουκαμίσου κορμός = κορμός κορνίτζα = κορνίζα κορνοφώλη = φωλιά κορώνας κορό = τρυφερό κόρογκα = είδος ροβής κοροϊδεύομαι = κοροϊδεύομαι κορόιδο = κορόιδο κοροκύθι = στυπείο λιναριού κορόμηλον = κορόμηλο κόρος = κατάλληλη υγρασία για σπορά κορουκτζής = δασοφύλακας κορούμι = καπνιά της καπνοδόχου κόρτζα = γωνία εσωτερική κορτζίδιν = μικρό κούτσουρο που χρησιμοποιείται ως κάθισμα κορτίστιν = νερή γίδα που γεννά μόλις μπει στο δεύτερο έτος της ηλικίας της κορτσέφιν = η κορυφή της κεφαλής κορτσίλιν = είδος ψαριού βατραχοειδούς κορυφώνω = βλαστάνω κορφά = κορυφή κορφάδιν = αποκομμένη κορυφή δέντρου κορφή = κορυφή κορφίτζα = κορυφή κορφοβούνιν = κορυφή βουνού κόρφος = στήθος, αγκαλιά κορώνα = κοράκι κορώνα = κορώνα κορωνάζω = μαυροφορώ κορωνέα = τζιτζιφιά κορωνέας = μαύρος σαν το κόρακα, μεταφ. δυστυχής κορωνίδιν = ρόπτρο θύρας κορωνίτζος = δυστυχής, κακομοίρης κορωνοφώλι = μιναρές τουρκικού τεμένους κορώνω = τυφλώνω κορ’τζοπούλλα = κούκλα κορ’τζοπουλλέσιν = αυτό που ανήκει στην κόρη κορ’τζοτζίμιδος = εκείνος που έχει νου όσο ένα κορίτσι δηλ. λίγο κόσα = είδος αρωματικού φυτού κόσα = είδος δρεπάνου κοσάρα = κότα κοσέα = τραγίλα κοσές = σπανός κοσκινάς = ο κατασκευαστής κοσκίνων κοσκινέα = ποσότητα όση χωράει το κόσκινο κοσκίνιγμαν = κοσκινίζω κοσκινίζω = κοσκινίζω κοσκίνιν = κόσκινο κοσκίνισμαν = κοσκινίζω κόσκινον = κόσκινο κοσκοβόρα = γυναίκα ευτελής, περιφρονημένη κοσμικός = κοσμικός κόσμινη = κόσμος κοσμίτες = κοσμικός κοσμογιατρεμένος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες κοσμογιάτρευτος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες κοσμογυρισμένος = κοσμογυρισμένος κοσμογύριστος = κοσμογυριστής κοσμοδαβασία = καταστροφή, όλεθρος κοσμοδεβάζω = γεγονός δυσάρεστο μεγαλοποιώ σε υπέρτατο βαθμό κοσμοδόνα = πολλά δώρα όσα έχει όλος ο κόσμος κοσμοκράτορας = κοσμοκράτορας κόσμος = κόσμος κόσος = τράγος κοσσάρα = όρνιθα κοσσαράζω = ανατριχιάζω κοσσάριν = όρνιθα κοσσαρίτζα = όρνιθα κοσσαροκλέφτες = κλέφτης ορνίθων κοσσαρόπον = όρνιθα κοσσαροπούλλιν = κοτοπουλάκια κοσσαροφάγεια = τρόφιμα παρασκευασμένα από κότα κοσσαρόφτειρα = κοτόψειρα κοσσού = κλώσα κοσσύφης = κότσυφας κοσσύφι = κότσυφας κοστελάζω = κοτσάνι που μεγαλώνει κοστέλιν = κοτσάνι κοστελώνω = κοτσάνι που μεγαλώνει κοστούρεμαν = ελαύνω τάχιστα κοστουρεύω = ελαύνω τάχιστα κοστραμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο κοσώνω = παραγηράσκω κοτάζω = μετρώ σιτηρά με κότιν κοταμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο κοτέα = ποσότητα όση χωράει το κότιν κοτέλ(ιν) = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτεράζω = δίνω σε κάποιον μεγάλο κομμάτι ψωμιού κοτερέα = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτερέας = εκείνος που καταβροχθίζει μεγάλο κομμάτι ψωμιού, ζητιάνος κοτέριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτζά = κουτσαίνοντας κοτζαγκέλιν = γαμήλιος χορός, ραφή ελικοειδής κοτζαγκελωτός = ελικοειδής κοτζακιάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, αρραβωνιάζω, κουμπώνω κοτζάκιασμαν = δαμαλισμός, αρραβωνιάζω, κουμπώνω κοτζάκιν = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι κοτζακώνω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, κουμπώνω κοτζαλέα = παιδιά που στριφογυρίζουν στη μία φτέρνα κοτζαμάνος = γέρος, σύζυγος κοτζάνιφτος = εκείνος που δεν νίφτηκε καλά κοτζέας = χωλός, κουτσός κοτζέας = πετεινός κότζι = κουτσαίνοντας κοτζίζω = κουτσαίνω κότζιν = φτέρνα κότζιν = κριάρι κότζισμαν = κούτσαμα κοτζίτζα = κρεατοελιά κοτζίφταρον = παλιό φτυάρι κοτζιχτά = κουτσαίνοντας κοτζιχτό = παιχνίδι κουτσό κοτζοδάχτυλον = ωτίτης κοτζοδούλιν = μικροδουλειά της οικίας κοτζοδρόμιν = μονοπάτι κοτζοκέριν = υπολείμματα κεριού, τσιγάρου κοτζοκεφαλίζω = αποκεφαλίζω κοτζοκέφαλος = εκείνος που λέει πράγματα αστεία κοτζοκορφίζω = αποκόβω την κεφαλή φυτού κοτζολάβικον = σπασμένη λαβή κοτζολάμνιν = μαχαίρι παλαιωμένο κοτζολάμπιν = μικρή λάμπα πετρελαίου χωρίς γυαλί κοτζολεύκιν = θαμνώδες δενδρύλλιο άγριας λεύκης κοτζονέστιν = η νηστεία της Τετάρτης και τη Παρασκευής κοτζονόμηλον = αγριόμηλο ξινό κοτζοπάνιν = μικρό κομμάτι από πανί κοτζοπανίουμαι = κλαίω κοπανώντας κάτω κοτζοπάριν = νόμισμα ελάχιστης αξίας κοτζοπάτεμαν = στραβοπατώ κοτζοπατώ = στραβοπατώ κοτζοπέτεινος = κουτσός πετεινός κοτζοπίνακον = πινάκιο φθαρμένο κοτζοπλύνω = μισοπλύνω κοτζοπλύσιν = λίγα ρούχα για πλύσιμο κοτζορρύμιν = ρυάκι με λίγο νερό κοτζός = κουτσός κοτζοτζίγαρον = αποτσίγαρο κοτζοχερίουμαι = γίνομαι κουτσός ως προς τα χέρια κοτζοχώριν = μικρό χωριό κοτζύφης = κόσσυφας κοτζώνω = κουτσαίνω κοτικέα = ποσότητα όση χωράει το κοτίκιν κοτίκιν = ξύλινη κάσα που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταφοράς κότιν = μόδιον κοτκοτάνος = έθιμο να τσουγκρίζουν αβγά την δεύτερη μέρα του Πάσχα από την ανάποδη κοτοβός = ανόητος, βλάκας κοτοκέφαλος = χονδροκέφαλος κοτονίζω = σκοτώνω κοτόριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτόσιν = καρποφόρο στέλεχος αραβοσίτου, γουλί κράμβης κοτοσώνω = γίνομαι σαν κούτσουρο, αποβλακώνομαι κότρος = λίθος στρογγυλός κότσεμαν = μετανάστευση κοτσεύω = μεταναστεύω κοττακίδα = μικρή κότα κοττοβός = ανόητος, βλάκας κοττοβώνω = αποβλακώνομαι κόττος = πετεινός, πετεινόμυαλος κοτύλη = σβέρκος κοτύλιν = λακκάκι, ιστός υφαντουργικός κουβάλεμαν = κουβάλημα κουβαλετός = ο μεταφερόμενος κούβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του κουβαλώ = κουβαλώ κουβαράζω = κουβαριάζω κουβαρίαγμαν = κουβαριάζω κουβάριν = κουβάρι κουβαρίτζα = κουβάρι κουβαρόπ’λλον = κουβαράκι κουβεντιάζω = κουβεντιάζω κουβέτιν = δύναμη σωματική, ρώμη κουβετλής = ισχυρός, ρωμαλέος κουδίζω = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι κούδισμαν = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι κουδίχτας = εριστικός, φιλόνικος κουδούκα = είδος εδέσματος κουδουκέα = πλήγμα ράμφους πτηνού, ίχνος πλήγματος ράμφους πτηνού κουδουκιάζω = πλήττω, χτυπώ με ράμφος κουδουκίζω = τρώω με ράμφος κουδούκιν = ράμφος, θηλή κουδούκισμαν = τρώω με ράμφος κουδουκοφάγειν = είδος εδέσματος κουδουχτεράς = δρυοκολάπτης κούζεμαν = αγανακτώ, οργίζομαι κουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι κουζί = αρνί κουζούμιν = έδεσμα εκλεκτό κούζω = φωνάζω, λαλώ κουθκουτάνος = δρυοκολάπτης κουθούριν = κεφαλή αραβοσίτου απογυμνωμένη κουθουροφάγας = εκείνος που τρώει κουκούρια κουΐζω = λαλώ, φωνάζω κουϊμτζής = χρυσοχόος κουΐν = λάκκος, όρυγμα κουϊσμός = κραυγή θρηνώδης κουϊστέας = εκείνος που φωνάζει κουκάρα = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη κουκάριν = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη κουκαρίνα = μυθικό πτηνό κουκαρλίν = εκείνο που έχει άκρο αγκιστρωτό κουκαρώνω = λυγίζω στην άκρη για να γίνει σαν άγκιστρο, κυρτώνομαι κουκαρωτός = αγκιστροειδής κουκκουδάρης = εκείνος που έχει πολλούς πυρήνες κουκκούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό κουκκουδιστής = χιόνι το οποίο πίπτει κατά μικρούς κόκκους κουκκουδίτα = φυτό άγριο με σκληρούς σπόρους κουκκούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός κουκκουτζάζω = καρπός που έχει πυρήνα, άνθρωπος φέρει σπυράκια κουκκούτζιν = κουκούτσι, χαλάζι, μπουμπούκι κουκκούτζωμαν = μπουμπουκιάζω κουκκουτζώνω = μπουμπουκιάζω κουκλώνω = κάθομαι οκλαδόν κουκολάλετος = εκεί που μόνο οι κούκοι λαλούν, έρημος κούκος = κούκος κούκουβα = οκλαδόν κουκουβάγια = κουκουβάγια κουκουβάζω = κάθομαι οκλαδόν κουκουβάκα = μανιτάρι, παιχνίδι παιδικό κουκουβακώ = αφρίζω κούκουδας = κούκος, δρυοκολάπτης, κουκουβάγια κουκουδόφυλλον = χόρτο πλατύφυλλο χρήσιμο ως τροφή ζώων κουκούλα = κουκούλα κουκουλάτες = κουκουλωμένος κουκουλέας = κουκουλωμένος κουκουλέτος = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω κουκουλήσα = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω κουκούλιν = κουκούλα, κουκούλι μεταξοσκώληκα κουκουλίν = πτηνό με λοφίο στο κεφάλι κουκουλίνα = φυτό φουντωτό κουκουλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια με φουσκωμένα βλέφαρα κουκουλόπον = μικρή κουκούλα κουκουλόφυλλον = φυτό με φύλλωμα φουντωτό κουκούλωμαν = κουκουλώνω κουκουλώνω = κουκουλώνω κουκουλωτέριν = γυναικείος κεφαλόδεσμος κουκουμέα = ποσότητα όση χωράει το κουκούμιν κουκουμέλα = ωραία γυναίκα κουκουμίζω = ξεχειλίζει το κουκούμιν, περιβρέχομαι αφθόνως κουκούμιν = χάλκινη στάμνα που χρησιμοποιείται για ζέσταμα νερού κουκουμόπον = μικρή χάλκινη στάμνα κουκουνίζω = χρεμετίζω, κλαίω κουκούνισμαν = χρεμετίζω, κλαίω κούκουρα = σκυφτά κουκουρίκος = πετεινός κούκουρος = σπίνος κούκουρος = κυφός, καμπούρης, εσχατόγηρος κουκούρωμαν = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω κουκουρώνω = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω κουκουρωτός = λίγο σκυφτός κουκουτζάς = κοκίτης, ισχυρός και παρατεταμένος βήχας κούλα = εντόσθια ψαριών κουλακεύω = κολακεύω κουλάκια = τρίχες κεφαλής κουλάντζιν = περίττωμα αιγοπροβάτου κουλαπτάνιν = σιρίτι κουλάριν = κουτάλι κουλία = εδέσματα κουλία = προβατίνα ή γίδα χωρίς κέρατα, κεφάλι χωρίς τρίχες κούλιγμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών κουλίδιν = το αποκομμένο κεφάλι μικρού ψαριού κουλίζω = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών κούλικον = ζώο χωρίς κέρατα κούλισμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών κουλίτζιν = ξίφος, σπαθί κουλκάντζιν = φλάσκα, νεροκολοκύθα κουλλυράζω = αιγοπρόβατο που αφοδεύει κουλλύριν = ψωμί καλαμποκίσιο κουλουκεύω = σκύλα που γεννά κουλούκι = νεογνό σκύλας, είδος πασχαλιάτικης κουλούρας κουλώνω = αμβλύνομαι κουμάγια = εφοδιασμός τροφίμων κουμαντά = διαταγή, διοίκηση κουμαντάρης = ο διευθύνων, οι διοικών κουμαντάριγμαν = διευθύνω, διοικώ κουμανταρίζω = διευθύνω, διοικώ κουμάσιν = ύφασμα μεταξωτό κουμμαντζούρι = μεγάλο κομμάτι άρτου κουμνί = πιθαράκι κουμουλάδα = σωρός πραγμάτων κουμουλάεμαν = συγκέντρωση κουμουλαεύω = συγκεντρώνομαι κουμουλάζω = συσσωρεύω, συγκεντρώνω κουμουλάπιν = αχλάδι πράσινο μετρίου μεγέθου κουμουλασέα = σωρός πραγμάτων κουμουλαστά = συσσωρευμένα, συμμαζεμένα κουμουλαστέριν = όργανο με το οποίο μαζεύουν σε σωρό τα αλωνισμένα στάχυα κουμουλαστός = συσσωρευμένος κουμουλίαγμαν = συσσωρεύω, συγκεντρώνω κουμούλιν = σωρός κουμουλόπον = μικρός σωρός, ο αστερισμός της πλειάδος κούμουλος = κούμουλος κουμούλωμαν = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη κουμουλώνω = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη κουμούσιν = μπουμπούκι, κώνος ελάτης, ο εχίνος του κάστανου κουμπάζω = κουμπώνω, θηλυκώνω κουμπαρολάλεμαν = ειδική πρόσκληση κουμπάρου στο γάμο κουμπάρος = κουμπάρος κουμπαρωσύνα = η σχέση του κουμπάρου προς τους στεφανωμένους κουμπαστός = κουμπωτός κουμπί(ν) = κουμπί κουμπίασμαν = κούμπωμα κουμπίζω = ακουμπώ κουμπίτα = είδος χόρτου του οποίου το στέλεχος έχει πολλούς κόμβους κουμπίτζα = είδος εντόμου το οποίο συστέλλεται σε σχήμα κόμβου κουμπίτζιν = κουμπί κουμποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα κουμποσπάλερον = μεταξωτό επιστήθιο νύφης κουμπουρεύω = δέρνω, γρονθοκοπώ κούμπωμαν = κουμπώνω κουμπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι κουμώνω = κουμπώνω, θηλυκώνω κουνανέα = αιώρα κουνανίζω = αιωρούμαι κουνάπιν = σπάγγος κουνέμπαλλον = πανί της κούνιας κουνέσιν = ο ανήκων εις της κούνια κουνί(ν) = κούνια, λίκνο κούνιγμαν = λικνίζω, κινούμαι κουνίζω = λικνίζω, κινούμαι κούνισμαν = λικνίζω, κινούμαι κουνιστάς = εκείνος που κουνίζει, λικνίζει κουνιχτά = λικνίζοντας κουνοδέμιν = το δέμα της κούνιας κουνοκόλιν = η άκρα της κούνιας κουνοπαίδιν = βρέφος, μικρό παιδί κουνοσκέπαγμαν = κάλυμμα κούνιας κουνούπα = κουνούπι κουνούπιν = κουνούπι κουντά = κοντά κουντάνα = κοντά, πλησίον κουντάριν = ακαλήφη, τσουκνίδα κούντεμαν = ωθώ, σπρώχνω κουντετά = σπρώχνοντας κουντετής = εκείνος που σπρώχνει κουντζέλλιν = μίσχος καρπών και φύλλων κούντζι = κριάρι κουντζίζω = σπω, τσακίζω κουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως κουντζόπον = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως κούντημαν = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω κούντι = τεμάχιο ζύμης ανοιγμένο σε φύλλο κούντικα = είδος φασολιών κουντουλάκι = βώλος κουντούπας = άνθρωπος κοντός, πετεινός χωρίς ουρά κουντούρα = είδος υποδήματος Κούντουρος = Φεβρουάριος κουντώ = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω, παρορμώ κούπα = μπρούμυτα κουπανίζω = κοπανίζω κουπάνιν = κόπανος κουπανίστρα = ύψωμα λίθων επί των οποίων κοπανίζουν το λινάρι κούπανος = κόπανος κουπέ = τρούλος, θόλος κούπιγμαν = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς κουπίζω = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς κουπίκα = καμπούρα κουπιστέριν = ο ευκτήριος οίκος των Μουσουλμάνων κουπιχτά = σκύβοντας κουπιχτής = μουσουλμάνος στο θρήσκευμα κουράζω = σπω πράγματα στη μέση, σχίζω, κάμπτομαι, λυγίζομαι, αποκάμνω κουράκιν = κρόταλο της θύρας κουρακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κούρασμαν = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα κουραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν σανίδια κούρβα = πόρνη κούρεμα(ν) = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα κούρεμα(ν) = χορδισμός, έναρξη μουσικού σκοπού, επισκευή κουρεύω = κουρεύω, κλαδεύω κουρεύω = χορδίζω, κουρδίζω, αρχίζω μουσικό σκοπό, στήνω, επισκευάζω, τοποθετώ κουρίζα = κλώσα κουρίκιν = πώλος όνου κουρικόπον = πώλος όνου κουρίν = κούτσουρο κουρίνα = θήλυ νεογνού όνου κουρκουβάντζιν = κόπρος αιγοπροβάτων, βερβελιά, θάμνος που παράγει καρπό όμοιο με βερβελιά κουρκουλίτζα = είδος φυτού κουρκουντέλιν = φόρεμα καταρρακωμένο κουρκούρι = φάρυγγας κουρμούτζι = ξεροκόμματο άρτου κούρνα = γούρνα κουρνάζης = γλίσχρος, φειδωλός κουρνία = κρήνη, βρύση κουρνόν = υγρό διυλισμένο, διαυγές, καθαρό κούρνος = γούρνα κουρνόφορος = νεροχύτης κουρομάνικος = ρακένδυτος, κουρελής κουρόπον = κούτσουρο κούρος = υιός κουρούζα = ρίζα δέντρου κατάλληλη για καύσιμη ύλη κουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι κουρούλλιν = ψωμί καλαμποκίσιο κουρουμπάζω = μπουμπουκιάζω κουρούμπιν = μπουμπούκι κουρουμπώνω = μπουμπουκιάζω κουρουπίζω = αποκόβω τις κορυφές φυτών κουρουσπάνιν = χοντρό κούτσουρο, μεταφ. παιδί παχουλό κουρπανίζω = παρακαλώ, θυσιάζομαι κουρπάνιν = θυσία, θύμα κουρσάρος = ληστής κουρσεύω = κυριεύω και λεηλατώ, αιχμαλωτίζω, οδεύω, οδοιπορώ κουρσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα καλύμματος γυναικείας στολής κούρσος = επιδρομή κούρτα = γουλιά, ελαχίστη ποσότητα πράγματος κουρτάρεμαν = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω κουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω κουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή, σωτηρία κούρτεμαν = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι κουρτζανίζω = τρίζω κουρτζουμέλης = αμελής, νωθρός κούρτη = ο οισοφάγος, καταπινάρι κούρτι = ο λάρυγγας κουρτίτζα = ελαχίστη ποσότητα κουρτίχτρα = ο σταφυλίτης του φάρυγγα κουρτσάκι = ο φάρυγγας κουρτσέα = κατάποσης κουρτώ = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι κουρτώνω = κυρτώνομαι, καμπουριάζω κούρφα = εγκώμιο, έπαινος κουρφέας = ο αυτοεπαινούμενος, καυχησιάρης κούρφεμαν = επαινώ, εγκωμιάζω κουρφεύω = επαινώ, εγκωμιάζω κουρφία = έπαινος, καύχηση κούρφιγμαν = επαινώ, εγκωμιάζω κουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ κούρφισμαν = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ κουρφιτζέας = καυχησιάρης κουσιάτα = πίθος στενόστομος με δύο λαβές κουσκανέας = ζηλότυπος, φθονερός κουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ κουσκανία = ζήλεια, φθόνος κουσκαντζαρία = ζηλότυπη, φθονερή κουσκαντζέας = ζηλότυπος, φθονερός κουσκουράζω = παρασκευάζω κουσκούρια, χοντροφτιάχνω κουσκουρέα = οσμή του κουσκουριού κουσκούριν = πλινθοποιημένη ξηρή κοπριά βοδιών που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, μεταφ. ψωμί σκληρό κουσκουρώνω = ψωρί που σκληρύνεται κουσκουτάνα = αγριόχορτο που φέρει υπόγειο βολβό εδώδιμο αλλά και δηλητηριώδη σε μεγάλη ποσότητα κουσκουτάνιν = χόρτο άγριο κουσούριν = ελάττωμα σωματικό, ηθικό και τεχνικό, έλλειψη, παράλειψη κουσπίδιν = το κατώτατο άκρο της σπονδυλικής στήλης κουσπίν = οι στροφείς της θύρας κουσπίτα = αγριόχορτο με υπόξινη γεύση κουστάζω = κάνω βώλους από χιόνι, σβολιάζω κουστάριν = φαγητό που έχει σβολιάσει κούστιν = βώλος ζύμης, πηλού κτλ. κουστίτζης = στρουμπουλός σαν βώλος κουστράχιν = θηλυκό άλογο, φοράδα κουστώνω = σβολιάζω κουταβάζω = σκύλα που γεννά κουτάβιν = κουτάβι κουταβόπον = κουταβάκι κουταλάζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα κουταλέα = ποσότητα όση χωράει η κουτάλα κουταλέας = πειναλέος κουταλήτρα = το βατραχάκι γυρίνος κουταλίζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα κουτάλιν = κουτάλι κουταλίτζης = κουτάλα κουτέα = ποσότητα όση χωράει ένα κουτίν κουτεύω = θωπεύω κούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός κουτζάκι = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι κουτζή = κόρη, νεαρή κουτζίδιν = κόρη, νεαρή κουτζίκης = αγόρι, νεαρός κουτζίκιν = μικρούλης κουτζικόπον = μικρούλης κουτζιρίνα = μαρίδα κουτζκουτζία = όρνιθα κουτζός = κουτσός κουτζουγουλίζω = αποκεφαλίζω κουτζουγούλισμαν = αποκεφαλίζω κουτζουκιάζω = γαργαλίζω κούτζουκλος = υπερπλήρης, παραγεμισμένος κουτζούκλωμαν = παραγεμίζω κουτζουκλώνω = παραγεμίζω κουτζούλλιν = κλειτορίδα κουτζούπιν = είδος μακρουλού δαμάσκηνου κούτζουρα = ανακούρκουδα κουτζουράζω = κάθομαι συμμαζεμένα κουτζουρέας = χωλός, κουτσός κουτζουρίζω = κόβω σύριζα φυτό, ζώο που βόσκει αποκόβοντας τους βλαστούς κούτζουρο = κούτσουρο κούτζουρος = κούτσουρος κουτίν = κουτί κουτίτζα = κατσίκα κουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο στα γυναικεία φορέματα κουτνοσπάλερον = επιστήθιο γυναικείο κάλυμμα από κοτνίν κουτοπούλλιν = κουτάκι κουτόπ’λλον = κουτάκι κουτού = γυναίκα που επιτυγχάνει τα προξενιά κουτούζης = κολοβωμένος, φαλακρός κουτουζλαεύω = αποκόβω τις κορυφές φυτών κουτουζώνω = αποκόβω τις κορυφές φυτών κουτούλα = χήρος κουτουλάζω = κουρεύομαι κουτουλέας = χήρος κουτούλης = χήρος, εκείνος του οποίου έχει αποκοπεί κουτούλιγμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής κουτουλίζω = κόβω τις τρίχες της κεφαλής κουτούλισμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής κουτουλίτζα = χήρα κουτουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος κουτούνα = στέλεχος αραβοσίτου μετά την αφαίρεση του καρπού κουτουνάζω = χονδροκόβω τα στάχυα κατά το αλωνισμό κουτουπανάζω = καταβροχθίζω κουτούπανος = δρυοκολάπτης κουτουράζω = κομματιάζω, θρυμματίζω κουτουρεία = ανησυχία, θόρυβος κουτουρεμός = ανησυχία, θόρυβος κουτουρεύω = λυσσώ, μεταφ. ατακτώ ασυγκράτητα κουτουρίζω = κομματιάζω, θρυμματίζω κουτούριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου κουτουρνάζω = κιτρινίζω κούτουρνος = κίτρινος κουτουρομονή = λύσσα κουτούφαλος = επιπόλαιος κούτρα = μέτωπο, κορυφή κουτριάρης = εκείνος που έχει πλατύ και εξογκωμένο μέτωπο κουτρινάζω = κιτρινίζω κουτρούβι = πήλινο αγγείο κουτρουπίτζα = χοντροκέφαλη κουτρώ = χτυπώ με τα κέρατα κουτσκούριν = αβγό γεμισμένο με πίσσα για το τσούγκρισμα του Πάσχα Κουτσούκης = Φεβρουάριος κουτσουκιάρης = σημαδιακός κουτσουμαλλία = ξεμαλλιασμένος κουτσουμαλλίομαι = ξεμαλλιάζομαι κούτσουπιτα = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη κούφα = υπόκωφος κούφα = κοφίνι, ξύλινο αγγείο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα γιαουρτιού για παραγωγή βουτύρου κουφαίνω = βαθουλώνομαι κουφαλάεμαν = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο κουφαλεύω = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο κουφιλίνα = κούφιο καρύδι κουφίτζα = δοχείο ξύλινο κουφοδόντης = εκείνος που έχει κούφια δόντια, νωδός, φαφούτης κουφοκάρυδον = κούφιο καρύδι κουφοκάρυν = κούφιο καρύδι κουφολογώ = κάνω κουφάλα στο ξύλο κουφολόεμαν = κάνω κουφάλα στο ξύλο κουφόμηλον = είδος μήλου κουφομμάτης = εκείνος που έχει βαθουλωμένα μάτια κουφοξυλένος = ο καμωμένος από κουφόξυλο κουφόξυστρα = φυτό με φύλλα κολλώδη χρησιμοποιούμενα κατά των κοριών κούφος = κούφιος, μεταφ. ελαφρόμυαλος κουφοστάτες = μέρος όπου τοποθετούνται τα ξύλινα δοχεία ύδατος κουφόσυκον = ερινεός, δέντρο και καρπός κούφωμαν = κούφιο, κοιλότητα δέντρου, πέτρας κτλ κουφώνω = γίνομαι κούφιος, βαθουλός κουχνουτάζω = ευρωτιώ, μουχλιάζω κουχνουτάριν = μουχλιασμένο κουχνουτάσιμον = ευρωτιώ, μουχλιάζω κουχνουτέα = οσμή μουχλιασμένου άρτου κτλ κουχνουτίασμαν = ευρωτιώ, μουχλιάζω κουχταρά = υπόγειο βαθύ και σκοτεινό κόφα = υπόκωφος κοφίνιν = κοφίνι κόφλος = στήθος, αγκαλιά κοφοτζούτζα = είδος σαύρας κοφτά = κοφτά κοφτά = κεφτές κοφταίο = δριμύς κοιλόπονος, κόψιμο, σφάχτης κοφταρά = κεφτές κοφτάριν = εκείνο που κόβει καλά, εκείνου του οποίου έχει αλλοιωθεί η σύσταση κοφτερά = σφοδρώς, δυνατά κοφτερίτζα = σύντομος δρόμος κοφτερός = κοφτερός, δραστήριος, ρέκτης κόφτες = εργαλείο της κεραμουργίας, της ταλασιουργίας κοφτός = κοφτός κόφτω = κόβω, ορίζω, καθορίζω, διακόπτω, ματαιώνω κοχαΐτα = είδος χόρτου πλατύφυλλο κοχαρέας = εκείνος που βήχει συχνά κοχάριγμαν = βήχω συχνά κοχαρίζω = βήχω συχνά κοχάρισμαν = βήχω συχνά κόχη = η γωνία του άρτου, η κόρα του άρτου κοχίζω = βήχω, κλαίω με αναφιλητά κοχίος = ισχυρός βήχας κόχισμαν = βήχω κοχλάζω = κοχλάζω κοχλακίζω = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό, αναβρύω με κοχλασμό κοχλάκισμαν = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό κοχλακίτα = πηγή που αναβλύζει νερό μετά κοχλασμού κοχλαρίτζα = υδρόβιο ζωύφιο κόχλασμαν = κοχλάζω κοχλιδάζω = στρέφω κοχλιοειδές κοχλιδέα = οσμή μαγειρεμένων σαλιγκαριών κοχλίδιν = σαλιγκάρι κοχλιδίτζα = ο θαλάσσιος κοχλίας κοχλιδότζεπλον = όστρακο σαλιγκαριού κοχλίος = κοχλίας, σαλιγκάρι κόχλος = κοχλίας, σαλιγκάρι κοχράκα = κόρακας κοχτέας = κατηφής, σκυθρωπός κοψάδα = η κόψη, η κατατομή του προσώπου κόψη = κόψη, τομή κοψίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου κόψιμο(ν) = κόψιμο κραγκανάκιν = εξάρτημα της συσκευής του αλευρόμυλου κράζω = κράζω κραματίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω κραμάτισμαν = κατακάθομαι, κατασταλάζω κραμπίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω κραμπίν = κραμβολάχανο κράναλος = μισανάλατος κρανέα = κρανιά κρανέψιν = μισοψημένο κράνιν = κρανιά κρανίτζι = μικρός καρπός της κρανιάς κρανίτικο = ποτό οινοπνευματώδους που παράγεται από κράνια κράνοιχτος = μισανοιγμένος κρανοκούκκουδο = σίτο που έχει χονδρούς κόκκους μέχρι τους πυρήνες του καρπού της κρανιάς κρανολαίες = κράνια σε άλμη σαν ελιές κράξιμον = κράζω κραπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή κραπίν = νερό διαυγές, καθαρό κραπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή κράριν = αρσενικό πρόβατο, κριός κραρός = ψυχρός κρασάς = κρασάς κρασέα = κρασίλα κρασί(ν) = κρασί κρασοδαίμονας = ο δαίμονας της κρασιού κρασόπον = κρασάκι κρασοπότηρον = κρασοπότηρο κρασόποτος = ο φίλος του κρασιού κρασοφακέλιστος = οινόφλυξ, κρασοκανάτας κρασοφίντζανον = κρασοπότηρο κρασώνω = κερνώ κρασί, λερώνω με κρασί κράτεμα = κράτημα, τήρηση συνήθειας, υποστήριξη οικονομική ή ηθική κρατεύκομαι = συγκρατούμαι κρατευτέριν = λαβή, χερούλι δοχείου κράτος = παρεχόμενη οικονομική ή ηθική υποστήριξη κρατώ = κρατώ, συγκρατώ, αντέχω, τηρώ, συγκροτώ, διαρκώ, υποστηρίζω κράχτες = ο καλών στο ναό κατά νυχτερινές ακολουθίες συνήθως νεωκόρος κρέας = κρέας κρεατάρης = παχύσαρκος, φαγητό που έχει πολύ κρέας κρεατέα = οσμή κρέατος κρεατένος = ο παρασκευασμένος από κρέας κρεατίτης = ο παρασκευασμένος από κρέας κρεατοζώμιν = ζουμί κρέατος κρεατοκούριν = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας κρεατονήστιν = αποκριά κρεατόπον = λίγη ποσότητα κρέατος κρεατοσάνιδον = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας κρεατοσίρβιν = κρεατόσουπα κρεατώνω = γίνομαι ευτραφής, παχαίνω, έρχομαι σε επαφή με το κρέας και παίρνω την μυρωδιά του κρεββαταρέα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα κρεββατικά = στώματα κρεββάτιν = κρεβάτι κρεββατίνα = υφαντικός ιστός, αργαλειός κρεββατοθήκα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα κρεββατόπον = κρεβατάκι κρεββατοπουστουρίχτρα = κρεβατομουρμούρα κρεββατουμαι = κρεβατώνομαι κρεμάζω = γκρεμίζω κρεμαλίζω = κρεμάω κρεμαντούλιν = οι όρχεις κρεμάνω = αναρτώ, απαγχονίζω, γέρνω, κλίνω κρέμασμαν = κρέμασμα, κρεμάλα, αγχόνη κρεμασταρέα = αιώρα, κούνια κρεμαστάριν = κρεμάμενος κρεμαστέρα = κρεμάστρα κρεμαστέριν = κρεμάστρα κρεμάστες = καλαμπόκια κρεμασμένα σε ορμαθούς κρεμαστή = κρεμαστή αλυσίδα με άγκιστρο κρεμαστούδες = πολλοί καρποί κρεμασμένοι σε ένα κλαδί κρεμαστοχείλης = εκείνος που έχει το κάτω χείλος κρεμασμένο κρεμάστρα = κρεμάστρα, ορμαθός ξηρών λάχανων κρεμασμένων κρεμίζω = γκρεμίζω, καταρρίπτω, αφήνω, αποδιώκω κρέμιν = κρημνός κρέμισμαν = γκρέμισμα, κατάρριψη κρεμισταρέα = κρημνός, βράχος απότομος κρεμιστέριν = κρημνός, βράχος απότομος κρεμμύδιν = κρεμμύδι κρεμοκόλιν = χείλος κρημνού κρεμοκόφτω = αποκοπτόμενος κατολισθαίνω κρέμομαι = κρέμομαι κρεμόνα = κλαδάκια ριγμένα κατά γης κρεμός = γκρεμός κρενάζω = διοχετεύω νερό κρένερον = κρύο νερό κρενίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρενόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα κρενόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρεντήρα = φαγητό πολύ υδαρές κρεντήριν = δοχείο ύδατος κρεπάρω = κόβομαι, σκάω κρεπεγάδιν = πηγή ψυχρού ύδατος κρέρκουμαι = ερεύγομαι, ρεύομαι κρήταμον = άγριο φυτό κρίαρος = κριός μεγαλόσωμος, μεταφ. ανδρείος, γενναίος κριγκί = σκουλαρίκι, είδος αγρίου λευκού άνθους κριθαρένος = κριθαρένος κριθάριν = κριθάρι κριθαρίτζα = κριθαράκι κριθαρόνερον = νερό βρασμένου κριθαριού κριθαροσίρβιν = σούπα από ξεφλουδισμένο κριθάρι κριθαροτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με κριθάρι με σιτηρά κριθαρόψωμον = ψωμί από κριθάρι κριθένος = κρίθινος κρίθινος = κρίθινος κρικίν = ενώτιο, σκουλαρίκι, είδος άγριου λευκού άνθους κρίμα = κρίμα, αμαρτία κριματίζω = αμαρτάνω, κολάζομαι κριματιστέριν = άνθρωπος αξιολύπητος κρίντζιν = εύθραυστο κρίνω = κρίνω, δικάζω, διακρίνω, εκφέρω γνώμη κρίση = κρίση, δίκη, γνώμη, έκβαση κρίσιμον = γνώμη, κρίση κρισολογία = δίκη, διαδικασία κρισολογώ = δικάζομαι, κρίνομαι κριτήριον = δικαστήριον κριτής = δικαστής κροκοπούλλι = πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό κροκός = κρόκος κρομμυδάς = κρεμμυδάς κρομμυδέα = οσμή κρεμμυδιού κρομμυδένος = ο παρασκευασμένος από κρεμμύδια κρομμυδιάρης = ψεύτης κρομμύδιν = κρεμμύδι κρομμυδόπον = κρομμύδι κρομμυδόσυκα = σύκα με γεύση όπως τα κρεμμύδια κρομμυδότζεπλον = φλοιός κρεμμυδιού κρομμυδόφυλλον = φύλλο κρεμμυδιού κρομμυδόφυτον = φυτό κρεμμυδιού κρόνερον = κρύο νερό κρονή = κρήνη, βρύση κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρονόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρόσιν = γρόσι κροσταλλίδιν = κρύσταλλο κρόσταλλον = κρύσταλλο κρούμα = νόσος επιδημική κρούμαι = κρυώνω κρουμπάζω = φυτό που εκφύει οφθαλμούς κρούμπιν = μπουμπούκι, όζος δέντρου κρουνή = κρήνη, βρύση κρουνόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρούντζιν = εύθραυστο, μπουμπούκι κρουντζώνω = γίνομαι εύθραυστος, μπουμπουκιάζω κρούσιμον = οξεία ασθένεια κρουσσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα του καλύμματος της γυναικείας κεφαλής κρούχτας = εκείνος που χτυπά κρουχτικόν = παιδί που έχει τη συνήθεια να χτυπά κρούω = χτυπώ, φονεύω, ορύσσω, προσλαμβάνομαι από νόσο κρύα = κρύα κρυάδα = κρυάδα κρυαίνω = κρυώνω κρυβίσκομαι = κρύπτομαι κρυβισταρέα = κρύπτη, κρυψώνα κρυερά = ψυχρά, αδιάφορα κρυερός = ψυχρός κρυολόγεμαν = κρυολογώ κρυολογώ = κρυολογώ κρυόνερον = κρύο νερό κρυορριγώ = αισθάνομαι ψύχος, ριγώ κρύος = κρύος κρυσταλλίδιν = κρύσταλλο κρύσταλλον = κρύσταλλο κρυφά = κρυφά κρυφαγαστρωμένον = έγκυος εκ κλεψιγαμία κρυφοκόριτζον = κορίτσι έγκυο εκ κλεψιγαμία κρυφός = κρυφός κρυφοταγίζω = παρέχω τροφή παραπάνω από την κανονική κρυφοτέρεμαν = κρυφοκοιτάζω κρυφοτερώ = κρυφοκοιτάζω κρυφοτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω κρυφοτσαμπλίζω = κλείνω κρυφά το μάτι σε κάποιον κρυφταρέα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος, κρυφτό κρυφταρείος = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος κρυφτέρα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος κρυφτερίτζα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος κρύφτω = κρύβω, κρύβομαι κρύφως = κρυφά κρύψιμον = κρύψιμο κρυψίος = κρύψιμο κρυώνω = κρυώνω κρυωτός = υπόψυχρος κρωπέα = το χτύπημα με κρωπίν κρωπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος κρωπίζω = κόβω με κρωπίν κρωπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος κρωπομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη προς τα κάτω κρωπόπον = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος κυβέρνημαν = η διοίκηση της οικογένειας από οικονομικής απόψεως κυβέρνηση = κυβέρνηση, οικονομική συντήρηση της οικογένειας κυβερνώ = κυβερνώ, διεθύνω κυδωνάτες = ποτό από κυδώνι κυδωνέα = οσμή κυδωνιου κυδώνιν = κυδώνι κυκλώνω = κυκλώνω κυλημερίζω = κυλώ, περνώ την ημέρα κυλιβαρίζω = κατρακυλώ κύλιγμαν = κυλώ κυλίδι = τροχός αμάξης κυλίζω = κυλώ κυλιντάριν = κύλινδρος, τροχός κυλιντήριον = κύλινδρος κυλιντρίζω = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές κυλίντριν = ειδικός κύλινδρος λίθος για χωματοσκεπείς στέγες κυλίντρισμαν = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές κύλισμαν = κυλώ κυλόστομο = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού κύμα = κύμα κυματίζω = κυματίζω κυμιόνιν = κύμινο κυνήγεμαν = κυνήγι, καταδίωξη κυνηγεύω = κυνηγώ, καταδιώκω κυνήγιν = κυνήγι κυνηγόπον = θήραμα κυνηγός = κυνηγός κυνηγόσκυλλον = κυνηγόσκυλο κυνηγοτόπιν = τόπος κυνηγιού κυνηγώ = κυνηγώ κυπαρέσσιν = κυπαρίσσι κυπαρισσένος = κυπαρισσένιος κυπαρισσόπον = κυπαρίσσι κυρά = κουνιάδα κυρά-δόξα = ουράνιο τόξο κυρά-θεία = προσφώνηση προς ηλικιωμένη γυναίκα κυρακαδάτ’κα = κυριακάτικα κυρακαδέσιν = κυριακάτικο κυρακάδιν = βιβλίο εκκλησιαστικό με τροπάρια ψαλλόμενα τις Κυριακές Κυρακίτζα = Κυριακή κυράτζα = στοργική προσφώνηση πεθεράς κύρης = οικογενειάρχης, πατέρας κυριακάτικα = κυριακάτικα κυριελεήσια = οι χάντρες του κομπολογιού κυριεύω = κυριεύω κυρίτζικα = καθαρεύουσα γλώσσα κύριωμα = πεισμώνω κυριώνω = πεισμώνω κυρότε = η πατρότητα κυρουκά = τα πατρικά κυρώνω = αποπερατώνω, φθάνω στο τέλος κυτάλιν = αλιευτικό όργανο που έχει σχήμα κουτάλας κύτταρη = η κλειτορίς του γυναικείου αιδοίου κωβίδιν = κωβιός κωβίτιν = είδος ψαριού γλοιώδης κώδικας = εκκλησιαστικό βιβλίο όπου καταγράφονται ονόματα προς μνημόσυνο κώδιν = σώμα, ανάστημα, το τρίχωμα της κεφαλής κωδώνα = κώδωνας κωδωνάζω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου κωδωνάτες = κωδωνοφόρος κωδωνίζω = κωδωνίζω, ηχώ, αντηχώ με κουδουνιστή φωνή, οδηγώ την βοσκή κωδώνιν = κουδούνι κωδωνόπον = κουδούνι κωδωνώνω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου κωλισάφτρα = σαύρα κωλοσαύλα = σαύρα κωλοσάφλα = σαύρα κώλυσμα = αποδιώκω, αποπέμπω κωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω κώνειν = φυτό με αφέψημα του οποίου καθαρίζουν τα φθειριώντα ζώα κωνίδα = η κορυφή της κεφαλής κωνώπιν = κουνούπι κωνωπίουμαι = κυλίομαι κατά γης, μαλλιοτραβιέμαι ολοφυρόμενος κωπίδιν = κουπί, κώπη κωπίν = κουπί κωσσέα = οσμή της κλώσας, το αίσθημα της γεύσης χαλασμένου αβγού κωσσού = κλώσα, άνθρωπος που κάθεται συνεχώς σε ένα μέρος κωσσούδιν = κλώσα κωσσούτζα = κλώσα κωσσώνω = κλωσώ, εκβάλλω τ’ αβγά κωσταντινάτον = παλαιό νόμισμα κωφά = υποκόφως κωφήτρα = έντομο που προκαλεί την κώφωση όταν εισέρχεται στο αυτί κωφίζω = έχω βαρηκοΐα κωφίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί κωφοξύλαβον = ξύλινη λαβή πυράγρας των σιδηρουργών και χαλκουργών κωφός = κουφός κωφότα = βαρηκοΐα, κωφεύοντας κώφωμαν = κουφαίνω κωφώνω = κουφαίνω κωφωτά = κωφεύοντας κωφωτίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί κωφωτός = βαρήκοος Λλαάν(ιν) = λεκάνη λαβαίνω = δέχομαι λαβασέα = οσμή της λαγάνας λαβάσιν = λαγάνα λαβασώνω = γίνομαι σαν λαγάνα, απλώνομαι λαβίδα = μεταφ. αφορμή, πρόφαση λαβίδιν = λαβή, στειλιάρι λαβιδώνω = βάζω λαβή, χερούλι, μεταφ. επινοώ αφορμή, αιτιολογώ λάβιν = λαβή λαβράκιν = λαβράκι λαβώνω = περνώ λαβή σε όργανο, μεταφ. δικαιολογώ, αιτιολογώ λαβωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα λαβώτιν = είδος κουτάλας προς άντληση ύδατος, ξύλινη σέσουλα, μικρό φτυάρι, ξύλινο σκαφίδι λάγαρος = καθαρός λαγγευτά = πηδηχτά λαγγευτήριν = παιδικό παιχνίδι λαγγευτός = είδος χορού πηδηχτού λαγγεύω = πηδώ λαγγόνιν = τεμάχιο υφάσματος παρεμβαλλόμενο στο γυναικείο χιτώνα από τις μασχάλες και κάτω λαγγωσκυλλόπον = λαγωνικό λαγωνικόν = λαγωνικό λαγωτέα = ποσότησα όση χωράει το λαγώτιν λαγωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα, τρώω με το λαγώτιν λαγώτιν = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι λάδιν = λάδι λαζουδάς = ασπάλαξ που τρώει την ρίζα του αραβοσίτου, σκουλήκι χοντρό και κιτρινωπό λαζουδένος = ο προερχόμενος από καλαμπόκι, ο παρασκευασμένος από καλαμποκίσιο αλεύρι λαζούδιν = καλαμπόκι λαζουδοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο καλαμπόκι λαζουδοψώμιν = ψωμιά από καλαμπόκι λάζω = γαβγίζω λαθάσκουμαι = κάνω κάτι κατά λάθος λαθεύω = κάνω λάθος, αμαρτάνω λάθος = λάθος λαθουρίτα = λάθυρος λαθύριν = λάθυρος λαθυρίτα = λάθυρος λάθωμαν = λάθος, εσφαλμένος υπολογισμός λαθώνω = κάνω λάθος λαία = ελιά λαΐζω = κινώ, σείω λαϊκός = λαϊκός λαιμά = αμυγδαλές φάρυγγος λαιμαργία = λαιμαργία λαίμαργος = λαίμαργος λαιμονήτρα = πλεκτό μάλλινο περιλαίμιο λάισμα = κίνηση, εξαγωγή βουτύρου από το γιαούρτι κινούμενο στο ξυλάγγειν λαϊστέρα = αιώρα, κούνια λαϊστέριν = το κινούμενο, το αιωρούμενο λάκα-λούκα = τροχάδην λακάνα = λεκάνη λακάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου λακιρτεύω = ομιλώ λάκκος = λάκκος, βαθούλωμα λακκώνω = συρρέω σε μέρος λακκώδες το νερό λακονίζω = ακονίζω, τροχίζω λακόνιν = πέτρα κατάλληλη για ακόνισμα λακότιν = είδος κάμπιας που καταστρέφει τα λαχανικά λακώτ(ιν) = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι λαλά = στη παιδική γλώσσα στολίδι λαλά = στη παιδική γλώσσα χεράκι λαλάγγα = πρόχειρα κατασκευασμένος άρτος λαλάγγιν = τηγανίτα λαλαγγίτα = τηγανίτα, άρτος σε σχήμα λαγάνας λαλαγγωτό = ζύμη για λαλάγγια λαλάκα = στη παιδική γλώσσα χεράκι λαλάς = υπάλληλος βασιλιά λαλαχάρης = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος λαλαχέας = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος λαλαχεία = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού λαλάχεμαν = θωπεύω, χαϊδεύω λαλαχεύω = θωπεύω, χαϊδεύω λαλαχή = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού λαλάχωρος = ευρύχωρος λάλεμα = πρόσκληση σε γάμο ή βάφτιση, φώνηση, προώθηση ζώων λαλετής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση λαλή = φωνή λαλία = φωνή, απόκριση, κρότος λαλιστής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση λαλίτζα = φωνούλα λαλλατζέα = πετροβόλημα λαλλάτζιν = λίθος λείος και σφαιρικός λαλλατζόπετρα = λίθος λείος και σφαιρικός λαλλατζοπλούμιστον = πετραδάκι λείο και ποικίλο σε χρώματα λαλλατζόπον = μικρό λαλλάτζιν λαλομερίζω = βρέφος που αρχίζει να εκβάλλει τους πρώτους του φθόγγους λαλόπον = φωνούλα λάλος = άνθρωπος μωρός, ανόητος λαλούκα = ανόητη λαλώ = ομιλώ, φλυαρώ, προσκαλώ σε γάμο ή βάφτιση, οδηγώ ζώα στη βοσκή λαλώνω = γίνομαι άφωνος λαλωτός = ανόητος, μωρός λάμα = εργαλείο λάμα λαμνίν = λεπτό μαχαίρι, ο λοβός των φασολιών, λεπτή φέτα άρτου, μήλου κτλ. λάμνω = οργώνω, κωπηλατώ, φτερουγίζω λάμπα = λάμπα λαμπάδα = λαμπάδα λαμπαδοφώσιν = το φως της λαμπάδας λάμπατζα = παιδικό παιχνίδι λαμπερός = λαμπερός λαμποβρέχει = βρέχει ενώ ο ήλιος λάμπει λαμποβρεχή = βροχή με ήλιο να λάμπει λαμπογιάλιν = γυαλί της λάμπας λαμπογύρα = τα λάμποντα γύρω μέρη λάμπουκα = παιδικό παιχνίδι λαμπουκίζω = σκύλος που τρώει με την γλώσσα, τρώω αδηφάγος λαμπράζω = κάνω Πάσχα, μεταφ. αγάλλομαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση λαμπρακίζω = λάμπω λαμπρακός = εκείνος που φορεί πασχαλιάτικα ρούχα λαμπράτικα = Πασχαλιάτικα λαμπράτικος = Πασχαλιάτικος λαμπρέσιν = Πασχαλινό Λαμπρή = Πάσχα λαμπροήμερα = τρεις ημέρες του Πάσχα λαμπροφόρετος = εκείνος που φοράει λαμπριάτικα φορέματα λαμπροφορώ = φοράω λαμπριάτικη ενδυμασία λάμπω = λάμπω λαμψάνα = ο τρυφερός βλαστός της άγριας τριανταφυλλιάς λαμψάνιν = σινάπι λάμψη = λάμψη λαναρέα = ποσότητα όση δέχεται το λανάριν λαναρίδιν = το ταλασιουργικό όργανο λανάριν λαναρίζω = ξαίνω μαλλί με το λανάρι λανάριν = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο ξαίνουν τα μαλλιά λανόν = αραιό και ελαφρό, το μη καλά κλωσμένο λανός = δυστυχής, ταλαίπωρος λαντακίζω = καίομαι, φλέγομαι, φεγγοβολώ λαντένα = λεπτή δοκός της οροφής λαντέριν = το αντρικό μόριο λάντζα = μεγάλο βαρέλι μέσα στο οποίο βράζει ο μούστος λάντζα = στραγάλια ή φρυγανισμένα κριθάρια λαντούρα = ισχυρή λάμψη, φωτοβολία λαξί = μύκητας παράσιτος λάξιμον = γάβγισμα λαοπλάνος = εκείνος που αποπλανεί τον λαό λαός = λαός λάπα = γρήγορα, ταχέως λαπά = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά λαπαζάνος = φλύαρος, μωρολόγος λαπαζένιν = είδος τεύτλου με πλατιά φύλλα λάπαζον = λάπαθο λαπαζόφυλλον = φύλλο λάπαθου λάπατον = λάπαθο λαπίνα = είδος ψαριού λαπλαπίν = στραγάλι λάπος = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά λαπόστομος = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα λαπουδέυω = μπουσουλάω λαπούκα = παιδικό παιχνίδι λαποφάγας = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα λάρωμα(ν) = θεραπεία λαρωμονή = θεραπεία λαρώνω = θεραπεύω, ιατρεύω, αναρρώνω λάσ(ιν) = πτώμα λασέα = δυσωδία πτώματος λάσιμον = περίπατος λάσιν = πυκνόφυλλο δέντρο λασίον = περίπατος λάσκεμα = περίπατος λασκίζω = περιάγω σε περίπατο λασκίον = περίπατος λάσκομαι = κάνω περίπατο λασόμενος = γάιδαρος λασούρα = γυναίκα περιφερόμενη όλη μέρα στους δρόμους λασουρέας = ο αρεσκόμενος στους περιπάτους λάτα = έλατα λατάρα = σπασμωδική κίνηση των ποδιών, τα κινούμενα πόδια λαταρίζω = κινούμαι ελαφρώς, μετακινώ κάτι λατάρισμα(ν) = ελαφριά κίνηση χωρίς μετακίνηση λάτενος = ο παρασκευασμένος από ξύλο ελάτου λατικένικον = πήλινο αγγείο λατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα λάτος = μακρύ κλήμα αμπέλου λατρεύω = λατρεύω λατσαρίουμαι = τρώω κατά κόρον λάφα = καυχησιολογία, κομπασμός λαφαζάνος = καυχησιολόγος, φλύαρος λάφιν = ελάφι λαφρός = ελαφρός λαφρύνω = ελαφραίνω λαφρώνω = ελαφρώνω λαφύριτα = λάθυρο λάχαιμα = κακής ώρας πάθημα λαχαίνω = συναντώ, τυγχάνω λαχανέα = οσμή του μαγειρεμένου λάχανου λαχανέας = λαχανοφάγος λαχανένον = ο παρασκευασμένος από λάχανο λαχανικόν = κράμβη, λαχανικά λάχανο(ν) = λάχανο λαχανοζώμιν = ο ζωμός των λαχανικών σε άλμη λαχανοκέπιν = λαχανόκηπος λαχανοκούταλον = κουτάλα λαχανόσουπας λαχανομμάτης = εκείνος που έχει μάτια γαλαζωπά όπως το χρώμα του λάχανου λαχανόπον = λάχανο λαχανόρριζον = το γουλί του λάχανου λαχανόσπορος = σπόρος λάχανου λαχανόφτειρα = ψείρα λαχανικών λαχανόφυλλον = φύλλο λάχανου λαχανόφυτον = φυτό λάχανου λαχίδα = η κατά διαδοχική σειρά εργασίες λαχιδάζω = ορίζω με κλήρο τη σειρά προτεραιότητας εργασία λαχιδακά = με τη σειρά λαχλάκικο = όχι πολύ σφιχτό, λίγο χαλαρό λαχμάζω = λαχανιάζω λάχμασμαν = λαχάνιασμα λάχοι = εκφράζει ευχή ίσο με το είθε λαχοράκιν = ύφασμα μάλλινο ποικιλόχρωμο λαχόριν = πολυτελής γυναικεία ζώνη λαχουσεία = ψιθύρισμα λαχουσεύω = ψιθυρίζω, θορυβώ λαχουσή = ψιθύρισμα λάχτα = κλοτσιά, λάκτισμα λαχτάζω = λακτίζω, κλοτσώ λαχτάρης = εκείνος που έχει τη συνήθεια να λακτίζει λαχταρίζω = τραντάζομαι, λαχταρώ λαχτέα = κλοτσιά λαχτίζω = κλοτσώ, τραντάζομαι λάχτισμα(ν) = κλοτσιά λαχτοκοπώ = κλοτσοκοπώ λαχώνω = επιτρέπεται η σύναψη γάμου χωρίς να υπάρχει εκκλησιαστικό κώλυμα λέα = δάσος λεάνιν = λεκάνη λεβάντα = λεβάντα λεβάντης = ανατολικός άνεμος λέβδη = οπή στο μέσο πλοιαρίου λεβέντης = στρατηγός, ληστής λεβόρβορο = ρεβόλβερ λεβόριν = ελλέβορος λεγδώνω = λερώνω λέγειν = ομιλία, ευγλωττία λεγένιν = λεκάνη λεγεντζέ = χύτρα λεκανοειδής λεγίδ(ιν) = ευλύγιστη βέργα λεγκέρι = χάλκινο τρυβλίο, ρηχή χάλκινη λεκάνη λεγμετεράζω = αντιστρέφω τα αλωνισμένα στάχυα για να ανέβουν στην επιφάνεια τα άκοπα λεγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισμένος από τα άχυρα λεγνακιανός = λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος λεγνεύω = λεπτύνομαι λεγνία = λεπτότης λεγνίκος = λεπτοκαμωμένος λεγνοκάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό λεγνοκατάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά λεγνόμακρος = λεπτός και ψηλός λεγνοξυλέα = λεπτό ξύλο λεγνόξυλον = λεπτό ξύλο λεγνός = λεπτός, ισχνός λέγνος = λεπτότητα λεγνοτζέπλικον = καρπός που έχει λεπτό φλοιό λέγνυμα(ν) = κάνω κάτι λεπτό λεγνύνω = κάνω κάτι λεπτό λεγνώματα = η φθίση φεγγαριού λέγω = ομιλώ, διηγούμαι λεθρίδ(ν) = ριζάρι λεθρός = φρέαρ, πηγάδι λεϊλέκος = πελαργός λείξη = γλείψιμο λείξιμον = γλείψιμο λειπανάβατο = αυτό που δεν έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση λείπω = λείπω λειρίτα = αγριόχορτο λειτουργία = λειτουγία λειτουργώ = λειτουργώ λειτρία = λειτουργία λειτριχάζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα λειτριχίασμαν = αλλαγή τριχώματος λειτριχίζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα λειτρίχισμαν = ζώο που αλλάζει τρίχωμα λειτρούεμαν = η θεία λειτουργία λειτρουΐα = η θεία λειτουργία λειτρουώ = λειτουργώ λειφκιαίνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειφτάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειφτασία = έλλειμμα, έλλειψη λείφτασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειφτέσα = απρεπείς τρόποι συμπεριφοράς λειφτός = λειψός, μεταφ. λιγόμυαλος λειφτωτός = λίγο μωρός, κουκούτσικο λείχω = γλείφω λειψάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λείψανον = λείψανο λείψασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειψία = έλλειψη λείψιμον = λείπω λειψός = ελλιπής λείωμα = λιώσιμο, διάλυση λειώνω = λιώνω λεκάνα = λεκάνη λεκάνιν = λεκάνη λεκάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου λελέ = στην παιδική γλώσσα χεράκι λελέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι λέλεμα = φαγητό παραβρασμένο, χυλοποιημένο λελευΐζω = να σε χαρώ λελεύω = να σε χαρώ λελεύω = γίνομαι ελεεινός λεμινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα του δειλινού λεμονάπιν = αχλάδι με γεύση υπόξινη λεμονοζώμιν = χυμος λεμονιού λεμονόφυλλον = φύλλο λεμονιάς λεμονόφυτον = φυτό λεμονιάς λέμσος = άνθρωπος ψηλός και ξερακιανός λενός = πατητήρι σταφυλιών λέντζιν = κνήμη, ωλένη, κόκαλο λεντζού = κάτισχνη, κοκκαλιάρα λέξιμον = ο τρόπος του λέγειν λεοντάριν = λιοντάρι λεονταρόπον = λιονταράκι λεονταρόπουλλον = νεογνό λιονταριού λεοντάρος = λιοντάρι λέοντας = λιοντάρι λέος = λιοντάρι λεπιδάζω = πληγή που εκφύει νέο δέρμα λεπίδιν = φλοιός, νέο δέρμα πληγής λεπίζω = ξεφλουδίζω λέπιν = φλοιός, φλούδα, λέπι ψαριού, μεταφ. κουρέλι, ράκος λεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι λεπλέπιν = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι λέπρα = λέπρα λεπράζω = προσβάλλομαι από λέπρα λεπρός = λεπρός λέπω = βλέπω λέρα = βρωμιά λεράριν = λερωμένο, ρυπαρό λερνίτζα = είδος χόρτου εδωδίμου λερός = λερωμένος λέρωμαν = λερώνω λερώνω = λερώνω λεσέα = δυσωδία πτώματος λέσιμον = λόγος λέσιν = πτώμα λεσμονώ = λησμονώ, ξεχνώ λετζέκιν = ειδικό κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής λεύκη = λεύκη λευκίν = η άγρια δασική λεύκη λευκούρης = μεταφ. ηλίθιος, μωρός λευκούριν = ζώο με λευκή ουρά λευρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός λευτερής = φλύαρος, μωρολόγος λευτερίτζα = νυχτερίδα λευτερώνω = ελευθερώνω λευτέρωση = ελευθέρωση λεφέριν = είδος ψαριού λεφτά = προσεκτικά λεφτοκαρένος = ο φτιαγμένος από ξύλο φουντουκιάς λεφτοκάριν = φουντούκι λεφτοκαρίτζα = φουντουκιά λεφτοκαροκάντζιν = καρπός φουντουκιού λεφτοκαρόν = φουντούκι λεφτοκαρόξυλον = ξύλο λεπτοκαρυάς λεφτοκαρόπον = φουντούκι λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού λεφτοκαρόφυλλον = φύλλο φουντουκιάς λεφτοκαρώνα = μέρος φυτεμένο με φουντουκιές λεχνάριν = λύχνος λεχναροστάτης = λύχνος λεχνοστάτης = μέρος όπου αποτίθεται ο λύχνος λεχούσα = λεχώνα λεχουσασμένον = βρέφος μόλις γεννημένο λεχουσεύω = γυναίκα σε κατάσταση λοχείας λεχουσία = τοκετός, λοχεία λεχουσιάτικο = σχετικό με την λοχεία και την λεχώνα λεχτζέα = είδος χόρτου ληγάρα = γρήγορα λημερεύω = μνημονεύω λημόσυνον = μνημόσυνο ληνός = πατητήρι σταφυλιών ληταράζω = τυλίγω σχοινί ή νήμα λητάριν = σχοινί λητάριν = σχοινί λίβα = σύννεφο, συννεφιασμένος καιρός λιβαδέσιν = το προερχόμενο από το λιβάδι λιβαδία = λιβάδι λιβάδιν = λιβάδι λιβαδόπον = μικρής εκτάσεως λιβάδι λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού λιβαιδέκι = είδος εδωδίμου μύκητα φυόμενο στα λιβάδια λιβαιδίζω = βόσκω στα λιβάδια, μεταφ. καλοπερνώ λιβάνιν = λιβάνι, θυμίαμα λιβανοκέρα = λιβάνια και κεριά μαζί λίβιν = σύννεφο λιβόπον = συννεφάκι λιβόρ(ιν) = ελλέβορος λιβόρα = τόπος υπόσκιος και δροσερός λιβορίζω = αερίζω, δροσίζω λιβόρισμαν = αερίζω, δροσίζω λίβος = σύννεφο, καιρός συννεφώδης λιβοχάσιν = συννεφιά με πνοή νότιου ανέμου λιβρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός λιβωμένα = σκυθρωπά, κατσούφικα λιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω λίβωση = συννεφιά λιβωτός = συννεφώδης λιγγουρνώ = λιγώνομαι λιγγρινώ = λιγώνομαι λιγγρίω = επιθυμώ σφοδρά, κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό λίγδα = λίγδα, λέρα λιγδάζω = λερώνομαι λιγδερός = λερωμένος, ρυπαρός λιγδώνω = λερώνω, χυλώνω με το βρασμό λίγκιν = μεγάλο γουδί στο οποίο χτυπούν την καννάβι λιγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισόμενος από τα άχυρα λιγνός = λεπτός λιγνώματα = η φθίση φεγγαριού λιγοθυμάζω = λιποθυμώ λιγοθυμία = λιποθυμία, στενοχώρια λιγοθυμώ = λιποθυμώ λίγος = λίγος λίγωμα = λίγωμα λιγώνω = λιγώνω λιγωράζω = λιγώνομαι λιγωρία = αδημονία, στενοχώρια, λιποθυμία λιγωρίζω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά λίδιν = ζώο ικτιδοειδές λιζάριν = παντζάρι λιθάζω = πετροβολώ λιθαράζω = πετροβολώ λιθαράριν = μέρος γεμάτο με πέτρες λιθαράς = πρόσωπο παραμυθιών ο οποίος ρίχνει πέτρες μέχρι τα σύννεφα λιθαρέα = χτύπημα με πέτρα λιθαρένος = ο κατασκευασμένος με πέτρα λιθάριν = πέτρα, λίθος, βράχος λιθαροκόλιν = βάση μεγάλου βράχου λιθαρομύτιν = κορυφή βράχου λιθαρόπον = πετραδάκι λιθαρορρίζα = βάση βράχου λιθαρόσπασμαν = ρήγμα βράχου λιθαροσώριν = σωρός λίθων λιθαρώνα = τόπος πετρώδης, λατομείο λίθικος = ο κατασκευασμένος με λίθους λίθινος = ο κτισμένος με λίθους λιθοκάμινος = η κάθετος προς τα νώτα της εστίας πέτρα λιθοκάσκαρον = πυριτόλιθος λιθόμηλον = μήλα που σκληρά και αργά ωριμάζουν λιθοστράτιν = δρόμος λιθόστρωτος λιθοσώριν = σωρός λίθων λιθόχτιστος = χτισμένος με λίθους λιθρίδιν = λιθρίδιν σωρός λίθων λιθώνω = κλείνω με λίθο, τοποθετώ λίθο πάνω σε κάτι προς πίεση λικιδάριν = ψάρι με πολλά λέπια λικίδιν = λέπι ψαριού λικίριν = ο χυμός των σταφυλιών με το πρώτο πάτημα λικμάνιν = λάμπα ψαρόλαδου λικμανοστάτε = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετείται η λάμπα ψαρόλαδου λικουρίνος = είδος ψαριού λικριτσίδιν = λέπι ψαριού λιλί(ν) = στη παιδική γλώσσα το αντρικό μόριο λιλίγκα = άνθη του αγρού ιόχροα λίμαγμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμάζω = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμανίζω = τρώω σαν σκύλος, παρασιτώ λιμάνιν = λιμάνι λιμάνιν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου λιμανλαεύω = γαληνιώ λιμανοκούριν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου λιμάραντος = μαραμένος στον ήλιο, μεταφ. νωθρός, χαύνος λιμαργία = λαιμαργία λίμαργος = λαίμαργος λιμάρης = λαίμαργος λιμαρίτα = είδος δενδρυλλίου λίμασμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμαχούμαι = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμαχτά = με βουλιμία, λαίμαργα λιμενάουμαι = λιμενίζομαι λιμενασία = ηλιόλουστη μέρα το χειμώνα, γαλήνη θαλάσσης λιμένεμαν = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν λιμενεύω = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν λιμένη = λιμένας λιμιώνας = λιμένας λίμνα = λίμνη λιμνάζω = λιμνάζω λιμνίν = λίμνη λιμνίτζιν = λίμνη λιμνόπον = λίμνη λιμνώνω = λιμνάζω λιμοκουράουμαι = κάμπτομαι, λυγίζω από την πείνα λιμός = λιμός, πείνα λιμόχορος = χορός λιμού λιμοχώριν = χωριό όπου υπάρχει συνέχεια πείνα λιμοψοφώ = λιμοκτονώ λιμπίζομαι = νοστιμεύομαι, επιθυμώ, λαχταρώ λιμπισία = πράγμα που προξενεί επιθυμία της απολαύσεώς του λιμπογούλης = λαίμαργος λινάουμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι λινάριν = φυτό λίνος και το νήμα από αυτό λινέα = σχοινί μακρύ πάνω στο οποίο απλώνουν ρούχα λινοκκόκι = σπόρος λίνου λινόν = λινό λινοσκεπασμένος = ο σκεπασμένος με λινό ύφασμα λινόσπορος = λιναρόσπορος λίντζα = κνήμη, ωλένη, κόκαλο λιντζεύω = κόβω τους κλώνους φυτού λιντρίουμαι = αναρριχώμαι σε λείο κορμό δέντρου λιντριχτέριν = λείος κορμός δέντρου λίνωμαν = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα λινώνω = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα λιόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, βαθύς λάκκος λιουκίζω = θωπεύω, περιποιούμαι λιπαρίτα = άγριο φυτό λιπαρός = λιπαρός λίπαση = λίπος φαγητού λιπατά = είδος γυναικείου φορέματος λιπατούμαι = αποκτώ ή φορώ λιπατάν λιπουρτίζω = καταβροχθίζω λαίμαργα λίρα = χρυσή λίρα λιροπρόσωπος = δυσειδής, ασκημομούρα λισάμπριν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες ακίδες προς άμυνα από λύκους, ράβδος με την οποία δένεται σκύλλος λισγάριν = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα λισγεύω = σκάβω, οργώνω, καλλιεργώ λίσγος = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα λισμώνω = αναστρέφω, χαλώ λιστρεύω = σκάβω, οργώνω λιστρίν = γεωργικά εργαλεία λιτζάνα = αγριόχορτα εδώδιμα λιφανίδιν = σταφύλι μακρουλό και μαύρο λιφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δυο φορές το χρόνο λιχνέας = λαίμαργος, αδηφάγος λιχνεύω = τρώω λαίμαργα λίχνη = κατά το λίχνισμα τα λεπτά άχυρα που παρασύρονται από τον άνεμο λιχνίζω = λιχνίζω λίχνισμαν = λίχνισμα λιχτζέα = είδος χόρτου λίχτρε = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό λίχτρεμαν = όργωμα με λίχτρεν λιχτρεύω = οργώνω με λίχτρεν λιχτρί = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό λιχτρομάκελλον = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό λόβια = φυτά με μεγάλα καρδιόσχημα φύλλα λοβίδια = τα γάγγλια της σάρκας ζώου λοβίζω = βγάζω τα φασόλια από τον λοβό λοβίν = το ανδρικό μόριο λογάδιν = πολύτιμα κοσμήματα λογάουμαι = λαμβάνω υπ’ όψιν, λογίζομαι, γίνεται λόγος περί εμού, λέγεται λογαράζω = χρυσώνω, επιχρυσώνω λογαρία = υπολογισμός αριθμητικός, σκέψη, συλλογισμός λογαριάζω = λογαριάζω λογαριασμός = λογαριασμός λογάριν = περιουσία σε χρήματα λογαρκή = μέτρο βάρους μισής οκάς λογγόζιν = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα λόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα λογή = είδος, γένος λογιάζω = ομιλώ προς κάποιον, ακούω με προσοχή, συλλέγω, μαζεύω λογισμός = σκέψη, λογικό, νους λογξίζω = έχω λόξυγκα λογόδομαν = συγκατάθεση γονιών για να δώσουν την κόρη σε γάμο λογοθέκα = ευφράδης, στωμύλα λογοθέτης = ετοιμόλογος, ευφραδής λογοκόψιμον = επίσκεψη του μνηστήρα στο σπίτι της νύφης για την τελική διαβεβαίωση του γάμου λογομάντηλο = μαντήλι που αποστέλλεται στον μνηστήρα για την τελική συγκατάθεση του γάμου λογοπαίρω = παίρνω την συγκατάθεση για τον γάμο της κόρης λογόπαρμαν = η συγκατάθεση για τον αρραβώνα της κόρης, η προειδοποίηση τον οικείων της μνηστής προς τους οικείους του μνηστήρα πως ετοιμάζουν το γάμο λογοπιάσκουμαι = λογομαχώ, φιλονικώ λογοποιόμαι = λογομαχώ, φιλονικώ λογόπον = λογάκι λόγος = λόγος, υπόσχεση, φήμη, αιτία, αφορμή λογοτριβή = λογοτριβή, φιλονικία λογοτριβώ = φιλονικώ λογύρ(ιν) = η πρώτη κυκλική σειρά λίθων πάνω στα οποία στηρίζεται όλος ο θόλος του φούρνου λογυρίζω = περιφέρομαι λογχίζω = λογχίζω λοιμική = ιλαρά λοιπά = λοιπά λοίφη = τεμάχιο χοντρού υφάσματος προς τριβή στο μπάνιο λόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο σιτάρι λοκούμιν = λουκούμι λολέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι λολότζιν = εργαλείο κεραμουργών λολότζιν = πράγμα διάβροχο λόμιν = λοστός λομόναχος = ολομόναχος λοντάριν = λιοντάρι λοντρίζω = τεμαχίζω, κομματιάζω λόνω = λιώνω λοξά = λοξά λοξαγγούρης = μεταφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος λοξός = λοξός λοπίν = το ανδρικό μόριο λοπουτάζω = ραβδίζω λοπουτέα = κτύπημα με ράβδο λοπούτης = ασύνετος, αστόχαστος λοπούτιν = ράβδος χοντρή λορόι = ρολόι λοτισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα λότσος = αγροίκος, ηλίθιος λουγγουρίω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά λουγξίζω = έχω λόξυγκα λούδ(ιν) = λουλούδι λούζω = λούζω λουκή = λευκή άργιλος που χρησιμοποιείται για το άσπρισμα των σπιτιών λουκίζω = ασπρίζω το σπίτι με λουκή λούκισμαν = άσπρισμα σπιτιού με λουκή λουλά = σωλήνας, κρουνός, καπνοσύριγγα λουλάκια = θραύσματα πήλινου αγγείου λουλούδιν = λουλούδι λουλούτζ(ιν) = πράγμα διάβροχο λουμπίζω = τρώω βιαστικά χωρίς να μασήσω λουμπούδα = καρπός πολύ ώριμος λουμπουδιάζω = υπερωριμάζω λουξίω = έχω λόξυγκα λουξίω = έχω λόξυγκα λουπακίζει = χιονίζει με μεγάλες νιφάδες λουπώνω = ξύλο που φουσκώνει από το νερό λούρα = λύρα λουσιμάτιν = εκείνο που είναι για λούσιμο λούσιμο(ν) = λούσιμο λουσίον = λούσιμο λούσκον = πράγμα διάβροχο λούστρον = λούστρο λουστροπρόσωπος = χλευαστικώς, μελαχρινός, μαύρος λουτούδιν = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα λουτουδόπον = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα λουτουρία = λειτουργία λουτρακά = τα χρειαζούμενα για το λουτρό λουτρίσκουμαι = λούζομαι λουτρόν = λουτρό λουτρόπου = 24 Ιουνίου όταν γίνεται η τροπή του ήλιου λουτρουΐα = λειτουργία λουτρουώ = λειτουργώ λουφτουκάρυ = φουντούκι λοφκοτάρυν = φουντούκι λοφτοκάρυν = φουντούκι λόχα = υπερβολική ζέστη λοχμανώ = ασθμαίνω, πνευστιώ λοχόνα = λεχώνα λοχουσία = τοκετός, λοχεία λυγεροκορμούσα = λυγερόκορμη λυγερός = λυγερός λυγίδιν = ευλύγιστη βέργα λυγιδόξυλον = ξύλο κατάλληλο για λυγισθή λυγιδούμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι λυγίζω = λυγίζω λύγισμαν = λύγισμα λυγνός = λιγνός λυθρίδιν = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο λυθρινόρριζα = η ρίζα του ερυθροδάνου λυκάνθρωπος = λυκάνθρωπος λυκάσκουμαι = λυπούμαι λυκιάουμαι = λυσσώ από δάγκωμα λύκου λυκογούνιν = γούνα από δέρμα λύκου λυκοδόπον = λύκος λυκοκαλομάννα = προγιαγιά λυκομάσετος = εκείνος που τον μασάει ο λύκος λυκομάχιν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες αγκαθωτές προεξοχές για άμυνα κατά λύκου λυκομαχώ = μάχομαι με λύκο λυκοπάππος = προπάππους λυκοπεθερός = πατέρας ή παππούς πεθερού λυκοπούλλιν = νεογνό λύκου λυκόρριζα = γλυκόριζα λύκος = λύκος λυκοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν λύκοι λυκοτσούνα = λύκαινα λυκουδάς = λύκος λυκούδιν = λύκος λύκουδος = λύκος λυκούτζης = μικρός λύκος λυκοφάετος = εκείνος που είναι να τον φάει λύκος λυκοχάντζιν = καιρός που συννεφιάζει λυκοχάντζου = δαιμόνιο με μορφή λύκου λυκοχάσμα = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού λαμβανόμενο ως μέτρο μήκους λύντζιν = μικρός και λείος λίθος ακρογιαλιάς λύνω = λύνω λύπη = λύπη λυπητερά = λυπητερά λυπητερός = λυπητερός λυπίζω = προξενώ λύπη, λυπάμαι λυπούμαι = λυπάμαι λύρα = λύρα λυρθίδ(ιν) = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο λυριτζής = λυριτζής λύσιμο(ν) = λύσιμο λυσιμονή = άφεση, συγχώρεση λυσσάζω = λυσσάζω, βουλιμιώ λυσσάρης = λυσσάρης, λαίμαργος λυσσία = λυσσία λυταρίζω = βούτυρο το οποίο δεν συμπυκνώνεται σε βώλους κατά το δρουβάνισμα, αλλά μένει σκόρπιο μέσα στο γιαούρτι λυτάριν = μη συμπυκνωμένο, χαλαρό λυτία = ημέρα μη νηστήσιμος λυτός = λυτός λυτρωμονή = ελευθέρωση, λυτρωμός λυχνάζω = ύφασμα διαφανές λυχνάριν = λύχνος λυχναρομύτης = μυξιάρης λυχναρομύτιν = το άκρο του λύχνου λυχναροστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος λυχνίζω = ύφασμα διαφανές λύχνος = λύχνος λυχνοστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος λωβία = ανόητη λωλά = μιλάω ψευδά λωλίζω = τραυλίζω, ψευδίζω, είμαι κωφάλαλος λωλός = τραυλός, κωφάλαλος λωλότσης = ηλίθιος, μωρός λώλωμαν = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο λωλώνω = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο λωλωτά = ψευδά, τραυλίζοντας λωλωτός = λίγο τραυλός λώμα = ούγια λωματικά = διάφορα είδη ρουχισμού λωματοθήκη = θήκη για ρούχα λωματόσκοινον = σχοινί στο οποίο απλώνουν ρούχα λωράζω = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών με δερμάτινες λωρίδες, κολοκύθα που εκφύει ελικοειδείς βλαστούς λωράριν = υπόδημα με πολλά λουριά λωρί(ν) = δερμάτινο λουρί λωρίαγμαν = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών λωρίασμαν = λωρίαγμαν μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών λωρίζω = πλέκω κόσκινο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες, υγραίνομαι, νοτίζω λωρίτζιν = δερμάτινος τελαμών ξίφους λωροκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες λώρωμαν = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω λωρώνω = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω
Понтийско-новогреческий словарь Μ-ΡΜμά = μάννα μάαρ’ = μήπως μαβής = γαλάζιος μαβίλιν = το ψάρι μαινίς μαγαζί(ν) = μαγαζί μαγαζόπον = μαγαζί μαγαράς = σπήλαιο, στοά μεταλλωρυχείου μαγαρίδα = πράγμα λερωμένο μαγαρίζω = λερώνω, ρυπαίνω μαγαρισία = αφόδευμα ανθρώπου και ζώου μαγάρισμαν = λερώνω, ρυπαίνω μαγγανίζω = κοπανίζω το λινάρι στο μάγγανον προς αποχωρισμό του άχυρου, κινούμαι ως μάγγανον μαγγάνιν = λίθινος όλμος όπου κοπανίζουν το σίτο, όργανο με το οποίο καθαρίζουν το λίνο μάγγανον = μάγγανον μάγγανο μαγδανόν = μαϊντανός μαγδαρός = άτριχος μάγδη = λέγεται στη φράση τσάγδη μάγδη άνω κάτω μαγεία = μαγεία μάγεμαν = μαγεύω μαγερεία = το μαγειρεμένο φαΐ μαγερείον = κουζίνα μαγέρεμαν = μαγείρεμα μαγερεμάτιν = ποσότητα τροφίμων για ένα μαγείρεμα μαγερευτάριν = οτιδήποτε ορισμένο πράγμα για παρασκευή φαγητού, σκεύος μαγειρέματος μαγερεύτρα = μαγείρισσα μαγερεύω = μαγειρεύω μαγερική = μαγειρική μαγεροκάλα = πρόσκληση φίλων σε γεύμα σε νεαρές όπου δέχονται και προσφέρουν δώρα, γεύμα παρατιθέμενο από τους γονείς της νύφης μετά τη στέψη στους γονείς του γαμπρού μάγερος = μάγειρας μαγεύω = μαγεύω μαγιά = μαγιά μαγιαλανεύκομαι = ζυμώνομαι με μαγιά μάγιαρ = μήπως μαγιασίριν = αιμορροΐδες, ζοχάδες μαγιασιρλής = εκείνος που πάσχει από αιμορροΐδες, ζοχαδιακός μαγικά = μαγικά μαγκαλέα = κουφοξυλιά μαγκαλέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το μαγκάλι μαγκάλιν = πύραυνος, μαγκάλι μαγκαλόπον = πύραυνος, μαγκάλι μαγκαλοπώρικα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου μαγκαλώνω = ζώο που ανοίγει τα μάτια διάπλατα σαν πύραυνος μαγκάνα = μάννα μαγκανίζω = φωνασκώ, υποφέρω από πείνα μαγκαφάς = ο διανοητικώς ανάπηρος, χαζός, ηλίθιος μάγκος = μεταφ. διανοητικώς ανάπηρος, μωρός μαγκούνα = φυτό καλαμοειδές κάκοσμο μαγκούριν = ομοίωμα χρυσού νομίσματος, νομισματοειδές χρυσό κόσμημα γυναικών μαγκούριν = ξύλινο περιλαίμιο αγελάδας, ράβδος που φέρει δέματα για να δένουν το σκύλο μαγκουρομύτης = εκείνος που έχει μύτη χοντρή σαν ρόπαλο μαγναδόσι = μαϊντανός μάγος = μάγος, πονηρός, απατεώνας μαγουλάς = μαγουλάς μαγουλήτρα = μαξιλάρι γεμισμένο με πούπουλα μάγουλον = μάγουλο μαγ’λόπον = μάγουλο μαδαρός = άτριχος, πτηνό χωρίς πούπουλα μαδίζω = μαλώνω, διαπληκτίζομαι, παλεύω μαδίσι = φιλονικία, διαπληκτισμός μαδίστρα = γυναίκα φίλερις Μαέσιος = Μαγιάτικος μαεσίρ(ιν) = αιμορροΐδες, ζοχάδες μαζίδιν = είδος ψαριού μαζίν = μαζί μαζίτζα = μαζί μάζω = μοιάζω Μάης = Μάιος μαθάνω = μαθαίνω μάθεμα = μάθημα, συμβουλή, πείρα μαθεματικός = ο πολλά μαθών, λόγιος μαθεύκομαι = γίνομαι γνωστός, αποκαλύπτομαι μαθής = μάθημα μάθηση = μάθηση μαθητάτικος = αυτό που ανήκει σε μαθητή, παιδί μαθητευόμενο μαθητής = μαθητής μαθίζω = διδάσκω, μαθαίνω μάθισμα = νουθεσία, συμβουλή μάθος = μάθημα, γνώση μαθός = ο μαθών, ο διδαχθείς μαθράκα = βάτραχος μαθρακόπ’λλον = βατραχάκι μαθρακού = εκείνος που σκορπίζει βατράχους από το στόμα όταν γελά μαϊδια = χρήματα μαΐζω = νιαουρίζω μαιμαΐτα = μεσπιλέα μαϊμούνιν = μαϊμού μάισμαν = νιαούρισμα μάισσα = μάγισσα μαισσία = πονηρία, κακία μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις μαισσικά = μαγικά, υποκρισία, προσποιήσεις μαισσίτζα = μάγισσα μαισσογεννοπλάσκουμαι = γεννιέμαι από μάγισσα μαισσολογώ = γιατρεύομαι από την επήρεια των εξωτικών μάισσομαν = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης μαισσομάννα = μάννα πονηρή μαισσονερόπον = νερό μάγισσας μαισσοπέγαδον = βρύση μάγισσας μαισσοτόπιν = τόπος εξωτικών μαισσούδιν = σκωπτικός, γύναιο πονηρό μαισσουλίκια = μαγικά, πονηριά, ραδιουργία μαισσούμαι = μαγεύομαι, μεταφ. αγανακτώ μέχρι παραφροσύνης μάκα = στη παιδική γλώσσα φίλημα μάκαρ = μήπως μακαρά = τροχαλία, πολύσπαστο μακάρι = μακάρι μακαρία = φαγητό που προσφέρεται στους συγγενείς μετά την κηδεία, άρτος και οίνος που προσφέρεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο μακαρία = ευτυχισμένη, ευλογημένη μακαρίζω = μεταβαίνω στην μακαριότητα, κηδεύομαι μάκαριμ = μήπως μακαρίνα = μακαρόνια μακαρίτης = μακαρίτης μακαρόνιν = μακαρόνι μακαρτάζω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι μακαρτεύω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι μακάρτιν = λίγη ποσότητα γιαουρτιού που μπαίνει ως μαγιά στο γάλα για να πήξη μακαρτώνω = βάζω μαγιά στο γάλα για να πήξη και να γίνει γιαούρτι μακελλέα = χτύπημα με σκαπάνη, ποσότητα χώματος όση αποσπάται με την σκαπάνη μακέλλιγμαν = σκάβω με το μακέλλιν μακελλίζω = σκάβω με το μακέλλιν μακέλλιν = σκαπάνη μακέλλισμαν = σκάβω με το μακέλλιν μάκενα = όλες οι μηχανές, ιδίως η ραπτομηχανή μακερόν = όλα τα ευώδη φυτά μακοκιάζω = τυλίγω νήμα στο μακόκιν μακόκιν = η σαΐτα του αργαλειού ή της ραπτομηχανής μακόρταρον = κάλτσα μακριά μέχρι το γόνατο μακρά = μακριά μακράπιν = αχλάδι μακρουλό μακρέα = μακριά, κατά μήκος μακρένω = μακρύνω μακρινάριν = μακρουλό μακριναροπρόσωπος = εκείνος που έχει μακρουλό πρόσωπο μακριναρωτός = επιμήκης, μακρουλός μακρινός = μακρινός μακροβούτιν = μακροβούτι μακρογουλάζω = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου μακρογούλης = μακρόλαιμης μακρογουλίαγμα = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου μακρογουλίασμαν = τεντώνω προς τα εμπρός το λαιμό μου μακρογούνιν = μακρύ πανωφόρι υπενδεδυμένο με γούνα μακροζυγωνέα = μακρύς ζυγός μακρόθεν = από μακριά μακροκοίλιν = εκείνος που έχει επιμήκη κοιλιά μακρολαντζού = εκείνη που έχει μακριά πόδια μακρομαλλού = εκείνη που έχει μακριά μαλλιά μακρόμηλον = μήλο μακρουλό μακρομύτης = μακρυμύτης μακροουραδάτες = εκείνος που έχει μακριά ουρά μακροπρόσωπος = μακροπρόσωπος μακρόρταρον = μακριά κάλτσα που φτάνει μέχρι το γόνατο μάκρος = μάκρος μακροσκέλης = εκείνος που έχει μακριά σκέλη μακροστρατίζω = ξεστρατίζω μακρόσυρτος = μακρύς, επιμήκης μακρουλός = μακρουλός μακρουλωτός = μακρουλός μακρούσα = γυναίκα υψηλού αναστήματος μακρόφυλλον = φυτό με μακριά φύλλα μακροχείλης = εκείνος που έχει μακριά χείλη μακροχέρης = μακροχέρης μακροχερία = κλοπή, κλεψιά μακροχρονία = μακριά διάρκεια ζωής μακροχωραφέα = τοποθεσία αγρού επιμήκους μακρυκάλαμον = εκείνο που έχει μακρύ καλάμιν, το περί της κνήμης μέρος της κάλτσας μακρυμάνικον = ένδυμα με μακριά μανίκια μακρύνω = μακρύνω μακρύς = μακρύς μακρυσκάλικον = βρακί με μακριά σκάλαν, το μεταξύ των σκελών μέρος μακρωτός = μακρουλός μάλα = ομαλά μαλά = μυστρί μάλα = σύφιλη, ψώρα μάλαγμα = χρυσός μάλαγμα(ν) = μαλάσσω μαλαγουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω μαλαεύω = ισοπεδώνω με το μυστρί τον πηλό τοίχου μαλάζω = μαλάσσω μαλάζω = προσβάλλομαι από σύφιλη, ψωρίαση μάλαθρα = άφωνος, άλαλος μάλαθρο = μάραθο μαλακένω = απαλύνω, απαλύνομαι μαλακήτρα = πράγμα μαλακό και γλοιώδες μαλακία = αυνανισμός μαλακός = μαλακός μαλακύνω = απαλύνω, απαλύνομαι μαλακώνω = μαλακώνω μαλακωσία = τα μαλακά πράγματα μαλαματένος = μαλαματένιος μαλαμάτι = περίτριμμα, απότριμμα μαλαματικά = χρυσαφικά κοσμήματα μαλαματοκαπνίζω = επιχρυσώνω μαλαματώνω = επιχρυσώνω μαλαντζούρα = καχεκτικός μαλαντζούρικος = καχεκτικός μαλαούδα = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο μαλαουδάζω = λερώνω, τσαλακώνω, μπερδεύω μαλαούδιν = πράγμα λερωμένο και τσαλακωμένο μαλάρης = ψωραλέος μάλαρθα = άφωνος, άλαλος μαλαρίτα = σπάρτο αραιό και καχεκτικό μαλάσεμαν = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι μαλασεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά, οδύρομαι Μαλαστρατίνον = ο Ναστρατίν χότζας της Τουρκικής λαογραφίας μαλαχτά = μάζα, φύραμα από αλεύρι και ανθόγαλα ως πρόχειρο έδεσμα μαλαχτάριν = όργανο με το οποίο μαλάσσουν τον πηλό, ράβδος με προβιά δεμένη στο άκρο με το οποίο αλείφουν πίσσα στο πλοίο μαλαχτούρι = πράγμα μαλακό μαλέας = εκείνος που πάσχει από σύφιλη, ψώρα, μεταφ. πολύ φτωχός μαλέζιν = αλευρόσουπα μαλεζόπον = λίγη ποσότητα αλευρόσουπας μαλεζόστομος = ηλίθιος, χαζός μαλεζοχαβιτζωμένον = το μαλεζωμένον και χαβιτζωμένον μαζί μαλεζώνω = χυλώνω μάλιν = ομαλός, ισόπεδος μάλλα = καμπή χνουδάτη μαλλάρης = μαλλιαρός μαλλέας = μαλλιαρός μαλλένος = μάλλινος μαλλί(ν) = μαλλί, έριο προβάτου, πλόκαμος γυναίκας μάλλινον = μάλλινος μαλλίτζα = είδος φυτού εδωδίμου μαλλοδέματα = δέματα πλεκόμενα στο τέλος του πλοκάμου για να τον συγκρατούν μαλλοζίνιχα = μικρά μάλλινα δισκοειδή κοσμήματα των γυναικών εξαρτώμενα από την κόμη και απλωμένα στο μέτωπο μαλλοξάνω = ξαίνω μαλλιά μαλλόπον = μαλλάκι, λίγη ποσότητα ερίου μάλλος = μαλλί, έριο μαλλοτρίχαρον = τρίχα γίδας μαλλουζάζω = γίνομαι δασύτριχος, μαλλιαρός μαλλουζάρης = δασύτριχος, μαλλιαρός μαλλοχτούπιγμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής μαλλοχτουπίζω = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής μαλλοχτούπισμαν = μαδώ, τραβώ τις τρίχες της κεφαλής μαλλώνω = εκφύω τρίχες μαλοζίκιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο μαλόν = ο μυελός των οστών μαλόφ’λλιν = φυτό του οποίου τα φύλλα είναι θεραπευτικά της ψώρας μάλωμαν = μαλώνω μαλώνω = μαλώνω μαλωστέας = φίλερις, φιλόνικος μαλώστρα = φίλερις, φιλόνικος μαμαΐτα = μεσπιλέα μαμάλα = γυναίκα αργή, νωθρά μαμαλίγκα = έδεσμα από αλεύρι αραβοσίτου, κολοκύθα βρασμένη με γάλα, ο καρπός της αγριοτριανταφυλλιάς μαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού μαμάτζι = στη παιδική γλώσσα ψωμί μαμέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων μάμη = είδος παιχνιδιού μαμικυλέα = κουμαριά μαμικυλίτικο = οινοπνευματώδες ποτό παρασκευασμένο από μαμίκυλα μαμίκυλο = κούμαρο μάμμα = γιαγιά μαμμάκα = στη παιδική γλώσσα ψωμί μαμμάν = στη παιδική γλώσσα ψωμί μαμμή = μαία, μαμή μαμμηλάτικα = η αμοιβή της μαμής μαμμηλίκιν = μαιευτική μαμμική = μαιευτική μαμμιτάτικα = η αμοιβή της μαμής μαμμοσύνη = η μαιευτική τέχνη μαμμούκα = γιαγιά, μαμή μαμμουκυλίζω = καταπίνω τροφή χωρίς να μασήσω μαμμουλίζω = τρώω ανόρεχτα και αργά μαμμούλισμαν = τρώω ανόρεχτα και αργά μαμμούτα = βραδύς και δυσκίνητος άνθρωπος μαμούερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, μωμόγερος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη μαμούκα = κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής μανάβης = μανάβης μαναστήριν = μοναστήρι μανάτιν = ρούβλι, κολοκύθα ψημένο στο φούρνο σε μεγάλα κομμάτια μαναχός = μοναχός μανέα = κάρβουνο, μύκης μαύρος, αραχνιά, αράχνη μανέλα = βακτηρία με εγκάρσιο βραχίονα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο βαδίζων μανή = είδος παιχνιδιού μανή = η ίσκα της τσακμακόπετρας μάνι-μάνι = πάραυτα, τάχιστα μανία = έχθρα μανίζω = καίω και το μεταβάλλω σε καπνιά μανίζω = θυμώνω, οργίζομαι μάνικα = μανίκι μανίκιν = μανίκι μανικοκρέμασμαν = η άκρη του μανικιού που εξέχει μανίν = το καμένο ύφασμα, αγαρικό, ίσκα μανίτα = ζιζάνιο του σίτου μανιτάρα = είδος μύκητα μανιτάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο μανιφατούρα = βιομηχανικά προϊόντα υφαντουργίας μάννα = αφρό υγρής μορφής, ανθόγαλα μάννα = μητέρα μαννάκα = μάννα μαννίκα = μανούλα μαννίτζα = μάνα, μανούλα μαννότε = μητρότητα μαννούλα = μητερούλα μανοκούριν = πράγμα μαύρο σαν το καμένο κούτσουρο της εστίας μανουάλιν = κηροστάτης εκκλησίας μάνουσα = είδος βαμβακερού υφάσματος με ραβδώσεις χρωματιστές μανουσακέα = οσμή των μενεξέδων μανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές μανούτο = το χέρι της ηλακάτης μανούτσιν = το χέρι της ηλακάτης μανοφτέριν = είδος φτέρης χωρίς πλάγιες διακλαδώσεις μαντάκιν = άγριο φυτό με βλαστό εδώδιμο μανταλάριν = έμβολο θύρας μαντάλιν = έμβολο θύρας μαντάλωμαν = κλείνω την θύρα με το μάνταλο μανταλώνω = κλείνω την θύρα με το μάνταλο μαντάριν = σχοινί με το οποίο ανυψώνεται η κεραία του ιστού πλοίου μανταρίνιν = μανταρίνι μανταροκούκαρον = αλυσίδα με άγκιστρο από την οποία κρέμεται η χύτρα πάνω από την εστία μανταρώ = εκφύω μύκητα μαντατεύω = καταγγέλλω, προδίδω, προαγγέλλω μαντατούτζης = εκείνος που μεταδίδει μαντάτα μαντζαβέρης = αγροίκος, απολίτιστος μαντζάνα = μελιτζάνα μαντζανόσυκον = σύκο που έχει το χρώμα και το σχήμα της μελιτζάνας μάντζες = κλαδάκια μαντζιάλεμα = πράφμα ακάθαρτο, ρυπαρό μαντζιαλεύω = λερώνω, ρυπαίνω μαντζιλέκιν = ψιλοκομμένο υπόλειμμα το οποίο αφήνει το κουρκούτι αλεσμένο σε υδρόμυλο μάντζιν = άωρος καρπός μαντζίρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα μαντζιράρικον = μη νηστήσιμο μαντζιρέας = εκείνος που καταλύει την νηστεία μαντζιρέτζης = εκείνος που καταλύει την νηστεία μαντζιρίζω = καταλύω τη νηστεία μαντζιροκότα = άνθρωπος που καταλύει την νηστεία μαντζίρ’κον = γαλακτοκομικό προϊόν μαντζοθέριγον = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση μαντζοθέριν = σπαρτό που έχει θεριστεί πριν την ωρίμανση μαντζόκακας = ασθενής που αναρρώνει γρήγορα μαντζοκουρεύω = δρέπω άωρο καρπό, κουρεύω μαντζοκόφτω = κόβω, δρέπω άωρα φρούτα, διακόπτω κάτι πρόωρα μαντζουλώνω = κάνω μουντζούρες, λερώνω μαγειρικά σκεύη μαντζούρα = γιαούρτι, γαλακτοκομικά προϊόντα μαντζουρ’κόν = γαλακτοκομικό προϊόν μαντζωτός = καθόλου ώριμος μαντή = σκύλα μαντηλέα = ποσότητα όση χωράει ένα μαντήλι μαντήλιν = μαντήλι μαντηλίτζα = μαντήλι μαντηλοδέσιμον = λευκό μαντήλι που το δένουν στο δεξί χέρι του γαμπρού την ώρα που τον ντύνουν οι φίλοι του μαντηλοκρεμίσκουμαι = κρημνίζομαι μαντηλόπ’λλον = μαντηλάκι μάντος = σχοινί με το οποίο ανυψώνουν την κεραία του ιστού πλοίου μαντουκιάζω = αισθάνομαι το στόμα μου όχι ευχάριστο λόγω της γεύσης άωρων καρπών μαντουκιάριν = σάπιο συνήθως από την υγρασία μαντουκίζω = τίλλω, μαδώ μαντούκιν = χόρτο σαπισμένο από την υγρασία μαντούκωμαν = σαπίζω από υγρασία μαντουκώνω = σαπίζω από υγρασία μάντρα = μάνδρα μαντρί(ν) = μαντρί, μάνδρα μαντροκολέσιν = εκείνο που παράγεται σε αγρό κοντά σε μάνδρα και λιπαίνεται από τις κοπριές μαντροκόλιν = το κάτω μέρος της μάντρας, ο κάτωθι αγρός της μάνδρας μαντρόπον = μικρή μάνδρα μαντροπόρτιν = θύρα μάνδρας μάντρος = ο ασυνήθιστα ογκώδης άνθρωπος μαντρόσκυλλον = μαντρόσκυλο μάνωμαν = μουντζουρώνω με καπνιά μανώνω = μουντζουρώνω με καπνιά μανωτός = ο μαυρισμένος με καπνιά μαν’τάρα = είδος μύκητα μαν’τάριν = μανιτάρι, μύκης εδώδιμος, οποιοδήποτε μυκητώδες εξόγκωμα κρεμάμενο μαξίλα = γροθιά στο πρόσωπο μαξιλαεύω = δίνω γροθιά μαξιλάζω = δίνω γροθιά μαξιλάριν = μαξιλάρι μαξιλαρίτζιν = μαξιλαράκι μαξιλαροφόρεμαν = μαξιλαροθήκη μαξιλέα = μπάτσος, ράπισμα μάου = νιάου μαουλίζω = νιαουρίζω μάπα = σφαιροειδές άσπρο λάχανο, λίγη ποσότητα λιναριού μαπλάτιν = ωμοπλάτη μαπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ μαπόσπορον = λαχανόσπορος μάρ = μήπως μαραγγιάζω = μαραίνομαι μαραγγιάρικος = μαραμένος μαράγγιν = μαραμένα μαραγγούδα = μαραμένα μαραγγουλάζω = μαραίνομαι μεταφ. συνεσταλμένος, λυπημένος, είμαι χαυνωμένος μαραγγουλάσιμον = λυπηρή έκφραση του προσώπου, σωματική χαύνωση μαραγγούλης = συνεσταλμένος, λυπημένος, ήσυχος μαράζιν = νοσηρή κατάσταση, καχεξία, ασθένεια μαράζωμαν = μαραζώνω μαραζώνω = μαραζώνω μαραθόφυλλον = φυτό ιαματικό μάραιμαν = μαρασμός μαραίνω = μαραίνω μαραμμίδιν = μαραμένο χόρτο, αγγείο πήλινο το οποίο δεν έχει σκληρύνει ακόμα μαράνιν = υπόστεγο μαραντζουδώ = μαραίνομαι και σουφρώνω μάραντον = οπωρικό μαραμένο μάραντος = εκείνος που μαραίνεται και μαραίνει μαραφέτιν = τέχνη, τέχνασμα μαραψήσκομαι = μαραίνομαι σαν να έχω ψηθεί μαργαλάζω = επιπλήττω, επιτιμώ, ενοχλώ, ανθίσταμαι μαργαλία = επίπληξη, επιτίμηση μαργαριταρένος = μαργαριταρένιος μαργαριτάριν = μαργαριτάρι μαργίλιν = στεφάνι δοχείων, ο γύρος του τσαρουχιού μαργιολία = δολιότητα, κατεργασία μαργιολωσύνη = δολιότητα, κατεργασία μαργώνω = ζαλίζομαι, μουδιάζω μαρδά = άχρηστο υπόλειμμα πράγματος μαρδάνιν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως μετά την χρήση του από άλλον μαρδουλίζω = μισοτρώω μάρδωμαν = μολύνω κάποιον μεταδίδοντας κολλητική νόσο, διακορεύομαι μάρε = ανόητος, μωρός μαρζαλάκιν = το πράσινο περικάλυμμα του καρυδιού μαρίτζα = η κόρη οφθαλμού μάρκα = μάρκα μαρκοπάνιν = πανί κεντήματος μαρκώνω = κεντώ μάρκα μαρμανουσάκιν = άγρια βιολέτα, μενεξές μαρμανταλώνω = γιαούρτι που αρχίζει να πήζει μαρμαρένος = μαρμαρένιος μαρμαρίζω = λάμπω μαρμαρίτζα = μαρμαρόκτιστη οικοδομή μαρμαροβούινον = βουνό μαρμάρου μάρμαρον = μάρμαρο μαρμαρού = εκείνη της οποίας η διακόρευση είναι δύσκολη μαρμαροχτισμένος = χτισμένος με μάρμαρο μαρμαρόχτιστος = χτισμένος με μάρμαρο μαρμαρώνω = μαρμαρώνω μαρουκίζομαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω μαρούκιν = κρόταφος ανθρώπου, σιαγόνες ζώου μαρουκούμαι = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω μαρούκωμαν = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω μαρούλιν = μαρούλι μαρσούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος μαρσουφώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο μαρταβάλια = μωρολογία, φληναφήματα μαρτακιάζω = καλύπτω την στέγη με δοκάρια μαρτάκιν = δοκάρι στέγης μαρτακώνω = τοποθετώ δοκάρια στη στέγη μαρτένιν = είδος πυροβόλου όπλου Μαρτέσιος = ο γεννώμενος και γινόμενος κατά τον Μάρτιο μαρτεύκομαι = φέρομαι ως Μάρτης, κάνω τα μαρτιάτικά μου μαρτζούφιν = δερμάτινο σακουλάκι που χρησιμεύει ως δοχείο άλατος Μάρτης = Μάρτιος μαρτόλαπος = έδεσμα από αλεύρι και ζάχαρη που παρασκευάζεται την πρώτη Μαρτίου μαρτυρακόν = μαρτυρικό μάρτυρας = μάρτυρας μαρτυράτικα = νομίσματα που διανέμονται στους φτωχούς κατά την βάφτιση μαρτύρεμαν = μαρτυρική κατάθεση, καταγγελία, μήνυση μαρτυρία = μαρτυρία μαρτύριον = μαρτύριο μαρτυρίτης = μάρτυρας μαρτυρώ = μαρτυρώ μαρχαμά = μαντήλι μας = μπα μάσα = τράπεζα μασά = η τσιμπίδα της πυράς, πυράγρα μασάκιν = ποσότητα στερεάς τροφής εισαγόμενη στο στόμα για μάσηση μασάλ(ιν) = παραμύθι μασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα μασίνα = σιδηροδρομικός ολκός μασιστέρια = τραπεζίτης μασκαβίκι = είδος φαγητού μασκαραλίκιν = γελοιότητα, ατιμία, προστυχιά μασκαράς = γελοίος, άτιμος, πρόστυχος μασκαρέας = αστείος μασλαχάτιν = υπόθεση μασουλίζω = μασουλίζω μασούρα = άγριο δενδρύλλιο το οποίο παράγει εδώδιμο καρπό μασούρα = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι μασουράζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση μασουρίζω = τυλίγω νήμα στο καλάμι προς ύφανση μασούριν = το καλαμάκι στο οποίο τυλίγουν το υφάδι μασουρίστρα = ο άξονας του τροχού της ανέμης στο οποίο περνούν το μασούρι για να γεμίσει νήμα μασουρίτζα = μικρό δενδρύλλιο άγρια τριανταφυλλιάς μασουρίτζα = αρτιφυές αγγουράκι μασουροζώμιν = ζουμί από τον ώριμο καρπό της μασούρας μασουροκόλοθον = πλακούς ζυμωμένος από τον ώριμο καρπό της μασούρας μασουρόστομος = άσχημος στην όψη μαστάκα = σκύλος μεγάλος μαστάριν = μαστός ζώου μασταρώνω = θηλάζω μασταρώνω = θηλάζω μαστέλιν = ξύλινο σκεύος πλατύ και ανοιχτό μαστή = σκύλα μαστίκα = τσίχλα, μαστίχα μαστορακά = με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα μαστορακός = ο φτιαγμένος με δεξιότητα, ωραίος μάστορας = μάστορας μαστορείον = εργαστήρι μαστορεύω = μαστορεύω μάστορης = μάστορας μαστορία = δεξιοτεχνία, μεταφ. απατηλό τέχνασμα μαστορική = μαστορική μαστορίτζος = μάστορας μαστουκίζω = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας μαστούκισμαν = μασώ ανόρεκτα και αηδώς, γλείφω τα χείλη τρώγοντας μαστραπά = χάλκινο ποτήρι ύδατος, γενικώς ποτήρι μαστραπέα = ποσότητα νερού όση χωράει η μαστραπά μασχάλα = μασχάλη μασχαλίτζα = μασχάλη μασχαράνος = ευτράπελος, αστείος μασχαράρης = ευτράπελος, αστείος μασχαρέας = ευτράπελος, αστείος μασχαρεία = αστειότητα, άνθρωπος περίγελος μασχαρευτά = με ύφος αστείο μασχαρευτόν = αυτό που γίνεται χάρη αστειότητας μασχαρεύω = αστειεύομαι, ερωτοτροπώ μασχαρή = αστειότητα μασώ = μασώ μασωρήτιν = το δόντι τραπεζίτης ματά = ματιά, βλέμμα ματαδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία ματάζω = ματιάζω μάταιος = μάταιος ματαντζίζω = μεταγγίζω ματζίριν = άγριο φυτό ματζούκα = ρόπαλο, μηριαίο κόκαλο της κότας ματζούκιν = ράβδος η οποία έχει στην άκρη κουρέλι με την οποία πισσώνουν τους πίθους ματζουκώνω = δέρνω κάποιον δυνατά μάτιν = βρόχος δικτύου μάτιν = μάτι ματίτζα = κρυφτό ματογιάλα = γυαλιά ματογκύλ(ιν) = αυτό που μεταβάλλεται σε αίμα ματοζίκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο ματοζικόφυλλον = φύλλο του φυτού ματοζίκιν ματοζίνιχον = γυάλινη χάνδρα χρωματιστή χρησιμοποιούμενη ως αντιβασκάνιο ματοζούκιν = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα, γαϊδουράγκαθο ματόκλαδα = βλεφαρίδες ματοκυλίζω = κηλιδώνω με αίμα ματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος ματοξέραστος = εκείνος που ξερνάει αίμα ματοξερώ = ξερνώ αίμα ματοξυσία = αιματοχυσία ματόπιστος = αυτό που ειναι ποτισμένο με αίμα ματοπονίον = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία ματόπονος = νόσημα των οφθαλμών, οφθαλμία ματοτέρεμαν = βλέμμα ματοτζάμπουρα = βλεφαρίδες ματοτζάτζιν = βλεφαρίδα ματουράχκομαι = ουρώ αίμα ματόφυλλα = βλέφαρα ματρακί = πόσθη ματρακόκα = πόσθη μάτρικα = σφύρα λιθοξόου μάτσα = δέσμη χαρτοπαίγνιων, εργαλείο με το οποίο ξηλώνουν ματσάγκος = κακούργος ματώνω = ματώνω μαύρα = σε κατάσταση άθλια και δύστυχη, σε κατάσταση θλίψης μαυράδα = μαυρίλα μαυραδέλφα = πενθούντα αδέλφια μαυρανός = μαύρο άλογο μαυραντρίζω = κακοπαντρεύομαι μαυράπιν = είδος αχλαδιού μαυράχαρα = σε κατάσταση αθλιότητας και δυστυχίας μαυράχαρος = πολύ δυστυχής μαυρειδανός = μελαχρινός μαυρειδής = μαυριδερός μαυρίζω = μαυρίζω μαυρίκιν = είδος φυτού με άνθη κυανά μαυροαλογάς = καβαλάρης μαύρου αλόγου μαυροβότανον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο ως βαφική ουσία μαυρογεννώ = γεννώ υπό κακούς οιωνούς μαυρογίνομαι = κακοζώ, κακοπερνώ μαυρογόνατον = μαύρο γόνατο μαυροζώ = ζω με βάσανα και οικονομικές στερήσεις μαυροζώμιν = καφές, οπός μαύρος μαυροθεία = δυστυχισμένη θεία μαυροκάλη = σύζυγος που πενθεί μαυροκάρδιν = μαύρη καρδιά μαυροκάτα = μαύρη γάτα μαυροκάτζης = εκείνος που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαχρινός, μεταφ. σκυθρωπός, κατηφής μαυροκατζώ = γίνομαι κατηφής, σκυθρωπιάζω, καταισχύνομαι, ντροπιάζομαι μαυροκίτρινος = εκείνος που έχει όψη πελιδνή μαυροκόκκινος = εκείνος που έχει χρώμα μαύρο υπέρυθρο μαυροκολόγκυθον = κολοκύθα μεγάλη μαύρη απ’ έξω μαυροκοπής = μαυρειδερός, μελαψός μαυροκόριτζον = κορίτσι ανάγωγο, παλιοκόριτσο μαυροκούκκουδον = μαύρο σπέρμα ζιζανίου των σιτηρών μαυροκουκουλάτες = εκείνος που φοράει μαύρη κουκούλα μαυροκύρης = πατέρας που πενθεί μαυρολάβικον = εκείνο που έχει μαύρη λαβή μαυρόλαβο = εκείνο που έχει μαύρη λαβή μαυρολαλώ = κλαίομαι, παραπονούμαι μαυρολάχανον = μαύρο λάχανο, λαχανίδα μαυρολίθαρον = μαύρο λιθάρι μαυρομάννα = μάνα που πενθεί μαυρομελανάζω = μελανιάζω μαυρομματέα = η οσμή της φασολάδας μαυρομματένος = ο παρασκευασμένος από φασόλια μαυρομάτικα μαυρομμάτης = εκείνος που έχει μαύρα μάτια μαυρομμάτιν = φασόλι με μελανά στίγματα και γενικώς όλα τα χρωματιστά φασόλια μαυρομματομάλεζον = νερουλή και χυλοποιημένη φασολάδα μαυρομματοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο και ξεφλουδισμένο σιτάρι με φασόλια μαυρομματούσα = εκείνη που έχει μαύρα μάτια μαυρομοιρολογώ = μοιρολογώ δυνατά μαυρομολυβάζω = γίνομαι μαύρος σαν μολύβι μαυρομόλυβον = μαύρο μολύβι μαυρομούντζουρος = ο κατησχυμένος λόγω κακής πράξης μαυροξενιτεύω = ξενιτεύω με θλίψη μαυροπαθάνω = κακοπαθαίνω μαυροπαίδιν = παιδί ανάγωγο, παλιόπαιδο μαυροπάπορον = μαύρο βαπόρι μαυροπεθερός = κακός πεθερός, κακή πεθερά μαυροπέτζης = εκείνος που έχει μελαψό δέρμα μαυροπολίτικο = είδος σταφυλιού με μαύρη ρώγα μαυροποταμία = παραποτάμια χώρα που είναι μαύρη μαυροπούλλα = κοράκι μαυροπροσωπάζω = ντροπιάζω μαυροπροσωπία = αισχύνη, ντροπή μαυροπροσωπίζω = ντροπιάζω, καταισχύνω κάποιον μαυροπρόσωπος = ντροπιασμένος, κατησχυμένος, ένοχος, ευτελής μαυροπωρένεν = το παρασκευασμένο από μαύρα βατόμουρα μαυροπώρικο = δαμάσκηνο μαυρόπωρον = βατομουριά μαύρος = μαύρος μαυροσκοτεινασμένος = μαύρος και σκοτεινός, χαρακτηρισμός του Χάρου μαυροστάφυλον = μαύρο σταφύλι μαυρόσυκον = είδος συκιά με μαύρους καρπούς μαυροσύρω = υποφέρω, δυστυχώ μαυροτέγανο = μαύρη πληγή σαν τηγάνι στο δέρμα δυσθεράπευτη μαυροτσουρουεύω = μαυροσαπίζω Μαυρούλα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα Μαυρουλίτζα = όνομα αγελάδας με μαύρο τρίχωμα μαυρούσα = μεγάλο ανθρωποφάγο μυθικό πτηνό μαυροφάσουλον = μαύρο φασόλι μαυροφόρετος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων μαυρόφορος = εκείνος που φοράει μαύρα ρούχα, μελανείμων μαυροφορώ = μαυροφορώ, πενθώ, μεταφ. δυσανασχετώ καταλαμβανόμενος από δυσάρεστα προαισθήματα μαυρόφρυδος = εκείνος που έχει μαύρα φρύδια μαυροφτερουλίουμαι = τίλλω, μαδώ τα μαύρα μου φτερά, μαλλιά μαυροχαίρεμαν = χαρά μικρής διάρκειας μαυροχαίρομαι = χαίρομαι λίγο χρόνο και μετά ατυχώ μαυροχωμία = το μέρος όπου υπάρχει μαύρο χώμα, τάφος μαυρύνω = μαυρίζω μαυρωτός = μαυριδερός μαφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα μάχα = φυτό μαχαιράζω = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι μαχαιράς = μαχαιροβγάλτης, μαχαιράς μαχαίρασμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι μαχαιρέα = μαχαιριά, το ίχνος πληγής από μαχαίρι μαχαιρίαγμαν = κόβω με μαχαίρι, τραυματίζω με μαχαίρι μαχαίριν = μαχαίρι μαχαιρίτα = αγριόχορτο με φύλλα μαχαιροειδή και πριονωτά μαχαιρίτζα = κρίνος μαχαιρογούζιν = το αμβλύ μέρος του μαχαιριού, το αντίστροφο προς την ακμή μαχαιροδέμιν = ασημένια αλυσίδα με μικρό μαχαιράκι και χρησιμοποιείται ως κόσμημα μαχαιρομύτιν = η μύτη του μαχαιριού μαχαιρόπ’λλον = μαχαιράκι μαχαιροτύριν = το τουλουμίσιο τυρί που δεν θρυμματίζεται αλλά κόβεται με μαχαίρι μαχαίρωμαν = μαχαιρώνω μαχαιρώνω = μαχαιρώνω μαχαλά = ενορία κοινότητας μαχαλαδότης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης μαχαλαδοτικός = ενοριακός μαχαλέα = ενορία κοινότητας μαχαλέτες = κάτοικος ενορίας, ενορίτης μαχαλώτης = κάτοικος ενορίας, ενορίτης μαχαναλής = εκείνος που αρρωσταίνει πολύ εύκολα μαχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή μαχανοπέτζιν = το δέρμα του φυσητήρα μάχη = μάχη μάχιν = το έθιμο το να μην μιλάει η νύφη στα πεθερικά της για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω σεβασμού μαχίουμαι = ερίζω, φιλονικώ μαχλής = εκείνος που δεν μιλάει εκ προθέσεως μαχμουτιά = παλιό χρυσό νόμισμα που κόπηκε από τον Μαχμούτ μαχοζώμιν = πικρός και κολλώδης οπός της μάχας μαχοκράτεμαν = κρατώ μάχιν μαχοκρατώ = κρατώ μάχιν μάχομαι = μισώ, αποστρέφομαι μάχομαι = μάχομαι μάχον = φυτό μαχότιν = είδος υφάσματος μαχραμά = μαντήλι με = μη με-το = αν και, καίτοι με-το-να = επειδή, διότι μεαρέα = το μαγειρεμένο φαΐ μεάρεμα = μαγείρεμα μεαστήρι = ριπίδιο από πτερό μεγαλεία = αλαζονεία, οίησης μεγαλεία = επίσημοι, αριστοκράτες μεγάλεμαν = μεγαλώμα μεγαλένω = μεγαλώνω μεγαλέσιν = είδος σταφυλιού με μεγάλες ρώγες μεγαλέτρα = οίδημα βουβωνικό το οποίο πιστεύεται ότι γεννιέται κατά την μετάβαση από την μια ηλικία στην άλλη μεγαλεύκομαι = μεγαλοπιάνομαι, υπερηφανεύομαι μεγαλιανός = πρόσωπο επίσημο, αριστοκρατικό μεγαλοδάχτυλον = αντίχειρας μεγαλόλογος = κομπορρήμων, καυχησιάρης μεγαλοπρεπία = μεγαλοπρέπεια μεγάλος = μεγάλος μεγαλοσάνος = πρόκριτος κοινότητας μεγαλοστομία = μεγαλορρημοσύνη, μεγαλαυχία μεγαλόστομος = μεγαλόστομος μεγαλόφωνος = μεγαλόφωνος, φωνακλάς μεγάλυμα(ν) = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα μεγαλύνω = μεγαλώνω ηλικιακά, μεγαλώνω ηθικώς, ως κοινωνικό αξίωμα μεγαλώνω = μεγαλώνω μεγαλωσύνα = αλαζονεία, μεγαλαυχία, ακαταδεξιά μέγας = μέγας κατ’ όγκο, κατ’ έκταση, κατ’ ηλικία, εκείνος που κατέχει ανώτερη κοινωνική θέση, άρχοντας, πρόκριτος, σπουδαίος μέγκλα = γεννητικό όργανο ζώου μεγκλίν = στραβό ξύλο μεγρίκιν = είδος αχλαδιού μικρού και στρογγυλού μεδέντιν = πυώδες δερματικό απόστημα μεζάτιν = πλειστηριασμός, δημοπρασία μεζέ = μεζές μεζκίτιν = είδος ψαριού μέθη = μέθη μεθή = μέθη μεθημώ = μεταμέλεια, μετάνοια μεθοπωρανός = φθινοπωρινός μεθοπωραρία = αγελάδα που παρέχει γάλα και τον φθινόπωρο μεθοπωράτικα = φθινοπωριάτικα μεθοπωρέα = εποχή του φθινόπωρου μεθοπωρίζει = φθινοπωριάζει μεθοπωρίζ’νος = φθινοπωρινός μεθοπώριν = φθινόπωρο μεθοπωρινός = φθινοπωρινός μεθόπωρον = φθινόπωρο μεθύγω = μεθώ μεθύζω = μεθώ μεθύσειν = μέθη μέθυση = μέθη μεθυσία = μέθη μέθυσμα = μέθη μεθύστακας = μεθύστακας μεθυστάς = μεθύστακας μεθύω = μεθώ μεθώ = μεθώ μειβά = οπωρικό μειζότερος = πρόκριτος, ο πρεσβύτερος στην ηλικία μεΐζω = νιαουρίζω μειχανά = οινοπωλείο, καπηλειό μειχανατζής = οινοπώλης, κάπηλος μέκαρ = μήπως μεκατίριν = ηθική αξία προσώπου μέλα = ομαλά μελανάζω = μελανιάζω μελανίζω = μελανιάζω μελάνιν = μελάνι μελανοκούτιν = μεγανοδοχείο μελάνωμαν = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι μελανώνω = λερώνω, μουντζουρώνω με μελάνι μελανωτός = μαυριδερός μελαχρανάζω = γίνομαι μελαχρινός μελαχρανέμορφος = μελαχρινός και ωραίος μελαχρανός = μελαχρινός μελαχρανώ = γίνομαι μελαχρινός μέλε = ομαλά μελέα = η οσμή του μελιού μελεάμ(ιν) = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι μελεθρείον = δοχείο κρεμασμένος στο μύλο όπου κατέρχεται ο σίτος προς άλεση μελένος = μελένιος μελεντούρης = εκείνος που κάνει αργά την εργασία του μελεντουρίζω = χασομερώ μελέρ(ιν) = ψωραλέος μελεσεύω = θορυβώ, φωνάζω δυνατά Μελέσσα = όνομα γίδας που έχει χρώμα μελιού μελεσσεύω = βομβώ, θορυβώ μελεσσίδιν = μέλισσα μελεσσιδίτα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες μελεσσιδίτζιν = μέλισσα μελεσσιδίχτρα = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες μελεσσιδόπον = μικρή μέλισσα μελεσσιδόχορτον = είδος χόρτου που αγαπούν οι μέλισσες μελεσσιδώνιν = κυψέλη μελισσών μελεχέμιν = αλοιφή ιαματική πληγών παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι μέλι = μέλι μελίγαλα = μέλι και γάλα μελικέριν = κηρήθρα με μέλι, είδος σταφυλιού που έχει κίτρινο χρώμα και γλυκιά γεύση μελίξανθος = εκείνος που έχει ξανθό χρώμα σαν το μέλι μελίπαστος = λίγο αλατισμένος μελιπάστωμα = αλάτισμα των ψαριών εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους μελιπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους μέλισσα = μέλισσα μελισσεύω = βομβώ, θορυβώ μελισσίδα = μέλισσα μελίσσιν = μέλισσα μελισσοκέριν = κερί αγνό που χρησιμοποιείται στη παρασκευή φαρμακευτικών αλοιφών μελισσοχόρταρον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες μελισσόχωρτον = είδος χόρτου με άνθη ιόχροα που προτιμούνται από τις μέλισσες μελισσωνάριν = μελισσοκομείο μελισσωναρόν = μελισσοκομείο μελίτα = αγριόχορτο που έχει χυμό μελιτώδη μελιτάριν = χυμός φυτών που έχει γεύση μελιού μελιτάριν = εκείνο που έχει χρώμα μέλιτος, ξανθό μελιτζάνα = μελιτζάνα μελιτολάγηνον = λαγήνι που χρησιμοποιείται ως μελιτοδοχείο μελιτοτάψι = δίσκος μέλιτος το οποίο αγγίζει η νύφη με το δάχτυλο όταν εισέρχεται στο σπίτι του γαμπρού μελιτούτζα = αγριόχορτο που έχει γλυκιά γεύση μελίτωμαν = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός μελιτώνω = πυκνώνομαι και γίνομαι σαν μέλι, γίνομαι γλυκός μελοβούτορον = ανάλατο βούτυρο περιχυμένο με μέλι μελοκούτιν = δοχείο μελιού μελοπάκμαζον = ποτό από μέλι μελοπάνιν = πανί ειδικό για διήθηση του μελιού μελόπαστος = λίγο αλατισμένος μελοπαστώνω = αλατίζω τα ψάρια εντός κοφίνου για να φύγει το αίμα τους μελοπίθαρον = πιθάρι όπου φυλάσσεται το μέλι μελόπον = λίγη ποσότητα μελιού μελόχορτον = χόρτο που έχει γλυκό χυμό ανθέων τον οποίο απομυζούν οι μέλισσες μέλωμαν = αλείφω με μέλι μελώνω = αλείφω με μέλι μελωτός = εκείνος που έχει χρώμα μελιού μεμλεκέτιν = χώρα, επικράτεια Μεναξία = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα μενεξέ μενή = μήνυμα, παραγγελία, ειδοποίηση μεντή = σκύλα, μεταφ. γυναίκα ποταπή μένυγμαν = παραγγελία μενύγω = μηνύω μενύω = μηνύω μένω = μένω, διανυκτερεύω μενώ = μηνύω μεράκιν = μεράκι μερακλανεύκομαι = με καταλαμβάνει μεράκι, μελαγχολώ μερακλής = εκείνος που έχει πόθο ανεκπλήρωτο και είναι μελαγχολικός μεραμί = εν τούτοις, όμως μέραπανου = που επάνω; μέραφκα = που κάτω; μερδελάρης = τραυλός, ψευδός μερδελέας = τραυλός, ψευδός μερδέλης = τραυλός, ψευδός μερδελίζω = τραυλίζω μερδελιχτά = τραυλίζοντας, ψευδίζοντας μερέα = μηρός μερέα = μεριά, μέρος, προς το μέρος, εξ αιτίας μερέθα = μεριά, μέρος μερεφέτ(ιν) = μαραφέτι μερί(ν) = μηρός μεριαλίδι = ζωηρό και άτακτο παιδί μερίδα = μερίδιο, δελτίο στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας, κώδικας μονής στο οποίο καταγράφονται ονόματα ζωντανών και νεκρών οικογενειών για διαρκές μνημόσυνο μεριδοχάρτιν = στο οποίο καταγράφονται ονόματα που είναι να μνημονεύσει ο ιερέας μερικόν = μερικό μέρκαικα = που ακριβώς; μερκαλία = με μεράκι, μελαγχολικά μέρκεσου = κατά που; μέρκιανου = που προς τα άνω; μέρμερα = στον ύπνο, σε κατάσταση ληθαργική μέρμερεα = κατά που, που μεριά μερμήκα = μυρμήγκι μερμηκιάζω = μυρμηγκιάζω μερμηκοφώλ(ιν) = μυρμηγκοφωλιά μερμηκώ = μυρμηγκιάζω μερόγες = μεριά, μέρος μερόδες = μεριά, μέρος μεροδούλιν = μεροδούλι μερόθεν = από μέρος μερομηνίες = οι πρώτες δώδεκα μέρες του Μαρτίου κατά τις οποίες γίνονται προγνώσεις καιρού για τους επόμενους μήνες μέρος = μέρος, τόπος, αγρός, οικόπεδο, οικογένεια μέρου = που; μερσίν(ιν) = μυρτιά μερτζάνιν = κοράλλι μερτιβένιν = κλίμακα, σκάλα μερτικάρης = εκείνος που έχει μερίδιο από διανομή πράγματος μερτικό(ν) = μερίδιο μερώνω = ξημερώνω, αγρυπνώ μέρ’ = μήπως μεσά = δάσος μέσα = μέσα, εντός μέσα = η μέση του σώματος, οσφύς μέσα-μεσού = στο μέσο, δοχείο γεμισμένο στη μέση μεσάβραστος = μισόβραστος μεσάδιν = δεύτερη ποιότητα ερίου μεσάζω = φτάνω στο μέσο μεσαία = κέντρο μεσαίος = μεσαίος μεσακός = μεσαίος μέσαμπρος = κηφήνας, άνθρωπος οκνηρός μεσανοίγω = μισανοίγω μεσάνοιχτος = μισάνοιχτος μεσανός = κείμενο στη μέση, μεσαίος μεσάνταρη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη μεσάντερα = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη μεσάνυχτα = μεσάνυχτα μεσανυχτάουμαι = καταλαμβάνομαι από τα μεσάνυχτα, μένω άυπνος ως το μεσονύχτιο μεσανύχτης = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου μεσανύχτιν = μεσονύκτιο, μεσονυχτίου μέσασμαν = ο μέσος χρόνος της εγκυμοσύνης μεσάτος = ο κατά το ήμισυ πλήρης μεσατώνω = γεμίζω δοχείο κατά το ήμισυ μεσάψετος = μισοψημένος μεσέ = δάσος μεσεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα μεσεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος μεσελέ = υπόθεση μεσέλιν = παραμύθι μεσέντερη = ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη μέση = μέση μεσημεράζω = μεσημεριάζω μεσημέρασμαν = μεσημέριασμα μεσημέριν = μεσημέρι μεσημερινός = μεσημεριανός μεσημερίτζα = άνθος που ανοίγουν τα πέταλα το μεσημέρι, άνθρωπος που εγείρεται πρωί πολύ αργά μεσημέρ’νεσιν = μεσημεριανός μεσιμάρ(ιν) = χοντρό καρφί σφυρήλατο μέσιμον = διανυκτέρευση σε σπίτι φιλοξενούντος μεσοβδόμαδα = μεσοβδόμαδα μεσοβδόμαδον = μεσοβδόμαδο μεσοδάχτυλον = το μεσαίο δάχτυλο μεσοδέμιν = το δέμα που συγκρατεί το σαμάρι στη ράχη του ζώου μεσοδία = η μέση του δρόμου, η μέση της οικίας μεσοδόκιν = η κεντρική δοκός της στέγης μεσοδράνιν = φεγγίτης οικίας, στέγη οικίας μεσόδρομος = ο μισός διανυόμενος δρόμος μεσοζουμώνω = μισοζυμώνω μεσοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος μεσοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά μεσοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος μεσοκαιρέτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος μεσοκαιρίτες = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος μεσοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη μεσοκομείο = νοσοκομείο μεσοκουράζω = σπάω κάτι στη μέση, αισθάνομαι πόνο στη μέση, αισθάνομαι κόπωση σωματική μεσοκόφτω = κόβω κάτι στη μέση μεσοκρύετος = εκείνος που είναι να καταστεί ημιθανής μεσολάγγικος = εκείνος που δεν νοεί καλά μεσονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά μεσόπα = η μέση του σώματος, οσφύς μεσοπάνιν = πανί με το οποίο φασκιώνουν το βρέφος μεσοπάρχαρον = το κέντρο του παρχαριού μεσόπον = η μέση του σώματος, οσφύς μεσοπονίον = πόνος της μέσης, οσφυαλγία μεσόπονος = πόνος της μέσης, οσφυαλγία μεσορράχιν = το μέσο της αναβάσεως όρους μέσος = μέση μεσοσέλιν = το μέσο της σέλας μεσοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά μεσόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας μεσοστούλαρον = ο κεντρικός στύλος της οικίας που υποβαστάζει την κεντρική δοκό της στέγης μεσοστράτιν = το κέντρο της οδού μεσοτούντουνος = εκείνος που τρέμει από το ψύχος μεσουρανίζω = μεσουρανώ μεσουράνιν = στο μέσο του ουρανού μεσουρανού = στο μέσο του ουρανού μεσοχάμιν = το δάπεδο της οικίας ιδίως το κέντρο μεσοχειμάζω = διέρχομαι το μισό χειμώνα μεσοχείματα = στο μέσου του χειμώνα μεσόχειμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα μεσοχείμωγκα = κατά το μέσο του χειμώνα μεσοψέσκουμαι = μισοψήνομαι μεσόψετος = μισοψημένος μέσπιλον = μούσμουλο μεσπιλόρριοζον = η ρίζα του μούσμουλου μέστιν = είδος υποδήματος χωρίς τακούνι μεσφιλέα = μουσμουλιά μέτα = βρε, καλέ μετά = το ομού, μετά μεταβάλλω = νόσος που υποτροπιάζει μεταβάλσιμον = υποτροπιασμός νόσου μεταβορίζω = βγάζω το βρέφος από την κούνια και το καθησυχάζω μετάγγιγμαν = μετάγγιση μεταγγίζω = μεταγγίζω μετάγγιση = μετάγγιση μετάγγισμα(ν) = μετάγγιση μεταγένημα(ν) = νόσος που υποτροπιάζει μεταγίνομαι = μεταγίνομαι μετάδοση = η αγία κοινωνία μεταδρομίζω = αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία μεταθήκω = μεταθέτω, ολιγωρώ μετακλώθω = στρέφω συχνά μεταλαμβάνω = εννοώ, αντιλαμβάνομαι, μεταλαμβάνω κοινωνία μετάληψη = μετάληψη μετάλλαγμα = εναλλάξ μετάλλαγμαν = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ μεταλλάζω = χρησιμοποιώ κάτι εναλλάξ μεταλοχουσεία = η προσβολή από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία μεταλοχούσεμαν = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία μεταλοχουσεύω = προσβάλλομαι από επιλόχειο πυρετό κατά την λοχεία μετανίζω = μετανοώ μετάνοια = μετάνοια μετανουνίζω = μεταβάλλω σκέψη, μεταμέλομαι μετανοώ = μεταβάλλω γνώμη, μετανοιώνω, εννοώ, καταλαβαίνω μεταξένος = μεταξένιος μεταξικός = μεταξένιος μετάξιν = μετάξι μεταξιτέσο = είδος κόσκινου με λεπτό μεταξωτό ύφασμα μεταξιτίζω = κοσκινίζω με μεταξιτέσο μεταξοζύγιστος = πολύτιμος μεταξοκέφαλος = νεόνυμφος μεταξοκότσινο = κόσκινο πυκνό πλεγμένα με νήμα μεταξιού μεταξόσυκον = είδος λευκού σύκου μετάξωμαν = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του μεταξώνω = σταυρώνω τρις φορές το κεφάλι του γαμπρού με μεταξένιο κόκκινο νήμα και το δένω στο κεφάλι του μεταξωτός = μεταξωτός μεταπλάσκουμαι = μεταβάλλω τρόπους συμπεριφοράς, αλλάζω χαρακτήρα προς το καλύτερο μετασαλεύω = μετακινώ, μετατοπίζω μεταταράζω = ανακατεύω ξανά μεταφύτεμαν = μεταφυτεύω μεταφυτεύω = μεταφυτεύω μεταφύτιν = το μεταφυτευμένο φυτό μετέχω = υπολήπτομαι μετζάζω = γεμίζομαι από πιτυρίδα μέτζιν = πιτυρίδα της κεφαλής μετζιτιέ = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών μετζίτιν = αργυρό νόμισμα είκοσι γροσιών μετόπωρον = φθινόπωρο μετόχιν = αγρόκτημα που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται εντός περιφέρειας μέτρα = μητριά μέτρα = γυναίκα, σύζυγος μέτρεμα(ν) = μέτρημα, αρίθμηση μετρεμένα = μετρημένα, όχι αφειδώς, μεταφ. με προσοχή μετρεμονή = μέτρημα, αρίθμηση μετρεμός = μέτρημα, αρίθμηση μετρεσία = μέτρημα, αρίθμηση μετρέτα = ακριβώς μετροπίαγμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μετροπίαμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μετροπιάνω = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μετροπίαση = υποτροπιασμός ασθένειας μετροπίασμαν = προσβάλλομαι εκ νέου από τη νόσο μέτρος = μέτρημα, μέτρο, μέτρο ποσότητας μετρούα = μητριά μετρούλα = μητριά μετροφυλλάζω = φυλλομετρώ μετρώ = μετρώ, αριθμώ μετρωτήριν = όργανο μετρήσεως μετσάρ’κον = γκρεμισμένο ως τα μισά μετώπι = μέτωπο μέφομαι = υποπτεύομαι μέφτες = εκείνος που υποψιάζεται τους άλλους μεχίρις = σφραγίδα μεχκεμέ = βασιλικό συμβούλιο μεχτερός = γουρούνι μη = μη μηδέ = μήτε μηθένα = μη τυχόν, μήπως μηλέα = μηλιά μηλένος = ο παρασκευασμένος από μήλα μηλίνα = μήλο ψημένο στο φούρνο μηλίτα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς μηλίτζα = θάμνος που παράγει κόκκινους καρπούς μήλο(ν) = μήλο, μηλιά μηλόπον = μήλο μηλόπον = μήλο μηλορρόδακον = ροδάκινο, ροδακινιά μηλότζιρος = μήλο φουρνισμένο ή ξηραμένο στον ήλιο μηλόφυτον = νεαρό φυτό μηλιάς μημήνικον = ονομαστική γιορτή μηναίον = ο μηνιαίος, εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των εορταζόμενων αγίων μηνάλλαγμα = η πρώτη μέρα του μήνα μήνας = μήνας μηνάτικον = μηνιάτικο μηνοστάσιν = πρωτομηνιά μηνύω = μηνύω μηουδέ = μήτε μηουδέν = ουδέν μηρμόρι = μνήμα, τάφος μητέρα = μητέρα μητερίτζα = είδος χορού μητροπολίτης = μητροπολίτης μητρούα = μητριά μητρούλα = μητριά μι = μήπως μία = μία φορά, άπαξ μιαγκύριν = εργαλείο των λεπτουργών με σχήμα αγκυροειδές μίδας = εκείνος που έχει μεγάλα αυτιά μιζτράχιν = δόρυ μικκίτζικος = μικρούλης μικκούκος = μικρούλης μικκούτζικος = μικρούλης μίκρα = η παιδική ηλικία μικραίνω = μικραίνω μικρακιανός = μικρός στο ανάστημα, μικρούλης μίκρη = χαρτοπαίγνιο δυάρι σπαθί μικρίκος = μικρούλης μικρίτζικος = μικρούλης μικροδάχτυλον = μικρό δάχτυλο, ωτίτης μικροθέα = η παιδική ηλικία, πράγμα μικρό μικρόθεν = από μικρή ηλικία μικροκατάθετος = εκείνος που έχει μικρό ανάστημα μικροκέφαλος = μικροκέφαλος μικροκοίλιν = η δεύτερη κοιλιά μηρυκαστικού ζώου, το υπογάστριο, η μήτρα μικρόντας = κατά την παιδική ηλικία μικροπαντρεμένος = μικροπαντρεμένος μικροπέντικος = μικρός ποντικός μικροπρόσωπος = μικροπρόσωπος μικρός = μικρός μικρότε = η παιδική ηλικία μικροτερύνω = κάνω κάτι μικρότερο, γίνομαι ή φαίνομαι μικρότερος μικροτραγωδάνος = μικρός τραγουδιστής μικρούτζικος = μικρούτσικος μικρύνω = μικρύνω μιλία = ομιλία μιλιούνα = πάμπολλα, αναρίθμητα μιλίτζιν = μήλο μιλίτσος = κάτοχος ποιμνίων μιλώ = μιλώ μιμιδάζω = μου γεννώνται εξανθήματα μιμιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος εξανθήματα μιμίδιν = δερματικό εξάνθημα μιμιδόπον = δερματικό εξάνθημα μιμιτζία = πλαγγών, κούκλα μιναρέ = μιναρέ μινκίν = δυνατόν, πιθανόν μιντέριν = υπόστρωμα, μιντέρι μιντερούμαι = κάθομαι στο μιντέρι μιντζάνα = μεγάλο βαρέλι μιντζένεν = το κτισμένο με μυζήθρα μιντζίν = μυζήθρα μιντζοβάρελον = βαρέλι που χρησιμοποιείται ως δοχείο μυζήθρας μιντζοκόλοθον = μυζήθρα σχηματοποιημένη σφαιρικώς, κεφαλοτύρι μιντζόπιτα = πίτα με μυζήθρα μιντζόσκευον = δοχείο μυζήθρας μιντζοφάει = προσφάγι από μυζήθρα μίος = ένας μιρίμα = τα πολύ ψιλά άχυρα μιρμίδα = είδος ραψίματος μιρμιδώνω = ράβω το γύρο μαντηλιού αφού το στρίψω μιρμιρίκιν = μούστος, γλεύκος μισαβέσα = το μέσο χρονικής περιόδου μισάβραστος = μισοβρασμένος μισανοίγω = μισανοίγω μισάνοιχτος = μισάνοιχτος μισανύφιν = ύφασμα του οποίου μερικά νήματα έμειναν ανύφαντα μισάριν = το γεμισμένο ως τα μισά μισαρώνω = γεμίζω ή αδειάζω δοχείο ως το μισό μισαφίρης = μουσαφίρης μισάψετος = μισοψημένος μισεβδόμαδα = μεσοβδόμαδα μισεβδόμαδον = μεσοβδόμαδος μισερός = καχεκτικός, ισχνός μισερώνω = κάνω κάποιον καχεκτικό μισηχτέριν = άνθρωπος μισητός μισία = μυτόχειλα μισίζω = χωρίζω στα δύο μισιμάριν = χοντρό καρφί σφυρήλατο μισίρι = το δημητριακό αραβόσιτος μισκίνης = άθλιος, κακορίζικος, πτωχός μισμιλάγκιν = σμίλαξ μισμιλαεύω = λεπτολογώ μισοάνθρωπος = άνθρωπος μικρόσωμος, ανάξιος προσοχής μισόγλωσσος = βραδύγλωσσος μισόδρομος = το ήμισυ διανυόμενος δρόμος μισοεξυπνώ = μισοξυπνώ μισοζώετος = μισοπεθαμένος, πολύ εξασθενημένος, κάτισχνος μισοζωίσκουμαι = χάνω τη μισή ζωή μου, τραυματίζομαι βαριά μισοθόλωτος = κακοπλυμένος, μεταφ. μισότρελος μισοκαιρίτης = ο μέσης ηλικίας άνθρωπος μισοκιακέρης = ο μισός και ακέραιος μισοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα ανοικοκύρευτη μισοκρύετος = εκείνος που είθε να καταστεί ημιθανής μισολάγγικος = αυτός που δεν νοεί καλά μισονέα = το δεύτερης ποιότητας ξασμένο έριο μισονίφκουμαι = δεν νίβομαι καλά μισός = μισός μισοσκοτούμαι = τραυματίζομαι βαριά μισοσκότωτα = με μεγάλη ταχύτητα μισοσκότωτος = ημιθανής μισόσπιτον = το μέσης της οικίας, η κυρία αίθουσα της οικίας μισοστεφάνωμαν = αρραβώνας μισόστρατο = το ήμισυ διανυόμενης οδού μισοτριβάδι = μισοπλυμένο μισοχείματα = στο μέσου του χειμώνα μισοχείμος = εκείνος που βρίσκεται στο μέσου του χειμώνα μισοχειρισμένο = εκείνος το οποίο μόλις άρχισε μισοψέσκουμαι = μισοψήνομαι μισόψετος = μισοψημένος μιστερής = πελατής μιστός = μισθός, αμοιβή, καλή πράξη μισώ = μισώ μιταράζω = περνώ τον στήμονα στα μιτάρια, βάζω νήματα μέσα σε βαφικά χόρτα που βράζουν για να χρωματιστούν μιτζουτζάχκομαι = κρύβω τα χρόνια μου μιτίλιν = το εσωτερικό κάλυμμα του εφαπλώματος, εφάπλωμα, πάπλωμα μιφλίης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος μίχνα = μήνα πολύ λεπτό μμα = στη παιδική γλώσσα, φίλημα μνάζω = νιαουρίζω μνε = στη παιδική γλώσσα, φαΐ μνεία = εορτή μνέσκομαι = συλλογίζομαι, θυμάμαι μνήμα = μνήμα, τάφος μνήμη = μνήμη μνημόνεμαν = μνημονεύω μνημονεύω = μνημονεύω μνημόριν = μνήμα, τάφος μνημόσυνον = μνημόσυνο μνοή = όψη, χροιά μνυαλόν = μυαλό μο = μετά μόγυπνος = αγουροξυπνημένος μόδι = μεγάλο χρηματικό ποσό μοζανεύω = ζώο που στερεύει από γάλα μοζίκα = αγελάδα στείρα που εξακολουθεί να παρέχει γάλα μοζίν = μοσχάρι αρσενικό ενός έτους μόζος = ταύρος, μεταφ. άνθρωπος χονδροειδής μοθόπωρον = φθινόπωρο μοιάζω = μοιάζω μοιασίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μορφή, μούτρα μοίρα = μοίρα μοιραγωγή = μοιρασιά, διανομή μοιράζω = μοιράζω μοιρακόν = μερίδιο από κληρονομιά μοιρασία = διανομή, μοιρασιά μοιράσιν = το μερίδιο από κληρονομιά, τυχαίο εύρημα μοιραστής = διανομέας μοιραστίτζης = διανομέας μοιρασχόρης = εκείνος που έχει κληρονομικές αξιώσεις μοιραχτής = διανομέας μοιρεύκουμαι = μοιρολογώ μοιροθανάτου = το Σάββατο πριν της Πεντηκοστής μοιρολόγεμα(ν) = μοιρολόι μοιρολογήτρα = μοιρολογήτρα μοιρολογία = μοιρολόι μοιρολόγιν = μοιρολόι μοιρολογώ = μοιρολογώ μοιροτραγωδώ = τραγουδώ μοιρολόγια μολάς = ιερωμένος Τούρκος μολητεύω = αποκρύπτω, εξαφανίζω, εξαφανίζομαι μόλιν = σωρός λίθων, σύμπλεγμα φυτών μολογία = ομολογία μολογώ = ομολογώ μολόχιν = μολόχα μολυβά = κυανό χρώμα μολυβάζω = κάνω μολυβιές, ίσταμαι ακίνητος, πληγώνομαι με σφαίρα μολυβάς = έμπορος μολύβδου μολυβέα = πλήγμα βολής όπλου, ίχνος πλήγματος μολυβένος = μολυβένιος, μολύβδινος μολύβιν = μολύβι, σφαίρα πυροβόλου όπλου, μολυβδοκόνδυλο μολύβιν = μολυβδόχρουν μολυβοκόντυλον = μολυβδοκόνδυλο μολυβοσκεπαγμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι μολυβοστεγασμένος = σκεπασμένος, στεγασμένος με μολύβι μολώ = αμολώ, χαλαρώνω μολώνω = καύσιμη ύλη που ανάβει αργά μομμάκα = ψωμί (στη παιδική γλώσσα) μομμάν = ψωμί (στη παιδική γλώσσα) μομότζιν = κωνοειδές καρπός πεύκου, βομβύκιο του μεταξοσκώληκα, μεταξοσκώληκας μονάδα = χρήμα, πλούτος μονάζω = φιλοξενώ, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό, συντροφεύω την νύχτα μονάκριβος = μονάκριβος μόνασμα(ν) = φιλοξενία, αγρυπνώ δίπλα σε νεκρό μοναστέρα = διαμέρισμα μάνδρας όπου απομονώνονται τα νεογνά των αιγοπροβάτων μοναστήριν = μοναστήρι μοναστηρόπον = μοναστήρι μονάστικον = ξενοδοχείο για διανυκτέρευση μοναστόν = εκείνο που το φυλάνε την νύχτα και το τρώνε την άλλη μέρα μονατός = διανυκτέρευση μοναχά = μοναχά μοναχία = απομόνωση, μοναξιά μοναχοκέφαλος = μονογενής μοναχοπαίδιν = μοναχοπαίδι μοναχός = μόνος, μεμονωμένος, μόνο μοναχούλα = μονογενής κόρη μονή = διακυκτέρευση μονή = μοναστήρι μονόγαλα = αυτούσιο γάλα μονογενής = μοναχογιός μονογιόκας = μοναχογιός μονοεγκλησία = λειτουργία που γίνεται μόνο σε έναν ναό μονοήμερος = μονοήμερος μονοθωρέα = ύφασμα βαμμένο μόνο από την μία όψη, άνθρωπος πολύ ευερέθιστος μονοιάζω = μονοιάζω μονοκάλιβα = με γυμνά πόδια μονόκερος = μονόκερως μονόκοκον = νήμα μονόκλωνο, όχι διπλά κλωσμένο μονοκοντυλέα = γραφή λέξεων με μονοκονδυλιά μονοκοπή = πράγμα συντελεσμένο με μια κοπή μονολάβιν = σκεύος με μια λαβή μονόλυκος = λύκος περιφερόμενος μόνος μονόμματος = μονόφθαλμος μόνον = μόνος μονοπάτιν = μονοπάτι μονοπατόπον = μονοπάτι μονοπέρβολον = τοίχος μονός, με μία όψη μονοπιστία = ενιαία θρησκεία όλων μονοποδαρέας = μονοπόδαρος μονοπόδαρος = μονοπόδαρος μονοπορπατία = μονοπάτι για ένα διαβάτη μονοπρόσωπος = μονοπρόσωπος μονορραμισμένον = μονός υφαντικός ιστός μονορράμμιν = μονό νήμα μονόρριζον = εκείνος που έχει μονή ρίζα μόνος = μόνος μονός = μονός μονοσιδερίασμαν = δέσιμο με μια αλυσίδα μονοστέφανον = ο πρώτος και πρώτος γάμος, σύζυγοι πρώτου γάμου μονότροπος = αφελής, αγαθός, εύπιστος μονόφθαλμος = μονόφθαλμος μονοχείμιν = αγελάδα μονοετής μόντας = όταν μονώνω = απομονώνω μοπλάτιν = ωμοπλάτη μοπλατοπάνιν = πανί που τοποθετείται πάνω στον ώμο και βοηθάει στο κουβάλημα βάρους μόρικος = εκείνος που έχει όμοιο χρώμα με το βατόμουρο μόριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου μορμόρι = μνήμα, τάφος μορταρία = ζώο που παρέχει παχύ γάλα μόρτζεμαν = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο μορτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο μορτή = η αμοιβή του ιδιοκτήτη από τον καλλιεργητή της γης σε είδος μορτή = το πάχος του γάλακτος μορφένω = ομορφαίνω μόσας = ευθύς ως, μόλις, μόνον, βεβαίως ναι μοσκάρι = μοσχάρι μοσκοβότανο = αρωματικό φυτό μοσκομυρίζω = μοσχομυρίζω μόσκος = μόσχος μοσκοσαπωνίζω = λούζω με μοσκοσάπουνο μοσκοσάπωνον = μοσκοσάπουνο μόστρα = μόδα μοτζίριν = τέφρα εστίας διάπυρος μούα = σιωπή, ησυχία μουάμιν = μέτρο σιτηρών δώδεκα οκάδων μουγαρώνω = ασπρόρουχα που δεν καθαρίστηκαν καλά, ρυτιδώνομαι μουγγίζω = δεν μιλώ καθαρά μούγιωμαν = μένω άναυδος, πραΰνομαι, ρέπω σε ύπνο μουγκαρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά μουγκρίζω = μουγκρίζω, εκβάλλω μουγκρητά μούγκρισμαν = μουγκρίζω μουγλίν = μοχλός μούδα = δέσιμο των ιστίων μουδάζω = μουδιάζω μουδέ = μήτε μούεμαν = ησυχάζω μουένω = ησυχάζω μουζούκιν = ποικιλία αραβοσίτου μικρού μεγέθους μουζουκλάεμαν = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής μουζουκλαεύω = δυστροπώ στην εκτέλεση διαταγής μουθουγκέας = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη μουθούγκης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη μουθουγκιάζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά μουθουγκιάρα = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά μουθουγκιάρης = εκείνος που ομιλεί πνιχτά, με την μύτη μουθουγκίζω = ομιλώ με την μύτη, πνιχτά μουθούκιν = θαλάσσιο κήτος δελφινοειδές, άνθρωπος δυσειδής, δύσμορφος μουθουράζω = σκουληκιάζω μουθούριν = δελφίνι μουθουρίσκουμαι = ξυπνώ μουγκρίζοντας μουθούρισμαν = ξυπνώ μουγκρίζοντας μουκασίρης = φιλάργυρος μούλα = ημίονος, μουλάρι μουλαΐμης = εκείνος που έχει ήπιο χαρακτήρα, ήμερος, πράος μουλαϊμωτός = ήπιος, ήρεμος μουλάριν = ήπιος, ήρεμος, μουλάρι μουλάριν = χειρόμυλος, μηχανή συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν φουντούκια μουλώνω = σιωπώ, καταπραΰνομαι, επουλώνομαι μουλωτός = κρυφτό μουμιερός = ανόητος, βλάκας μουμουδάκιν = είδος φράουλας μουμουδιάζω = μουδιάζω μουμουδιώ = μουδιάζω μουμουλάζω = όσπρια που παράγουν, γεννούν μαμούνια μουμούλιν = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος μουμουλόπον = διάφορα είδη εντόμων, άνθρωπος άκακος, φιλήσυχος μουμουτεύω = οσφραίνομαι μουμτζής = κηροπλάστης μουνίτζα = θαλάσσιο μαλακόδερμο μουνιχάχας = ηλίθιος, μωρός μούνος = μόνος μούντζα = μουντζούρα μουντζάλα = μουντζούρα μουντζαλέα = ρύπος, μουντζούρα μουντζάλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος μουντζαλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω μούντζεμαν = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος μουντζεύω = μουντζουρώνω, καίω τις τρίχες του δέρματος μουντζούλωμα = μουντζούρα, ακαθαρσία, βόρβορος μουντζουλώνω = μουντζουρώνω, λερώνω μουντζούνα = προσωπείο, μουτσούνα μουντζουράζω = στραβοκοιτάζω κάποιον και δείχνω με μορφασμό την δυσαρέσκειά μου, μυκτηρίζω μουντζουρέας = αλαζονικός, οιηματίας, ψηλομύτης μουντζούριν = μούτρο, μύτη μουντζούρωμαν = μουντζούρωμα, λέρωμα μουντζουρώνω = δείχνω την δυσαρέσκειά μου μορφάζοντας μουντζουρώνω = μουντζουρώνω, λερώνω μούντζωμαν = μούντζωμα με μελάνι μουντζώνω = μουντζώνω με μελάνι μουντρίν = άνθρωπος σκυθρωπός, κατσουφιασμένος μούντρον = μούτρο, πρόσωπο μουντρούγας = άνθρωπος πάντα αμίλητος και σκυθρωπός μουντρώνω = μουτρώνω, γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω μόυπνος = άυπνος, αγουροξυπνημένος μουράτιν = εκείνος που ποθεί κάτι μούρδα = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας μουρδός = θολός μουρδουλέας = εκείνος που κάνει γρυλλισμούς σαν την αρκούδα μουρδουλίζω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό μουρδούλισμαν = υπόκωφος γρυλλισμός μουρδουλώνω = εκβάλλω υπόκωφο γρυλλισμό μουρδώνω = θολώνω μουρζουλάριν = δέντρο που έχει εξογκώματα στο φλοιό μουρζούλιν = εξόγκωμα στο φλοιό δέντρου μούρη = μύτη μούριν = βατόμουρο, εκείνο που έχει χρώμα βατόμουρου μουρμούθιν = πράγμα ελάχιστο, μικρό, σκουπίδι μουρμούρα = μεμψιμοιρία μουρμουράρης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης μουρμουρέας = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης, φιλόψογος, φιλοκατήγορος μουρμουρέτζης = μεμψίμοιρος, παραπονιάρης μουρμουρίζω = μουρμουρίζω μουρμούρισμαν = μουρμούρισμα μουρμουρίχτρα = νύφη που μουρμουρίζει στο αυτί του ανδρός της μουρουγκλούμαι = παραλύομαι σωματικώς μουρούζιν = ίππος ή ημίονος μικρού ύψους μουρούνα = μύραινα μουρουνέλαδον = μουρουνέλαιο μουρτάρης = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος μουρταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά μουρταρσύνα = ακαθαρσία, βρώμα μουρτζεύω = αναγκάζω την δυστροπούσα αγελάδα ν’ αφήσει το γάλα της ελεύθερο βάζοντας το μοσχάρι να θηλάσει λίγο μούρτζι = βατόμουρο μούρτη = η υπόσταση του οίνου και πάσης άλλης ελαιώδους ουσίας μούρτης = θολός, μεταφ. συννεφώδης μουρχούτ(ιν) = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού μούσα = συμπιεσμένος σπόγγος ο οποίος μένει πάντα στο αντιμήνσιο της αγίας τράπεζας για να συγκεντρώνει τα ψίχουλα από τον άγιο άρτο, πτηνό, σκότος μουσαγκίζω = φυσώ με την μύτη μουσαμά = μουσαμάς μουσάντρα = μεγάλη ντουλάπα μέσα στον τοίχο που χρησιμοποιείται ως στρωματοθήκη, το ύπερθεν μέρος του αμπαριού μουσαφίρης = μουσαφίρης μουσαφιρία = μουσαφίρηδες μουσιουνίζω = μουρμουρίζω μουσκαραρία = φιλόστοργη, στοργική μουσκαράτικον = αγελάδα η οποία δεν παρέχει γάλα προτού θηλάσει το μοσχάρι μουσκάριν = μοσχάρι μουσκαρίτζα = μοσχάρι μουσκαροδέμιν = σχοινί με το οποίο δένουν το μοσχάρι μουσκαροκολόγκυδον = κολοκύθα άνοστη, κατάλληλη για μοσχάρια μουσκαροπέτζιν = δέρμα μοσχαριού μουσκαρόπον = μοσχαράκι μουσκαροτόπιν = διαμέρισμα της μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια μουσκενάριν = διαμέρισμα ξεχωριστό εντός μάνδρας όπου μένουν τα μοσχάρια μουσκεύκουμαι = αποστρέφομαι στην άσχημη μυρωδιά μουσκοβολώ = μοσχοβολώ μουσκογέλασμαν = γέλιο μοσχομυρισμένο μουσκοκάρυδον = μοσχοκάρυδο μουσκομαξιλάριν = μοσχομυρισμένο μαξιλάρι μουσκομυρίζω = μοσχομυρίζω μούσκος = μόσχος μουσκοσαπωνίζω = μοσχοσαπουνίζω μουσκόφυλλον = ευώδες άνθος μούσμουλον = μούσμουλο, μουσμουλιά μουσούλιν = μαύρο πανί μούστα = γρόνθος, πυγμή, ποσότητα όση χωράει η πυγμή μουστάζω = δίνω μπουνιά, γρονθοκοπώ μουστάκιν = μουστάκι μουστέα = γροθιά, μπουνιά μουστερής = πελάτης μουστίν = πυγμή, γροθιά μουστοδακράζω = τρέχουν τα δάκρυα χοντρά ως γρόνθοι μουστουνάζω = γρονθοκοπώ μουστουνέα = πλήγμα μετά την γροθιά μουστρίν = άνθρωπος κατηφής, σκυθρωπός μούστρωμαν = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα μουστρωμένα = μουτρωμένα, σκυθρωπά μουστρώνω = σκυθρωπιάζω, μουτρώνω μούτα = φωλιά ορνίθων μουταρά = πενιχρότητα, φτώχεια, ανάγκη μουταρίζω = βρωμίζω, λερώνω με ακαθαρσίες, μεταφ. προξενώ βλάβη, ζημιά μουτάρτς = ακάθαρτος, βρωμιάρης, μεταφ. ηθικώς επίμεμπτος μουτάφης = σχοινοπλόκος ή εκείνος που πλέκει καλύμματα ίππων μούτζα = έκζεμα δερματικό, λειχήνας μουτζάζω = βγάζω εκζέματα μουτζάρης = εκείνος που έχει εκζέματα μούτζικας = εκείνος που έχει εκζέματα, μεταφ. άνθρωπος δυσειδής μουτζουρούμης = ανίκανος για οποιαδήποτε πράξη, αδύνατος μουτζούχιν = μοσχαράκι νεκρό και ταριχευμένο το οποίο το στήνουν μπροστά από την αγελάδα για να απατηθεί και να κατεβάσει γάλα μουτζοχόρταρον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών μουτζόχορτον = είδος χόρτου του οποίου ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των λειχηνών μουτουλάζω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα μουτούλιν = ο νέος βλαστός μετά την κλάδευση δέντρου, το ακρότατο μέρος της κορυφής δέντρου μουτουλώνω = δέντρο που εκφύει νέο βλαστό μετά το κλάδεμα μούτσικο = λίγο μούτσος = μικρός στο ανάστημα, βραχύσωμος μουφλίζης = εκείνος που έχει χρεοκοπήσει, πάμπτωχος μούχα = ατμοσφαιρική θερμότητα το χειμώνα μουχανίζω = καυσόξυλο υγρό που δεν καίγεται μουχάνιν = ο φυσητήρας του σιδηρουργού και του γανωτή μούχλα = καιρός ομιχλώδες, μούχλα μουχλάζω = μουχλιάζω, σκυθρωπιάζω μουχλέα = μούχλα μουχλίν = μοχλός μουχλίσκομαι = οικειοποιούμαι κρυφά μουχλόνω = θερμαίνομαι λίγο μουχλός = λίγο χλιαρός μουχλωμένος = ομιχλώδης, μεταφ. κατηφής, σκυθρωπός μουχμουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω μουχρούτιν = πήλινο επιτραπέζιο τρυβλίο φαγητού μουχρουτοπλύστρα = πανί με το οποίο πλένουν το πήλινο τρυβλίο μούχρωμαν = λυκαυγές μουχρώνει = προσεγγίζει το λυκαυγές, υποφώσκει μουχτάρης = μουχτάρης μουχτεροπούλλιν = νεογνό αγριόχοιρου μουχτερός = αγροιόχοιρος, μεταφ. ρωμαλέος, ανάγωγος, αγροίκος μουχτερούδιν = αγριόχοιρος μουχτζίν = περιμετώπιο μόσχου μοφόριν = νυφικό πέπλο, μεταξωτό φόρεμα μοχουτεύω = οσφραίνομαι, ψάχνω να βρω κάτι με την όσφρηση, πασπατεύω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω μπαλλώνω = μπαλώνω μπού = νερό (στη παιδική γλώσσα) μπούκι = κομμάτι μπουκίτζι = κομμάτι μπουκοφάει = φαγητό που τρώγεται με ψωμί μπουμπού = νερό (στη παιδική γλώσσα) μυαλός = μυαλό, ο μυελός των οστών, μεφατ. νους μύδιν = μύδι μυδοπίλαφον = μυδοπίλαφο μυΐα = μύγα μυιοκάθισμαν = τα αβγά της μύγας τα οποία εναποθέτει στο κρέας, μελανό στίγμα από ακαθαρσίες μύγας μυλάζω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει μυλάλευρον = αλεύρι με το οποίο μυλάζουν μυλαρίζω = αλέθω με χειρόμυλο μυλάριν = χειρόμυλος, μηχανική συσκευή με την οποία ξεφλουδίζουν τα φουντούκια μυλαρόσυκον = σύκο ευμέγεθες μυλέγω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει μυλεχτός = διαλεκτός, εκλεκτός μυλίασμαν = η προσθήκη αλευριού στο φαγητό προς χύλωση μύλιν = αλεύρι που προστίθεται στο φαγητό για να χυλώσει μύλος = μύλος μυλώνω = βάζω αλεύρι στο φαγητό για να χυλώσει μύξα = μύξα μυξάρης = μυξιάρης μυξάς = μυξιάρης μυξέας = μυξιάρης μυξομάντηλον = ρινόμακτρον μυξοχόρταρον = αγριόχορτο με βλεννώδη οπό μυξώ = έχω μύξα μυξώνω = λερώνω με μύξα μύρα = οσμή, μυρωδιά μυραγιάζω = εκπέμπω ευωδιά μύρου (πεθαμένος) μυριάδες = πάμπολλοι, αναρίθμητοι, μυριάδες μυριγμός = καλή ή κακή οσμή, όσφρηση μυρίζω = μυρίζω μύριοι = άπειροι, αναρίθμητοι, μύριοι μύρισμαν = μύρισμα μυρίτζικα = αναρίθμητα, πάμπολλα μυριχτάριν = εκείνο που αναδίδει καλή ή κακή μυρωδιά μυρμήκα = μυρμήγκι μυρμηκάπιν = αχλάδι μικρό και στυφό προς τη γεύση μυρμήκιν = μυρμήγκι μυρμηκιώ = μυρμηγκιάζω μυρμηκοφώλιν = φωλιά μυρμηγκιών μύρμυροι = αναρίθμητοι, πάμπολλοι μύροι = μύριοι, άπειροι, αναρίθμητοι μυρολούζω = λούζω με μύρα μυρομάλλα = μαλλιά μυρωμένα, που αποπνέουν μύρο μύρον = μύρο μυρόρριζον = φυτό που έχει πολλές ρίζες μυροστάζω = στάζω μύρο μεταφ. εκπέμπω μυρωδιά μύρου μυροστέκομαι = παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ως μύρο ευωδιάζον μυροφόρα = εκείνη που αποπνέει μύρο, μυροφόρα μυρσίνιν = μυρτιά, ψάρι μύραινα μυρωδία = μυρωδιά μυρωδιάζω = μυρίζω μυρωδικά = μυρωδικά μύρωμα(ν) = μύρωμα μυρώνω = μυρώνω μυστηρανεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι μυστήρες = μυστικοσύμβουλος μυστηρεύκουμαι = εκμυστηρεύομαι μυστικός = μυστικός μυτάζω = συρράπτω τη μύτη του τσαρουχιού μυταστέριν = σιδερένιο όργανο με το οποίο ανοίγουν τρύπες στη μύτη του τσαρουχιού προς συρραφή μυτάτικος = μάλλινη κάλτσα που έχει χρωματιστά πλουμιά στη μύτη και την φτέρνα μυτέας = μυταράς μυτερός = μυτερός μυτί(ν) = μύτη μυτία = το πρώτης ποιότητας ξασμένο έριο μυτίζω = προβάλλω τη μύτη, εκφύω βλαστό, φύτρο μυτιλής = μυτερός, σουβλερός μυτιστέριν = εργαλείο λιθοξόων μυτόχειλα = μύτη και χείλη μω = χρήση επιφωνηματική ως δήλωση έκπληξης, θαυμασμού κτλ. «Μω σε, ντο λές!» Μω σας αποκάμια! = Δήλωση έκπληξης, θαυμασμού. μωδάζω = μουδιάζω μώδασμαν = μούδιασμα μωδώ = μουδιάζω μώλιν = σωρός λίθων, πυκνή σύσταση φυτών μωμόγερος = γέρος νωδός ή εσχατόγηρος, φάντασμα γεροντικό απεχθές στην όψη μώμος = ανόητος, μωρός μωμότσης = ανόητος, μωρός μωρεσακά = μωρουδιακά μωρέσικος = παιδαριώδης, μωρός μωρέσιν = ανόητα, μωρά, καμώματα παιδαριώδη μωρεύω = ανοηταίνω, μωραίνομαι μωριάζω = διασκεδάζω το μωρό με παιχνίδια μωριλάς = εκείνος που ασχολιέται με έργα παιδαριώδη μωρίτζα = μωρουδάκι μωρίτικα = ανοήτως, μωρώς μωρίτικος = παιδιακίστικος, παιδαριώδης μωροβολέα = πολλά μικρά μωρά μωρόγνωμος = ανόητος, μωρός, εύπιστος μωροκόλλιν = γιαούρτι που δεν έχει πήξη καλά μωροκολλίουμαι = δεν έχω πήξει καλά (γιαούρτι) μωρολογία = πλήθος μικρών παιδιών μωρολογώ = αποκτώ τέκνα μωρομάννα = μωρομάνα μωροπαίδιν = μωρό παιδί μωροπίαστον = γιαούρτι που δεν έχει πήξει καλά μωρόπιστος = ευκολόπιστος μωροποίσα = γεννητούρια μωρόπουλλον = βρέφος, μωρουδάκι, ο μικρός στην ηλικία μωρός = ανόητος, μωρός μωρόχλιο = χλιαρό μωρωδέσιν = μωρό, νήπιο μώρωμαν = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση μωρώνω = γίνομαι μωρό, μωραίνομαι, τρελαίνομαι, πληγή που παύει να προξενεί αίσθηση Ννάζιν = νάζι, ακκισμός προσποιητός ναζλάνεμαν = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι ναζλανεύκουμαι = κάνω νάζια, ακκίζομαι, αρέσκομαι ναζλήαινα = εκείνος που κάνει νάζια, ο ακκιζόμενος, ο θρυπτόμενος νάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά, αροτριώ ναι = ναι ναίσι = ναι νακάσης = ασβεστοχρωματιστής, ελαιοχρωματιστής νάκιν = νεαρός βλαστός φυτού νάκρα = άκρη νάλια = τα ύφαλα, η τρόπιδα πλοίου ναλίν = γυναικείο ξυλοπέδιλο ναλόπον = γυναικείο ξυλοπέδιλο νάμα = οίνος που χρησιμοποιείται στη θεία λειτουργία ναματερόν = δοχείο του νάματος ναμή = μη άραγε, μήπως νάμιν = όνομα, φήμη ναμκιόρης = αγνώμων, αχάριστος ναμούσιν = τιμή, υπόληψη νανάκαν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νανάν = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νάνι = λίκνο, κούνια, στη παιδική γλώσσα, ύπνος νανίζω = νανουρίζω νανίκα = στη παιδική γλώσσα, ύπνος νανιλαεύω = νανουρίζω νανουρίζω = νανουρίζω νανούρισμαν = νανουρίζω ναπλάτιν = ωμοπλάτη ναπλατοπάνιν = πανί χοντρό το οποίο τοποθετείται πάνω στον ώμο για να μεταφέρουμε κάτι βαρύ νάριν = ρόδι, ροδιά ναρκιλέ = ναργιλές νάρτηκας = νάρθηκας εκκλησίας νασάν = επιφώνημα θαυμασμού νάσιμον = λίπανση αγρού με κοπριά, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού στην ακρογιαλιά νασίον = λίπανση αγρού, τόπος όπου απλώνονται τα πανιά για νάσιμον νάσμαν = λίπανση αγρού, λίπασμα, λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού ναστάρ(ιν) = νυστέρι νασταρέα = τομή με νυστέρι νάστρα = γυναίκα που ασχολείται με την λεύκανση πανιών με κατάντληση θαλασσινού νερού ναστρατίτα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου νάτεμαν = το πρώτο όργωμα αγρού που γίνεται βαθιά νατεύω = καλλιεργώ, οργώνω νατός = όργωμα αγρού νατοχόρταρον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο νατόχορτον = χόρτο που συλλέγεται από αγρό σπαρμένο με αραβόσιτο ναυαγίσματα = ανεμοσκορπίσματα ναύκεργος = ναυτικός ναύλο = ναύλος ναύτες = ναύτης ναφαλός = ομφαλός ναφτέα = οσμή πετρελαίου νάφτιν = πετρέλαιο ναχά = αλλοίμονο νέ = χρησιμοποιείται ως επιφώνιμα κτητικό «Νέ άνθρωπε», μετά από λέξεις που συντελεί στην έγκλιση αυτών «νέ κουτζη» νέ = ούτε νέ-μωρε = μωρός νέ-μωρη = μωρός νέαθεν = εκ νέου νέβζημαν = σβήσιμο νεβζήνω = σβήνω νεβήζω = σβήνω νεβράζω = βρέχω, καταβρέχω νέβραχμαν = βρέξιμο, κατάβρεγμα νεβράχτω = βρέχω, καταβρέχω νεβράχω = βρέχω, καταβρέχω νεβρέχω = βρέχω, καταβρέχω νεγαμικά = ενδύματα γαμπρού, νύφης, τα δώρα της νύφης και του γαμπρού πριν τον γάμο νεγαμόλουτρον = γαμήλιο λουτρό της νύφης και του γαμπρού πριν τη στέψη νέγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί νεγαμοσκάμνιν = το σκαμνί όπου κάθεται ο γαμπρός κατά το ξύρισμα νεγαμοψώμιν = άρτος ειδικά παρασκευασμένος κατά το γάμο με βούτυρο και ζάχαρη νεγάμ’σσα = νεόνυμφοι, ο μνηστήρα που πρόκειται να νυμφευθεί νέγιος = νέος νεγκάζω = αναγκάζω νεγκασία = κούραση νεγκασίον = κούραση νέγκασμα = κούραση νεγκασμονή = κούραση νεγκαστικός = κουραστικός νεγκομμένος = ο άξιος να κοπεί, να χαθεί νεδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή νέες = νέος νέθω = γνέθω νειδία = οδεισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη νειδίζω = εμπαίνω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω νεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω νεικασμός = εικασία, διάκριση νέικος = νεαρός, νεολαία νεκραναλλάζω = νεκροστολίζω νεκρανάλλαχτος = νεκροστολισμένος νεκρικά = τα ένδυμα του νεκρού νεκροπούλλιν = πουλί νυκτός του οποίου η φωνή νομίζεται προμηνύει θάνατο νεκρός = νεκρός νεκροσκώλεχτος = νεκρός που έχει σκουληκιάσει νεκροστόλαχτος = νεκροστολισμένος νεκροστολίζω = νεκροστολίζω νεκροστόλιστον = νεκροστολισμένος νέμα = αλλά, όμως νεμαλόν = μυαλό, ο μυελός των οστών νέμπεσμα = πτώση, πέσιμο νεμπέφτω = πέφτω νέμω = ούτε νενέ = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νενέκα = στη παιδική γλώσσα, φαΐ νενί = στη παιδική γλώσσα, ύπνος νενιλαεύω = νανουρίζω νέξαμος = μέτρο διαστάσεων νεόγαμος = νεόνυμφοι, ο μνηστήρας που πρόκειται να νυμφευθεί νεόγαμπρος = νεόνυμφος νεογέννετος = νεογέννετος νεοντικός = εκείνο που ανήκει ή αρμόζει σε νέο νεοντύνω = ξανανιώνω νεόνυφος = νιόνυφη νεοπαντρεμένος = νιόπαντρος νεόπαντρος = νιόπαντρος νεόποπας = πρόσφατα χειροτονημένος παπάς νέος = νέος νεότη = νεότητα νεότητα = νεότητα νεούτζικος = πολύ νέος νεοχρονία = πρωτοχρονιά νεόχτιστος = νεόδμητος νέπε = επιφώνημα κλητικό νέπρε = επιφώνημα κλητικό νέρ(ου) = που; νέραγμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος νεραιδή = νεράιδα νεράντζα = μανταρίνι, μανταρινιά νεραντζοκλάδιν = κλαδί μανταρινιά νέραντζον = ποτό ή γλύκυσμα από νεράντζι νεραντζόφυλλον = φύλλο νεραντζιάς νεράντιν = μανταρίνι, μανταρινιά νεράριν = νερουλό νερασία = αηδία, σιχασιά, πράγμα σιχαμένο, άνθρωπος σιχαμένος νεράσκομαι = σιχαίνομαι, αηδιάζω νέρασμαν = αηδία, αποστροφή, άνθρωπος σιχαμένος νερέα = οσμή ή γεύση νερού νεριάζω = βρέχομαι νερκιλέ = ναργιλές νερό(ν) = νερό νεροβράζω = βράζω νεροβράσα = ανεμοβλογιά, εξανθήματα της νόσου νεροδιάβολος = διάβολος του νερού, μεταφ. άνθρωπος πονηρός νεροελαία = ελιά κολυμβάς νεροζώμιν = νερουλό νεροκάρδαμον = σισύμβριο νεροκένωμα = ουρώ νεροκενώνω = ουρώ νεροκούραστον = ανάμεικτο με νερό νεροκράσιν = κρασί αραιωμένο με νερό νεροκράτεμαν = δυσουρία νεροκρατεύκομαι = πάσχω από δυσουρία νερομάισσα = μάγισσα του νερού, νεράιδα νερομάννα = μάγισσα του νερού, νεράιδα νεροντζουλιάζω = κάνω κάτι νερουλό, εξάγω νερό, έδαφος που αναβλύζει ελάχιστο νερό νεροντζουλιάριν = νερουλό νεροξύνω = ουρώ νεροξύσιμον = ούρηση νεροπάνι = πανί του λουτρού νεροπατίουμαι = πλημμυρίζω από νερό νερόπον = λίγη ποσότητα νερού νεροπότηρον = ποτήρι νερού νεροπουρτζάζω = πλημμυρίζω από νερό νεροπουρτζάριν = νερουλό νεροστάλαγμαν = σταγόνα, σταλαγματιά νεροτζούμουρον = ψωμί βρασμένο με νερό και βούτυρο ή λάδι νεροφαΐουμαι = παρασύρομαι από νερό νεροφούστορον = σούπα από φουρνισμένο αλεύρι και αβγοκομμένη, έδεσμα από μικρά κομμάτια άρτου και αβγά αρτυσμένα με βούτυρο νερόχορτον = φυτό υδροχαρές που χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά των πληγών νεροχύτε = νεροχύτης νερρέχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο νερρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο νερρίχτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο νέρωμαν = νερουλιάζω νερώνω = νερουλιάζω νερωτόν = νερουλιασμένο νέσβημαν = σβήσιμο νεσβήνω = σβήνω νεσίν = μικρά νησάκια σχηματισμένα στις όχθες του ποταμού νεσπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ νέσπιλον = μέσπιλον νεστεία = νηστεία νεστέριν = νυστέρι νεστεύω = νηστεύω νεστικός = νηστικός νεστρέα = ποσότητα όση χωράει το νέστριν νέστριν = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος νεστρόπον = μικρό πινάκιο, στο οποίο περιστρέφεται κάθετα το αδράχτι του γνεσίματος νέτα = νεότητα νέτε = νεότητα νέτεμαν = υγραίνω νετεύω = υγραίνω νετεύω = καλλιεργώ, οργώνω νευρόχορτον = πεντάνευρο νεφαλός = ομφαλός νεφέσιν = αναπνοή νεφεσλάεμαν = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας νεφεσλαεύω = έχει πόρο μέσω του οποίου εισέρχεται ο αέρας νέφος = νέφος νεφρέος = καπνοδόχος νεφρόν = νεφρό νεφρόπον = νεφρό νεφτέα = οσμή πετρελαίου νέφτιν = πετρέλαιο νεφώς = φως νεώνω = ξανανιώνω νεωσύνη = νεότητα, νιάτα νήμα = νήμα, κλωστή νηνίκα = κούκλα, πλαγγών νηνίν = κούκλα, πλαγγών νηνίτζα = κούκλα, πλαγγών νηνόπον = κούκλα, πλαγγών νήπιον = βρέφος, νήπιο νηστακός = νηστήσιμο νηστεία = νηστεία νήστεμαν = νηστεύω νηστεύω = νηστεύω νηστικός = νηστικός νηχός = ήχος νιαυτός = εαυτός νίκη = νίκη νικώ = νικώ νιμά = αλλά, όμως νίνανα = μικρό έντομο το οποίο διαρκώς κινεί την κεφαλή νίνι = στη παιδική γλώσσα, χορός νιουνιούκιν = θαλάσσιο όστρακο, το οποίο διασκευάζεται σε μουσικό όργανο και εκπέμπει μελωδικό ήχο νισάνιν = σημείο, ίχνος, σκοπός πυροβολισμού, σημάδι, παράσημο νισανλής = αρραβωνιαστικός νισαστόν = άμυλο νισατίριν = αμμωνιακό αλάτι νιστερέα = τομή με νυστέρι νιστέριν = νυστέρι νιστερόπον = νυστέρι νιτές = ιτιά νιφαλός = ομφαλός νιφτήρα = νιπτήρας νίφτω = νίβω, πλύνω νίψιμο(ν) = νίψιμο νόας = εκείνος που εύκολα νοεί νοδός = οδός Νοέμβρης = Νοέμβριος νόημα = νόημα νοητός = νοητός νόθος = ο κακής ποιότητας, ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών νόθος = ο νοθευμένος με ανάμειξη άλλων ουσιών, δυσάρεστη οσμή νοΐζω = νοώ, καταλαβαίνω νοικάτορας = ενοικιαστής νοικιάζω = νοικιάζω νοίκιν = ενοίκιο νοικοκύρης = νοικοκύρης νοματίζω = ονοματίζω, κατονομάζω, ονοματοθετώ νομάτοι = πρόσωπα, άτομα νομή = αναζήτηση τροφής νόμιμον = νόμιμο, δίκαιο, ορθό νόμος = νόμος νοπλάτιν = ωμοπλάτη νοπράνης = οκνηρός, νωθρός νορεύκομαι = ονειρεύομαι νόσιμον = ξανανιώνω νοσοκομείον = νοσοκομείο νοσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοσσάκιν = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοσσακίτζα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νοστασέα = νοστιμάδα νόσταση = νοστιμάδα νοστιμάδα = νοστιμάδα νοστίμεμαν = γίνομαι νόστιμος νοστιμένω = γίνομαι νόστιμος νοστιμεύκομαι = αισθάνομαι νοστιμάδα, μεταφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση νοστιμία = νοστιμιά νοστιμίζω = νοστιμίζω νόστιμος = νόστιμος νοστίμυμαν = γίνομαι νόστιμος νοστιμωτός = γλυκός νοταγμένος = νοτισμένος, βρεγμένος νότεμαν = βρέχω, υγραίνω νοτεύω = βρέχω, υγραίνω νότη = νεότητα νότητα = νεότητα νότιγμαν = υγραίνομαι νοτίουμαι = υγραίνομαι νότος = υγρασία πρωινή νούας = εκείνος που εύκολα νοεί νουδάζω = ονειδίζω, σκώπτω, ψέγω νουδία = ονειδισμός, σκώμμα, ψόγος, μομφή, ντροπή, καταισχύνη νουδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω νούνιγμα = σκέψη, συλλογισμός νουνίζω = σκέφτομαι, συλλογίζομαι νούνισμα = σκέψη, συλλογισμός νουνιχτά = με σκέψη, με συλλογισμό νους = νους νουσσάκα = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νουσσακόπον = νεαρή όρνιθα η οποία ακόμα δεν έχει γεννήσει νουσχά = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο νουσχόπον = τριγωνική θήκη που περιέχει μαγικά αντικείμενα ή εκκλησιαστικά ρητά, φοριέται στο στήθος και χρησιμεύεται ως φυλαχτό, μεταφ. οτιδήποτε τριγωνοειδές αντικείμενο νούχου = με κάθε λεπτομέρεια νοχούτιν = ρεβίθι νοώ = εννοώ, καταλαβαίνω ντίλεγος = τι λογής ντο = τι, ποιος ντόισα = κατά ποίον τρόπο, πως ντόισος = τι λογής, τι είδους ντόλογης = τι λογής, ποιο είδος ντόποιον = ποιο ντόσιλεγα = κατά ποιον τρόπο, πως ντόσιλεγος = τι λογής ντρανώ = κοιτάζω, παρατηρώ ντώσιμον = χτύπημα, πλήγμα ντώχκουμαι = χτυπιέμαι, πλήττομαι, προσβάλλομαι από νόσο, σαπίζω νυλή = δάσος νύστα = υπνηλία νύσταγμαν = νυστάζω νυστάζω = νυστάζω νυστέας = νυσταλέος νυφαδακός = εκείνο που αρμόζει στη νύφη, τα ενδύματα της νύφης, τα έθιμα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών νυφαδαλούκια = τα καθήκοντα της νύφης στην οικογένεια των πεθερικών νυφαδάνος = ο ερωτοτροπών προς νύφη νυφαδεύω = κάνω νύφη νυφαδίκια = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών, το έθιμο να μην μιλάει η νύφη στο σπίτι των πεθερικών για κάποιο χρονικό διάστημα νυφάδιν = νύφη νυφαδόπον = νυφούλα νυφαδότε = η νυμφική ιδιότητα, οι τρόποι της νύφης νυφακά = νυφικά νυφείον = κατά το γάμο το δωμάτιο της νύφης νυφέπαρμαν = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού νύφη = νύφη νυφιάζω = προικίζω νυφιάτικος = νυμφικός νυφίος = η ακολουθία των νυμφίων της Μεγάλης Εβδομάδας νυφίτζα = νυφούλα, κούκλα, ικτίς, είδος φυτού με ωραία άνθη νυφιτζόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο νυφόμηλον = πολύ κόκκινο μήλο νυφόπαρμα = η παραλαβή και πομπή μεταφοράς της νύφης από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού νυφόπον = νυφούλα νυφοσκεπάσματα = νυφικά νυφοστόλος = γαμήλια πομπή νυφότε = τα καθήκοντα της νύφης στο σπίτι των πεθερικών νύχαγμαν = προξενώ αμυχή με το νύχι νυχάζω = προξενώ αμυχή με το νύχι νυχάριν = άρτος σκληρός σαν νύχι νυχέα = αμυχή προξενούμενη με νύχι, ίχνος νυχιού νυχίαγμαν = αμυχή προξενούμενη με νύχι νύχιν = νύχι νυχοκόφτω = αιγοπρόβατα που αφήνουν ίχνη νυχιών στο έδαφος, καταστρέφω δρόμους κατηφορικούς νυχόπον = νυχάκι νυχού = με κάθε λεπτομέρεια νύχτα = νύχτα νυχτάζω = ξενυχτίζω νυχτερέυω = ξενυχτώ νυχτερίδα = νυχτερίδα νυχτέριν = νυχτερίδα νυχτιά = νυχτώνει νυχτιζοί = τα κακοποιά δαιμόνια της νύχτας νυχτικό(ν) = νυχτικό νυχτισινός = νυχτερινός νυχτοκάματα = νυχτοκάματα νυχτοκοπεύω = εργάζομαι όλη τη νύχτα νυχτοκόχρακας = νυχτοκόρακας νυχτοπατώ = νυχτοπερπατώ νυχτοπερπάτεμαν = νυχτερινός περίπατος νυχτοπούλλιν = νυχτοπούλι νυχτουήμερα = ημέρα και νύχτα, νυχθημερόν νυχτουήμερον = διάρκεια ημερονυχτίου νυχτούμαι = καταλαμβάνομαι από νύχτα νυχτώνει = νυχτώνει νώμα = δώσε μου νώμος = ώμος νωστικός = γνωστικός Ξξαβουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος ξαβουρεύω = εξομολογώ ξαγγουρωτός = ο πολύ ανόητος ξαγοράζω = εξαγοράζω ξάδελφα = άνθη θάμνου ξάδελφος = ξάδελφος ξάι = λίγη ποσότητα, διόλου, καθόλου ξαΐτζα = λίγη ποσότητα ξακουσκούμαι = φημίζομαι ξαλέθω = τελειώνω το άλεσμα ξαλυκίζω = ξαρμυρίζω ξάμμαν = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω ξαμμονή = υπέρμετρη θέρμανση, μεταφ. γενετήσιος ορμή ξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ ξανά = ξανά ξαναλεύκουμαι = νιώθω ξένος, συστέλλομαι, δειλιώ ξαναμολογώ = ξανά ομολογώ ξαναμωρεύκομαι = ξαναμωραίνομαι ξαναποδίζω = επιστρέφω, γυρίζω πίσω ξανάσκελα = όλος ύπτια ξανθοκέρασον = είδος κερασιού με ξανθούς καρπούς ξανθοκρανέα = κρανιά της οποίας ο καρπός μένει ανοιχτός ερυθρός ξανθομάλλης = ξανθομάλλης ξανθομαλλία = ξανθά μαλλιά ξανθομέλιν = μελί ξανθό χρώμα ξανθός = ξανθός ξανθουλίτζα = ξανθούλα ξάνω = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου ξαόπον = λίγη ποσότητα ξαπλώνω = ξαπλώνω ξάρι = τόξο ξαροθυμασμένος = εκείνος που δεν έχει πόθο για συγγενικά πρόσωπα στην ξενιτειά ξαρτεύω = κωλύω, διασκεδάζω ξάρτιν = σχοινί πλοίου ξάσιμο(ν) = ξαίνω μαλλιά, τίλλω τις τρίχες της κεφαλής μου ξάσμα = ξασμένο έριο ξασμενέα = οσμή της ξινίλας ξαστέρι = ο αστερισμός της πλειάδος, πληθ. τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας ξαστέριν = όργανο με το οποίο ξαίνουν τα έρια ξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι ξαφνίζω = ξαφρίζω ξαφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας ξαφτέριν = γεράκι ξαφτός = διάπυρος, καυστικός ξάφτω = θερμαίνω μέχρι βαθμού πυρακτώσεως, καίω ξαψάδα = πυράκτωση ξαψέσιν = πράγμα όχι αναγκαίο αλλά ανήκει στην πολυτέλεια ξάψη = πυράκτωση ξάψιμον = πυράκτωση, μεταφ. γενετήσιος οργασμός, πολυπραγμοσύνη ξεβαίνω = εξέρχομαι, εμφανίζομαι ξεγβάλλω = εξάγω, εκβάλλω, αποσπώ ξεγδύζω = γδύνω ξεδασκεύω = παύω να κηρύττω, τελειώνω το κήρυγμα ξεδουλίζω = τελειώνω την εργασία μου, παύω να εργάζομαι ξέκαλα = πολύ καλά, πολύ ωραία ξέκαλος = πολύ καλός ξεκαμπανίσκουμαι = απομακρύνομαι πολύ ξεκοιλιάζω = ξεκοιλιάζω ξεκορμίζω = χωρίζω το κορμό ενδύματος ξεκουκκουδώνω = εκφύω, γεννώ σπυριά ξελάγιασμαν = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής ξελεπίζω = ξελεπίζω ξελουτρίσκουμαι = λούζομαι καλά ξεμαθάνω = μαθαίνω τελείως ξεμαλώνω = συμφιλιώνομαι ξεμελευτέριν = μαχαίρι ειδικό για το τρύγημα κυψέλης ξεμελεύω = τρυγώ κυψέλη ξεναλαεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ ξεναλεύκομαι = θεωρώ τον εαυτό μου ξένο, συστέλλομαι, δειλιώ ξενάλιν = πτηνό πρόσφατα κομισθέν, το οποίο μένει συνεσταλμένο και δειλό και κάποιο καιρό ξενιτάρης = ξενιτεμένος ξενιτέας = ξενιτεμένος ξενιτεία = ξενιτιά ξενίτεμαν = ξενιτεύω ξενίτες = ξενιτεμένος ξενιτεύω = ξενιτεύω ξενίτζικος = ξενούλα ξεννάσκομαι = ξενοιάζομαι ξενόκολος = πολύ φιλόξενος ξενομαχαλέτες = εκείνος που προέρχεται από άλλη ενορία ξενομερίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο μέρος ξενόνυφος = ξένη νύφη, προσδιορισμός επιθετικός της μισητής νύφης ως ξένης ξένος = ξένος ξενουρέα = πλήθος ξένων ξενούτζικος = ξένη ξενόφιλος = φιλόξενος ξενοχωρέτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό ξενοχώριν = ξένο χωριό ξενοχωρίτες = εκείνος που προέρχεται από ξένο χωριό ξεντρέπομαι = παύω να ντρέπομαι ξεπέφτω = παρακμάζω, πτωχαίνω ξεπλύνω = ξεπλένω ξεπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε ξεποίω = αποτελείωσα ξερά = ξερά ξέρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος ξεραδάζω = ξηραίνομαι στην επιφάνεια ξεραδάριν = ημίξηρος ξεραδίαγμαν = ξηραίνομαι στην επιφάνεια ξεραδώ = ξηραίνομαι στην επιφάνεια ξεραίνω = ξεραίνω ξερακιανός = ξεροψημένος, ισχνός, λιπόσαρκος ξερακός = ισχνός, λεπτοφυής ξέραμαν = αποξήρανση ξέραμαν = εμετός ξεραντέριν = μέρος όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν ξεραντερόπον = όπου αποθηκεύονται δημητριακά για να ξηραθούν ή κηπουρικά για να προφυλαχτούν ξεραντούδι = πράγμα αποξηραμένο ξερασία = εμετός ξερασία = ανομβρία, ξηρός καιρός, ξηρό έδαφος ξέρασμαν = εμετός ξεραχούμαι = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο ξεραχώνω = αναισθητοποιώ κάποιον με χτύπημα, φτάνω σε κατάσταση αναισθησίας από το γέλιο ξερέας = κατάξηρος, κατεσκληκώς ξερέψιν = ξεροψημένος ξερίεμαν = ξηραίνω ξερίωμαν = ξηραίνω ξεριώνω = ξηραίνω ξερνοχολίουμαι = ξερνώ χολή ξεροβέξιμον = ξηρός βήχας ξεροβέχω = βήχα χωρίς φλέματα ξερογαβάνα = άνθρωπος ισχνός, ξερακιανός ξερογαζγάνα = γυναίκα πολύ ισχνή ξερογλείφω = ξερογλείφω ξερογλείψιμον = ξερογλείφω ξερογουργουρίζω = ξεροκαταπίνω ξεροδείσα = ξηρή ομίχλη ξερόειλικος = ξηρός βλαστός φυτού ξεροκέφαλος = ξεροκέφαλος ξεροκοκκινίζω = ξεροκοκκινίζω ξερολάβασον = ξερή λαγάνα ξερολίβαδον = ξερό λιβάδι ξεροπάιρον = πλαγιά ξερή χωρίς ίχνος χλωρίδας ξεροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό ξεροπεθερά = πεθερά μακάρι να ξεραθεί ξεροπεθερός = πεθερός μακάρι να ξεραθεί ξεροπέρβολον = τοίχος χωρίς λάσπη ξεροπέτεινος = άνθρωπος κάτισχνος ξεροπόδαρος = χωλός, εκείνος που είθε να ξεραθούν τα πόδια ξερός = ξερός ξερόστομος = λιτοδίαιτος, ολιγοφάγος ξεροτζίκουν = ξερό κλαδί πεύκου ή ελάτου ξεροτρώγω = τρώω ξερή τροφή ξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων ξεροφαγία = ξεροφαγία ξεροφάει = ξερή τροφή ξεροχαλχάνιγμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαλχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαλχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαχανίζω = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχαχάνισμαν = γελώ ξερά, εκείνος που έχει ξερό γέλιο ξεροχέρης = εκείνος που έχει κουλά χέρια, εκείνος που είθε να του ξεραθούν τα χέρια, μεταφ. γλίσχρος, φιλάργυρος ξεροχόρταρον = ξεραμένο χόρτο ξεροχτενίζω = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω ξεροχτένισμαν = χτενίζω ξερά χωρίς να το βρέξω ξεροψένω = ξεροψήνω ξεροψέσιμον = ξεροψήνω ξερριζώνω = ξεριζώνω ξέρω = ξέρω ξερώ = ξερνώ ξερώνω = ξηραίνω ξερωτίδα = τσιμπούρι ξερωτός = ημίξηρος ξεσκεπάζω = ξεσκεπάζω ξεσκέπασμα = ξεσκέπασμα ξετάζω = εξετάζω ξετραχηλίουμαι = αφήνω ανοιχτό τον τράχηλο ξετραχήλωμα = το να αφήνω τον τράχηλο ανοιχτό ξετρώγω = τελειώνω το γεύμα μου ξευρούμενος = γνώριμος, γνωστός ξεφανίζω = φανερώνω, δηλώνω ξεφάντωμαν = ξεφαντώνω ξεφαντώνω = ξεφαντώνω ξεφαντωσία = διασκέδαση, ξεφάντωμα ξεφάντωτος = ένδοξος ξεφουρνάζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο ξεφουρνίζω = βγάζω τα ψωμιά από τον φούρνο ξεφτέρα = τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας ξεφτύζω = βρίσκομαι στο τέλος του έργου, τελειώνω ξεχάνω = λησμονώ ξεχειλίζω = ξεχειλίζω ξέχειλος = ξέχειλος ξεχειλώνω = ξεχειλώνω ξεχτίζω = αποπερατώ οικοδομή ξέχωρα = ξεχωριστά ξεχώριγμαν = ξεχωρίζω ξεχωρίζω = ξεχωρίζω ξεχωρισία = χωρισμός ξεχώρισμαν = ξεχωρίζω ξεχωριστά = ξεχωριστά ξεχωριστός = αποχωρισμένος ξέχωρος = ξέχωρος ξηλάζει = κλίνει ο ήλιος προς τη δύση ξημέρωμα(ν) = ξημέρωμα ξημερώνω = ξημερώνω ξηρά = ξηρά ξιγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω ξίδι = ξίδι ξιδιώ = γίνομαι σαν ξίδι, ξινίζω ξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι ξίκλωνο = δέντρο του οποίου εξέχουν από παντού οι κλώνοι ξιλαγιάζω = παραπείθω κάποιον και παρεκτρέπω ηθικών, άτακτος, απειθής ξιλαΐζω = μετακινώ, μετατοπίζω ξιμαγκίζω = κατατρίβω, φθείρω ξιμολόγος = εξομολόγος ξιμολογώ = εξομολογώ ξινός = ξινός ξιντερίζω = ξεκοιλιάζω ξιντέρισμαν = ξεκοιλιάζω ξίξειλος = ξέχειλος ξιξειλώνω = ξεχειλώνω ξιουραφίζω = ξυρίζω ξιουράφιν = ξυράφι ξιουρίζω = ξυρίζω ξιπαχνίζω = βγάζω το πανί από το αντί του αργαλειού ξιπελαγίζομαι = παρεκτρέπομαι ηθικώς ξιπερισσεύω = ξεχωρίζομαι ξιπερνώ = εξίσταμαι ξιπλερώνω = εξαντλούμαι ξιπνοΐζω = εξέπνευσε, πέθανε ξιπουγκιάρης = εκείνος που δεν έχει πουγκί, μεταφ. απένταρος ξιστιβίζω = ξεθωριάζω ξιφαλισμένος = εκείνου του οποίου του έπεσε ο ομφαλός ξιφάριν = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού ξιφαροδόντης = εκείνος που έχει δόντια που εξέχουν ξιφαρόπον = τσόντα, ξιφοειδής απόφυση εντόμου, δόντι ανθρώπου το οποίο εξέχει από τα άλλα, όλες οι γωνίες του αγρού ξιφαρωτόν = εκείνο που έχει σχήμα ξιφοειδές και επίμηκες ξιφίδιν = κυνόδοντας ξιφίν = κυνόδοντας ξιχειλίζω = ξεχειλίζω ξίχειλος = ξέχειλος ξιχειλώνω = ξεχειλώνω ξιχεράτος = ανασκουμπωμένος ξίχωρα = ξέχωρα ξιχωρίζω = ξεχωρίζω ξιχώρισμαν = ξεχωρίζω ξιχωριστός = αποχωρισμένος ξίχωρος = ξέχωρος ξιώ = ξινίζω ξοδεύω = ξοδεύω ξολοθρεύω = εξολοθρεύω ξομολογώ = εξομολογώ ξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος ξοργίζω = εξοργίζω ξορθωτήρι = άνθρωπος που θέλει να παραστήσει ως σωστά και αυτά που δεν είναι ξουλάφι = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου του γανωτή και του σιδηρουργού ξουλουλάζω = παραπλανώ, παραπείθω ξουξουλάεμαν = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί ξουξουλαεύω = παροτρύνω σκύλο να επιτεθεί ξούρα = ξηρότητα, γη, στεριά, τέναγος ξουράφιν = ξυράφι ξουρίζω = ξυρίζω ξουρός = ισχνός, σκελετώδης, αβαθής ξυαλίζω = στίλβω, λάμπω ξύγαλα = γιαούρτι ξυγαλατένεν = εκείνο που προέρχεται από γιαούρτι ξυγαλατοσάκκουλον = σακούλα μέσα στο οποίο διυλίζεται το γιαούρτι ξυγαλατοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με γιαούρτι ξυγαλωμένος = εκείνος που είναι αλειμμένος με γιαούρτι ξύγω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι ξύζω = ξέω, αποξέω, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα, κνήθομαι ξυκοκάρπετον = είδος χοντρού κανναβένιου στρώματος ξυλάβιν = ξύλινη λαβή σιδηρού εργαλείου γανωτή και σιδηρουργού, μεταφ. πόδι γυμνό και άκομψα, εργαλείο χρυσοχόου ξυλάγγειν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο με τη συνεχή κίνηση αποχωρίζεται το βούτυρο από το γιαούρτι ή γάλα ξυλαγγιάζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα ξυλαγγίζω = εξάγω από το ξυλάγγειν το βούτυρο από το γιαούρτι ή το γάλα ξυλαγγομάνταρον = είδος μύκητα κωνοειδούς και κοίλου ξυλαγγοπώμιν = χοντρό ύφασμα με το οποίο καλύπτουμε το άνοιγμα του ξυλαγγειού ξυλάγγουρον = αγγούρι σκληρό ξυλάζω = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι ξυλάμπασας = είδος παιχνιδιού, αστράγαλος ξυλάπιν = είδος αχλαδιού σκληρού ξυλαρείον = αποθήκη ξύλων ξυλαρούτα = είδος παιχνιδιού ξυλάς = υλοτόμος, εκείνος που πουλά ξύλα ξυλάχραδον = άγρια αχλαδιά που παράγει σκληρούς καρπούς ξυλέα = ξυλιά, δαρμός με οποιοδήποτε μέσο ξυλένος = ξύλινος ξυλεύω = κόβω ή αθροίζω ξύλα ξυλή = ξυλεία ξυλίασμαν = τοποθετώ ξύλινη στέγη, δίνω ξυλιές, γίνομαι σαν ξύλο, σκληρύνομαι ξυλικά = ξύλινα οικιακά σκεύη ξυλική = ξυλεία ξυλικόν = όλα τα είδη ξύλου ξυλίτζα = ξυλάκι ξυλλαβιστέριν = μικρό ξυλάκι το οποίο χρησιμοποιούν μαθητές για να δείξουν τα γράμματα και να συλλαβίσουν ξύλο(ν) = ξύλο ξυλογαιδάρα = ξύλινο υποστήριγμα σκάφης ξυλόγναφος = εκείνος που φοβάται να μιλήσει μπροστά σε άλλους ξυλογούργουρος = αγράμματος, απαίδευτος ξυλοκάρβωνον = ξυλάνθρακας ξυλοκέρατον = κεράτιο, χαρούπι ξυλοκεφαλάζω = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα ξυλοκεφαλία = κακή και αδιόρθωτη διαγωγή ξυλοκεφαλίασμαν = δείχνω κακή διαγωγή, φέρομαι άτακτα ξυλοκέφαλος = εκείνος που δεν παίρνει από συμβουλές ξυλοκολόγκυθον = κολοκύθα με σκληρό φλοιό ξυλοκόσκινον = κόσκον πλεγμένο με λεπτά ξυλαράκια ξυλομάκελλον = ξύλινη σκαπάνη ξυλομάστορης = ξυλουργός, μαραγκός ξυλόμηλον = μήλο σκληρό σαν ξύλο ξυλομίντερον = είδος σκληρού υποστρώματος ξυλόπον = ξυλάκι ξυλοφάγος = δρυοκολάπτης, τσαλαπετεινός, εργαλείο με το οποίο ρινίζεται ξύλο ξυλόχορτον = αγριόχορτο με σκληρά φύλλα ξυλοχωράτες = αγροίκος χωρικός ξυλοχωρέτες = αγροίκος χωρικός ξυλώνω = καθιστώ κάτι ακίνητο σαν ξύλο, ξυλιάζω ξυμύτης = εκείνος που έχει προεκτεταμένη και οξεία μύτη, μεταφ. ψηλομύτης ξυμυτίνος = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος ξυμυτομύτης = αλαζόνας, επηρμένος, ακατάδεκτος ξυμυτός = μυτερός, σουβλερός ξυμύτωμαν = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά ξυμυτώνω = κάνω κάτι μυτερό, οξύνω, σηκώνω μύτη, φέρομαι αλαζονικά, υπεροπτικά ξυμυτωτός = λίγο μυτερός, εκείνος που φέρεται υπεροπτικά ξύμψιλος = πολύ λεπτός ξύνω = χύνω, εξανθώ, θάλλω, ξεθωριάζω, πίνω συνεχώς ξύπνα = έξυπνος ξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου ξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ ξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει ξυπνός = έξυπνος ξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω ξυπολύουμαι = βγάζω τα υποδήματα ξυπόλυτος = ξυπόλυτος ξυραφέα = ίχνος τομής ξυραφιού ξυραφίζω = ξυρίζω ξυράφιν = ξυράφι ξυράφισμαν = ξυρίζω ξυραφόπον = ξυράφι ξυρίζω = ξυρίζω ξύρισμαν = ξύρισμα ξυρρύχιν = οξύρρυγχος ξύσιμο(ν) = χύσιμο, έκχυση ξύσιμο(ν) = ξύσιμο ξύσμαν = προσκολλημένο φαγητό στη βάση της χύτρας ξυσπαίνομαι = ξιπάζομαι, καταλαμβάνομαι από τρόμο ξύσπασμα = ξίπασμα, αιφνίδιος τρόμος, σπυριά των χειλιών που βγαίνουν με από τρόμο ξυστάριν = εκείνο που ξεβάφει, ξεθωριάζει ξύστε = μικρό φτυαράκι που χρησιμοποιείται ως πυράγρα, όργανο με οποίο ξύνουν θαλάσσιους βράχους για να συλλέξουν σκουλήκια για δόλωμα ξυστέας = οινοπότης, μεθυσμένος ξυστέριν = όλα τα όργανα που χρησιμοποιούνται για ξύσιμο ξύστες = εκείνοι οι οποίοι με δόλιο τρόπο αποσπούν χρήματα ή πράγματα ξύστρα = σιδερένια ξύστρα με την οποία καθαρίζουν τα υπολείμματα της ζύμης από τη σκάφη, σιδερένιο φτυαράκι της εστίας χρησιμοποιούμενο ως πυράγρα ξυστρίζω = κεντώ με τσουκνίδα ξύφαρο = κεραυνός ξυφτέριν = γεράκι, μαχαίρα τρυγητού των κυψελών ξύψηλος = πολύ ψηλός ξύψιλος = πολύ λεπτός ξύω = ξέω, αποξέω, ξύνω με νύχια, διαγράφω, ξεγράφω, μεταφ. αποσπώ από κάποιον χρήματα, αισθάνομαι φαγούρα ξωγκοιλάζω = ξεκοιλιάζω ξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους ξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης ξωθωρίζω = ξεθωριάζω ξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου ξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος ξώρας = παράκαιρα, αργά ξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού Οό,τις = όστις, οτιδήποτε οβά = τόπος πεδινός οβούδιν = βόδι ογβαίνω = βγαίνω ογδόντα = ογδόντα ογιά = γιατί ογιάντο = για ποιο λόγο, γιατί όγιν = βέλος ογκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω ογκώνω = ζητώ, αναζητώ ογλάκιν = κατσικάκι ογλήγορα = γρήγορα ογούρι = καλή τύχη ογουρλίν = τυχερός, γουρλίδικος, ευτυχισμένος ογουρσούζης = απαίσιος, γρουσούζης ογραεύω = παθαίνω συμφορά ογράσεμαν = καταγίνομαι, μάχομαι ογρασεύω = καταγίνομαι, μάχομαι ογρός = υγρός οδάντο = για ποιο λόγο, γιατί οδόντιν = δόντι οδός = η θέση την οποία παίρνει κάποιος στη θέση του άλλου, φορά οζ’μάριν = ζυμάρι οζ’μαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη όθεν = απ’ όπου, όπου όθεν-καικά = όπου ακριβώς όθεν-κέσου = όπου όθεν-κιάνου = όπου προς τα άνω οικοκυραδότε = νοικοκυροσύνη οικοκυρείον = νοικοκυριό οικοκύρης = οικοκύρης οικοκυρία = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία οικοκυρωσύνη = η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία οικονομή = βούληση, θέληση οικονομία = οικονομία οικονομικός = οικονομικός οικονομώ = κάνω οικονομία, κρίνω και διευθετώ κατ’ ιδίαν βούληση οικουμένη = οικουμένη οινάριν = οίνος οκά = οκά όκιν = βέλος οκνάρης = οκνηρός, ράθυμος οκνάσιμον = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι οκνάσκομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι οκνέας = οκνηρός, τεμπέλης οκνία = οκνηρία, τεμπελιά οκνιάρης = οκνηρός, τεμπέλης οκνιάρικα = τεμπέλικα οκνιαρωτός = οκνηρός, τεμπέλης όκνιασμα = ελαφρό ρίγος όκνιγμαν = βαριέμαι όκνος = οκνηρία, τεμπελιά οκνός = εκείνος που κινείται αργά οκνώ = βαριέμαι ολά = φορά ολάκερος = ολόκληρος ολάνοιχτα = εντελώς ανοιχτά, ξέσκεπα ολάνοιχτος = εντελώς ανοιχτός ολήγορα = γρήγορα ολημέρα = όλη μέρα ολημερέσιν = μεσημβρινό ολημερεύω = διέρχομαι την ημέρα, διημερεύω ολημερίζω = περνώ όλη την ημέρα ολημερισινός = μεσημβρινός ολημερίτζα = καθ’ όλη την ημέρα ολημερ’νάζω = δίνω στα ζώα την μεσημβρινή τροφή, βγάζω τα ζώα τον χειμώνα από την μάνδρα για να λιαστούν, σηκώνομαι από τον ύπνο πολύ αργά ολημερ’νέσιν = μεσημβρινό ολημερ’νόν = μεσημβρινό ολίασπρος = ολόασπρος ολιγίτζικος = λιγοστός, λιγουλάκι ολιγοζώετος = εκείνος που ζει λίγο χρόνο ολιγοζωία = βραχύτητα ζωής ολιγοζώος = βραχύβιος ολιγόλογος = ο μη φλύαρος ολιγόπον = λίγη ώρα ολίγος = λίγος ολιγόστεμαν = λιγοστεύω, μειώνομαι ολιγοστεύω = λιγοστεύω, μειώνομαι ολιγοστός = λιγοστός, λίγος ολιγούτζικος = λιγοστός, λίγος ολιγοφαγία = η λιτότητα της τροφής ολιγόφαγος = ολιγαρκής, εκείνος που τρώει λίγο ολιγοχρόνετος = βραχύβιος ολιγοχρόνος = βραχύβιος ολιγόψυχος = μικρόψυλος, δειλός, ανυπόμονος, στενάχωρος ολιγωτέρεμαν = λιγοστεύω, ελαττώνω ολιγωτερεύω = λιγοστεύω, ελαττώνω ολίμαυρος = ολόμαυρος όλισμαν = καθίζηση εδάφους, το καθιζόμενο έδαφος όλκος = έλκος ολκώ = εξελκούμαι ολοαίματος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος ολόασπρος = ολόλευκος ολόβολος = ισοπεδωμένος ολόγερα = ολόγυρα ολόγιος = ολόκληρος, μεταφ. χονδροειδής εξωτερικά και αγροίκος εσωτερικά, αναίσθητος, απαθής ολογόπον = ολιγόλογος ολόγυρα = ολόγυρα ολογύριν = η πρώτη κυκλική σειρά λίθος πάνω στην οποία στηρίζεται ο θόλος του φούρνου ολόιδιος = ολόιδιος ολοΐλαρος = γερός, υγιέστατος ολοινέτερον = όλων ολοίσθια = οι τελευταίες στιγμές της ζωής ολοκαίνουργος = ολοκαίνουργιος ολοκίτρινος = κατακίτρινος ολοκνήκατος = κατακόκκινος ολοκόκκινος = κατακόκκινος ολόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο άκοπο σιτάρι ολόκοπος = άκοπος ολόκορμος = ολόκορμος ολοκούτουρνος = κατακίτρινος ολοκρύσταλλος = πολύ διαυγής ολομάναχος = ολομόναχος ολομάτωτος = γεμάτος με αίματα, καταματωμένος ολόμαυρος = κατάμαυρος ολομέλανος = κατάμαυρος ολομόναχος = ολομόναχος ολόμονον = μόνος ολόμονος = μόνος ολονυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία ολόνυχτα = καθ’όλην την νύχτα ολοξίασπρος = κάτασπρος ολόπλυτος = εκείνος που πλύθηκε καλά ολοπόρφυρος = εντελώς κόκκινος, κατέρυθρος ολοπράσινος = καταπράσινος ολόρθα = όρθια ολόρθος = όρθιος ολορτοτζούπιν = είναι όρθιος σαν λεπτό ξυλάκι όλος = όλος, ολόκληρος ολοστράτας = στην ίδια οδό ολοστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος ολοτρίγυρα = τριγύρω ολούκιν = υδροσωλήνας ολουκλάεμαν = ρέω ορμητικά ολουκλαεύω = ρέω ορμητικά ολουνέτερον = όλων ολοφόρτωτος = εκείνος που είναι φορτωμένος με βαρύ φορτίο ολόχαλκος = όλος με χαλκό ολόχαρος = χαριέστατος ολόχρονα = όλη τη χρονιά ολοχρονία = η διάρκεια ολόκληρου έτους, καθ’ όλη την χρονιά ολόχρυσος = ολόχρυσος ολύχτα = όλη την νύχτα ολωνυστέρου = ύστερον όλων, τελευταία ολώνυχτα = καθ’όλη την νύχτα ολωνυχτίς = καθ’όλη την νύχτα ομάζω = μοιάζω με κάποιον, φαίνεται ομάλα = ίσια, ευθεία ομαλέα = τόπος ομαλός ομαλίζω = ισοπεδώνω, κάνω κάτι λείο ομάλιν = ομαλό, ευθύ, είδος χορού ομαλόπον = ομαλό, ευθύ, είδος χορού ομαλύνω = εισέρχομαι σε δρόμο ίσιο, ομαλό όμασμαν = όρκος όμεμαν = ελπίζω, προσδοκώ ομεύων = ελπίζω, προσδοκώ ομιλία = ομιλία ομιλώ = μιλώ όμισος = μισός ομματάζω = ματιάζω ομματέα = ματιά, βλέμμα ομματίασμαν = μάτιασμα ομμάτιν = μάτι, μάτιασμα, πηγή, μπουμπούκι ομματογιάλα = γυαλιά ματιών ομματόκλαδα = βλεφαρίδες ομματόπονος = πόνος στο μάτι ομματόπ’λλον = ματάκι ομματοτέρεμαν = βλέμμα ομματοτζάτζιν = βλεφαρίδες ομματόφρυδα = μάτια και φρύδια μαζί ομματοφωλίδα = οφθαλμική κόγχη ομματοχώσαμαν = βλέμμα διεισδυτικό, ερευνητικό όμνασμαν = όρκος όμνησμαν = όρκος ομνύγω = ορκίζομαι ομνύζω = ορκίζομαι ομνύω = ορκίζομαι ομνώ = ορκίζομαι όμο = αλλά, όμως ομοίασμαν = ομοιότητα ομολογία = λόγος, γνώμη ομόλογον = ομόλογο ομολογώ = συμφωνώ με τη γνώμη κάποιου, λέω τη γνώμη μου, μιλώ, αποκαλύπτω, μαρτυρώ ομολογώ = ομολογώ όμον = αλλά, όμως ομόν = αλλά, όμως ομόνοια = ομόνοια ομόνω = ορκίζομαι όμορφος = όμορφος όμοσμα = όρκος ομούτιν = ελπίδα, προσδοκία όμποιος = οποιοσδήποτε όμποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος ομπρέλα = ομπρέλα ομπρό = εμπρός ομπρός = εμπρός ομπροστά = μπροστά ομπροστάλ(ιν) = μπροστέλα όμπως = όμπως ομύδιν = μύδι ομώνω = ορκίζομαι ονειδάζω = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω ονειδία = ονειδισμός, κοροϊδία, μομφή, ντροπή, καταισχύνη ονειδίζω = εμπαίζω, κοροϊδεύω, μέμφομαι, κατηγορώ, καταισχύνω, ντροπιάζω ονείδισμαν = ονειδίζω, κοροϊδεύω, επικρίνω όνειδος = ντροπή, καταισχύνη, μεταφ. άνθρωπος κατησχυμένος, ντροπιασμένος ονειρεύκουμαι = ονειρεύομαι, ονειροπολώ όνειρον = όνειρο όνειρον = όνομα ονομασία = ονομαστική εορτή ονομάτιγμαν = κατονομάζω ονοματίζω = κατονομάζω ονούς = νούς οντάμα = μαζί οντάμωμα = συνάντηση ονταμώνω = συναντώ, συναντιέμαι όνταν = όταν όντας = όταν όντες = όταν όντις = όταν όντος = όταν ονύχιν = νύχι οξάζω = αξίζω, υπερτερώ οξέα = οξιά οξιδέα = οσμή του ξιδιού οξίδιν = ξίδι οξιδόπον = ξιδάκι οξιδρόν = δοχείο ξιδιού οξίδωμαν = διαβρέχω με ξίδι οξιδώνω = διαβρέχω με ξίδι οξικέσ(ου) = προς τα έξω οξινίζω = ξινίζω όξινος = ξινός οξινοτράχανο = τραχανάς νηστήσιμος παρασκευασμένος από ξινό χυμό από αγουρίδες ή κράνια οξοκλάδιν = κλάδος οξιάς οξολιγού = ελάχιστα, λίγο οξός = ιξόβεργα όξος = ιξόβεργα οξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα οξυπόλυτος = ξυπόλυτος οξωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο οξωκά = έξω οξωπηχιάω = παρεκτρέπομαι ηθικώς οξωπίσω = οπίσω οξωτή = μέρος γεμάτο με οξιές όπα = ποιμενική καλύβη οπέρυσι = πέρυσι οπερ’σιζ’νός = περσινός οπερ’σινός = περσινός όπη = όποιος οπισκαικά = πίσω ακριβώς οπισκέσου = στα πίσω μέρη οπισκιάνου = πίσω προς τα άνω οπίσω = πίσω, προς τα πίσω όποιος = όποιος, οποιοσδήποτε οποσίκος = όσο πολύς, όσο μεγάλος οποσίτικος = όσο πολύς, όσο μεγάλος όποσος = όσο πολύς, όσο μεγάλος οπόταν = όταν οπότε = όταν οπότε = πότε όπου = όπου, οπουδήποτε όπου-καικά = όπου ακριβώς όπου-κέσου = όπου όπου-κιάνου = όπου προς τα άνω οπουρνά = πρωί οπώρα = οπωρικά οπωρικέα = κορομηλιά οπωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς οπωρικόν = οπωρικό, καρπός όπως = όπως, καθώς όραμαν = όραμα, όνειρο οραματάζω = οραματίζομαι ορβίθιν = ρεβίθι οργανίζω = παρατείνω την εργασία μου, σχεδιάζω ραδιουργία, ερεθίζω οργάνιν = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου όργανον = μουσικό όργανο οργέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους οργή = οργή οργισμένος = οργισμένος οργυιά = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους ορδανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας ορδύδ(ιν) = δρυς ορέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους όρεξη = όρεξη ορεξιακό = ορεκτικό ορεξιάουμαι = μου έρχεται όρεξη, επιθυμία φαγητού ορέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι ορεχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως ορθά = σωστά, αληθινά ορθασία = αλήθεια ορθέα = σοφίτα ορθή = αλήθεια ορθία = αλήθεια ορθοπήδεχτον = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει ορθός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρος όρθωμα(ν) = ανύψωση, διευθέτηση, τακτοποίηση ορθώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ ορθωσία = αλήθεια ορία = ενορία ορία = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους οριέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους ορίζω = διοικώ, κυβερνώ, προστάζω όρισμαν = διοίκηση, διακυβέρνηση, διαταγή, προσταγή ορισματάρης = εκείνος που ορίζει, διατάζει ορισμός = εξουσία, διαταγή ορκέα = μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην μέτρηση βάθους ορκίζω = ορκίζω όρκος = όρκος όρκος = έλκος ορκώνω = υποβάλλω κάποιον σε όρκο, ο δεσμευμένος από όρκο ανεκπλήρωτο ορμάθ(ιν) = στοιχισμένης ορμαθάζω = αρμαθιάζω ορμαθέα = αρμαθιά ορμάκριν = όχθη ρυακιού ορμάνιν = δάσος ορμανοκόλιν = υπόρεια δάσους ορμανόρραχον = όρος δασοσκεπές ορμέα = ρείθρο ρυακιού ορμή = ορμή, φορά ορμηνεία = συμβουλή, νουθεσία ορμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ ορμίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ ορμίν = οδός, ρυάκι, ρεματιά ορμόχειλος = όχθη ρυακιού ορμώ = ορμώ, επιτίθεμαι ορνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι όρνιθα = κότα ορνίθιν = κότα ορνιθιπραδίτζι = είδος χόρτου εδωδίμου που μοιάζει με πόδι κότας ορνιθοτυφλέα = η αδυναμία να βλέπεις τη νύχτα ορνιθόφτειρα = ψείρα κότας, κοτόψειρα ορνιθοφτειράζω = προσβάλλομαι από κοτόψειρες όρνον = όρνιο, γύπας ή αετός οροθυμώ = επιθυμώ όροξη = όρεξη όρος = όρος οροσπή = εταίρα γυναίκα οροσπιλίκιν = διαγωγή εταίρας, εταιρισμός, πρόστυχη συμπεριφορά ορτάκης = συνέταιρος, συμμέτοχος ορτακός = συνεταιρισμός δύο ή περισσότερων κατεχόμενους ορτάριν = μάλλινη κάλτσα ορταροβέλονον = βελόνα με την οποία πλέκουν την μάλλινη κάλτσα ορταρόπον = μάλλινη κάλτσα ορταροτζούπιν = μάλλινη κάλτσα ορτοπήδεχτο = βρέφος που κάθεται στα γόνατα και πηδάει ορτός = όρθιος, ίσιος, ακέραιος σωματικός, σωστός, πραγματικός, ακεραίου χαρακτήρα ορτύκα = ορτύκι ορτύκιν = ορτύκι ορτυκομάννα = μεγάλο ορτύκι, ορτυγομήτρα ορτυκοφάει = φυτό που παράγει καρπό το οποίο το τρώνε τα ορτύκια ορτώνω = στήνω όρθιο, διευθετώ, τακτοποιώ ορφάνεμαν = ορφανεύω ορφανεύω = ορφανεύω ορφανία = ορφάνια ορφανίζω = ορφανίζω ορφανός = ορφανός ορφανούμαι = μένω ορφανός, απορφανίζομαι ορχίδιν = όρχις ορωγμώ = ερευνώ ορωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς όρωμαν = όραμα, όνειρο ορωματάζω = οραματίζομαι ορωνεία = ειρωνεία, εμπαιγμός όσα = όποτε, όσες φορές οσήμερον = σήμερα οσία = οσία οσίκος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου οσκολείον = σχολείο όσος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου οσούτζικος = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου οσπιτάζω = σπιτώνω οσπιτανός = οικείος, σπιτικός, οικοδεσπότης, νοικοκύρης οσπίτιν = οικία, σπίτι οσπιτίτζα = σπιτάκι οσπιτίτζιν = σπιτάκι οσπιτοκέφαλον = το πιο πάνω μέρος του σπιτιού οσπιτοκόλιν = το πιο κάτω μέρος του σπιτιού οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά οσπιτοκρατούσα = οικοδέσποινα, νοικοκυρά οσπιτόπον = οικεία, σπίτι οσπιτοφύτακας = φύλακας σπιτιού οσπιτοχάλαστος = εκείνος που είναι η αιτία να χαλάσει η οικογένεια οσπίτωμαν = σπίτωμα οσπιτώνω = σπιτώνω, νοικοκυρεύω όσταν = όταν οστούδιν = κόκκαλο οστουδόπον = κοκαλάκι οστρέα = δέντρο δασικό οστρίδιν = δέντρο δασικό οστρίδιν = στρείδι οστριδότζεφλον = το όστρακο του οστρέου οτά = δωμάτιο όταν = όταν οτζάκιν = εστία, τζάκι οτζακόλιθον = λίθος στην καπνοδόχο που χρησιμεύει ως ωροσκόπιο για την εύρεση της μεσημβρίας ανάλογα που πέφτει η σκιά του ότιλεα = όπως, καθώς ότιλεος = οτιδήποτε ότιλοης = με όποιο τρόπο, καθώς, όπως οτότε = τότε οτουβραδίου = κατά το βράδυ οτωποίος = ο τάδε ού = επιφώνημα που δηλώνει έκπληξη, χαρά, θαυμασμό, πόνο ού = δεν ού,τι = όστις, οτιδήποτε ού,του = όστις, οτιδήποτε ούα = σουρβιά ούα = ούγια ουβριές = άγρια σπαράγγια ούγεμαν = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι ουγεύω = αρμόζω, ταιριάζω, συμφιλιώνομαι ούγια = ούγια ουγκαρίζω = ογκανίζω, γκαρίζω ουδέ = ούτε, μήτε ούθεν = απ’ όπου, όπου ούκρα = νήμα πολύ λείο, υγρό διαυγές μετά την καθίζηση ουκρίζω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές ουκρώνω = κατασταλαγμένο υγρό που γίνεται διαυγές ούλι = ούλο ούλος = όλος ουλούσιν = πλατύουρο ουλύχτα = όλη την νύχτα ούμπαν = όπου, οπουδήποτε ούμπαν-μερέαν = όπου, οπουδήποτε ούμπου = όπου ούνταν = όταν ούντζαν = όποιος ούντιλοος = οτιδήποτε ούποιος = όποιος ούπου = όπου ουραδάζω = βάζω κατά σειρά σχηματίζοντας ουρά ουραδάτ(ι)κος = εκείνος που έχει ουρά ουραδάτες = εκείνος που έχει ουρά ουραδέσιν = μακρουλό και επίμηκες όπως η ουρά ουραδία = σειρά ζώο τα οποία πορεύονται το ένα πίσω από το άλλο ουράδιν = ουρά ουραδοκομμένος = εκείνος που έχει κομμένη την ουρά ουραδού = εκείνη που χώνει παντού την ουρά της ουράνα = ουράνια, ουρανός ουρανίζω = καταριέμαι κάποιον επικαλουμένη τον ουρανό ουράνικα = με επίκληση του ουρανού ουρανίν = εκείνος που έχει το χρώμα του ουρανού ουράνιος = ουράνιος ουρανίσκα = ουρανίσκος ουρανίστρα = ουρανίσκος ουρανίτζικος = ουρανίσκος ουρανοπούλλι = πουλί που πετάει κατ’ αντίθεση προς τα μη πετούμενα οικόσιτα ουρανός = ουρανός ουρανοφώσιν = ουράνιο φως ουρκάν(ιν) = σχοινί που χρησιμοποιείται σε φόρτωμα ζώου ούρνεμαν = ουρλιαχτό λύκου ουρνίζω = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει ουρνούμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει ουρνύουμαι = λύκος που ωρύεται, ουρλιάζει ους = ως ουσάν = όταν ουσία = αξία, νοστιμάδα ούσνα = έως ότου ούσον = όσος, οπόσος, όποιος, ώσπου ούσπουτα = ώσπου ούστα = ώστε ουστάπασης = αρχιμεταλλουργός ούτε = ούτε ούτε, μήτε = εξαπλώνω, παρατείνω ούτουλα = όπως, καθώς ουτσέ = δεν ουτσί = δεν ουτσοπούλλιν = πετούμενο πουλί ούτσου = όστις, όποιος, ούτως, έτσι ούφ = επιφώνημα που δηλώνει δυσφορία, αγανάκτηση, πόνο οφάλιν = ομφαλός, ο πλακούντας του εμβρύου εξερχόμενος μετά τον τοκετό οφαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε οφαλοκόψιμον = το κόψιμο του ομφάλιου λώρου του βρέφους που γεννήθηκε οφαλός = ομφαλός οφειλέτες = οφειλέτης όφελος = ωφέλεια, κέρδος οφερός = φωτεινός οφετιζ’νός = φετινός οφέτος = φέτος οφίδιν = φίδι οφιδογλωσσίτα = άγριο φυτό ποώδες οφιδομάννα = μάνα φιδιού οφιδόπον = φίδι οφιδοπούλλιν = μικρό φίδι, φιδόπουλλο οφιδοχτενίστρα = σαρανταποδαρούσα οφιδοχτενίτζα = είδος ερπετού πολύποδο οφιδόψαρον = είδος ψαριού οφιοειδούς όφις = φίδι οφίτες = φίδια όφκαιρος = εύκαιρος οφλαεύω = εκβάλλω το φθόγγο ωφ για να εκφράσω αδημονία, στενοχώρια κτλ. οφλάνιν = ράφι όπου τοποθετούνται μαγειρικά σκεύη οφρυδάζω = ανοίγω αυλάκι με το άροτρο ως ορόσημο οφρυδέα = το ανοιγμένο αυλάκι μεταξύ δυο αγρών οφρύδιν = φρύδι οφρυδόπον = φρύδι οφταρμοζίνιχον = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων όχ(ιν) = βέλος όχα = παρακελευσματικό για βόδια οχλεύω = επιπλήττω οχνάζομαι = φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι όχνασμα = ελαφρό ρίγος οχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά του φούρνου οχτάδη = το χαρτί οχτώ των χαρτοπαίγνιων οχτάδιπλος = εκείνος που έχει οχτώ δίπλες ή οκτώ φορές διπλωμένος οχτακόσοι = οχτακόσιοι οχταπόδιν = χταπόδι οχτάριν = οχτάρι οχτάχρονος = οχτάχρονος οχτές = χτες οχτρός = εχθρός οχτώ = οχτώ Οχτώβρης = Οκτώβρης οχτωβυζού = σκύλα οχωρίος = χωριό οψαράς = ψαράς οψαρέα = οσμή ψαριού οψάρεμαν = ψαρεύω οψαρεύω = ψαρεύω οψαρικόν = ψαρικά οψάριν = ψάρι οψαρίτζα = ψαράκι οψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών οψαρόπον = ψαράκι οψαροτσίπουκον = το ξύλο από το οποίο οι αλιείς κρεμούν το άγκιστρο οψέ = χθες, προς το βράδυ, το εσπέρας οψεζ’νος = χθεσινός οψεκαικά = χθες ακριβώς οψεκέσου = χθες ή προχθές οψεκιάνου = από χθες όψη = όψη, πρόσωπο, απόχρωση, χροιά οψίδιν = πορφυρό ύφασμα οψικιανοί = αυτοί που αποτελούν την γαμήλια πομπή οψίκιν = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης όψιμος = καρπός που ωριμάζει αργά Ππα = πάλι πάγαιμαν = αναχώρηση, επέλευση παγαιμός = αναχώρηση, επέλευση πάγγελος = καταγέλαστος, εμπαιγμός, κοροϊδία, απάτη, εμπόδιο παγιατεύω = μπαγιατεύω παγιάτικον = μπαγιάτικο παγιάτιν = μπαγιάτικο παγιατώνω = μπαγιατεύω παγίδα = παγίδα παγιδάζω = στήνω παγίδα, μεταφ. εξαπατώ, φενακίζω παγκάριν = παγκάρι πάγος = πάγος, παγωνιά παγοτζικαρώ = μου παγώνουν οι πνεύμονες, τουρτουρίζω από το ψύχος παγούριν = καβούρι, άνθρωπος αργοκίνητος παγούριν = πάγος σταλακτίτης της στέγης παγουρομάννα = είδος καβουριού ευμεγέθους παγουρομμάτης = εκείνος του οποίου τα μάτια μοιάζουν με του καβουριού παγουρόπον = καβούρι παγουρόπον = πάγος πάγουρος = καβούρι πάγω = πηγαίνω, διαρκώ παγωνία = παγωνιά παγώνω = παγώνω παγωσία = παγωνιά, παγετός παζαρεύω = αζαρεύω παζάριν = παζάρι, αγορά παζλαμά = είδος πλακούντας παζλαμάτζιν = είδος πλακούντας παζοβουδία = άνθρωπος παντελώς ανίκανος παζούδια = είδος λάχανου παθάνω = παθαίνω παθάσκομαι = κλαίω ακατάπαυστα και δεν πραΰνομαι πάθασμαν = πάθημα, η κατά περιόδους προσβολή νόσου πάθεμα = συμφορά παθενή = φάτνη, παχνί παθετής = εκείνος που δημιουργεί πάθη μεταξύ προσώπων, ταραξίας πάθημαν = συμφορά παθής = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά παθιάρης = εκείνος που έχει χρόνιο νόσημα παθικά = πάθη, συμφορές παθινάζω = βάζω τροφή στο παχνί των ζώων, ταγίζω παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παθνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πάθος = πάθημα, συμφορά, νόσος οργανική χρόνια, ασθένεια περιοδική, μεταφ. εμπάθεια, μνησικακία παθός = εκείνος που παθαίνει ατύχημα ή συμφορά παθούκλι = εκείνο που πρόκειται να πάθει παθούμαι = κλαίω συνεχώς χωρίς στα σταματώ παθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω παιγμάτιν = εμπαιγμός παίγνα = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα παιγνητώριν = παιχνίδι, μουσικό όργανο παιγνιδάζω = απασχολώ κάποιον με παιχνίδια, εμπαίζω, περιγελώ, κάνω μορφασμούς παιγνιδεύω = απασχολώ με παιχνίδια παιγνιδία = εμπαιγμός, κοροϊδεύω, άνθρωπος γινόμενος αντικείμενο σκώμματος παιγνιδίζω = απασχολώ με παιχνίδια παιγνίδιν = παιχνίδι, παιδί, μεταφ. ραδιουργία, απάτη παιγνιδοχάρτιν = παιγνιόχαρτο παιδάς = έφηβος, παραγιός, υπηρέτης παίδεμαν = αγωγή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία παιδεμονή = αγωγή, ανατροφή παιδεμός = παιδεμός, βάσανο, ταλαιπωρία παιδένω = γεννώ παιδεύω = παιδεύω, παιδαγωγώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ παίδεψη = ανατροφή, μόρφωση, βάσανο, ταλαιπωρία παιδί(ν) = παιδί παιδιακό = πάθηση των βρεφών, κατά την οποία μελανιάζουν από το πολύ κάψιμο παιδιάστικους = ως γελωτοποιός, καταλαμβάνομαι από σπασμούς την ώρα του πυρετού, γίνομαι κακοδιάθετος παιδίστικος = παιδαριώδης παιδίτζα = παιδάκι παιδίτζης = παιδάκι παιδίτζιν = παιδί παιδίτικος = παιδικός παιδοκρατώ = κρατώ παιδί στην αγκαλιά μου, μεταφ. θηλάζω, ανατρέφω παιδοκρατώσα = η αμοιβή για το θήλασμα και την ανατροφή κόρης που στέφθηκε νύφη παιδολογέτρα = πολύτεκνη γυναίκα παιδολογιάρα = γυναίκα που γεννά σε αντίθεση με την στείρα παιδολογούσα = γυναίκα που θηλάζει στην αγκαλιά της παιδολογώ = γεννώ παιδιά, λεχώνα παιδολόι = η μήτρα της γυναίκας, το ύστερον του εμβρύου παιδοποίσα = η γέννηση παιδιού παιδοποιώ = γεννώ παιδί παιδόπουλλο = μικρό παιδάκι παιδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους παιδότα = η παιδική ηλικία, οι τρόποι και η διαγωγή του παιδιού παιδοφώλιν = η γυναικεία μήτρα παιδοφώτιση = το βάφτισμα του παιδιού παιδώνω = γεννώ, αποκτώ τέκνα, κάνω κάποιον να γεννήσει παίζω = παίζω παΐλεμαν = λιποθυμώ παΐλεύκουμαι = λιποθυμώ παιξία = παιδιά, παιχνίδι παίξιμον = παιδιά, παιχνίδι, το παίξιμο του μουσικού οργάνου, εμπαιγμός, απάτη παιξίον = παιδιά, παιχνίδι, απάτη παΐριν = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη παΐρόπον = πλαγιά βουνού, κατωφέρεια άδενδρη παΐροτόπιν = τόπος κατωφερής, πρανής και άδενδρος παίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω παϊρωτός = κατωφερής παίχνη = παιδιά, παιχνίδι, μουσικό όργανο, μεταφ. τέχνασμα πακάλη = παντοπώλης, μπακάλης πάκαλος = κότσυφας πακής = γαμβρός πακλαβά = μπακλαβάς πακλάεμαν = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι πακλαεύω = καθαρίζω, σκουπίζω, σαρώνω, μεταφ. αφανίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζομαι πακμάζιν = πετμέζι πακούριν = χαλκός, μπακίρι, χάλκινα σκεύη, μπακιρικά πακούω = εισακούω πακούω = υπακούω πακράτζιν = χάλκινο σκεύος πακρατζίτζα = χάλκινο σκεύος πακρατζόπον = χάλκινο σκεύος πακτζής = φύλακας, φρουρός πάλα = σπαθί καμπυλωτό παλάβρες = παλαβομάρες παλαγμός = δυσωδία ανυπόφορη παλαγούρτα = θαλάσσιο πτηνό αδηφάγο παλάδιν = ψίχα, ψαχνό παλάζω = βρωμώ πολύ παλαιά = την παλαιά εποχή παλαιγραία = γριά προχωρημένης ηλικίας παλαιόθεν = από τα παλιά χρόνια παλαιός = παλιός παλαιού = τον παλιό καιρό παλαιώνω = παλιώνω παλαιωτός = λίγο παλιός παλαλά = τρελός, χαζός, ανόητος παλαλέσιν = πράξη ανόητη παλαλίτζα = πράξη ανόητη παλαλός = τρελός, χαζός, ανόητος παλάλωμαν = τρελαίνομαι, τρελαίνω παλαλώνω = τρελαίνομαι, τρελαίνω παλαλωσύνα = τρέλα παλαλωτά = τρελά, ανόητα παλαλωτός = τρελούτσικος, ανόητος παλάμα = παλάμη παλαμάζω = πιάνω με την παλάμη, βάζω στην παλάμη παλαμάριν = χοντρό σκοινί πλοίου παλαμύδιν = παλαμίδα παλάνιν = σέλα μουλαριού παλάντριστος = εκείνη που έχει παντρευτεί έναν διεφθαρμένο, κακό πάλαρα = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος παλαρέα = τράπεζα φαγητού, δίσκος κολοβών, μνημόσυνο, όμιλος χορευτών που αποτελείται από μέλη οικογένειας με αρχηγό το πρεσβύτερο μέλος παλάσιν = οτιδήποτε παλαιωμένο, χόρτο αθέριστο και αποξηραμένο παλασώνω = σκληρύνομαι, γερνάω παλασωτός = πεπαλαιωμένος παλάτιν = παλάτι παλατόπον = παλατάκι παλέ = με αυτό ως α’ συνθετικό σχηματίζονται ουσιαστικά με το β’ συνθετικό που δηλώνουν κάτι παλαιωμένο παλεγραία = εσχατόγρια παλεζούπουνον = παλιό ζουπούνι παλεκάγανον = παλιό δρεπάνι παλεκάλαθον = παλιό καλάθι παλεκάλυβον = παλιά καλύβα παλεκάμισον = παλιό πουκάμισο, φθαρμένο παλεκόριτζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας παλεκόσκινον = παλιό κόσκινο παλεκόσσαρον = γριά κότα πάλεμαν = παλεύω παλεμάχαιρον = παλιό μαχαίρι παλένω = παλιώνω παλεξύραφον = παλιό ξυράφι παλεπόσταλον = παλιό υπόδημα παλεπρόβατον = γηραιό πρόβατο παλέρταρον = παλιά κάλτσα παλεσάλβαρον = παλιό σαλβάρι παλεσάντουκον = παλιό κιβώτιο παλεσκάφικον = παλιά σκάφη παλεσπάλερον = παλιά σπαλέρα πάλεστρον = εργαλείο τεκτονικό παλετικός = αρχαίος, παλιός παλετσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο παλεύω = παλεύω παλεφότ(ιν) = παλιά ποδιά παλέχτηνον = γηραιά αγελάδα παλεψάθ(ιν) = παλιά ψάθα παλιμίζω = ξαρμυρίζω παλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών πάλιν = πάλι παλιούρα = παλαιωμένο και φθαρμένο παλίτ(ιν) = δρυς παλιτένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από ξύλο δρυός παλιτόξυλον = ξύλο δρυς παλιώνω = παλαιώνω, παλαιώνομαι, φθείρομαι παλλαγείας = συνήθως χαιρετιστήρια έκφραση σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες σε πρόσωπα οικεία παλλαγωίζω = επισκευάζω κάτι φθαρμένο παλλάγωμα = επισκευή, μπάλωμα, καθάρισμα σιτηρών παλλαγωμάτιν = εκείνο που έχει ανάγκη από μπάλωμα παλλαγώνω = επισκευάζω, διορθώνω, μπαλώνω, καθαρίζω παλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό παλλαχόπον = παιδί ευτραφές, παχουλό παλληκαρεύκουμαι = κάνω τον παλληκαρά παλληκάρης = παλληκάρι, ανδρείος, γενναίος, δυνατός παλληκαρία = παλληκαριά, ανδρεία, γενναιότητα παλληκάριν = νέος, έφηβος, γενναίος, ατρόμητος παλληκαρίτζα = παλληκαράκι παλληκαρόπον = νέος, έφηβος παλλήκαρος = παλληκάρι παλληκαρότα = παλληκαριά, γενναιότητα παλληκαρωσύνα = παλληκαριά, γενναιότητα παλληλάεμαν = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα παλληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα παλλής = εναργής, δειλός παλοβρουχνασμένος = εδώ και καρό μουχλιασμένος παλοθεμελομένος = παλιά θεμελιωμένος, χτισμένος παλοκάμ(ι)σον = παλιό, φθαρμένο πουκάμισο παλόκαστρον = παλιό κάστρο παλοκόρ’τζον = παλιοκόριτσο, κορίτσι προχωρημένης ηλικίας παλόνω = παλόνω παλοτικός = αρχαίος, παλαιός, εκείνος που ασχολείται ή σπουδάζει για πράγματα παλαιά παλοτσάρουχον = τσαρούχι φθαρμένο παλοφορεμένος = ντυμένος με παλιά και φθαρμένα ρούχα παλόφυλλον = άγριο φυτό παλτίκα = ψωμί άζυμο και λασπώδες παλτικώνω = άρτος που γίνεται σαν λάσπη παλτιχτέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς που χρησιμοποιείται από παιδιά παλτόνιν = παλτό παλτονόπον = παλτουδάκι πάλτος = παλτό παλτούζα = κουνιάδα παλτουράνα = είδος άγριου χόρτου εδωδίμου παλτούριν = μηρός πάλ’ = πάλι παμπακερός = βαμβακερός παμπάκιν = βαμβάκι παμπακόμηλο = είδος μήλου λευκού παμπούκες = παπαρδέλα, ποπ-κορν πανάγαθον = παν αγαθό πανάγαθος = ο Θεός παναγύριν = πανηγύρι πανέμνοστος = νοστιμότατος πανένον = πάνινο πανεύω = πανί στο αργαλειό πανζεχίριν = λίθος μαγικός ο οποίος πιστεύεται ότι θεραπεύει από κάθε νόσο πανθενίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πανθίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πανθινίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πανίζω = πανιάζω πανίν = πανί πανισία = καιρός υγρός πανίχτρα = είδος χυτηρίου χρυσοχόων πανοβράκιν = πάνινο σώβρακο πανόπ’λλον = μικρό κομμάτι πανιού πανούκλα = πανούκλα πανουκλοφάετος = εκείνος τον οποίο πρόκειται να τον φάει η πανούκλα πανούραιος = ωραιότατος πανσέληνος = πανσέληνος πάντα = πάντα πάντα = τα δέματα του λίκνου πανταλόνιν = παντελόνι πανταχαρεμένος = ο πάντοτε χαρούμενος πανταχούσα = η εγκύκλιος ανώτατου κληρικού προς τους κατώτερους κληρικούς ή προς το λαό πάντεινο = ανδρειότατος Παντέλλενος = ανδρείος Έλληνας παντέμορφα = ωραιότατα, κάλλιστα παντέμοφρος = ωραιότατος παντενά = παντοτινά παντενός = παντοτινός παντέρα = σημαία, λάβαρο εκκλησίας παντέρημος = ολομόναχος, εντελώς απροστάτευτος παντής = παντός είδους παντοβάζαμο = άνθρωπος πανταχού παρών παντοβότανον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους παντοδύναμος = παντοδύναμος παντοθάμαστος = περίφημος παντοκράτωρ = παντοκράτωρ παντολαλεμένος = ξακουσμένος, περιλάλητος παντολόνιν = παντελόνι παντοτινά = παντοτινά παντοτινός = παντοτινός παντού = παντού παντοφάρμακον = θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις νόσους πάντρεμαν = πάντρεμα παντρεύω = παντρεύω παντρία = παντρειά πάντωμαν = η άσχημη κατάσταση του στόματος και ειδικά της γλώσσας λόγω ασθένειας πανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι πανωσπόντυλο = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα παξέ = κήπος οπωροφόρων δέντρων παξιμαδάζω = πρήζομαι, φουσκώνω παξιμάδιν = παξιμάδι παξιμαδοκλέφτας = κλέφτης παξιμαδιών παξιμαδόπον = παξιμάδι παξίσιν = φιλοδώρημα παξουματόπον = παξιμάδι παπά = φόρεμα (στη παιδική γλώσσα) παπαδίτζα = φυτό παπάκιν = κάλυμμα κεφαλής ιερέα παπαλίτζα = ασθένεια των αδένων του λαιμού παπάρα = παπάρα παπαράχκομαι = τρώγω παπάρα δηλαδή μέχρι σκασμού παπάς = παπάς πάπας = πατέρας παπάτεμαν = το να κάνεις ευχή παπατεύω = κάνω ευχή παπαφτία = είδος εδωδίμου μύκητα με σχήμα αφτιού παπή = πάπια παπιρόξυλον = ξύλινη πίπα παπίτζα = πήλινο αγγείο, πήλινη χύτρα παπιτζέα = ποσότητα όση χωράει η παπίτζα πάπλωμαν = πάπλωμα παπλωματίτζα = μικρό πάπλωμα παπορέα = χτύπημα ατμόπλοιου, μεταφ. καταιγίδα, τρικυμία παπόριν = ατμόπλοιο παπορόπ’λλον = βαποράκι πάπουλα = είδος παιχνιδιού παπουτζάς = υποδηματοποιός παπούτζιν = παπούτσι πάππας = πατέρας πάππος = παππούς παππού = άγιος (στη παιδική γλώσσα) παρά = παρά παρά = το ένα τεσσαρακοστό του γροσιού παραβάζω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται παραβάλλω = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται παραβάλσιμον = βάζω καλά, στερεά, συμμαζεύω το άκρο πράγματος για μη κρέμεται παραβαρασία = ενόχληση παραβαράσιμος = βαρετός παραβαράσιμος = βαρετός παραβαρύνω = βαραίνω, γίνομαι οχληρός παράβαχτα = παράκαιρα παραβγαίνω = παραβγαίνω παραβέξιμον = βήχω πολύ παραβέχω = βήχω πολύ παραβλακού = ηλίθια παραβολή = παροιμία παραβολικά = με παραβολές παραβοσκίζω = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου παραβοσκώ = βοσκίζω ζώα μέχρι κόρου παράβουλα = απερίσκεπτα παραβραδάσκουμαι = νυχτώνομαι παραβράδασμαν = νυχτόπαρμα παραβράζω = παραβράζω παραβρέχω = βρέχω πολύ παραβρουχνάζω = μουχλιάζω πολύ παραβυζαλίζω = θηλάζω μέχρι κόρου παραγαλάζω = ενοχλώ κάποιον με τις απαιτήσεις μου παραγαλία = ενόχληση με τις συχνές απαιτήσεις παράγαμπρος = κουμπάρος παραγαπώ = αγαπώ πολύ παραγβάλλω = ξεπροβοδίζω, προπέμπω παραγγείλω = προστάζω, παραγγείλω παραγγελία = παραγγελία παράγγελμαν = παραγγελία, εντολή παραγγελμάτιν = το κατά παραγγελία γενόμενο, μεταφ. κομψό, ωραίο παραγελώ = γελώ πολύ παραγελώ = γελώ πολύ παραγεμίζω = υπερχειλίζω δοχείο παραγερώ = γερνώ πρόωρα παραγιαλίζω = λάμπω, στίλβω παραγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία παραγιάλισμαν = λάμπω, στίλβω παραγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία παραγιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία παραγίνομαι = παρακμάζω, παραγίνομαι παραγιός = προγονός, υπάλληλος, υπηρέτης παραγιωσύνα = το να είναι κάποιος υπηρέτης παραγκωνίζω = σπρώχνω με τον αγκώνα, μεταφ. αποδιώκω παραγνωρίζω = αναγνωρίζω καλά παραγομάτος = παραγεμισμένος, υπερπλήρης παραγόμιν = πιλάφι παραγεμισμένο με τεμάχια ψητού κρέατος παραγομώνω = παραγεμίζω παραγουλάζω = ενοχλώ κάποιον τόσο πολύ σαν να τον πιάνω από τον λαιμό παραγουλέας = πολύ λαίμαργος παραγούλιν = προγούλι παραγούνια = τα απόκεντρα μέρη της οικίας παραγρανεμία = σφοδρή ανεμοθύελλα παραγυρίζω = κάνω πολλούς γύρους, μεταφ. ενεδρεύω, κατασκοπεύω παραδαβαίνω = παραβαίνω παραδάζω = κατά λάθος διάζω στήμονα περισσότερο του δέοντος παραδάρα = πλέον της ορισμένης ποσότητας τροφής, πέρα ή πριν της ορισμένης ώρας φαγητού παραδάριν = τροφή παρεχόμενη πλέον της κανονικής ποσότητας παραδεβάζω = μελετώ πολύ ώρα παραδέβασμαν = προσπέρασμα παραδέβασμαν = υπερβολική μελέτη παραδεβασμάτιν = εκείνο του οποίου παρήλθε ο χρόνος παράδεισος = παράδεισος παραδέλφιν = ετεροθαλής αδελφός παραδελφός = ετεροθαλής αδελφός παραδέχκομαι = παραδέχομαι παραδίγω = παραδίνω παράδικα = πολύ άδικα παραδιψώ = διψώ πολύ παραδόντιν = μικρό δόντι που βγαίνει πριν το κύριο παραδότης = προδότης παραδούλος = υπηρέτης βοηθός υπηρέτη παραείμαι = είμαι σε υπέρτατο βαθμό παραέχω = έχω με το παραπάνω παραζαλεύω = κατατρομάζω παραζάμανα = παράκαιρα παραζούβαλον = άνθρωπος κάτισχνος παραζώ = ζω στον πλούτο παραθαμάσκουμαι = εκπλήττομαι, εξίσταμαι παραθεός = ο μετά τον θεό επίγειος προστάτης παραθηκετέριν = εκείνος που παραθέτει και εκθέτει σε άλλους ότι ακούει από άλλους, ραδιουργός παραθήκω = τοποθετώ πράγματα δίπλα σε άλλα, εισάγω τους νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο παραθυμούμαι = αναπολώ παραθύρα = παράθυρο παραθυρίκα = παραθυράκι παραθύριν = παράθυρο παραθυρίτζα = παραθυράκι παραθυρίτζιν = παραθυράκι παραθυρόπορτας = πόρτες και παράθυρα παρακαθεύω = κάνω νυχτέρι παρακάθιν = συνάθροιση συγγενών και φίλων την νύχτα όπου λέγονται παραμύθια και παίζονται παιχνίδια παρακάθουμαι = κάθομαι δίπλα σε άλλον, παρακάθομαι παράκαιρα = παράκαιρα παράκαιρος = παράκαιρος παρακαίω = καίω πολύ παρακαλάτζεμαν = η πολύ ομιλία παρακαλατζεύω = ομιλώ πολύ παρακάλεμαν = παράκληση, ικεσία παρακαλεσία = παράκληση, ικεσία παρακαλεσίμι = παράκληση, ικεσία παρακαλετά = παρακαλετά παρακαλετσούμαι = παρακαλώ παρακαλία = παράκληση, ικεσία παρακάλιν = παράκληση, ικεσία παρακαλώ = παρακαλώ παρακαματίζω = παρακουράζω κάποιον με εργασία παρακαμένα = με πολύ καημό, πολύ θλιβερά παρακαμή = εστία, τζάκι παρακάμιν = μισοκαμένο ξύλο εστίας παρακαμίνιν = το πέριξ της εστίας, το δάπεδο της εστίας, εστία, καπνοδόχος παρακάμνω = παρακάνω παρακαμόλιθα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα παρακαμολίθαρα = πέτρες της εστίας πάνω στις οποίες στηρίζεται η χύτρα παρακατουρώ = ουρώ πολύ παρακείται = ανήκει, χρειάζεται παρακιαντά = άνθρωπος ακατάστατος παρακιασάκια = παράκαιρα παρακιάτιν = αφθονία αγαθών, ευτυχία υλική παρακιατλίν = εκείνο που αποδίδει άφθονα παρακλάδιν = κλαδάκι παράκληση = παρακλητική ακολουθία προς την Παναγία παράκλητος = ο θεός στην εκκλησιαστική γλώσσα παρακλοθώ = ακολουθώ όπισθεν, παρακολουθώ παρακοή = ανυπακοή παρακοΐα = ανυπακοή παρακοίλιδον = το δεύτερο στομάχι μηρυκαστικού ζώου παρακοιμίζω = εισάγω νεόνυμφους στο νυμφικό θάλαμο, παρασκευάζω την νυφική κλίνη παρακοίμισμαν = παρασκευή νυφικής κλίνης, εισαγωγή νεόνυμφων στο νυμφικό θάλαμο παρακοιμούμαι = παρακοιμάμαι παρακόλλιν = παρατσούκλι παρακόρη = κόρη από πρώτη σύζυγο σχετικώς προς την δεύτερη παρακόριτζο = κόρη σε σχέση προς μητριά παρακός = παρακατιανός παρακούντιν = μικρός άρτος παράκουος = ανυπάκουος, απειθής παρακουρσεύω = λεηλατώ και καταστρέφω τα πάντα παρακουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ παρακούω = παρακούω παρακόψιμον = ερεθισμός του δέρματος από υπερβολικό τρίψιμο παράκριν = η άκρη εσχάτη τόπου ιδίως αγρού παρακρούω = υπαινίσσομαι παρακύρης = πατριός παραλάεμαν = κατασπαράζω παραλαεύω = κατασπαράζω παραλάλημαν = το να παραμιλά κανείς παραλαλώ = παραμιλώ παραλάμπω = λάμπω από ομορφιά, μεταφ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση παραλανεύκουμαι = πλουταίνω παραλέγω = παραλέω παραλερός = πολύ λερωμένος παραλερώνω = λερώνω, λερώνομαι πολύ παραλής = πλούσιος, εύπορος παράλογα = άδικα παραλυγίσκουμαι = λυγίζομαι πολύ παραμάννα = παραμάνα παραμέθυγμαν = υπερβολική μέθη παραμεθύω = μεθώ υπερβολικά παραμερίζω = παραμερίζω παράμικρον = πράγμα μηδαμινό παραμόνα = η παραμονή του γάμου και κατ’ αυτήν ετοιμαζόμενα φαγητά, η επίσκεψη στη λεχώνα φέροντας μαζί έδεσμα παραμονή = παραμονή παραμύθιν = παραμύθι παραμωδώ = μουδιάζω πολύ παρανάζω = κάνω αυλάκι στον κήπο παρανεγκάζω = κουράζομαι πολύ παρανεγκασία = υπερβολική κόπωση παρανέγκασμαν = υπερβολική κόπωση παρανεύκουμαι = νομίζω πως κάτι είμαι, φέρομαι επιδεικτικώς, είμαι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στενοχώριες παράνιν = αυλάκι του κήπου όπου γίνεται φύτευση παρανοκέφαλον = η αρχή της αύλακος, όπου παροχετεύεται νερό για άρδεμα παράνομα = παράνομα παρανομία = παρανομία παρανομίζω = παρανομώ παρανόμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι παράνομος = παράνομος παράνομος = στο αλώνι ο διάδρομος μεταξύ της σωρού σίτου και των άχυρων κατά το λίχνισμα παρανουνίζω = σκέφτομαι πολύ παραντρανώ = παρατηρώ κρυφά παρανυστάζω = νυστάζω πολύ παρανυφάδα = παράνυφος παρανύφε = παράνυφος παράνυφος = παράνυφος παρανυχάουμαι = βγάζω παρωνυχίδα παρανύχασμαν = παρωνυχίδα παρανυχέα = παρωνυχίδα παρανυχίδα = παρωνυχίδα παρανύχιν = παρωνυχίδα παραξύω = ξύνω επιπόλαια παραπαίδιν = προγονός, υπηρέτης, εκείνος που είναι κάτι παραπάνω από παιδί παραπαίρω = ευτυχώ παραπανισμένος = περισσότερος παραπανιστός = περισσότερος παραπάνου = παραπάνω, περισσότερο παραπανού = το περισσευούμενο τεμάχιο πανιού το οποίο συνδέουν με το στημόνι δια ν’ αρχίσουν νέο ύφασμα παραπάρκομαι = ξεμυαλίζομαι παραπατέρα = θετός πατέρας παραπάτημαν = παραπάτημα παραπάτιν = πατημασιά παραπατώ = παραπατώ παραπεθερά = η πεθερά της πεθεράς παραπεινώ = πεινώ πολύ παραπέταγμαν = παραπέτασμα παραπετώ = παραπετώ παραπιάνω = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες παραπίασμαν = προσπαθώ να παρασύρω κάποιον με λόγια ή πράξεις κατακριτέες παραπικράζω = προξενώ σε κάποιον πολύ πίκρα παραπλανώ = παραπλανώ παράπλασμαν = άνθρωπος παραμορφωμένος, τέρας παραπολεμώ = αγωνίζομαι, προσπαθώ πολύ παράπολλα = πάρα πολύ παραπονέας = παραπονιάρης παραπόνεμαν = παράπονο παραπονεμένα = παραπονεμένα παραπονία = παράπονο παράπονο(ν) = παράπονο παραπονούδι = μικρό εξόγκωμα δέρματος παραπονώ = παραπονώ παραπόρτιν = δεύτερη πόρτα μικρότερη της κυρίας παραποταμία = παραποτάμιος χώρα παραπόταμος = παραπόταμος παραπούλλι = μικρό παιδάκι, δισέγγονος παραπουλώνω = παχαίνω πολύ παραρριγώ = κρυώνω πολύ παραρριζώνω = ριζώνω καλά, αποκτώ τέκνα παρασκευάτ’κα = παρασκευιάτικα Παρασκευή = Παρασκευή παρασουμάδ(ιν) = είδος δενδρυλλίου παρασούσσουμος = δύσμορφος παρασπάνω = τρώω πολύ μέχρι σκασμού παραστάριν = παραστάτης πόρτας παραστάτης = παράνυμφος, συμπαραστάτης, ο περιποιούμενος τους καλεσμένους σε γάμο παραστατωσύνα = τα καθήκοντα του παραστάτη παραστέκω = παραστέκω, αγρυπνώ τον νεκρό, περιποιούμαι, πολιορκώ παραστένω = παρουσιάζω κάποιον ή κάτι, παρίσταμαι σε λείψανο παραστοχάσκουμαι = προσέχω πολύ παραστράγκαλα = ανόητες πράξεις, παραλογισμοί παράστρατα = παρέκκλιση από την κανονική οδό παραστρατεύω = παραστρατώ παραστρατίζω = παραστρατίζω παραστράτιν = ατραπός, μονοπάτι, παράμερος τόπος παραστράφτω = αστράφτω πολύ παράταιρα = παράταιρα παράταξη = εορταστική ή νεκρική πομπή παρατζακωμένος = παρακουρασμένος παρατζούζω = αισθάνομαι έντονο ερεθισμό παρατζούξιμον = η αίσθηση του έντονου τσούξιμου παρατηρέτζης = παρατηρώ το κάθε τι παρατηρώ = εξετάζω λεπτομερώς παρατιμώ = περιποιούμαι με το παραπάνω παρατούρα = παράθυρο παρατρέχω = τρέχω πολύ παρατρόμαγμαν = τρομάζω πολύ παρατρομάζω = τρομάζω πολύ παρατρώγω = παρατρώγω παρατσοπάνω = συγκαλύπτω για να μη φανερωθεί παρατσοπαστά = συγκεκαλυμμένως παραφάγεμαν = παραφάγωμα παραφαγίζω = παραταΐζω παραφαίνομαι = προσπίπτω στην όραση κάποιου ή φαίνομαι ότι προσπίπτω παραφάνταλος = φαντασμένος, φαντασιοπληξία παραφαντάουμαι = επαίρομαι, αλαζονεύομαι, ονειροπολώ παραφέρω = παρομοιάζω πρόσωπο με άλλο παραφκίσκομαι = ακούω, ακροώμαι παράφκισμα = ακούω, ακροώμαι παραφλογίζω = ανάβω φλόγα στο στόμιο του φούρνου μετά την εμβολή άρτων για ενίσχυση της θερμοκρασίας παραφλόγιν = η φλόγα στο στόμιο του φούρνου που ανάβεται για ενίσχυση της θερμοκρασίας παραφορμίζω = χειροτερεύω (πληγή) παραφορτώνω = παραφορτώνω παραφούρνιν = ο υπερβολικώς πυρωμένος φούρνος παραφράχτε = ο χώρος εκτός του φράχτη παραφτάνω = παραωριμάζω παράφτε = σιδερένιο τρίποδο της εστίας παραφυτεύω = μεταφυτεύω παραχαμελύνω = χαμηλώνω πολύ παραχάταλον = μικρό παιδάκι παραχολάζω = ορίζομαι υπερβολικά παραχόπιτα = πίτα ψημένη στην εστία παραχορεύω = χορεύω πολύ παραχορτάζω = χορταίνω πολύ παραχοτίζω = χοροπηδώ παραχότιν = ατμόπλοιο παράχτισμαν = παράπηγμα παράχτρατα = μακριά από την κανονική οδό παραχτρατίζω = παραστρατώ παράχτρατον = εκείνο που βρίσκεται έξω από την συνοικία παραχώνω = παραχώνω παραχώρηση = βούληση, ευδοκία, χώρος ελεύθερος παραψένω = παραψένω παραψέσιμον = παραψένω παρδάλ(ιν) = εκείνο που πρόκειται να χαθεί, να καταστραφεί, αδέσποτο παρδαλάς = εκείνος που αερίζεται, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμερός, το φάντασμα μπαμπούλας, πολύτροπος, πονηρός παρδαλάσκομαι = φέρομαι σαν γάτα παρδαλός = παρδαλός, ποικιλόχρωμος παρδαλωτός = ποικιλόχρωμος πάρδος = γάτος παρδουλάουμαι = φέρομαι σαν γάτα παρδούλιν = μικρός γάτος παρέγβα = ξεπροβόδισμα, προπομπή, μετάβαση σε παρεκκλήσι για προσκύνημα παρεγβαίνω = παραβγαίνω παρείναιμον = λήψη παρεκκλήσιν = παρεκκλήσι παρέλεπμαν = εκείνος που βλέπει άλλα άντ’ άλλων, περιφρόνηση παρελέπω = προσποιούμαι ότι δεν βλέπω, περιφρονώ, βλέπω άλλα άντ’ άλλων, βλέπω πολύ καλά παρελέψιμον = περιφρόνηση προσώπου παρέμου = τουλάχιστον παρέμποδον = κώλυμα, εμπόδιο παρεντρανίζω = παρατηρώ κρυφά παρέξω = παραέξω, πιο έξω, μακριά, εκτός, πλην παρέρχομαι = φαίνομαι, φαίνομαι σαν κάτι άλλο παρεταίριν = εκείνο που δεν έχει ταίρι, το παράταιρο παρέτερα = μέρη όχι ημέτερα, αλλά ξένα παρηγοράζω = παραμυθούμαι, παρηγορώ παρηγορεύω = παραμυθώ, παρηγορώ, θωπεύω παρηγορία = παραμυθία παρηγορώ = παραμυθούμαι, παρηγορώ παρήκουος = ανυπάκουος, απειθής παρηνοσία = υπομονή παρθένα = δηλητηριώδες χόρτο παρθενάουμαι = δηλητηριάζομαι από το χόρτο παρθένιν παρθενεύω = ανήκω παρθενή = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παρθενί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παρθενία = παρθενία, αγνότητα παρθένιν = δηλητηριώδες χόρτο πάρθενον = παρθένος πάρθενος = παρθενικός, αμίαντος πάρια = εδώδιμα που στέλνονται ως δώρο στον γαμπρό μετά το γάμο από οικείους της νύφης παρίσμα = αμυγδαλές παρκιάλ(ιν) = διαβήτης, κύκλος πάρκιν = ασκός παρκώνω = γίνομαι σαν ασκός φουσκωμένος παρλάεμαν = λάμψη παρλαεύω = στίλβω, λάμπω Πάρμα-Θωμάς = είδος μεγάλου και λευκού θαλάσσιου πτηνού παρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω παροικία = περιουσία παροικώ = αποκτώ περιουσία, πλουταίνω, εγκαθίσταμαι σε μόνιμο μέρος παρομάζω = παρομοιάζω παρόν = παρουσία, φανερό παρόπιστος = φιλάργυρος παρόπον = νόμισμα μικρής αξίας παροτέα = η οσμή της πυρίτιδος παρότιν = πυρίτιδα, μπαρούτι παροτόπον = λίγη ποσότητα πυρίτιδας παρούμαι = αποκτώ χρήματα παρουνεύκουμαι = νομίζω πως είμαι κάτι, φέρομαι επιδεικτικώς, είναι ακατάδεκτος, διαβιώ οικονομικές στεναχώριες παρούσεμαν = συμφιλίωση παρουσεύω = συμφιλιώνομαι παρουσία = καταγραφή ονόματος για μνημόνευση, αμοιβή παρεχομένη σε ιερέα για μνημόνευση ονόματος, ωραία εμφάνιση, καλό παράστημα παρουσιάσκομαι = παρουσιάζομαι παρουστούρεμαν = συμφιλίωση παρουστουρεύω = συμφιλιώνω παρπαλλάκιν = παιδί ευτραφές, παχουλό παρπάρης = αγροίκος, βάρβαρος παρπαρίζω = αφοδεύω θορυβωδώς παρπάρτς = κουρέας παρρησία = θάρρος, τόλμη, καταγραφή ονόματος για μνημόνευση πάρσιμον = παραλαβή, λήψη, άλωση παρτά = παραπέτασμα παραθύρου παρτάλης = ρακένδυτος, κουρελής παρτάλιν = κουρέλια, ράκη, μικροπράγματα άνευ αξία, μεταφ. λόγοι κενοί, κομπορρημοσύνες παρτζουκλώνω = φασκιώνω παρτίν = το δέντρο αίγειρος παρτσά = τεμάχιο, κομμάτι παρτσαλάεμαν = διαμέλισμα, κατασπάραγμα παρτσαλαεύω = διαμελίζω, κατασπαράζω παρτσαλής = ο συγκείμενος τεμαχίων, ο μη μονομερής και ακέραιος παρχανά = κατάλυμα ομάδος αγωγιατών, καραβανιού παρχάρεμαν = παραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο παρχαρέτες = ο παραθεριστής σε θερινό βοσκότοπο παρχαρέτικος = εκείνος που προέρχεται από το παρχάριν παρχάριν = θερινός βοσκότοπος σε ορεινό μέρος παρχαρίον = παραθερισμός σε παρχάριν παρχαρλίκιν = παραθερισμός σε παρχάριν παρχαροκάλυβον = οικίσκος ποιμενικού συνοικισμού σε παρχάριν παρχαροκέφαλον = το ανώτατο μέρος παρχαριού παρχαρομάννα = γυναίκα που διαμένει σε παρχάριν, φροντίζει τα ζώα και ασχολείται με γαλακτοκομία, νεράιδα παρχαριού παρχαρομύτιν = το ψηλότερο μέρος παρχαριού παρχαρόνερον = νερό του παρχαριού παρχαρόπον = παρχάριν μικρής έκτασης παρχαροπούλλιν = πουλί παρχαριού, μεταφ. παιδί που μένει στο παρχάριν παρχαροτόπιν = τόπος κατάλληλος για θερινή νομή παρχαρόχορτον = χόρτο παρχαριού παρώνυμα = παρωνύμιο, παρατσούκλι παρωνυμάζω = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι παρωνυμίαγμαν = ονομάζω κάποιον με παρατσούκλι παρωνύμιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι πάρωρα = παράκαιρα παρώτι = παρώπιον ζώου παρ’γιάλισμαν = λάμπω, στίλβω παρ’γούλα = όρνιθα που έχει πυκνό φουντωτό πτίλωμα στο ράμφος παρ’γούλιν = βρογχοκήλη πάσα = πας, πάσα, παν πασάκας = τιμητικώς ο πρεσβύτερος αδελφός πασαρεύω = κατορθώνω, καταφέρω πασαρίνα = μοχλός πασάς = πασάς πάσιμον = πηγαιμός, αναχώρηση πάσιν = σκουριά μετάλλου πασίον = πηγαιμός, αναχώρηση πασιπόρτιν = διαβατήριο Πάσκα = Πάσχα Πασκαλία = Πάσχα πασκαλούτζα = το πρώτο άνθος της άνοιξης πασκανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος πασκείντο = μήπως πασκιανός = εκείνος που δεν είναι νηστήσιμος, δώρα του μνηστήρα στην αρραβωνιαστικιά στις μεγάλος εορτές πασκίζω = προσπαθώ, πασχίζω πασκίν = εργαλείο λεπτουργών με το οποίο γίνονται στρογγυλώσεις πασκιτανένον = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν πασκιτάνιν = γιαούρτι αποβουτυρωμένο, στραγγισμένο και αλατισμένο πασκιτανομάλεζον = αλευρόσουπα αρτυσμένη με πασκιτάν πασκιτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με πασκιτάν πασκιτανοφάει = φαγητό αρτυσμένο με πασκιτάν πασκιτάνωμαν = άρτυμα φαγητού με πασκιτάν πασκιτανώνω = αρτύω φαγητό με πασκιτάν πασκίτζα = πεταλουδίτσα πασλάεμαν = αρχή πασλαεύω = αρχίζω πασλαεύω = ανατρέφω πασλαμά = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα πασλανεύκομαι = σκουριάζω πασλίν = σκουριασμένο πασλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο πασμά = βαμβακερό ύφασμα πολύχρωμο πασσαλείφω = πασαλείβω πασσάλιν = πάσσαλος πασσαλοκαύτες = παρωνύμιο του μήνα Φεβρουαρίου πασσαλόπον = πάσσαλος πασσαλώνω = πασσαλώνω, στερεώνω καλά, αμβλύνομαι, γηράσκω πασταρέα = παστωμένο ψάρι παστίλα = γλύκισμα από μουσταλευριά παστιλομάλεζον = η μουσταλευριά της παστίλα παστούνι = ράβδος, βακτηρία παστούρεμαν = βάζω σε πιεστήριο παστουρεύω = βάζω σε πιεστήριο παστουρμά = παστουρμάς παστουρούτζιν = λάχανο ξηραμένο για τον χειμώνα πάστρα = καθαριότητα πάστρεμαν = καθαρίζω παστρεύω = καθαρίζω παστρικά = καθαρά παστρικός = καθαρός παστρικωσύνα = καθαριότητα παστρικωτός = καθαρός παστροσύνα = καθαριότητα πάστρωση = καθαριότητα πάστωμαν = πάστωμα παστώνω = παστώνω πάτα = πάτσι, ισοπαλία πάτα = πέλμα, πατημασιά πατάκιν = βάλτος, τέλμα πατάλεμαν = απασχολώ κάποιον παταλεύω = απασχολώ κάποιον Πατάλης = Οκτώβριος πατάλικον = μπατάλικο πατανά = ασβεστοκονίαμα, μπαντανάς παταράτον = φέτα ψωμιού, τηγανίτα πατάριν = φέτα ψωμιού πατατούκα = ανδρικό πανωφόρι πατάχ(ιν) = βάλτος, τέλμα πατέα = πατημασιά πατέα = δοχείο νυκτός, καθίκι πατέλα = τετράγωνο καλάθι πατελέα = ποσότητα όση χωράει η πατέλα πατελόπον = τετράγωνο καλάθι πάτεμα = πάτημα, πατημασιά, μεταφ. ληστρική επιδρομή, ευωχία στην οικία του γαμπρού και της νύφης πριν τη στέψη, προσφορά δώρων στη νύφη μετά τη στέψη πάτεμαν = βούλιαγμα, βύθιση πατεμασέα = πατημασιά πάτερ = πάτερ πατέρας = πατέρας πατερίδιν = σανίδι πάνω στο οποίο πατάει ο κεραμέας όταν εργάζεται στο τροχό πατερικόν = συναξάρι αγίων πατερίτζα = πατερίτσα πατερόν = πάτωμα, δάπεδο πατετά = συμπιεσμένα, πατώντας πατετέριν = πέταλο ζώου πατετός = συμπιεσμένος πατεύω = βουλιάζω, καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι πατζάκιν = κνήμη, μπατζάκι πατζακλίν = το πτίλωμα των ποδιών στα πτηνά πατζακόδεμαν = καλτσοδέτα πατζάκος = φάντης στα παιγνιόχαρτα πατζακωτήριν = πιεστήριο χρυσοχόων με το οποίο αποτυπώνουν γραμμές στα μέταλλα πατζανάκης = μπατζανάκης πατζάρης = πλατσομύτης, σιμός πατζαρομύτης = πλατσομύτης, σιμός πατζιάρει = βλάπτει, πειράζει πατζιαρίσι = βλάβη πατζομύτης = πλατσομύτης, σιμός πάτζος = πλατσομύτης, σιμός πατζουκίαγμαν = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές πατζουκιάζω = τρώω βιαστικά καταβροχθίζοντας μεγάλες μπουκιές πάτζωμαν = στράβωμα πατζώνω = στραβώνω πατήκιν = μέρος όπου πατάς για να ανέβεις, σκαλοπάτι, τσόκαρο πατηκώνω = συμπιέζω πατηχτέρα = είδος παιχνιδιού πατίτζ(ιν) = αναρριχητική φασολιά πατιχαβάν(ου) = δωρεάν πατιχάνιν = μικρό ντουλάπι ανοιχτό πατλίτζιν = αναρριχητική φασολιά πατλιτζόφυλλα = τα φύλλα του πατλιτζιού πατμανέα = μονάδα βάρους έξι οκάδων πατμάνιν = μονάδα βάρους έξι οκάδων πατνοζέα = ποσότητα όση χωράει το πατνόζιν πατνόζιν = μαγειρικό σκεύος πατόζα = αλωνιστική μηχανή πάτος = πάτος πατούλα = εκείνη που έχει λευκό δέρμα, παχουλή, αφράτη πατουλάζω = κάνω τολύπες τα λαναρισμένα έρια, χιονίζει, καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού πατούλιν = το αποσπώμενο από το λανάρι έριο, έριο λαναρισμένο και σχηματοποιημένο σε πόκους, νιφάδες χιονιού πατουλίουμαι = καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού πατούνα = φτέρνα πατούρεμαν = βυθίζω, μεταφ. φέρω κάποιον σε κατάσταση χρεοκοπίας πατουφανίτζα = χώρος της μάντρας όπου μένει το νεογέννητο μοσχάρι πατούχικον = βαθύ πατρατίνος = άνθρωπος χοντρός που έχει ασταθές βάδισμα πατριάρχης = πατριάρχης πατρίδα = πατρίδα πατρικά = πατρική οικογένεια ή οι εκ πατρός συγγενείς, πατρική περιουσία πατριώτης = πατριώτης πατρογονικά = η οικογενειακή καταγωγή, αυτά που ανήκουν στους γονείς πατρόνιν = φυσίγγιο πυροβόλου όπλου πατρός = πατρός πατρούας = πατριός πατρουδάζω = προστατεύω σαν πατέρας πατρούλος = πατριός πατρώνας = πατριός πατσά = πατσάς πατσαβούρα = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα πατσαβουρόπον = κουρέλι, ράκος, πατσαβούρα πατσαμουράζω = γεμίζω το στόμα μου και δύσκολα μασώ πατσή = αδελφή, θυγατέρα, κόρη πατσίκα = αδελφή, θυγατέρα, κόρη πατώ = πατώ, γέρνω, ρίπτω κάτω, μεταφ. κυριεύω, λεηλατώ, παραβαίνω πάτωμα(ν) = πάτωμα πατώνω = βάζω πάτωμα από σανίδια παφνίζω = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι πάφνισμα(ν) = καπνίζω ουσία ιαματική για θεραπεία νοσήματος, θεραπεύομαι παχαρικά = μπαχαρικά παχειοτσιαδίες = μέρη πολύ σκιερά παχειού = γυναίκα παχιά, χοντρή παχειούρι = χονδροειδές, άκομψο παχειόφυλλο = φυτό ιαματικό με παχιά φύλλα παχένω = παχαίνω παχλιβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής παχνί = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος παχνωτό = χρώμα μολυβδόχρουν παχόκολος = εκείνος που έχει παχύς γλουτούς πάχος = πάχος παχόσκυλλο = σκύλος χοντρός παχοτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα παχουκούταβος = μικρό σκυλάκι ευτραφές παχούλεμαν = ζηλεύω, ζηλοτυπώ παχουλεύκομαι = ζηλεύω, ζηλοτυπώ παχούλης = ζηλότυπος, ζηλιάρης παχοφάγειν = είδος φαγητού από χονδραλεσμένο σίτο ή αραβόσιτο παχοχάρτιν = παχύ χαρτί παχρά = η αμοιβή που δίνει ο γεωργό στον γαιοκτήμονα του οποίου καλλιεργεί την γη παχσίσιν = φιλοδώρημα παχτζά = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων παχτζάδιν = κήπος δέντρων οπωροφόρων παχτζαδίτζα = κήπος δέντρων οπωροφόρων παχτζόπον = κήπος δέντρων οπωροφόρων, λεπτοκαρύων πάχυμα(ν) = πάχυνση παχυματώ = πρήζομαι λίγο παχύντερον = παχύ έντερο παχύνω = παχύνω, συμπυκνώνομαι παχύς = παχύς παχύστομος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη παχυτζέπλ(ι)κον = εκείνο που έχει παχύ φλοιό παχυτζίμιδος = εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα παχύχειλος = εκείνος που έχει παχιά χείλη παχυχωμία = τόπος με χώμα παχύ και εύφορο πάχωμαν = χόρτο λειμώνος πυκνό και ψηλό παχωτός = παχουλός πεανεμός = αναχώρηση, επέλευση, πηγαιμός πεβγαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι πεγαδάς = εκείνος που επιβλέπει της βρύσες πεγαδέσιν = εκείνο που προέρχεται από την πηγή πεγαδήτρα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές πεγάδιν = πηγάδι πεγαδομάννα = νύμφη των βρύσεων και των πηγών, ζωύφιο υδρόβιο, τριφυλλοειδές χόρτο υδροχαρές πεγαδομμάτιν = πηγή ύδατος πεγαδονεροκράτευτον = βρύση που κρατάει το νερό πεγαδόνερον = νερό βρύσης πεγαναχτώ = ξεκουράζομαι πεγένεμαν = βρίσκω της αρεσκείας μου, μου αρέσει κάτι πεζάζης = έμπορος πανικών πεζάζικον = κατάστημα πανικών πεζεβέγκης = άνθρωπος άτιμος, πρόστυχος πέζεμαν = ξεπεζεύω πέζεμαν = αηδιάζω, βαρύνομαι πεζεύω = ξεπεζεύω πεζεύω = αηδιάζω, βαρύνομαι πεζίριν = δελφινέλαιο πεζιρκιάνος = πλανόδιος έμπορος πεζός = πεζός πεζουλάουμαι = καταπίνω πεζούλιν = κρημνός πέης = η βασίλισσα των μελισσών πεθερά = πεθερά πεθερικά = πεθερικά πεθερός = πεθερός πεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ πείνα = πείνα πεινώ = πεινώ πείραγμα(ν) = πείραγμα, ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία πειράζω = πειράζω, ενοχλώ, βασανίζω πειρανία = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία πειρανίζω = ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ πειράνιξη = βάσανο, ταλαιπωρία πειρανισία = βάσανο, ταλαιπωρία πειράνισμαν = πείραγμα πειρανισμένα = με στερήσεις οικονομικές και με ταλαιπωρίες πειραντή = ενόχληση, βάσανο, ταλαιπωρία πειρία = βάσανο, ταλαιπωρία πείσμα(ν) = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, στοίχημα πεισματικός = εργατικός, φίλεργος πεισματώνω = πεισματώνω, φιλονικώ πεισμή = πείσμα πεισμονή = πείσμα πεισμώνω = πεισματώνω, φιλονικώ πεκιά = κρεβάτι ξύλινο πεκιάρης = άγαμος άνδρας, μπεκιάρης πεκλέεμαν = αναμονή πεκλεεύω = περιμένω πεκμέζιν = πετμέζι πέκνες = ηλιακά εγκαύματα του προσώπου, εφηλίδες πεκνιάρης = εκείνος που έχει στο πρόσωπό του πέκνες πεκοιμίζω = αποκοιμίζω πεκούλιν = περιουσία που ανήκει μόνο σε έναν πεκτζής = φύλακας, φρουρός πελά = ενόχληση, σκοτούρα πέλαγος = πέλαγος πελαγούμαι = προχωρώ ολοένα σε βαθύτερα ύδατα της θάλασσας πελάδι = λίγη ποσότητα πηλού πελάεμαν = το σκάψιμο με δικέλλα πελαεύω = σκάβω με δικέλλα πελαλής = μπελαλίδικος πελεκάδιν = πελεκούδι πελεκάνος = πελεκάνος πελεκετός = πελεκημένος πελεκή = πελέκημαν = πελέκημα πελεκιάδιν = κορμός δέντρου πελεκημένο πελεκίζω = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ πέλεκυς = πέλεκυς πελεκώ = πελεκώ, δέρνω, μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ πελεξούδι = γυναίκα κακή, πρόστυχη, μέγαιρα πελεχούδι = άνθρωπος που αναμειγνύεται παντού πέλιν = δικέλλα, μικρό σιδερένιο φτυάρι πελιτένος = εκείνο που είναι φτιαγμένο από ξύλο δρυός πελίτιν = δέντρο δρυς πελιτόξυλον = ξύλο δρυός πελιτόπον = δέντρο δρυς πελλαγείας = χαιρετισμός έκφρασης σε επιστολές ή προφορικές ομιλίες που απευθύνεται σε οικεία και φιλικά πρόσωπα πελμά = διάφραγμα εσωτερικό οικοδομής που διαχωρίζει δυο δωμάτια πελόξυλον = η ξύλινη λαβή του πελιού πελόπον = δικέλλα πελός = πηλός πελτέκης = βραδύγλωσσος, τραυλός πελτεκώνω = γίνομαι σαν ιξώδης πολτός πελώνω = λερώνω με λάσπη πελώριν = πανύψηλος, πελώριος πεμπελίδιν = μεσπιλέα πέμπτος = πέμπτος πενεδήβε = απήλθε, αποχώρησε πενειτεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι πενήντα = πενήντα πενηνταήμερον = χρονικό διάστημα πενήντα ημερών από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής, Πεντηκοστή πενηντάριν = μέτρο υγρών πενήντα δραμιών πενητάζω = λιμοκτονώ πενήτας = φτωχός πενήτεμαν = λιμοκτονία πενητεύω = λιμοκτονώ πενιχρός = πενιχρός, φτωχός πενληλαεύω = εντυπώνω κάποιον στην μνήμη μου και ύστερα τον αναγνωρίζω εύκολα, απομνημονεύω πενλής = εναργής, δειλός πεντάγνωμος = αλλοπρόσαλλος πεντάδιν = σωρός, στοίβα πεντάδιπλα = πενταπλασίως πεντάδιπλος = πεντάδιπλος πεντάημερος = πενταήμερος πεντακόσοι = πεντακόσιοι πεντάλφα = πεντάλφα πεντάμορφος = πεντάμορφος πεντάνευρον = βότανο του οποίου τα φύλλα έχουν πέντε νεύρα πεντανόφυλλο = αγριόχορτο ιαματικό για τις πληγές πεντάπλεχτα = πλεγμένο σφιχτά, πυκνά πεντάπλεχτος = εκείνο που είναι πυκνά πλεγμένος πεντάρα = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων πεντάρι(ν) = το χαρτί πέντε των παιγνιόχαρτων πεντάρφανος = πεντάρφανος πεντάφυλλον = χόρτο που έχει πέντε φύλλα πεντάχροιαστος = εκείνος που έχει πέντε χρώματα πεντάχρονος = πεντάχρονος πεντέχτη = πέμπτη προς την έκτη μέρα του μηνός πεντζερέ = παράθυρο πεντζερόπον = παράθυρο πεντικός = ποντικός πέντιν = μυλαύλακο πεντογένης = εκείνος που για γένια έχει πέντε τρίχες πεντόλιρον = χρυσό τούρκικο νόμισμα αξίας πέντε λιρών πεντόφραφος = πεντάρφανος πέπενο = ώριμος καρπός πεπέτζιν = λεπτό δέρμα πεπετζόπον = λεπτό δέρμα πεπετζούρα = καρπός υπερώριμος με λεπτό φλοιό και μαλακό πεπονέα = οσμή πεπονιού, κήπος πεπονιών πεπόνιν = πεπόνι περ(ι)γιαλόχειλον = ακρογιαλιά, παραλία περά = ιδιαίτερο μέρος θερινής νομής περαγκέσου = στα απέναντι μέρη περαγκιάνου = αντίκρυ με κατεύθυνση προς τα άνω πέραγμα = απέναντι με διεύθυνση προς τα κάτω περάζω = διαβαίνω, περνώ περάζω = πειράζω περαθέμπερος = ανόητος, μωρός πέραθεν-πέραν = από πέρα ως πέρα πέραν = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος πέραν-καικά = απέναντι ακριβώς, το αντικρινό μέρος πέραν-κέσου = απέναντι πέραν-κιάνου = απέναντι προς τα άνω, το αντικρινό μέρος με κατεύθυνση προς τα άνω πέραν-μερέαν = στην απέναντι μεριά πέραν-μέρου = στην απέναντι μεριά πέραν-περού = πέρα ως πέρα περάνω = διαβαίνω, περνώ πέραση = ισχύ, υπόληψη πέρασμα = πέρασμα περασμένος = αυτός που έχει διαβεί, περάσει περαστικά = περαστικά περατανός = εκείνος που προέρχεται από το απέναντι μέρος περβάζιν = κορνίζα, γείσο οικοδομής, θριγκός περβαζλάεμαν = περιβάλλω σε πλαίσιο περβαζλαεύω = περιβάλλω σε πλαίσιο περβαζλής = ο περιβεβλημένος με πλαίσιο, πλαισιωμένος πέρδικα = πέρδικα, αβγό περιπλεγμένο με πολύχρωμα μαλλιά το οποίο προσφέρεται ως δώρο πασχαλινό περδίκιν = πέρδικα περδικόπον = πέρδικα περδικοτόπιν = τόπος όπου συχνάζουν οι πέρδικες περδικοφώλιν = φωλιά πέρδικας περεκεντέ = άνθρωπος ακατάστατος περεκέτιν = αφθονία αγαθών προερχόμενη από τη γεωργία, του επαγγέλματος, της τέχνης κτλ. περεκετλίν = αυτό που αποδίδει άφθονα περενίτζα = κάλυμμα κεφαλής πλατύγυρο περή = δαιμόνιο, εξωτικό, μάγισσα, μεταφ. γυναίκα πονηρή και ραδιούργα περηφάνα = υπερηφάνεια περιαπλούμαι = εξαπλώνομαι περιαύλιον = προαύλιο περιβάραζω = γίνομαι πολύ οχληρός, είμαι βαρετός περιβαρασία = εκείνη που προξενεί ενόχληση σε άλλους περιβαράσιμος = βαρετός περιβολάζω = χτίζω τοίχο περιβολάκιν = μικρός κήπος περιβόλιν = περιβόλι, κήπος περίβολος = η συσκευή της τσακμακόπετρας περιγελαξία = άνθρωπος άξιος εμπαιγμού περιγέλασμα = περιγέλασμα, περιφρόνηση περιγελαστέας = περιγελαστής περιγελώ = περιγελώ περιγιάλιν = ακρογιαλιά, παραλία περιγιάλος = ακρογιαλιά, παραλία περιγλείφουμαι = γλύφω τα χείλη από ευχαρίστηση εξ γλυκού περίγυρον = περίγυρος περίκακα = πολύ κακά, κάκιστα περίκακος = πολύ κακός περικαλλίων = κάλλιστος, το καλύτερο όλων περίκαλος = πολύ καλός περικλωνάρα = κλώνοι που περιβάλλουν το κορμό δέντρου περικοκλάδα = περικοκλάδα περικρατώ = περιλαμβάνω κατ’ έκταση περίλαος = μεγάλος πλήθος λαού περίληψη = βιβλίο θρησκευτικό του σχολείου, τα χαρακτηριστικά του προσώπου περίλοιπος = υπόλοιπα περίλυπος = λυπημένος περίλυψη = λύπη περιμένω = περιμένω περιουσία = περιουσία περίπαιγμαν = περιπαίζω περιπαίζω = περιπαίζω περιπαιχτέας = περιπαιχτικός περιπετώ = πετώ περιπεύω = ευπρεπίζομαι, συγυρίζομαι, στολίζομαι περιπιάνω = περιλαμβάνω, περικυκλώνω χώρο περιπλέα = πολλά, παραπανήσια περισάνης = δυστυχής, ταλαιπωρημένος περισανλίκιν = δυστυχία, ταλαιπωρία περισσεύω = περισσεύω περισσός = περισσός περίσταση = περίσταση περιστεγνώνω = στεγνώνω περιστερά = περιστερά περιστέριν = περιστέρι περιστερόπον = περιστέρι περιτσίουμαι = σχίζομαι γύρω περίφτισμα = δερματικό εξάνθημα περιχαρά = περίγελος περιχάρα = χαιρεκακία περιχαρεμένος = περιχαρής περίχαρος = περίχαρος περιχώνω = συγκαλύπτω, σκεπάζω, θάβω, ενταφιάζω περίχωρα = περίχωρα περιχωσία = συνωστισμός πλήθους περκελής = κυκλικός περκέλιν = διαβήτης, κύκλος πέρλυμα = ξήλωμα περλύω = ξηλώνω περνάζω = διαβαίνω, περνώ περνατής = διαβάτης περνή = διάβαση συνήθως ποταμού περνίζω = διαπεραιώνω, εννοώ, καταλαμβάνω περνιχτής = εκείνος που διαπεραιώνει περνώ = διαβαίνω, περνώ περονέα = ποσότητα φαγητού όση χωράει το πιρούνι περονίζω = πριονίζω περόνιν = πριόνι περόνιν = πιρούνι περού = αντίκρυ, απέναντι, το αντικρινό μέρος περπαντουλάζω = κουρελιάζω περπαντουλέας = κουρελής περπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο περπάτεμα = περπάτημα περπατευτά = περπατώντας περπατή = βάδισμα, περίπατος περπατησία = βάδισμα περπάτιν = ρυπαρό και ακάθαρτο πράγμα περπατώ = περπατώ περπεντούλιν = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός περπεντουλόπον = κουρέλια, ορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων που κοσμούν το κεφάλι γυναικός πέρπερα = χρυσά νομίσματα περπερείον = κουρείο περπέρης = κουρέας περπερίζω = ξυρίζω περπέρικον = κουρείο περπερλίκιν = το επάγγελμα του κουρέα πέρπερος = παραχαϊδεμένος περρίμματα = τα ριπτόμενα στους νεόνυμφους ρύζι, σίτο, φουντούκια κτλ. περτάχιν = ουσία στιλβώσεως περταχλάεμαν = στιλβώνω, λουστράρω περταχλαεύω = στιλβώνω, λουστράρω περτέ = παραπέτασμα παραθύρου περτιλεύουμαι = μπερδεύομαι, περδικλώνομαι πέρυσι = πέρυσι περυσινός = περσινός περχοτή = κομμάτια άρτου περιχυμένα με καυτό ζωμό κρέατος ή βουτύρου κτλ. περώ = διαβαίνω, περνώ περ’σιζ’νός = περυσινός περ’σσόκρεας = το περισσευούμενο κρέας που πετιέται κατά το καθάρισμά του πέση = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο πέσιμον = πτώση, κατάκλιση προς ύπνο πεσίον = ο τρόπος κατάκλισης για ύπνο πέσκα = πέφτω πεσκαθήναι = πέφτω πεσκαθίον = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως πέσκαμα = κατάκλιση προς ύπνο, ο τρόπος κατακλίσεως πεσκιάζω = βλέπω αμυδρά πεσκίριν = προσόψιο, πετσέτα πεσκιρόπον = πετσέτα πέσκος = θερμάστρα, σόμπα πεσλέεμαν = ανατρέφω πεσλεεύω = ανατρέφω πεσλεμέ = μεταφ. θρέμμα, ανάστημα πεσλίν = ευτραφές, καλοθρεμμένο πεσσός = μικρό κοίλωμα τοίχου για τοποθέτηση διαφόρων πραγμάτων πεστέας = αδύνατος, καχεκτικός πεστέρινον = αδύνατο, καχεκτικό πέταγμαν = πετώ πετάζω = πετώ πεταλήτρα = χαρταετός, χρυσαλλίδα, πεταλίδα πετάλιγμαν = κάνω κάτι να πετάξει, επιπλέω πέταλο(ν) = πέταλο πεταλούδα = πεταλούδα πετάλωμαν = πεταλώνω πεταλώνω = πεταλώνω πετάνω = πετώ πετασάρ’κον = ζώο που έχει λευκό σημάδι στο μέτωπο πεταύρα = λεπτό σχινοσάνιδο από κορμό ελάτου που χρησιμοποιείται για στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη είναι σχήματος αετοειδούς πεταφνάζω = αλλάζω χροιά όψεως, προσώπου πετεινάζω = οχεύω (πετεινός) πετεινάριν = πετεινός πετειναρίτζα = ζαχαρωτό σε σχήμα πετεινού πετειναρόπον = πετεινός πετειναροπούλλιν = κοκοράκι πετεινεύω = φέρομαι ασελγώς, αλαζονεύομαι πετεινίαγμα = το σπέρμα του πετεινού εντός του αβγού πετεινίτζος = πετεινός πετεινολάλιν = το λάλημα του πετεινού πετεινολαλώ = πετεινός λαλεί πετεινός = πετεινός πετζάρεμαν = κατορθώνω, καταφέρνω πετζαρεύω = κατορθώνω, καταφέρνω πετζαρούχλης = επιδέξιος, επιτήδειος πετζάς = δερματέμπορος πετζένον = εκείνο που είναι φτιαγμένο από δέρμα πετζί(ν) = δέρμα πετζιώνει = χωνεύεται (πυρά) πετζοκόσκινο = κόσκινο που είναι πλεγμένο με λεπτές λωρίδες δέρματος πετζοκόφτω = σφάζω πετζόμηλον = είδος μήλου με φλούδα χοντρή σαν πετσί πετζοπούλλι = νυχτερίδα πετζός = σφιχτός σαν πετσί, πυκνός πετζούτζα = νυχτερίδα πετζοφάγος = εκείνος που φθείρει γρήγορα τα υποδήματά του πετζώνω = αδυνατίζω σωματικώς, φθίνω, γίνομαι πετσί και κόκκαλο πετόνιν = υπόγειος οχετός οικίας πέτος = θαλάσσιο πτηνό πέτρα = πέτρα πετράκιν = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχο πετράπιν = αχλάδι σκληρό πετράριν = πετρώδης πετράς = λατόμος πετραχήλιν = πετραχήλι πετρέα = χτύπημα με πέτρα πετρένος = πετρένιος πετρίτζα = πετρούλα, είδος μικρού πτηνού πετρίτης = άνθρωπος γερός σαν βράχος πετροβίτζα = λίθος που τοποθετείτε στα πέταυρα της στέγης για στερέωση πετροβολούμαι = πετροβολούμαι πετροβολώ = πετροβολώ πετροκάρβωνον = λιθάνθρακας πετροκάρδης = σκληρόκαρδος, απηνής πετροκκούτζι = πράγμα σκληρό σαν πέτρα πετροκόντυλον = το κονδύλι της μαθητικής πλάκας πετρόμηλον = σκληρό μήλο πετροπούλλιν = πετραδάκι πετρούδι = γη πετρώδης πετροχόρενο = καβουρντιστήρι πετρόχορτον = χόρτο που μεγαλώνει σε βράχους πετρώνας = τόπος πετρώδης πετρωτός = εκείνος που περιέχει πολύτιμο λίθο, ψηφιδωτός, στικτός πετώ = πετώ πεύκιν = τάπης Πέφτ(η) = Πέμπτη πέφτω = πέφτω πεχλεβάνος = γενναίος αθλητής, παλαιστής πεχνίν = φάτνη ζώων, παχνί, υπόγειος στάβλος πεχορίκιν = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας πεχρέγκιν = πήλινος υδροσωλήνας πεχταλώνω = μετατοπίζω, μετακινώ πεχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς πεχτίν = ρυπαρό πράγμα πη = όποιος πηγάδιν = βρύση, νερό βρύσης πηγαδόπον = μικρή βρύση πήγανον = φυτό απήγανος πηγή = πηγή πηδώ = πηδώ πηλός = πηλός, λάσπη πήχη = πήχης πηχιάζω = μετρώ με πήχη πηχτά = πυκνά πηχτή = πηχτός, πυκνός, κρύος πατσάς πηχτίζω = πήζω πήχτωμαν = πηχτώνω, πυκνώνω πηχτώνω = πηχτώνω, πυκνώνω πιάγκο = κλήρος πιανέτσω = μπορώ να πιάσω πιάνω = πιάνω, συλλαμβάνω, αγγίζω, συρράπτω, προσκολλούμαι, ανάβω πιασέα = ποσότητα πράγματος όση πιάνεις εφάπαξ πιάσιμον = πιάσιμο, σύλληψη, αφή, κάψιμο, προσκόλληση φαγητού στο πυθμένα του δοχείου που ψήνεται πιασιμονή = πιάσιμο, σύλληψη πιασίος = ελώδης πυρετός πίασμα = ελώδης πυρετός πιάστα = πιάστρα πιαστούρι = μέλι που πιάνει, ζαλίζει λόγω της μεθυστικής του ιδιότητας πιάστρα = πιάστρα πιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου πίβαλος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος πιβόλ(ιν) = το προς εμβολιασμό κλωνί πιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω πιδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι πιδεβάζω = διαπερνώ πιδεβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός πιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος πιδέξος = επιδέξιος πίδοξος = επίδοξος πιέλον = κουβάς πιζάρωτα = λοξά, στραβά πιζελέσιμος = επίζηλος, επίφθονος πιζέλιν = μπιζέλι πίζηλα = επικίνδυνα πίζηλος = εκείνος που υπόκειται σε φθόνο, σε βασκανία, νεόγαμος, ζηλότυπος πιθαμάζω = μετρώ έκταση με πιθαμή πιθαμή = πιθαμή πιθαμίασμαν = μετρώ έκταση με πιθαμή πιθαρέα = ποσότητα όση χωράει ένα πιθάρι πιθάριν = πιθάρι πιθήκα = πίθηκος πιθηκιάζω = τυλίγω νήμα σε αδράχτι, όπου σταδιακώς σχηματίζεται ο όγκος τους ως αποθήκευση πιθήκω = τοποθετώ πίκα = στενοχωρία πικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος πικέφαλο = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος πίκνα = μαύρο στίγμα προσώπου πικονώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα πικρά = με πικρή γεύση πίκρα = πίκρα, μεταφ. θλίψη, στενοχώρια πικράδα = πικράδα πικράζω = πικραίνω, στενοχωρώ πίκραιμαν = πίκρα, μεταφ. λύπη, θλίψη πικραίνω = πικραίνω, λυπώ πικραναλλαγμένος = εκείνος που περιβάλλεται από πένθιμη ενδυμασία πικρασία = πικρή γεύση, μεταφ. θλίψη πίκρασμαν = πικραίνω, στενοχωρώ πικρατώ = επαρκώ πικρελαία = είδος δαμασκηνιάς πικρίζω = πικρίζω πίκρισμαν = πικρίζω πικρίτα = άγριο μαρούλι πικρό στη γεύση πικροζώμιν = καφές χωρίς ζάχαρη πικροθάλασσα = θάλασσα πικρή, που προκαλεί θλίψη πικροκαταρούμαι = λέω πικρές κατάρες πικροκαταρούσα = εκείνη που λέει πικρές κατάρες πικροκελαηδούσα = πτηνό που κελαηδεί λυπητερά πικροκελαηδώ = κελαηδώ πένθιμα, λυπητερά πικροκοκκύμελον = είδος δαμάσκηνου πικρού πικρός = πικρός πικρούμαι = αποκτώ πικρή γεύση πικροφάγεια = τα φαγητά της μακαρίας που φέρνουν οι φίλοι στους οικείους του αποθανόντος πικρωτός = ο κάπως πικρός στη γεύση πιλάβιν = πιλάφι πιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού πιλάλημα = μάτιασμα πιλαλώ = βασκαίνω, ματιάζω πιλίκος = φάκελος επιστολής πιλίνεμαν = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι πιλινεύκουμαι = γίνομαι γνωστός, φημίζομαι πιλίνο = χόρτο με πικρή γεύση πιλιστόπον = κοτόπουλο πιλίτσιν = κοτόπουλο πιλόριν = ράφι αποθήκευσης δημητριακών, φακός πιλπίλης = εύγλωττος πιλώνω = σφίγγομαι για αφόδευση, φτάνω στο τέλος των πόνων του τοκετού πιμπίλα = κέντημα στην παρυφή ενδύματος πιμπιλίζω = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω πιμπίλιν = είδος κοσμήματος ως κόσμημα στην παρυφή ενδύματος, το καρίκωμα της ραπτικής πιμπίλισμαν = ράβω με λεπτή βελόνα, καρικώνω την άκρη κομμένου υφάσματος, μεταφ. καλλωπίζω πιμπιλώνω = κεντώ την παρυφή ενδύματος πινά = οικοδομή, κτίριο, οικόπεδο πίνακα = σχολικός πίνακας πινακέα = ποσότητα όση χωράει το πινάκιν πινακίδιν = ξύλινη πλάκα πάνω στην οποία μάθαιναν στο σχολείο την αλφαβήτα, σανίδα πάνω στην οποία οι οικοδόμοι μαλάσσουν την άσβεστο για σοβάτισμα τοίχου πινάκιν = ξύλινο πιάτο φαγητού πινακόπουλλον = μικρό ξύλινο πιάτο φαγητού πινακού = μεγάλο ξύλινο πινάκιον πινακωτή = μεγάλο ξύλινο πινάκιον πιναλαεύω = επισκευάζω, βάζω σόλες στα υποδήματα πινέσιν = κοτέτσι πινεύω = καβαλικεύω πινιτζής = καβαλάρης πιντηδεύω = ζητιανεύω, επαιτώ πιντής = ρυπαρός, συνεσταλμένος, δειλός, ζητιάνοι πιντοσύνα = ακαθαρσία, βρώμα πίνω = πίνω πινωτίσκομαι = κρυφακούω πίξηρος = ξηρός πιοτή = ποτό πιοτόν = ποτό πιπέρα = πιπεριά πιπεράς = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο πιπερερή = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο πιπερίζω = πιπερώνω πιπέριν = πιπέρι πιπερίτζα = χόρτο που έχει γεύση πιπεριάς πιπερλίν = φαγητό που έχει πιπέρι πιπεροζώμιν = το αφέψημα της κόκκινης πιπεριάς πιπεροθήκα = επιτραπέζιο πιπεροδοχείο πιπερόπον = μικρό πιπέρι πιπερόρριζα = πιπερόριζα πιπεροτρίφτε = όλμος όπου τρίβουν το πιπέρι, μύλος πιπεριού πιπερώνω = πιπερώνω πιπή = θεία και ηλικιωμένη γυναίκα (στη παιδική γλώσσα) πιπί = το πτηνό διάνος (στη παιδική γλώσσα) πιπιλίζω = βυζαίνω, θηλάζω, απορροφώ, τρώω λαίμαργα πιπιλίζω = κοιτάζω κάποιον περίεργα πιπίλιν = κουκούτσι καρπού, ο όρχις, το παιδικό μόριο, κρουνός ύδατος, καλλωπιστικός κροσσός σινδόνου, μανδηλίου κτλ. πιπιλοκοίλιν = εκείνο που έχει γεμάτη την κοιλιά από σπόρους πιπιλομάλεζον = χυλός από καλαμποκάλευρο και κολοκυθόσπορο πιπιλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια σαν κουκούτσι πιπιλώνω = γίνομαι μικρός σαν κουκούτσι πιρικεύω = συναθροίζω πιριόνιν = πιρούνι πιρνά = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο πιρνεζ’νος = πρωινός, αυριανός πιρνός = πρωί, κατά την πρωινή ώρα, αύριο πιρονίζω = κόβω με πριόνι πιρόνιν = πριόνι πιρπιρίμιν = φυτό αντράκλα πίρριφμαν = η εισαγωγή των άρτων στο φούρνο πιρρίφτες = όργανο σαν φτυάρι με το οποίο εισάγουν τους άρτους στο φούρνο πιρρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο πιρροκιάζω = βάζω το σκουλλί του ερίου στο πιρρόκιν πιρρόκιν = το επάνω μέρος, η κεφαλή της ρόκας πιρροχάζω = ροχαλίζω πιρυχαίνω = πετυχαίνω πίρχον = πριν πισάρης = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής πισέας = εκείνος που κάνει δουλειά ημιτελής πισία = τηγανίτες ψημένα με βούτυρο και αρτυόμενα με ζάχαρη ή μέλι πίσιν = ακάθαρτο, λερωμένο πισκιλάριν = φουντωτός πισκίλιν = η φούντα του φεσιού πισμάνι = μεταμέλεια πισογούλης = εκείνος που έχει ακάθαρτο λαιμό, μεταφ. λαίμαργος πίσσα = πίσσα, κόλαση πισσάνος = μελαψός πισσάρια = τα πρώτα σκούρα αποχωρήματα του βρέφους πισσάς = εκείνος που πουλά πίσσα πισσέα = οσμή της πίσσας πισσελλάζω = εκκρίνω υγρό στο χρώμα της πίσσας πισσέλλιν = υγρό στο χρώμα της πίσσας στο σωλήνα θερμάστρας, ρητίνη πεύκου πισσένος = εκείνος που είναι φτιαγμένος από πίσσα πισσοκούταλον = κουτάλι το οποίο χρησιμοποιείται στη διαλελυμένη πίσσα πισσού = μαύρη σαν πίσσα, ακάθαρτη, λερωμένη πισσόχορτον = αγριόχορτο το οποίο εκκρίνει μαύρη κολλώδη ουσία πίσσωμαν = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα πισσώνω = επαλείφω με πίσσα, γίνομαι κολλώδης σαν πίσσα πίστ(η) = πίστη πιστά = απόρρητα, μυστικά πισταύρ(ιν) = διασταυρωμένο με άλλο πίσταυρος = σε σχήμα σταυρού πίστεμαν = το να έχει κάποιος εμπιστοσύνη, το να έχει πίστη θρησκευτική πιστεμπέλιν = ποδιά πιστεύω = πιστεύω πιστικιάρικο = νοτισμένο, υγρό πιστίκιν = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη πιστικιώ = νοτίζομαι, υγραίνομαι πιστικλής = πείσμων, ισχυρογνώμων πιστίμιν = πείσμα, θυμός πιστιμλής = πεισματάρης, θυμώδης πίστομα = μπρούμυτα πίστος = κόλλα από άμυλο πιστοφέα = πιστολιά πιστόφιν = πιστόλι πιστοφορώ = απατώ πιστώνω = βάφω με πίστον τα νήματα για να γίνουν πιο στερεά πίσω = πίσω πισωκέλι = παράμερο μέρος οικίας πίτα = πίτα, είδος λαγάνας πιταγωγή = προσταγή πιταγωγός = ο επιτάσσων πιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω πιτάλευρον = αλεύρι για πίτες πιτάφιος = επιτάφιος πιταχτέρ(ιν) = παιδί που κάνει θελήματα πίτερον = πίτουρο πιτζακώνω = κάνω χαλάστρα πίτζι = στην παιδική γλώσσα, λούσιμο πίτη = τρυπητήρι πιτήανα = τηγανίτες τηγανισμένα με βούτυρο ή λάδι και αρτυσμένα με μέλι ή ζάχαρη πιτόπον = πίτα πιτόπ’λλον = πίτα πίτρα = πιτυρίδα πιτραχήλιν = πετραχήλι πιτροπική = η ιδιότητα του επιτρόπου πίτροπος = επίτροπος πίτσιν = εξώγαμο παιδί πιτυράζω = έχω πιτυρίδα πιτυράσιμον = έχω πιτυρίδα πίτυρη = πιτυρίδα πιτυρίδα = πιτυρίδα πιτυριδιώ = πιτυριάζω πιτώνω = πιέζω πίφ = επιφώνημα που εκφράζει αηδία πιφάνεση = εμφάνιση προσώπου πίφανον = εμφάνιση προσώπου πιφτάνω = καταφτάνω πίφτειρος = ψειριάρης πίχερος = ο επιδέξιος σε έργο πιχλοΐζω = καλύπτομαι από χλόη πίχλομος = λίγο χλωμός πίχλωρος = λίγο χλωμός πιχορίκ(ιν) = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας πλαγιάζω = πλαγιάζω, κατακλίνομαι προς ύπνο, κατάκειμαι ασθενής πλαγίζω = λιποθυμώ πλάγιν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο πλαγινά = αμυγδαλές πλαγκά = με μικρή πλάγια κλίση πλαγκαικά = παραπέρα πλαγκέσου = στο παραπέρα μέρος πλαγκιάνου = παραπέρα με κατεύθυνση προς τα άνω πλαθάκιν = άρτος πλατύς από ζύμη νερουλή, εκείνο που έχει σχήμα πλάκας, πλακοειδές πλαθακοπρόσωπος = πλατυπρόσωπος πλάθω = είμαι σε αφθονία πλάκα = πλάκα, αβάκιο μαθητή, πέλμα, το πέλμα της κάλτσας, η ανοιχτή παλάμη πλακαμός = το πλακόστρωτο έδαφος πλακανούτζα = πλακοειδής πέτρα πλακατέα = τολύπη λιναριού πλακατίζω = τυλίγω το λινάρι στην ηλακάτη πλακί(ν) = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος πλακίζω = ισοπεδώνω κάτι και το κάνω σαν πλάκα πλακόπον = λίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος πλακούτζα = μικρή πλάκα, άρτος λεπτός είδος λαγάνας πλακουτζάριν = επίπεδο, πλακοειδές πλακούτζιν = άρτος λεπτός σαν λαγάνα πλακουτζός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας πλακουτζώνω = κάνω κάτι σαν πλάκα, στρώνω με πλάκες πλακουτζωτός = εκείνος που έχει σχήμα πλάκας πλάκωμαν = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ πλακώνω = στρώνω με πλάκες, σκεπάζω με πλάκα, πλέκω το πέλμα της κάλτσας, επίκειμαι, μεταφ. ησυχάζω, σιωπώ πλακωτά = οτιδήποτε πλακοειδές πλακωτός = πεπιεσμένος πλαμμερέαν = παραπέρα πλαμμερκαικά = παραπέρα ακριβώς πλαμμερκέσου = στα παραπέρα μέρη πλαμμερκιάνου = παραπέρα προς τα άνω πλαμμερόθεν = παραπέρα πλαμμέρου = παραπέρα πλάν = το πλαϊνό μέρος, το παρακείμενο, το παράπλευρο πλάνα = πλάνη πλανέτρα = πόρπη ζώνης πλανεύω = απατώ πλάνος = πλάνο πλάνος = εκείνος που πλανά, εξαπατά, απατεώνας πλαντάζω = πλημμυρώ πλάνω = δημιουργώ, πλάθω, λαμβάνω σύσταση, μορφή, εμφανίζομαι πλανώ = απατώ, αποπλανώ πλάση = πλάση, δημιούργημα πλάσιμον = δημιουργία πλάσμαν = δημιούργημα, πλάσμα πλασταρέα = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν ζύμη πλαστήριν = τράπεζα πάνω στην οποία πλάθουν άρτους πλάστης = Θεός πλάστρα = τραπέζι ειδικό για άνοιγμα φύλλου ζύμης πλατάνα = μέδουσα πλατέα = σε πλάτος πλάτεμαν = διαπλάτυνση πλατένω = πλαταίνω πλάτη = πλάτη, ράχη, ωμοπλάτη πλάτος = πλάτος πλατούτζα = είδος αθερινής πλατείας πλατυλούδ’κον = ύφασμα που έχει πλατειές χρωματιστές ραβδώσεις πλάτυμαν = διαπλάτυνση πλατύνω = πλαταίνω πλατυπρόσωπος = πλατυπρόσωπος πλατύς = πλατύς πλατύφυλλος = πλατύφυλλος πλατωτός = πλατύς πλεθεντικός = πληθυντικός πλέθος = αύξηση κατά την παρασκευή πλεθοστομώ = φλυαρώ πλέθυγμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι πλέθυμαν = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι πλεθυνία = αφθονία πλεθυντικός = τρόφιμο που αυξάνεται κατά την παρασκευή του πλεθύνω = πληθύνομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι πλέθωση = αύξηση κατά την παρασκευή πλείον = περισσότερο, πολλά, πλέον πλεκάδα = πλόκαμος γυναικείας κόμης πλεκάδιν = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών πλεκαδόπον = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών πλέκω = πλέκω πλεμάτι = δίκτυο, σχοινί πλέντι = το περισσευούμενο, το πλεονάζον πλένω = πλένω πλέξη = πλέξιμο πλέξιμο(ν) = πλέξιμο πλεξίον = πλέξιμο πλεξούδα = πλεξούδα πλέοι = πλείονες, περισσότεροι πλέον = περισσότερο, πολλά, πλέον πλεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι πλέρα = τέλος πλεροφόρεμαν = ικανοποίηση πλεροφορώ = πληροφορώ πλέρωμα(ν) = πληρωμή οφειλόμενου χρέους πλερωμονή = πληρωμή οφειλόμενου χρέους πλερωμός = σωματική κόπωση, αφανισμός πλερώνω = πληρώνω, τελειώνω πλερωτής = πληρωτής πλέτερος = περισσότερος πλευρό(ν) = πλευρό πλευρομάχαιρον = παιδί που δεν χωρίζεται από το πλευρό της μητέρας του πλευρόπονος = πόνος του πλευρού πλέω = πλέω, καθελκύω πλοίο, πλημμυρώ, κατακλύζομαι πληγή = πληγή, τραύμα πλήγωμα = έκζεμα, λειχήν πληθένω = περισσεύω πληθοκαλατζεύω = φλυαρώ πλήθος = πλήθος πληθύνω = περισσεύω πλήξη = πλήξη πληροφορώ = ικανοποιώ, παραπείθω πλήσκω = στενοχωρούμαι πλιγούρ(ιν) = πλιγούρι πλιγουρίουμαι = στενοχωρούμαι πολύ, πεθαίνω από ασφυξία πλίκος = φάκελος επιστολής πλογόμιν = κοτέτσι πλοκάδ(ιν) = ορμαθός, πλεξάνα, είδος τυρόπιτας, στενή και μακριά υφαντή ζώνη γυναικών πλουγουρένος = εκείνος που είναι παρασκευασμένος από πλιγούρι πλουγουρεύω = παρασκευάζω πλιγούρι πλουγούριν = πλιγούρι πλουγουρόπον = λίγη ποσότητα πλιγουριού πλουγουροσίρβιν = σούπα από πλιγούρι πλουμί(ν) = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο πλούμιγμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων πλουμίζω = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων πλουμίκας = ποικιλόχρωμος, παρδαλός πλούμισμαν = κεντώ ή πλέκω χρωματιστά κοσμήματα, στολίζω δίσκο κολλύβων πλουμιστοκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που έχει ξανθό χρώμα με κόκκινα στίγματα πλουμιστομμάτης = εκείνος που έχει μάτια ποικιλόχρωμα πλουμιστός = ο κεντημένος με πλουμιά, ποικιλόχρωμος, κατάστικτος πλουμόπ’λλον = κέντημα κόσμημα χρωματιστό, εργόχειρο πλούμος = πούπουλα πλουσένω = πλουταίνω πλούσια = πλούσια πλουσία = πλούτος πλουσιοκόριτζον = πλουσιοκόριτσο πλούσιος = πλούσιος πλουτένω = πλουταίνω πλουτία = πλούτος πλουτίζω = πλουτίζω πλούτος = πλούτος, περιουσία πλούτος = πτηνό κούκος πλουτύνω = πλουταίνω πλύμα = απόπλυμα μαγειρικών σκευών που δίνεται στις αγελάδες ως τροφή πλύμιγμαν = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ πλυμίζω = παρέχω στις αγελάδες ως τροφή πλυμίν, πλημμυρώ πλυμίν = διάφορα χόρτα και λαχανικά βρασμένα με πολύ νερό και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες πλυμοζώμιν = το νερό του πλυμιού πλυμοζωμόπον = λίγη ποσότητα νερού από πλυμίν πλυμόπον = λίγη ποσότητα πλυμιού πλυμοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για πλυμίν πλύνω = πλένω πλύση = πλήση, μπουγάδα πλυσιμάτιν = χρόνος κατάλληλος για πλύσιμο πλύσιμο(ν) = πλύσιμο πλυσίον = πλύσιμο πλυσταρείον = πλυσταριό πλυστικά = η αμοιβή της πλύστρας πλύστρα = γυναίκα που πλένει ρούχα επ’ αμοιβής πλυτής = εκείνος που πλένει σκεύη για κασσιτέρωμα πνέμαν = νους, ψυχή πνεματικός = πνευματικός πνίγω = πνίγω πνοή = πνοή ποαλεύκουμαι = στενοχωριέμαι πογαζόπον = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς πογάλιν = στενή δίοδος θαλάσσης ή ξηράς πογιά = βαφή πογιαμά = βαφή πογιατζής = βαφέας πογιατίζω = βάφω, χρωματίζω πογιάτισμαν = βάφω, χρωματίζω πόγιν = ανάστημα, μπόι πογολάριν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη πογόλιν = αραβόσιτο σε κατάσταση γαλακτώδη πόγος = μπόγος πογού = ατμός, αναθυμίαση, εξάτμιση πογουλάεμαν = θέτω στον ατμό πογουλαεύω = θέτω στον ατμό πόδα = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως ποδάζω = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα ποδαράς = εκείνος που έχει μεγάλα πόδια ποδαρέα = πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως, ήχος βημάτων ποδαρέμπαλλον = πανί με το οποίο τυλίγουν τα πόδια του βρέφους ποδαρικόν = ποδαρικό ποδάριν = πόδι ποδαρομύτιν = τα δάχτυλα του ποδιού ποδαρόπλυγμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου ποδαρόπλυμαν = πλύνω τα πόδια κάποιου ποδαροπλύνω = πλύνω τα πόδια κάποιου ποδαροπλύσιμον = το να πλένει κάποιος τα πόδια καποιανού ποδαροπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια ποδαρόπον = ποδαράκι ποδαρώνας = αποχωρητήριο πόδας = πόδι, πατημασιά, το βήμα ως μέτρο εκτάσεως πόδασμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα ποδαστέριν = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει ποδαστήρα = σχοινί με το οποίο δένουν κατά το άρμεγμα τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μη λακτίζει ποδαστού = αγελάδα της οποίας δένουν τα πόδια κατά το άρμεγμα ποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού ποδέα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος ποδεδίζω = χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ ποδέσιν = αγκύλη στη βάση του αδραχτιού όπου προσδένεται το νήμα ποδίαγμαν = δένω τα οπίσθια πόδια της αγελάδας για να μην λακτίζει κατά το άρμεγμα πόδιν = πόδι ποδίτζα = ποδιά, κρότος βημάτων, πατημασιά, το κατώτερος μέρος αγρού επικλινούς, η άκρα νήματος ποδοπλυστέριν = λεκάνη όπου πλένουν τα πόδια ποδόπον = ίχνος ποδιού στη γη ποδόστημα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη ποδοστρόφα = συμπόσιο στο σπίτι του κουμπάρου την δεύτερη μέρα μετά το γάμο με φίλους και οικείους ποδοχτυπώ = χτυπώ με το πόδι ποδωνάριν = μπατζάκι, δέρμα ζώου από το γόνατο μέχρι του σφυρού πόζεμαν = φθείρω, χαλώ πόζης = φαιόχρωμος ποζλάεμαν = αποκτώ χρώμα φαιό ποζλαεύω = αποκτώ χρώμα φαιό ποζωτός = φαιόχρωμος πόθεν = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο ποθετή = σύζυγος αγαπητή ποθήκω = κοιμίζω μωρό ποθίκα = αλεπού ποιητής = ο δημιουργός του κόσμου, ο θεός ποιλής = εκείνος που είναι ψηλού αναστήματος ποίμαν = πλάσμα παραμορφωμένο, άνθρωπος κακός ποίος = ποιος ποιος = όποιος, όστις ποίσιμον = πράξη, εκτέλεση έργου ποίω = κάνω ποκάμισον = πουκάμισο ποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα πόκιν = είδος χόρτου θαμνώδους ποκίτα = είδος χόρτου θαμνώδους πόλα = πολλά, πολύ πολέμεμαν = κόπος, προσπάθεια πολεμίσματα = μόχθοι, προσπάθειες πολεμιστής = πολεμιστής πόλεμος = πόλεμος, μάχη πολεμώ = πολεμώ, κοπιάζω πόλης = γενναιόδωρος πολιβάγκα = είδος προχύτου πολικένω = αφήνω κάτι μπόλικο πόλικος = άφθονος, πολύς πολιτανός = κάτοικος πόλης πολιτεία = πολιτεία πολιτεύω = γίνομαι της μόδας (είδη ενδυμασίας), προσπαθώ να φανώ αρεστός αν και δεν εγκρίνω τις πράξεις ή σκέψεις του πολίτης = κάτοικος της Πόλης, πολίτης πολιτικά = πολιτικά Πολίτικος = ο προερχόμενος από την Πόλη πολιτικός = ευπροσήγορος, θηλ. πολιτική, ευγένεια, τρόπος συμεριφοράς, ουδ. πληθ. ενδύματα ευρωπαϊκής μόδας πολιτισμός = ευγενής συμπεριφορά πολλά = πολλά πολλάεμαν = πληθύνομαι πολλαεύω = πληθύνομαι πολλάς-υΐας = χαιρετιστήρια έκφραση επιστολής ή προφορικής ομιλίας διαβιβαζομένη σε οικοία και φιλικά πρόσωπα πολλιχνία = πολυανθρωπία, πολυκοσμία πολλοί = πολλοί πολύ- = πρώτο συνθετικό που επιτείνει την έννοια του δεύτερου π.χ. πολυδακρύζω, πολύξερος κτλ. πολυαγαπημένος = πολυαγαπημένος πολυαντρού = κοινή εταίρα πολύδακρύζω = δακρύζω πολύ πολυδούλ’κον = πολύχρωμο ύφασμα πολυέλεος = πολυέλαιος πολυεξοδία = σπατάλη πολυέξοδος = σπάταλος πολυζώετος = εκείνος που ζει πολλά έτη πολυκαλατζεύω = φλυαρώ πολυκάντηλον = λύχνος πολύφωτος πολύκαρπος = εκείνος που φέρνει πολλούς καρπούς πολύκλαδος = εκείνος που έχει πολλά κλαδιά πολυκοσμία = πολυκοσμία πολυλογία = πολυλογία πολυλογίζω = πολυλογώ, φλυαρώ πολύλογος = πολύλογος πολύξερος = πολύξερος πολύπαθος = εκείνος που παθαίνει πολλά πολυπαιδούσα = εκείνη που γεννάει πολλά τέκνα πολύπλαστο = φούρνος που φουρνίζει πολλά πολυπόδιν = εκείνος που έχει πολλά πόδια, μεταφ. πολύ εύστροφος και ευκίνητος, είδος πολύποδου σκώληκα πολύπονος = εκείνος που συχνά αρρωσταίνει πολυτάραγος = πολυποίκιλος πολυτεκνώ = γεννώ πολλά τέκνα πολυτεχνίτης = εκείνος που γνωρίζει πολλές τέχνες πολύτιμος = πολύτιμος πολυφαγία = πολυφαγία πολυφάγος = πολυφάγος πολύφυλλον = η κοιλιά των μηρυκαστικών όπου συντελείται η πέψη πολυχειλία = πλήθος ανθρώπων που τρώνε όλοι μαζί πολυχερία = συνεργασία πολλών χεριών πολυχρονεμένος = εκείνος που ζει πολλά χρόνια πολυχρονίζω = κάνω κάποιον πολύχρονο πολυχρόνισμαν = κάνω κάποιον πολύχρονο πολύχρονος = πολύχρονος, μακρόβιος πομένω = απομένω, υπολείπομαι πομπάκιν = βαμβάκι πομπευτής = απατεώνας, υποκριτής πομπεύω = θεατρίζω, καταισχύνω πομπή = αθλιότητα, άνθρωπος άξιος λοιδορίας, επονείδιστος πομπονάουμαι = τρέμω από το ψύχος πόνα = κοτέτσι πονάζω = βάζω τις κότες στο κοτέτσι πονάσκομαι = έχω πόνους τοκετού πόνεμα = πόνος, συμπόνια, οίκτος πονεμένα = με πόνο, μεταφ. λυπημένα, πικραμένα πονέσιν = κοτέτσι πονέστρα = γυναίκα που αισθάνεται τους πόνους του τοκετού πονέτζιν = κοτέτσι πονετικός = συμπονετικός πονηρία = πονηριά, πανουργία πονηρός = πονηρός, πανούργος πόνιν = κοτέτσι πονισκούμαι = πονώ πονοβόλι = άνθρωπος που προσβάλλεται από πολλές νόσους πονόδοντος = πονόδοντος πονόκαρδος = εκείνος που έχει πόνο στη καρδιά πονοκέφαλος = πονοκέφαλος πονοκεφαλώ = κουράζομαι διανοητικώς σκεπτόμενος, πονάει το κεφάλι μου πονομματίος = η νόσος οφθαλμία πονόμματος = η νόσος οφθαλμία πόνος = πόνος σωματικός, άλγος, λύπη πονοστομία = πόνος στο στόμα πονόψυχος = πονόψυχος ποντίγουμαι = καταποντίζομαι ποντικάριν = ποντικός ποντικάχαντον = φυτό με αγκάθια που προστατεύει τα τρόφιμα από τους ποντικούς ποντικέα = η οσμή του ποντικού ποντικιαγμένον = ποντικοφαγωμένος ποντικιάριν = ποντικοφαγωμένος ποντικίτζος = ποντικός ποντικοβότανον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο ποντικοκίτζιτζα = είδος φυτού το οποίο νομίζεται ότι διώχνει τους ποντικούς ποντικοκούλαντζον = κόπρος ποντικού ποντικοκούλλυρον = κόπρος ποντικού ποντικόλαδον = λάδι που περιέχει διαλελυμένα νεογνά ποντικού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο ποντικόμουχλα = κόπρος ποντικού ποντικοπιάστε = ποντικοπαγίδα ποντικοπιάστρα = ποντικοπαγίδα ποντικοπλάκιν = ποντικοπαγίδα όπου ο ποντικός πλακώνεται από λίθινη πλάκα ποντικόπον = ποντικός ποντικοπούλλιν = νεογνό ποντικού ποντικοπούρτζι = κόπρος ποντικού ποντικόπ’λλον = ποντικός ποντικός = ποντικός ποντικούδιν = ποντικός ποντικοφάει = ο φαγωμένος από ποντικό ποντικοφαεμένον = ο φαγωμένος από ποντικό ποντικοφάρμακον = δηλητήριο για ποντικούς ποντικοφράχτης = πτηνό όμοιο με δρυοκολάπτη ποντικοφωλίδιν = φωλιά ποντικών ποντικοφώλιν = φωλιά ποντικών πόντιλα = χονδρά σανίδια με τα οποία στρώνουμε το δάπεδο της μάνδρας, δοκάρια στέγης ποντιλώνω = στρώνω με πόντιλα ποντουρούκι = εδώλιο κωπηλάτη πονώ = πονώ ποπαδακόν = μισθός ιερέα, πληθ. καθήκοντα ιερέα, άμφια ποπάδεμαν = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα ποπαδεύω = χειροτονούμαι, εκτελώ καθήκοντα ιερέα ποπαδία = παπαδιά ποπαδική = ιεροσύνη ποπαδίτζος = νεαρός ιερέας, θηλ. έντομο πολύχρωμο ποπαλίτρα = γυρίνος, είδος σκουληκιού σε λιμνάζοντα νερά ποπάς = παπάς, ιερέας ποπόλα = ψείρα (στη παιδική γλώσσα) ποπολίτζιν = φάντασμα φόβητρο των παιδιών, πυγολαμπίδα ποπόνι = πεπόνι πόπονον = ώριμος καρπός ποποπώ = ψειριάζω ποπός = φάντασμα φόβητρο των παιδιών πόρα = θύελλα, καταιγίδα πορανή = φαγητό από λάχανα ή σέσκουλα ποράνιν = βροχή μικρής διάρκεια πορανλαεύω = (πορανλαεύ’) βρέχει με διαλείμματα πορδαλάζω = παροργίζω, αγανακτώ πορδαλάς = εκείνος που πέρδεται συνέχεια, μεταφ. άνθρωπος βρώμικος, σιχαμένος, φάντασμα μπαμπούλας, επίθ. πολύτροπος, πονηρός πορδαλιστής = η διάθεση να πέρδεται πορδέα = η δυσοσμία της πορδής πορδέας = ο περδόμενος πορδή = πορδή πορδιδερόν = κωμικώς δοχείο πορδής πορδίζω = πέρδομαι πορδοκυλώ = κατρακυλώ πορδοσάκκουλο = κωμικώς το σώβρακο πορδοχαρά = εμπαικτικός χαρά για ασήμαντο πράγμα πορεμένος = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πορετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία πορεύομαι = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πόρευση = διαβίωση, ζωή, αποχωρητήριο πορεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πορίν = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική πόρνος = πόρνος ή μοιχός ποροζάνιν = σάλπιγγα στρατιωτική ποροζαντζής = σαλπιγκτής πορού = σωλήνας θερμάστρας, σάλπιγγα στρατιωτική πορπατώ = περπατώ πορρίφτω = εισάγω τους άρτους στο φούρνο πορσούφης = ο ασβός πόρτα = πόρτα, θύρα πορτάρης = πορτιέρης, θυρωρός πόρτζιν = είδος ρώσικης σούπας πορτίν = μικρή πόρτα πορτοκαλέα = η οσμή πορτοκαλιού πορτοκάλιν = πορτοκαλιά και ο καρπός πορτοπούλλα = μικρή πόρτα πορτόπουλλον = πόρτα, θύρα πορτόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος που περιφέρεται στις πόρτες για αναζήτηση τροφής πόρτωμαν = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος πορτώνω = κατασκευάζω την είσοδο οικοδομής ή περιφράγματος πορφυρίζω = ρέω άφθονα πορώ = μπορώ ποσάνεμαν = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα) ποσανεύκομαι = εκκενώνομαι, αδειάζω, εκσπερματίζω (για ζώα) Ποσάς = Γύφτος πόσικος = πόσος ποσοπούλλιν = γυφτόπουλο πόσος = πόσος ποσούτζικος = πόσος ποσπογάζης = ακριτόμυθος, φλύαρος ποσπογαζλαεύω = είμαι ακριτόμυθος, φλυαρώ ποσπογαζλίκιν = ακριτομυθία, φλυαρία πόστα = ταχυδρομείο ποστάλα = είδος γυναικείου υποδήματος, παλιά υποδήματα ποστένος = ο φτιαγμένος από δέρμα πόστιν = δέρμα ζώου ολόκληρο ποστοκάλαθον = καλάθι με δερμάτινη βάση ποστρόφια = ευωχία στο σπίτι του πατρός της νύφης εφτά μέρες μετά τη στέψη ποστώνω = περιβάλλω με δέρμα, φέρω χνούδι (για ύφασμα) ποταμάζω = ρέω σαν ποτάμι, παθ. κατακλύζομαι από ύδατα ποταμού ποταμάκριν = η όχθη ποταμιού ποταμέα = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά ποταμέσιν = ποταμίσιο ποταμία = τόπος παραποτάμιος, το υδροχαρές δέντρο ιτιά ποταμίζω = κατακλύζω, πλημμυρώ, παθ. παρασύρομαι από ποτάμι ποτάμιν = ποταμός ποταμολάλλατζον = λείος λίθος ποταμού ποταμόνερον = νερό ποταμού ποταμόξυλον = είδος θαμνώδης ιτιάς υδροχαρούς ποταμόπετρα = λεία πέτρα ποταμού ποταμόπον = ποταμάκι ποταμοπούλλιν = πουλί που διατρέφεται στις όχθες ποταμού ποταμός = ποταμός ποταμόσκυλλος = κάστορας ποταμόχειλον = όχθη ποταμού ποταμόχορτον = χόρτο που φυτρώνει δίπλα σε ποτάμι ποτάριν = ένδυμα με σούφρες στη ραφή ποταφνιών = ωχριώ από φόβο, ψύχος κτλ πότε = πότε πότεκαικα = πότε ακριβώς πότεκεσου = πότε περίπου πότεκιανου = από πότε, προ πολλού ποτές = ουδέποτε ποτή = ποτό ποτήριν = ποτήρι πότιγμαν = πότισμα ποτιγμάτιν = πόσιμο ποτίζω = ποτίζω ποτίν = ποτό πότισμαν = πότισμα ποτιστέριν = ποτιστήρι ποτισώνα = ποτίστρα, το πότισμα των ζώων ποτόν = ποτό ποτόστομα = μέρος πλοίου προς την πρύμνη ποτότιν = φυτό που χρησιμεύει στη στύψη για την μαύρη βαφή ποτούριν = είδος αντρικού παντελονιού ποτούτζι = μικρό ξύλινο δοχείο ύδατος πού = όπου, οπουδήποτε που = που που-μερέαν = σε ποιο μέρος που-μέρου = σε ποιο μέρος πουγάλεμαν = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι πουγαλεμένα = με στενοχώρια πουγαλεύω = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι πουγαλία = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια πουγαλίος = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια πουγαλμονή = ταλαιπωρία, βάσανο, στεναχώρια πουγαλτουρεύω = στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά πούγιος = ποιος πουγιουρεύω = διοικώ, κυβερνώ πουγκάλεμα = στενοχωρώ κάποιον, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι πουγκίν = πουγκί, βαλάντιο πουγκίτα = είδος άγριου χόρτου πούγω = κάνω πουδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι πουδέν = πουθενά, μήπως, ίσως πουζεύω = σουφρώνω πούζιν = πάγος πούθε = επίρρημα που χρησιμεύει στην δήλωση κινήσεων από τόπου, σε τόπο πουθέν = πουθενά, μήπως, ίσως πουΐκιν = μουστάκι πουϊκλής = μουστακαλής πουϊκώνω = φέρω μουστάκι πούκαικα = που κοντά πουκάλιν = μπουκάλι πούκεσου = κατά που πούκιανου = που προς τα άνω πούλα = η μεγαλύτερη αδελφή πουλαμά = γάλα προβάτου παχύ κατά το φθινόπωρο που πήζει σε παρατεταμένο βρασμό και ψύξη πουλάριν = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι πουλαρόπον = ίππος, φοράδα, ημίονος, μουλάρι πουλασεύω = ανακατώνομαι, μπερδεύομαι, αρχίζω, πλησιάζω κάποιον με εχθρική διάθεση πουλενά = κοτέτσι πουλένιν = δοχείο όπου ρέει ο χυμός των πατημένων σταφυλιών πουλετί = κλήρος πουλεύω = κλωσώ, επωάζω, κάνω πουλιά πούλημα = πούλημα πουλημάτικον = αυτό που είναι προς πώληση πουλημάτιν = αυτό που είναι προς πώληση πουλής = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα πούληση = πώληση πούλιν = λέπι ψαριού, πούλια για κόσμηση υφασμάτων, γραμματόσημο, κηλίδα πουλλάδα = νεαρά όρνιθα πουλλάδιν = νεοσσός όρνιθας πουλλαδίτζα = νεοσσός όρνιθας πουλλί(ν) = πτηνό, πουλί, χαρταετός, γαστροκνήμιο πουλλίκα = πουλάκι πουλλίτζα = μικρή όρνιθα, αγριόχορτο εδώδιμο πουλλογόμιν = κοτέτσι πουλλόπ’λλον = πουλάκι πούλλος = παρηγοριά μικρού παιδιού πουλλοφάει = τροφή πουλιών, καρπός μισοφαγωμένος από πουλιά πουλλόχορτον = αγριόχορτο εδώδιμο πουλουλάπιν = αχλάδι κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι πουλουλέα = ποσότητα όση χωράει το πουλούλιν πουλούλιν = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω πουλουλοκοίλιν = αυτός που έχει κοιλιά εξογκωμένη σαν το πιθάρι πουλουλόμηλον = μήλο κατάλληλο για τουρσί στο πιθάρι πουλουλόπον = πιθάρι πισσωμένο από μέσα και από έξω πουλούν = κηλιδωμένος, λεπτό ύφασμα κοσμημένο με χρυσά μετάλλινα σφαιρικά κοσμήματα πουλούτσιν = είδος μικρού κόσκινου πουλταγκίτζα = γυναίκα ελεύθερων ηθών πουλώ = πουλώ πουλώνω = βγάζω πουλάκια πούμερκαικα = που κοντά ακριβώς πούμερκεσου = κατά που πούμερκιανου = που προς τα άνω πουμπάρ(ιν) = το παχύ έντερο ζώου που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλλαντικών πουμπούν = νερό (στη παιδική γλώσσα) πουμπούρης = ηλίθιος, χαζός πουμπούριν = κάνθαρος, σφήκα, πληθ. πουμπούρα τα διάφορα είδη των βομβυκίων πουμπουροπρόσωπος = εμπαικτικά αυτός που έχει πρόσωπο όμοιος με κάνθαρο πούμπουρος = κάνθαρος, σφήκα, κηφήνας πουνέαλος = πιρούνι πούνια = η οπή στο μέσο της βάρκας πούπουλο = πούπουλο πουράνα = επουράνια πουργού = τρυπάνι πουργουλάεμαν = μεταφ. ανακατεύομαι πουργουλαεύω = μετα. Ανακατεύομαι πουρετός = διάρροια, ιδίως δυσεντερία πουρεύω = πορεύομαι, νοικοκυρεύομαι, διαβιώ, απρόσ. πουρεύει= κινεί σε διάρροια πούριν = μαλακή πέτρα με σύσταση από χώμα, το ξυλώδες μέρος του στελέχους του αραβοσίτου πουρλάεμαν = πτηνό που πετάει φτερουγίζοντας πουρλαεύω = πετώ φτερουγίζοντας (πτηνό) πουρλαμά = νυμφική καλύπτρα κοσμημένη με χρυσά κέρματα πούρλος = βάση σπασμένου πήλινου αγγείου πουρμά = χόρτα συστρεφόμενα πάνω σε σχοινί κρέμονται προς αποξήρανση, αλεύρι που μένει από το άλεσμα του πλιγουριού πουρμαχώ = θερμαίνομαι μέχρι βαθμού αναφλέξεως πουρνά = το πρωί, αύριο πουρνάλιν = έβενος πουρνάριν = το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων, κατά την πρωία πουρνεζ’νός = πρωινός, αυριανός πουρνέσιν = πρωινός πουρνεσινός = πρωινός, αυριανός πουρνίτζικον = πρωία πουρνοβράδυν = πρωί και βράδυ πουρνός = πρωία, αύριο πουρούζιν = νεαρό μουλάρι πουρούλιν = κρόκος αβγού πουρουντίζομαι = περιφέρομαι πουρουσώνω = σκυθρωπιάζω, καθιστώ κατηφές πουρούχον = γυναικεία καλύπτρα πουρπατάζω = περιφέρω κάποιον σε περίπατο πουρπουλαντζάζω = κοπρίζω (για ζώο) πουρπουλαντζίζω = κοπρίζω (για ζώο) πουρπουλάντζιν = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ. πουρπουλαντζόπον = μικρό σφαιρικό κόπρανο όπως ποντικιού, λαγού κτλ. πουρπούρα = άνθρωπος σπάταλος πουρπουρίζω = λαμποκοπώ, στίλβω πουρπουρίζω = σκορπίζω πουρπούρισμαν = λαμποκοπώ, στίλβω πουρπουτζέλι = παιδάριο πουρπούτης = ρακένδυτος, κουρελιάρης πουρτέκια = χοντρά χείλη πουρτεκόχειλος = αυτός που έχει χοντρά χείλη πουρτζιλέα = κουτσουλιά πούρτζιν = μπουμπούκι πουρτζουλεύω = στραγγαλίζω πουρτζουλίζω = πιτσυλίζω πουρτζουλώ = λερώνω με κουτσουλιά πουρτία = αποσκευές ταξιδιώτη, πανικά εμπορίου πούρτιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος πολύ κοντό και ακατάλληλο για γνέσιμο, ράκος, κουρέλι πουρτουλάουμαι = καταντώ ρακένδυτος, κινώ σπασμωδικά τα χέρια μου πουρτουλέας = ρακένδυτος, κουρελής πουρτούλης = ρακένδυτος, ζώο που έχει άφθονο τρίχωμα, μαλλιαρός πουρτούλιν = το τελευταίο μαλλί του λαναρίσματος ακατάλληλο για νήμα, ράκος πουρτουλόης = ρακένδυτος, κουρελής πουρτουλώ = βγάζω πολλά γένια και μαλλιά πουρτσάβαλη = προσκέφαλο, μαξιλάρι πούσελα = ναυτική πυξίδα πούσιν = καταχνιά, ομίχλη πουσινίζω = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα πουσίνισμαν = δίνω στο ζώο τροφή λίγη ποσότητα σαν δόλωμα πουσίντα = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος πουσιντάλευρον = αλεύρι από φρυγανισμένο αλεύρι πουσιντάριν = φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένος πουσιντομάλεζον = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένης κριθής πουσκουλάριν = φουντωτό πουσκούλιν = η φούντα του φεσιού πουσμάνεμαν = μετάνοια, μεταμέλεια πουσμανεύω = μετανιώνω, μεταμελούμαι πουσμάνης = ο μεταμελούμενος πουσμάνιν = μεταμέλεια πουσμαντζαλούκιν = μεταμέλεια πουσουρεύω = εξαφανίζω πουσπούρα = ρίγος, τρέμουλα, φόβος πουσπουράζω = καταλαμβάνομαι από ρίγος πουσπουράνος = είδος μεγάλου ποντικού πουσπουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουσπούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουσπουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα πουστουρίζω = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουστούρισμαν = ψιθυρίζω, κρυφομιλώ πουστουριχτά = ψιθυριστά πουστουρίχτρα = γυναίκα ραδιούργα πούσωμαν = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη πουσώνω = συννεφιάζω, καλύπτω με ομίχλη πουσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει πουσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ πουτάεμαν = κλάδεμα πουταεύω = κλαδεύω πουταλάς = κουτός, μωρός πουταλωσύνα = κουταμάρα, μωρία πουτάνα = πόρνη πουτανίτζα = πόρνη πουτανλίκι = η ιδιότητα της πόρνης πουτανωτός = όχι πολύ τίμιος πουτζάζω = λακτίζω, κλοτσώ πουτζή = κόρη, νεανίδα πουτζίδιν = κόρη, νεανίδα πουτζιδόπον = κόρη, νεανίδα πουτζίκα = κορούλα πουτούνα = ξύλινο δοχείο βουτύρου, τυριού κτλ. πουτουρεύω = φονεύω, αποκοιμίζω πούφ = εκφράζει αηδία και αποστροφή πούφιος = άδειος, κούφιος πούχνα = πάχνη, αραιά ομίχλη πούχνι = ίχνος πουχνίζει = για έφηβο που αρχίζουν να φυτρώνουν οι πρώτες τρίχες στο γένι πούω = κάνω πόφιος = άδειος, κούφιος πόχιν = απόχη ποχλάδι = απολειφάδι ποχόλι = αραβόσιτος ο οποίος ακόμα βρίσκεται σε γαλακτώδη σύσταση ποχορίκι = καμινάδα, οχετός αποχωρητηρίου ή μάνδρας ποχτσά = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού ποχτσαλάεμαν = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο ποχτσαλεύω = συσκευάζω είδη ρουχισμού σε μπόγο ποχτσόπον = σάλι, τετράγωνο κομμάτι υφάσματος στο οποίο διπλώνουμε είδη ρουχισμού ποχώνω = χώνω από κάτω, θάβω πόψε = απόψε ποψιζ’νός = αποψινός πραγιάζω = πραΰνω, ησυχάζω πραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός πράγκα = αλυσίδα κατάδικου πράδιν = πόδι πραένω = γίνομαι ανίκανος πραεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός πράζω = ανατρέφομαι πράμα(ν) = πράμα πραματεία = εμπόριο πραματευτής = πραγματευτής, εμπόριο πραματόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος πράνα = προ ολίγου πράξη = πράξη, πείρα, ικανότητα πράξιμον = πράξη, έργο πράσενον = φαγητό από πράσα πρασευτέρ(ιν) = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων στη γη, χόρτων κτλ. πρασινάδα = πρασινάδα πρασινάουμαι = ερωτοτροπώ προς γυναίκα πρασινειδής = πρασινωπός πρασινίζω = πρασινίζω πρασίνισμαν(ν) = πρασίνισμα πρασινολιβαδία = χλοερό λιβάδι πράσινος = πράσινος πράσον = πράσο πρασόρριζα = ρίζα πράσου πρασόσπορον = σπόρος πράσου πρασοτήγανον = τηγάνι των πράσων, πράσα τηγανισμένα με αβγά πρασοφάει = φαγητό από πράσα πρασοφούστουρον = φαγητό από πράσα πρασόφυτον = φύλλο πράσου πράττω = πρέπει, αρμόζω, προσήκω πραΰνω = γίνομαι ανίκανος πραΰνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω πρέ = μωρός πρέζω = φουσκώνω, πρήζομαι πρενίζω = πριονίζω πρένιν = πριόνι πρενόπον = πριόνι πρέντζιν = απόκρημνος τόπος πρεπούδες = είδος αχλαδιών πρεπούμενον = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει πρέπουσα = η αρμόζουσα τιμωρία πρεπούτζα = η πρέπουσα απάντηση σε άνθρωπο αθυρόστομο πρέπω = ταιριάζω, αρμόζει, ταιριάζει πρέσιμον = πρήξιμο, οίδημα πρεσίος = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα πρεσκίζω = φουσκώνω πρέσκισμαν = φούσκωμα πρέσκομαι = πρήζομαι, φουσκώνομαι πρέσμαν = πρήξιμο, οίδημα, φούσκωμα πρεσμενοκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά πρεστάγγης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς πρεσταγκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά, προγάστωρ, κοιλαράς πρέψη = ευπρέπεια, κοσμιότητα πρήζω = φουσκώνω, πρήζομαι, παθαίνω οίδημα πρίγκοιλας = γάστρων, κοιλαράς πριζ’νάριν = ο χρόνος προ μεσημβρίας, το πρωινό άρμεγμα των αιγοπροβάτων πριν = πριν, προηγουμένως πριντζένον = φαγητό από ρύζι πριντζένος = ορειχάλκινος πριντζεύω = (πριντζεύ’) χιονίζει με νιφάδες σαν ρύζι πρίντζιν = ρύζι πριντζομαγέρεμαν = σούπα από ρύζι πριντζοπίλαβον = πιλάφι από ρύζι πριντζοπιλαβόπον = λίγη ποσότητα πιλαφιού πριντζόπον = λίγη ποσότητα ρυζιού πριντζοσούρβιν = σούπα από ρύζι πρισίμιν = νήμα από μετάξι πρίσμα = μεταφ. διαμάχη, διχόνοια πρισμός = διαμάχη, διχόνοια πριχού = πριν προαίρεση = βούληση, γνώμη, διάθεση προαιρεύω = αποφασίζω προβατάζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατάς = ιδιοκτήτης προβάτων προβάτασμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατέα = η οσμή των καταυλισμένων προβάτων προβατέσιος = πρόβιος προβατίζω = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβάτισμαν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατίτζιν = πρόβατο προβατίτζιν = βγάζω αφρούς που φαίνονται σαν πρόβατα (για θάλασσα) προβατοβοσκίτζα = φυτό δηλητηριώδες που χρησιμεύει σαν επίθεμα σε έλκη προβατόκρον = κρέας προβάτου προβατολάγγεμαν = είδος παιδικού παιχνιδιού προβατολάγγιν = είδος παιδικού παιχνιδιού προβατομμάτης = αυτός που έχει μάτια σαν του πρόβατου πρόβατον = πρόβατο προβατόπ’λλον = προβατάκι προβατόσκυλλον = ποιμενικός σκύλος προβοδεία = πρόοδος, προκοπή προβοτίζω = μολύνω, ρυπαίνω πρόγεμαν = γεύμα προγεύω = παρέχω το πρωινό φαγητό προγόνιν = προγονός προγονός = προγονός προδότες = προδότης προεστός = προϊστάμενος, πρόκριτος προζυμέα = η οσμή της προζύμης προζυμερή = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη προζυμερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη προζύμιν = προζύμι προζυμοζώμιν = το ζουμί του προζυμιού προζυμοκούτιν = δοχείο όπου φυλάσσεται η προζύμη προζυμομάλεζον = το νερουλό μέρος της προζύμης το οποίο εκκρίνεται μετά από μέρες στο δοχείο προζυμόπον = λίγη ποσότητα προζυμιού προζυμώνω = κάνω προζύμι πρόθεση = μέρος του ιερού βήματος όπου προτίθενται τα τίμια δώρα της λειτουργίας προίκα = προίκα προικίζω = προικίζω προικιμάτιν = προικοσύμφωνο προίκισμαν = προίκισμα προΐπιτον = απαγορευμένο προκάνω = προλαμβάνω προκοίλιν = το υπογάστριο προκοπή = προκοπή, πρόοδος προκόφτω = προκόβω, προοδεύω προκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου προμοιράζω = προδιαθέτω πρόν(ιν) = πριόνι προξένεμαν = προξενεύω προξενητάβα = γυναίκα που κάνει προξενιά προξενητής = προξενητής προξενία = προξενία προξενώ = προξενώ προόπον = προβατάκι πρόπερσι = πρόπερσι προπερσιζ’νός = προπέρσινος πρόπολη = πρόπολη προπόλωμαν = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι προπολώνω = μιλώ συγκεκαλυμμένα ώστε να φανερωθεί η σκέψη μου, αποκρύπτω την αλήθεια, προσπαθώ να συγκαλύψω κάτι προπύλαια = προπύλαια προς = προς προσάλευρον = αλεύρι ριπτόμενο στο φτυάρι του φουρνίσματος για να μην κολλάει η ζύμη προσγενεά = συγγενολόι πρόσγεννα = ετοιμόγεννη προσεύκουμαι = κάνω την προσευχή μου προσευχή = προσευχή προσκάλεμαν = προσκαλώ προσκαλώ = καλώ προσκάρδα = τα στήθη γυναικός προσκείται = γειτνιάζει, συνορεύει, αρμόζει, πρέπει προσκέφαλη = το ανώτατο μέρος κτήματος προσκεφάλιν = μαξιλάρι, προσκεφάλι προσκλαύκουμαι = κλαίγομαι, παραπονιέμαι προσκομιδή = προσκομιδή προσκύνημα = προσκύνημα προσκυνητάριν = προσκυνητάρι προσκυνητής = προσκυνητής προσκυνώ = προσκυνώ, ασπάζομαι, υποτάσσομαι προσμοίραγμαν = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι προσμοιράζω = μοιράζω, διανέμω, χωρίζομαι προσονειδάζω = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω προσονειδίαγμαν = βγάζω παρατσούκλι, κοροϊδεύω προσονείδιν = παρωνύμιο, παρατσούκλι προσταγή = προσταγή, διαταγή πρόσταγμαν = προστάζω προστάζω = παραγγέλλω, προστάζω προστασία = προστασία προστία = πυροστιά πρόστυχος = ευτελής, ανήθικος, πρόστυχος προστυχότε = αναισχυντία, προστυχιά προστυχωσύνα = αναισχυντία, προστυχιά προστυχωτός = πρόστυχος προσυφάζω = περνώ, τυλίγω νήμα στη σαΐτα του αργαλειού, κουβαριάζω νήμα σταυροειδώς προσύφιν = νήμα έτοιμο προς ύφανση, κουβάρι νήματος που τυλίγεται σταυροειδώς προσφορά = ο άρτος της λειτουργίας προσφορόπον = ο άρτος της λειτουργίας προσφορόσυκον = σύκο πλατύ σε σχήμα προσφοράς προσωνύμιν = προσωνύμιο, παρατσούκλι προσωπίδιν = κλειδαριά προσωπομάντηλον = μαντήλι με το οποίο σκεπάζουν το πρόσωπο του κοιμώμενου βρέφους για το προφυλάξουν από τις ενοχλήσεις των μυγών πρόσωπον = πρόσωπο προσώρας = προσωρινώς προσώρεμα = μεταφ. συμμάζεμα, συστολή ενώπιον πρεσβύτερου προσωρευτέριν = ξύλινο όργανο περισυλλογής φύλλων πεσμένων κατά γης, χόρτων κτλ. προσωρευτής = εκείνος που περιμαζεύει προσωρεύω = περιμαζεύω, σωρεύω, τακτοποιώ, διαπυούμαι (πληγή) προτεστανία = προτεσταντισμός προτεστάνος = προτεστάντης προτού = προτού, πριν προυγούλ(ιν) = πλιγούρι προύντζα = τα μπρούντζινα στολίδια των μοσχαριών προυντζένος = ορειχάλκινος, μπρούντζινος προύντζος = μπρούντζος, ορείχαλκος πρόφαση = πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία προφάσιγμαν = πρόφαση προφασίουμαι = προφασίζομαι προφητεύω = προφητεύω, προλέγω, προμαντεύω προφήτης = προφήτης, προμαντεύει προφτάνω = προφτάνω, καταφτάνω, εγγίζω προψές = προχθές το βράδυ πρύγος = πύργος πρώιμα = νωρίς, πρώιμα πρώιμος = πρώιμος, ωριμάζων νωρίς πρωινέσιος = πρωινός πρώτα = πρώτα πρωταγουστία = η πρώτη Αυγούστου πρωτάνοιξη = ο μήνας Μάρτιος πρωτάρα = πρωτάρα πρωτεία = προτεραιότητα, πρωτοκαθεδρία, προβάδισμα πρωτιζ’νός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος πρωτικάρα = πρωτάρα πρωτικαρέα = πρωτάρα πρωτικάριν = πρωτότοκος πρωτινός = αρχαίος, παλαιός πρωτισινός = πρώτος, αρχαίος, παλαιός, αρχαιότροπος πρωτοβάλλεμαν = ο πρώτος αρραβώνας και η ανταλλαγή δαχτυλιδιών πρωτόγαλα = πρωτόγαλα πρωτογαλέα = η οσμή του πρωτογάλατος πρωτογαλέσιν = πρωτόγαλα πρωτόγερος = γέρος προϊστάμενος, πρόκριτος, προύχοντας κοινότητας πρωτοδόναρον = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών πρωτοκερνάτορας = κεραστής πρώτης τάξεως πρωτοκλέφτες = κλέφταρος πρωτοκουρσάρος = αρχηγός πειρατών πρωτολάλεμαν = κάνω την πρώτη πρόσκληση πρωτολάλετος = αυτός που λαμβάνει πρώτος πρόσκληση πρωτολαλώ = κάνω την πρώτη πρόσκληση πρωτομάερας = αρχιμάγειρας, πρώτης τάξεως μάγειρας πρωτομαθέτρα = μαθήτρια πρωτόπειρος, μαθήτρια πρώτης τάξεως πρωτομάστορας = πρωτομάστορας πρωτομέλιν = το πρώτο μέλι που μαζεύεται πρωτονήστειος = η πρώτη μέρα της Μ. Τεσσαρακοστής πρωτοπαίδιν = το πρωτότοκο παιδί πρωτόπλαστος = πρωτόπλαστος πρωτόποπας = πρωθιερέας πρωτοπούλλιν = το πρώτο εξερχόμενο από την κυψέλη σμήνος μελισσών πρώτος = πρώτος πρωτοσιδερίασμαν = το πρώτο δέσιμο με αλυσίδες πρωτοστέφανον = ο πρώτος αρραβωνιαστικός, ο πρώτος και μόνος γάμος πρωτοτραντάφυλλον = το πρώτο άνθος τριαντάφυλλου πρωτοτσίτσεκον = το πρώτο άνθος άνθους πρωτοφώναγμαν = η πρώτη επίκληση αγίου πρωτοχρονίστικος = πεπαλαιωμένος πυκνά = πυκνά πυκνάδα = τα πολλά στίγματα του προσώπου πυκναίνω = πυκνώνω πυκναναστενάζω = αναστενάζω συχνά πυκνοβρέχει = βρέχει συχνά πυκνόκλαδος = αυτό που έχει πυκνά κλαδιά πυκνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο πυκνοκούρτεμαν = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα πυκνοκουρτώ = καταπίνω συχνά, συγκρατώ τον εαυτό μου ώστε να μην ξεσπάσω σε δάκρυα πυκνολίβωμαν = συννεφιάζει συχνά πυκνολιβώνει = συννεφιάζει συχνά πυκνοπλύνω = πλένω συχνά πυκνά πυκνοπλύσιμον = πλένω συχνά πυκνά πυκνός = πυκνός πυκνοτέρεμαν = συχνό βλέμμα πυκνοτερώ = κοιτάζω συχνά, κοιτάζω προσεκτικά πυκνοτζιλτεύω = ουρώ συχνά πυκνοτσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω συχνά τα μάτια πυκνοφυλλωμένος = αυτό που έχει πυκνά φύλλα πυκνοφύτευτος = αυτό που είναι πυκνά φυτεμένο πύκνωμαν = πυκνώνω πυκνώνω = πυκνώνω πυκνωτός = πυκνός πυξάριν = ο θάμνος πυξός πύρα = η πυρά του Αγίου Ιωάννου την οποία υπερπηδούν, πυρά, φλόγωση πυράζω = πυρώνω πύργος = πύργος, πολεμίστρα πυργωτός = πυργωτός πύριν = πυρ, μεταφ. θυμός, οργή πυριχώνω = χώνω κάτι στη πυρακτωμένη τέφρα για να ψηθεί, πυρώνομαι πολύ κοντά στη πυρά και ανάβω εύκολα (ξύλο) πυροκλώθω = στρέφω προς τα πυρά πυρομαχέα = η οσμή υφάσματος το οποίο κινδυνεύει με ανάφλεξη πυρομάχεμαν = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως πυρομάχιν = πράγμα θερμαινόμενο πολύ και κινδυνεύει να καεί, ο πολύ ζωηρός άνθρωπος πυρομάχος = αυτός που πλησιάζει πολύ στη πυρά πυρομαχώ = θερμαίνομαι υπερβολικά μέχρι βαθμού αναφλέξεως πυροστή = πυροστιά πυρφόρος = σιδηρά πυράγρα πύρωμαν = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά πυρώνω = ζεσταίνω, καίω στη φωτιά, πυρώνω πυρωτή = πράγμα ξεροψημένο ή φρυγμένο πυτίδιν = πυτιά πωάζω = κλωσώ πώγω = πηγαίνω, διαρκώ πωλάριν = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι πωλαρόπον = ιππάριο, φοράδα, μουλάρι πώμα = πώμα, καπάκι, κάλυμμα πωματάζω = καλύπτω με καπάκι πωρικέα = κορομηλιά πωρικίτης = εδώδιμος μύκητας που μεγαλώνει στη ρίζα της κορομηλιάς πωρικό = οπωρικό, καρπός πωρτόκαλα = πρωτόγαλα πως = όπως, καθώς, ότι, διότι πώς = πως Ρράβδα = ράβδος, βακτηρία ραβδάζω = ραβδίζω ραβδάτες = εκείνος που κρατάει ράβδο, τούρκος χωροφύλακας ραβδέα = χτύπημα με ράβδο ραβδί(ν) = ράβδος, βακτηρία ραβδοκοπανάζω = κοπανίζω με ράβδο ραβδόπον = ραβδάκι ραβδόπ’λλον = ραβδάκι ραγίζω = ραγίζω ράγισμαν = ράγισμα ράγκιν = χρώμα ράγμα = ρήγμα, σχισμή ράγουλον = ως ναυτικός όρος, είδος τροχαλίας ραγούν = ρακή ράδι = ουρά ραδίκιν = ραδίκι ραζής = ο συναινών ράζω = εποπτεύω, φυλάττω, προσέχω, παραμονεύω ραθυμία = επιθυμία ραθυμώ = επιθυμώ ραΐσιν = κομμάτι, λωρίδα υφάσματος ρακάμιν = αριθμητική παράσταση ρακάνα = η έκταση της σπονδυλικής στήλης, ράχη, γήλοφος ρακάνιν = γήλοφος ρακανόπον = γήλοφος ρακέα = οσμή ρακής ρακί(ν) = ρακή ρακομεθυσμένος = μεθυσμένος από ρακή ρακομεθυστέας = ο μεθυσμένος από ρακή ρακόπον = λίγη ποσότητα ρακής ρακοπότηρον = ποτήρι ρακής ρακοποτισμένος = ο ποτισμένος με ρακή, μέθυσος ρακόποτος = εκείνος που είναι συνηθισμένος να πίνει ραξή ρακοστούπι = στουπί βρεγμένο με ρακή και ποτισμένο με λάδι καμένο που χρησιμοποιείται ως έμλαστρο για κρυολόγημα ραμαζάνιν = ραμαζάνι ραμαζανλής = μουσουλμάνος που νηστεύει, μεταφ. άκεφος, δύστροπος, σκυθρωπός ραμάλης = εκείνος που διακρίνει, βλέπει γρήγορα ράμμα(ν) = νήμα, κλωστή ραμματάριν = φασόλι που έχει νήματα τραχειά ραμματίτζα = φυτό πεντάνευρο ραμματιώ = ξεφτώ, γίνομαι όλο ράμματα ραμματούδικο = εκείνος που έχει ίνες νηματώδεις ραμματόφυλλον = φυτό πεντάνευρο ραμματώνω = δένω σπάγγο κατά μήκος ανεγειρομένου τοίχου για να καθορίσω την ευθεία, φυτό που εκφύει βλαστούς νηματώδεις ραμμόπον = λίγη ποσότητα νήματος ραντά = το ξυλουργικό όργανο ροκάνη ρανταλαεύω = τρίβω ραντίζω = ραντίζω ράντισμα(ν) = ράντισμα ραντιστέριν = κλώνος βασιλικού με το οποίο ραντίζουν οι ιερείς το αγιασμό, το σκεύος του αγιασμού ραντώνω = συννεφιάζω, θολώνομαι, θαμπώνω ράσα = θορυβωδώς, παταγωδώς ρασκέας = δυτικός άνεμος ράσο(ν) = ράσο ραφή = ραφή ραφιδέα = ίχνος που αφήνει ο σπάγγος σε πράγματα δεμένος σφιχτά ραφίδιν = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος ραφιδόπον = χονδρό πολυσύνθετο νήμα, σπάγγος ραφική = ραπτική, ραφή ράφιν = ράφι ραφόπον = ραφή ραφτάτικα = αμοιβή ράπτη, ραφτικά ραφτερόν = δοχείο στο οποίο τοποθετούνται τα σύνεργα της ραπτικής ράφτης = ράφτης ραφτικά = ραφτικά ράφτω = συρράπτω, κεντώ, ξομπλιάζω ράχα = ράχη ραχάτα = ησυχία, φρόνιμα, άνετα ραχάτης = ήσυχος ραχάτιν = ησυχία ραχατλάεμαν = ησυχάζω ραχατλαεύω = ησυχάζω ραχεφκάλιν = κορυφή όρους ραχί(ν) = όρος, δάσος ραχίτα = μικρό αγριόχορτο των βουνών ράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης ραχνούδασμαν = ιστός αράχνης ραχοκάλαθον = καλάθι που κουβαλιέται στην ράχη ραχοκέφαλον = κορυφή όρους ραχοκόλιν = υπώρεια όρους ραχοκόρφιν = βουνοκορφί ραχομύτιν = μύτη όρους, βουνοκορφή ραχοπιδαβαίνω = υπερβαίνω όρος, μεταφ. ο ξενιτεμένος ραχοπιδεβασία = υπέρβαση όρους, ακρώρεια, κορυφή όρους ραχοπιδεβάστρα = εκείνη που υπερβαίνει όρος και προχωρεί πέρα, ξενιτεμένη ραχόπον = μικρό βουνό ραχοπούλλιν = πουλί βουνού, εκείνος που μένει στα βουνά ραχοτσίτσεκον = άνθος βουνού ραχοφόρτιν = φορτίο όσο μπορεί να κουβαλίσει κάποιος στην ράχη του ραχοχόρταρον = χόρτο βουνού ραχοχώριν = χωριό ορεινό ράψη = ράψιμο, ραφή ραψία = ράψιμο, ραφή ραψιάδα = ίχνη ραφής ράψιμο(ν) = ράψιμο, ραφή ραψίον = ράψιμο ρδάζω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών ρδάκος = δράκος ρδάνιν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας ρδιμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση ρδόμος = δρόμος ρδουβάν(ιν) = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου ρδουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι ρεβόλβερο = περίστροφο ρεβολέα = πυροβολισμός με ρεβόλβερ ρέγκιν = χρώμα ρεζιλαεύκουμαι = ρεζιλεύομαι, ντροπιάζομαι ρεζίλης = κατεντροπιασμένος ρεΐζης = αρχηγός, πρόεδρος, διευθυντής ρέικα = καδρόνι ρειχάνιν = βασιλικός, όλα τα φυτά που ευωδιάζουν ρελιζίκην = ρελιζίκη ρέμα = ρέμα ποταμού ρέμπουμαι = περιφέρομαι εδώ και κει ρεμψώνω = αδυνατίζω ρενίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω ρεντζιπέρης = γεωργός ρεντζίτα = πράγμα επιμηκές και λεπτό ρεπανίδα = ραπανάκι ρεπανίζω = κατατρώγω ρέπελος = άτακτος, δυσήνιος ρετζέας = αστείος ρετζεύω = αστειεύομαι ρέτζος = εκείνος που αδυνατεί να κάνει πρόοδο ρετζώνω = προσκολούμαι στη θέση μου και δεν μετακινούμαι, χάνω για λίγο την υγεία μου ρετσέλιν = είδος κομπόστας από βερίκοκα ρετσέτα = συνταγή ιατρική για παροχή φαρμάκων ρεύκομαι = ρεύομαι ρεύξιμον = ρέξιμο ρευξίον = ρέξιμο ρεφανίτα = είδος σινάπεως ρέφανον = ραπάνι ρεφανόπον = ραπάνι ρέφανος = ανόητος, μωρός ρεφανόσπορον = σπόρος ραπανιού ρεφενέ = το ατομικό μερίδιο σε μια συλλογική δαπάνη για φαγητό, διασκέδαση κλπ ρέφος = βρέφος ρεφούλλ(ιν) = βρέφος ρεχάνιν = ρίγανη ρεχίνιν = ενέχυρο, υποθήκη ρέχκομαι = αισθάνομαι επιθυμία προς κάτι, μου αρέσει κάτι ρέω = ρέω, υπερχειλίζω, καταρρέω, χωνεύω ρημάδι = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο ρημάζω = ερημώνω, καταστρέφω ρθέβω = τρέφω ρθέφω = τρέφω ρθουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω ρθουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω ρθύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς ρθύμμαν = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό νερουλό ρθύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού νερουλού ριγασία = ρίγος, ψύχος ριγώ = κρυώνω ρίζα = ρίζα ριζάριν = είδος λαχανικού όμοιο στο χρώμα με το ερυθρόδανο, πατζάρι ριζέα = φυτό μαζί με τη ρίζα του ριζικάρης = καλορίζικος, καλότυχος ριζικός = τύχη, ριζικό ρίζωμαν = ριζώνω ριζώνω = ριζώνω, ριζοβωλώ, μεταφ. αποκτώ τέκνα ριζώτιν = ριζάφτι, ο κρόταφος ριμίτ(ιν) = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση ρινέα = λιμάρισμα ρίνιγμαν = ρινίζω ρινίζω = ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω ρινίν = ρίνη, λίμα ριός = ωραίος ριπίδι = νεαρός κλώνος ριτζάκιν = όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστροειδές ρίφτω = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο ριψιμάτιν = το έμβυο που έχει αποβλληθεί από το ζώο ρίψιμο = ζώο που αποβάλλει το έμβρυο ρόγα = μισθός ρογίζω = πληγή που πυορροεί ροδάκινον = ροδάκινο ροδάνιν = νήμα για ύφανση ροδανός = ροδαλός ροδάφινον = δαφνοκερασιά ρόδι = ρόδι, ροδιά ροδόδεντρον = θάμνος κουμαριά ροδοκόκκινος = ροδοκόκκινος ροδομηλέα = μηλιά με κατακόκκινα μήλα, γυναίκα κατακόκκινη ροδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα ροδοσταμίζω = ραίνω με ροδόσταγμα ροθυμία = επιθυμία ροθυμώ = επιθυμώ ροΐζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ ρόκα = ηλακάτη, η κεφαλή του αραβοσίτου, τα ξύλα του υφαντικού ιστού πατήθρες ροκάν(ιν) = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων ροκάνη = ροκάνη ροκανίζω = ισοπεδώνω σανίδι με ροκάνη ροκοκέφαλον = το άνω μέρος της ρόκας όπου τυλίσσεται το μαλλί, η κεφαλή της ηλακάτης ροκοπάτιν = η βάση της ρόδας πάνω στο οποίο στηρίζεται το όρθιο ξύλο ροκοπέτζα = η μεμβράνη με την οποία περιβάλλουν την κεφαλή της ηλακάτης ροκοπόδιν = το όρθιο ξύλο της ηλακάτης ροκοτζούπιν = ηλακάτη ροκόφυλλον = το περίβλημα της κεφαλής του αραβοσίτου ροκοχάρτιν = το χαρτίς της ηλακάτης, επί του οποίου προσδέλενται το μαλλί ροκώνω = μένω ακίνητος σαν τη ρόκα, γίνομαι κατηφής, σκυθρωπός ρομάννα = γυναίκα που επιμελείται τα ζώα και ασχολείται με την γαλακτοκομία σε θερινό βοσκοτόπι ρομαννίζω = πηγαίνω στο παρχάρι σε θερινό βοσκοτόπι ρομέα = οσμή ρομιού ρόμιν = είδος οινοπνευματώδους ποτού ρομόπον = λίγη ποσότητα ρομιού ρόσιν = είδος μεταλλούχου χρώματος που δηλώνει την ύπαρξη χαλκού ροσπή = εταίρα γυναίκα ροσπού = εταίρα γυναίκα ροτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές ροτζακόπον = μικρό κοχύλι ρότζιν = μικρά όστρακα ή κοχύλια που χρησιμοποιούνται για στολισμό ζώων ροτζίνα = η ρητίνη του πεύκου ρούβλι(ν) = ρούβλι ρούδα = γυναίκα τρελή ρούδιν = ροδιά, ρόδι ρουδόσταγμαν = ευωδές υγρό αποσταγμένο από ρόδα ρούζω = πέφτω, έρχομαι, φτάνω, ρίπτω, αφαιρώ ρουκάνα = ροκάνη, όργανο συσσωρεύσεως αχύρων ρουκανίζω = ισοπεδώνω με ροκάνη, βάζω με τη ρουχάνη τα άχυρα στον αχυρώνα ρουκάνιν = όργανο συσσωρεύσεως αχύρων ρούμα = ρητίνη του πεύκου ρούμπος = κοιτωνίσκος πλοίου, ντουλάπα στον τοίχο ρούξιμον = πέσιμο ρούπα = αποσκευή ναύτη ρουπιά = αρχαίο χρυσό νόμισμα της Τουρκίας ρούπιν = μέτρο εκτάσεως το ένα όγδοο του πήχη ρούπλιν = ρούβλι ρουποτούβαλον = σάκος ναυτικός με τις αποσκευές του ρούσικα = ρώσικα Ρούσικος = ρωσικός, ρωσική γλώσσα Ρούσος = Ρώσος ρουσφέτιν = δωροδοκία, ρουσφέτι ρουτζάκιν = κωνοειδές οστό στη ράχη των σελαχοειδών ψαριών, μικρό θαλασσινό όστρακο που χρησιμοποιείται στα κοσμήματα, κουμπί από σύρμα αγκιστοειδές ρουφά = εξάνθημα δερματικό, έλκωση του στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι του βρέφους ρουφιανλίκιν = μαστροπεία ρουφιάνος = μαστροπός, προαγωγός ρουφίζω = ρουφάω ρουφιχτόν = ρουφηχτό ρουφώ = ρουφάω ρουχάτον = ρούχο, ένδυμα ρουχίτζιν = ρούχο, ένδυμα ρουχλωτός = κρυφός, πανούργος, επιτήδειος ρουχνίζω = ροχαλίζω ρούχνισμαν = ροχαλίζω ρούχον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα ρουχόπον = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα ρουχούτζιν = ρούχο, ένδυμα, φόρεμα ρούχτα = η σταλαγματιά που πέφτει, το αυλάκι που σχηματίζεται στο έδαφος από τη σταγόνα που πέφτει ροφέας = εξάνθημα δερματικό, έλκωση στόματος βρέφους, πληγή στο κεφάλι βρέφους ρόφημα = ρόφημα ροφιώ = βγάζω πληγές στο κεφάλι ροφτικόν = το απορροφημένο ροφώ = ρουφάω ρόχα = ίχνος ανεμοβλογιάς ροχάζω = ροχαλίζω, σκύλος που γριλίζει ροχάς = εργαλείο χρυσοχόων με το οποίο καθαρίζουν το μέταλλο ρόχασμαν = ροχάλισμα ροχτικόν = έδεσμα διεγερτικό της ορέξεως ρύζιν = ρύζι ρυμάκριν = όχθη ρυακιού ρυμέα = ρείθρο ρυακιού ρυμίν = οδός, μικρός ποταμός, ρυάκι, ρεματιά ρυμμάδιν = ακαθαρσία μετάλλων ρυμόπον = μικρό ρυάκι ρυμόχειλος = όχθη ρυακιού ρύπος = ρύπος ρυπώνω = ρυπαίνω ρυτά = γρήγορα ρωβυζούδες = είδος σταφυλιού όμοια με τις θηλές μαστού ρώγα = ρώγα σταφυλιού, κηλίδα προσώπου ρωγίν = ρόγα σταφυλιού, θηλή μαστού ζώου ρωθωγκέας = εκείνος που μιλάει με την μύτη, υπόρρινος ρωθωνίζω = ροχαλίζω ρωθώνιν = ρουθούνι ρωθώνισμαν = ροχαλίζω ρωία = αιμορροΐδες, ζοχάδες ρωμάζω = εξετάζω επίμονα και λεπτομερώς ρωμαίικα = ελληνικά Ρωμαίικος = Ελληνικός ρωμαιογύριστος = χριστιανός που έγινε μουσουλμάνος Ρωμαίος = Έλληνας του Πόντου ρωμάνεμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός ρωμανεύω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός Ρωμανία = χώρα κατεχόμενη από χριστιανούς ρωμανίζω = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός ρωμανικά = ρωμαίικα, ελληνικά ρωμάνισμαν = γίνομαι Ρωμαίος, Χριστιανός ρωματάζω = οραματίζομαι ρωμώ = ερευνώ ρωχάκιν = ρωγμή, σχισμή, στενή δίοδος ρωχότιν = τρύπα ευρύχωρη ρωχωτόν = πολύ ευρύχωρο
Понтийско-новогреческий словарь Α-ΓΑαβαράς = άνεργος, χασομέρης αβάραστος | αβάρετος = άοκνος, γυναίκα που δεν είναι έγκυος αβάσταγος = φίλεργος, ανυπόμονος, ακράτητος, ορμητικός, ανήσυχος, ευερέθιστος, οξύθυμος αβελονίαστος = νήμα που δεν έχει διαπεραστεί από την οπή της βελόνας άβιν = η θήρα, το κυνήγιο, το θήραμα αβλαεύω = κυνηγώ, θηρεύω, αρπάζω, σφετερίζομαι, κατοπτεύω, κατασκοπεύω αβλάμος = οχετός νερού, αυλάκι αβλάστημος = εκείνος που δεν βλαστημά τα θεία αβλούκιν = αυτοφυές χόρτο πλατύφυλλο αβόλετος = που δεν είναι σε θέση να πραγματοποιηθεί αβόλιστος = εκείνο που δεν βυθίζεται αβόριγος = σιτηρά που δεν έχουν αποχωρισθεί από τα άχυρα αβόσκετος = ζώο που δεν έχει βοσκηθεί αβουκάτος = δικηγόρος, εκείνος που έχει ευχέρεια λόγου και πειστικότητα αβουκατωτός = εκείνος που έχει γνώσεις δικηγορικής άβουλα = χωρίς τη γνώμη και τη συγκατάθεση κάποιου | απερίσκεπτα αβούραστος = εκείνο που δεν περιλαμβάνεται στο χέρι αβούρτζιστος = εκείνος που δεν ξεσκονίστηκε με βούρτσα αβουτέρωτος = αβουτύρωτος αβούτετος = ήλιος που δεν έχει δύσει, εκείνος που δεν έχει βουτηχτεί αβρακές = εξανθήματα που γεννιούνται στο κεφάλι βρέφους αβρακίτης = είδος εδώδιμου μανιταριού αβρακωτίνα = γυναίκα που δεν φοράει βρακί Αβράμης = ο γενάρχης των Εβραίων Αβραάμ αβρασία = η αργοπορία στη βράση, μεταφ. η έλλειψη χάριτος σε άνθρωπο άβραστος = άβραστος | (μεταφορ.) αηδής, επιπόλαιος αβραστωτός = μισοβρασμένος αβράσωτος = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ευλογιά αβρεξία = ανομβρία αβρέξιν = ουροδόχο αγγείο που κρέμεται κάτω από την κούνια του βρέφους άβρετος = εκείνος που δεν βρέθηκε άβρεχος = εκείνος που δεν βράχηκε αβρόβουδον = βόδι άγριο, επιθετικό, ορμητικό αβρός = αβρός | για ζώο: παχύ αβρούλιστος = άφλεκτος αβρουχνίαστος = εκείνος που δεν έχει μουχλιάσει αβρόχειλος = εκείνος που έχει άσχημα χείλη αβροχία = ανομβρία αβρώσ(ιν) | αγρώσιν = το φυτό άγρωστις άβρωτος = που δεν τρώγεται, άνοστος | (μεταφ.) αγροίκος, αγέρωχος, δυσπρόσιτος αβρωτωτός = τροφή που προκαλεί αηδία αβτζής = κυνηγός αβτζόσκυλλος = κυνηγετικός σκύλος άβτος = αυτός αβυζάλιστος = εκείνος που δεν έχει θηλάσει άβυζου = εκείνη που δεν έχει μαστούς αγάγγρωτος = εκείνος που δεν έχει πάθει σωματική παράλυση αγαθός = αγαθός, ενάρετος, αίσιος, ευοίωνος, απλοϊκός, απονήρευτος αγαθότε = αγαθότητα αγαθύνω = πραΰνομαι (πληγή) αγαθωτός = ενάρετος, καλοκάγαθος, επιπόλαιος, ευήθης αγαϊτάνιστος | αγαϊτάνωτος = (για υφάσματα) που δεν περιρράφτηκε με γαϊτάνι αγάλα = βραδέως, ησύχας, ήρεμα, αργότερα, βραδύτερα αγάλατον = εκείνος που δεν παρέχει πολύ γάλα αγαλάτωτος = εκείνος που δεν έχει αλειφθεί, λερωθεί με γάλα, που δεν παρέχει πολύ γάλα αγαλήνιστος = εκείνος που δεν είναι καταπραϋμένος, καθησυχασμένος αγαλλία = αγαλλίαση, χαρά αγαλλίαση = αγαλλίαση, χαρά άγαλμα = άγαλμα, άνθρωπος αδιάκριτος αγαναχτέας = ο καταλαμβανόμενος από στενοχώρια αγανάχτεμα = αγανάκτηση, δυσφορία, στενοχώρια αγαναχτεμένα = με κόπο, με δυσκολία αγανάχτετος = ακάματος αγαναχτία = η υπερβολική κόπωση του σώματος αγαναχτώ = αγαναχτώ, δυσανασχετώ, δυσφορώ, στενοχωρούμαι, κουράζομαι πολύ, αποκάμνω, απαυδώ, ερεθίζομαι, πονώ αγάνιν = αγάνωτος, χωρίς λαμπρότητα αγάντζωτος = εκείνος που δεν έχει γαντζωθεί αγάνωτος = αγάνωτος αγάπεμαν = αγάπη, συνδιαλλαγή, συμφιλίωση αγαπεμένα = αγαπημένα, ειρηνεμένα αγάπη = αγάπη, στοργή, έρως, συμφιλίωση αγαπήσιμος = αγαπήσιμος, αξιέραστος, εράσμιος αγαπητικός = αγαπητικός, εραστής αγαπητός = αγαπητός αγαπίτζα = το αγαπώμενο πρόσωπο αγαπώ = αγαπώ Αγαρηνός = Μουσουλμάνος, Τούρκος, με την έννοια του αιμοβόρου αγάριστος = εκείνος που δεν έχει κουραστεί να φωνάζει, που δεν έχει βραχνιάσει αγάς = αγάς αγάστρωτον = ζώο που δεν είναι έγκυο αγγαρεία = αγγαρεία αγγαρεύω = αγγαρεύω αγγάστρι = έμβρυο γυναίκας αγγείον = ασκός, μουσικό όργανο άσκαυλος αγγειτζής = εκείνος που παίζει άσκαυλο αγγελικός = αγγελικός, ωραίος, μεγαλοπρεπής αγγελίτζης = μικρός άγγελος αγγελομαχώ = μάχομαι με τον άγγελο του θανάτου, ψυχορραγώ αγγελομμάτης = εκείνος που έχει αγγελικό βλέμμα, ωραίο αγγελοπρόσωπος = εκείνος που έχει αγγελικό πρόσωπο, ωραίο άγγελος = άγγελος αγγελόψυχος = ο επιθανάτιος πυρετός άγγεμαν = άγγελμα αγγεμονή = άγγελμα αγγεύω = εγγίζω, αναφέρω, ευτυχώ, πλουταίνω αγγλόφρυδος = εκείνος που έχει ωραία φρύδια αγγόξυλος = η πίπιζα του ασκαύλου αγγόπ΄λλον = μικρός ασκός, το μουσικό όργανο άσκαυλο αγγουρέα = η οσμή του αγγουριού αγγουρένος = ο παρασκευασμένος από αγγούρια αγγούριν = αγγούρι αγγουροείλικο = ο περιελισσόμενος βλαστός της αγγουριάς αγγουροζώμιν = ο ζωμός αγγουριού αγγουροκλέφτας = ο κλέφτης αγγουριών αγγουρομύτης = εκείνος που έχει μεγάλη μύτη αγγουρόφυτον = νεαρός βλαστός αγγουριάς δυνάμενος να μεταφυτευθεί αγγουρόχτιστος = άνθρωπος πλασμένος που να φαίνεται χονδροειδής, μεταφ. ο βραδύς στις κινήσεις, αδέξιος, ανεπιτήδειος αγγουρωτός = αγροίκος, ανόητος, μωρός άγδαρτος = άγδαρτος αγδέτζιν = γυμνός, χωρίς περικάλυμμα άγδυτος = άγδυτος αγειτονίαστος = εκείνος που δεν βρίσκεται σε καλές σχέσεις με τους γείτονες, ακοινώνητος αγελάδα = αγελάδα αγελαδάρης = ο βοσκός αγελάδων αγελαδέσιος = αγελαδήσιος αγελάδιν = αγελάδα αγέλαστος = αγέλαστος αγέλιν = αγέλη αγέμιστος = αγέμιστος, κενός αγέμωστος = αγέμιστος, κενός αγένετος = εκείνος που δεν πρόκοψε οικονομικώς, άωρος αγένηστος = άωρος, αγίνωτος αγέννητος = άναρχος, αγέννητος αγέννιν = ζώο που δεν έχει ακόμη γεννήσει αγέρανος = γερανός αγέραστος = αγέραστος αγεφύρωτος = αγεφύρωτος αγιάζιν = αγιάζι, πάχνη αγιάζω = αγιάζω αγίασμα = αγιασμός αγιασματάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την ακολουθία του αγιασμού αγιασμόνερον = το νερό του αγιασμού αγιασμός = αγιασμός αγιατράπεζα = η Αγία Τράπεζα του ιερού βήματος αγιάτρευτος = αγιάτρευτος, ανίατος Αγιγιωργίτης = Νοέμβριος (λόγω της εορτής του Αγ. Γεωργίου στις 3 Νοεμβρίου) Αγιγιωρτέσιν = αυτό που ωριμάζει και μεγαλώνει κατά το μήνα Νοέμβριο αγιθοδωρήσα = γεύμα που κάνει για φίλους και συγγενείς ο αγιθοδωρίζοντας αγιθοδωρίζω = νηστεύω (κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής αγιθοδώρισμα = η νηστεία (για κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής Αγιλουτρούπης = επίθετο του Αγίου Ιωάννου που γιορτάζεται στις 24 Ιουνίου αγιοβασιλιάτικο = το πρωτοχρονιάτικο δώρο αγιοβασιλόπιτα = η πίτα της πρωτοχρονιάς αγιοβήμαν = το άγιο βήμα της εκκλησίας αγιοβότανον = το φυτό αψιθιά το θαμνώδες που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο αγιογδύστης = ιερόσυλος και γενικά κάθε κλέφτης, αυτός που κάνει άτιμες πράξεις αγιοκέριν = το καθαρό κερί των μελισσών της εκκλησίας, κερί που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο αγιοκρόμμυδον = ποικιλία πρώιμου κρεμμυδιού αγιολίθαρον = λίθος άγιος ως εξ ουρανού μέλλων να κατέλθει αγιοπούλλιν = αγαθό παιδί άγιος = άγιος, ευσεβής, αγνός άνθρωπος Αγιοσόφια = η εορτή των Εισοδίων της Παναγίας αγιόσφογγα = φυτά δύσοσμα που παράγουν καρπό βοτρυοειδή πορφυρού χρώματος Αγιοταφίτικος = αυτός που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο, κεριά, σταυροί, εικόνες, κομπολόγια κλπ. αγιοτικός = ενάρετος, πληθ. αγιοτικά αυτά που δίνονται στην εκκλησία, άνθη, βάια κλπ. και φυλάγονται ως ιαματικά αγιοφώς = το Άγιο Φως αγκά = άνω κάτω, μαζί, συγχρόνως αγκαικά = άνω κάτω, παραπάνω κοντά άγκαλα = αγκαλιάζομαι (στην παιδική γλώσσα) αγκάλα = αγκαλιά αγκαλάζω = αγκαλιάζω, σφίγγω στην αγκαλιά μου αγκαλάσιμον = η στενή και τρυφερή περίπτυξη, αγκάλιασμα αγκαλαστά = αγκαλιασμένα αγκαλαστός = αγκαλιασμένος αγκαλέα = ποσότητα όση χωράει στην αγκαλιά αγκάλετος = αυτός που δεν καταγγέλθηκε αγκαλίσκω = αγκαλιάζω, περιπτύσσομαι αγκαλόπον = αγκάλη αγκέσου = προς τα πάνω μέρη (κίνηση ή στάση που εννοείται οριζόντια επί του εδάφους) αγκιάνου = προς τα άνω αγκισεύω = αλιεύω, ψαρεύω αγκίσιν = αλιευτικό όργανο αγκισοκλέφτας = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει αγκισοφάγος = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει αγκίστρα = αλιευτικό άγκιστρο αγκώνα = αγκώνας αγκωνάζω = μετρώ (ύφασμα) κατά μήκος του αγκώνα αγκωνέα = αγκωνιά, μέτρο μήκους ίσου προς τον αγκώνα αγλάγκανος = αβαθής, ρηχός, ανόητος, άχαρος, άκομψος αγλαγκανωτός = λίγο ρηχός, λίγο επιπόλαιος αγλαφάζω = καθαρίζω αυλάκι για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα, αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, ερευνώ λεπτομερώς αγλάφασμαν = καθάρισμα και εκσκαφή αυλακιού για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα αγλαφαστέριν = αυτός που δεν καθαρίστηκε προς διοχέτευση νερού άγλειφος = αυτός που δεν έχει γλειφτεί αγλήγορα = γρήγορα, σύντομα, βιαστικά αγληγορακά = ταχέως αγληγορετά = ταχέως αγληγορετός = γρήγορος, ταχύς αγλήγορος = ταχύς, ευκίνητος, σβέλτος αγληγορόσωστο = το ταχέως συντελούμενων αγληγορότη = ταχύτης αγληγορώ = βιάζομαι, γρηγορώ αγληγορώτερα = όσο το δυνατόν ταχύτερα αγλούπιστος = αξεφλούδιστος αγλοφώτιστος = αβαθούλωτος αγλόφωτος = αβαθούλωτος αγλύκιστο = πικρό άγλυστος = αδιάλυτος αγλυστωτός = σχεδόν αδιάλυτος αγλύτωτος = που δεν γλύτωσε από κάτι άγλωσσος = άλαλος, αμίλητος, βουβός αγλώσσοτος = άλαλος, αμίλητος, βουβός αγμόνιν = ο άκμων των σιδηρουργών αγνά = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο αγναία = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο αγναίος = παράδοξος, περίεργος αγνάρης = αξιόλογος, εκλεκτός, αλλόκοτος, παράξενος αγνέσον = αμφιθαλής αγνέφιστος = αξύπνητος άγνεφος = αξύπνητος αγνήσκικος = νηστικός, πεινασμένος αγνήστικα = νηστικά, πεινασμένα αγνός = τίμιος, αγαθός, απόνηρος, άμεμπτος, μωρός, σπουδαίος αγνοφαεία = νηστίσιμο φαΐ αγνόχολης = ο χολιασμένος, σκυθρωπός από οργή αγνώριστος = αυτός που δεν αναγνωρίζεται αγνωσία = απερισκεψία, ανοησία, αμάθεια άγνωστα = ανόητα άγνωστος = ανόητος, μωρός, αγροίκος, αδιάκριτος αγόμωστος = άδειος, αγέμιστος αγονάτιστος = που δεν γονάτισε αγορά = αγορά αγοράζω = αγοράζω αγορασμάτιν = αυτό που προέρχεται από αγορά αγορασμάτου = πράγμα για αγόρασμα αγοραστής = αυτός που αγοράζει αγοραστός = αυτός που προέρχεται από αγορά αγόραστος = αυτός που δεν αγοράστηκε αγόριν = αρσενικό παιδί αγούλωτος = λιτοδίαιτος αγουρακός = ανδρικός αγουράτικος = ανδρικός αγουρδουγκελίαστος = που δεν είναι βωλιασμένος αγουρέα = οσμή του άνδρα αγουρίστικος = που ανήκει ή ταιριάζει σε άνδρα αγουρίτζης = αγοράκι, άνδρας μικρόσωμος αγουρίτικος = ανδρικός αγουροκαλατζεύω = μιλώ με ανδρική φωνή ή μιλώ ασυστόλως αγουροπαίδιν = το αρσενικό παιδί αγουροπλασία = περιληπτικώς τα αγόρια άγουρος = άνδρας νέος, έφηβος, μεταφ. γενναίος, έντιμος αγουροσύνη = αντρειοσύνη, πράξη γενναία, ανδρική αγουρότη = το να είναι άνδρας γενναίος, η ανδρική ικανότητα από απόψεως φυσιολογικής αγουρουδίαστος = απαλλαγμένος από δερματικών όγκων συνήθως από το κεφάλι αγουρωμένος = ανδρείος, γενναίος αγουρωτός = εύρωστος Αγουστάπιν = αχλάδι ωριμασμένο τον Αύγουστο Αγουστήσι = καρπός ωριμασμένος τον Αύγουστο Αγουστοκάρυδον = καρύδι ωριμασμένο τον Αύγουστο Αγουστοκοκκύμελον = δαμάσκηνο ωριμασμένο τον Αύγουστο Αγουστόμηλον = μήλο ωριμασμένο τον Αύγουστο Άγουστος = Αύγουστος άγρα = με άγριο ύφος, με άγρια διάθεση αγράγγουρο = φυτό αμπελοειδές με παχιές ρίζες αγραίγιδον = αγριοκάτσικο, αίγαγρος αγραίνω = γίνομαι άγριος, οργίζομαι, μεταφ. εξοργίζω αγραμμάτευτος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση αγραμμάτιστος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση αγράμματος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση αγραμματωσύνη = έλλειψη μόρφωσης, απαιδευσία αγραμπελίδιν = άγρια άμπελος αγράμπελον = άγριο αμπέλι αγράμπουλον = είδος άγριας δαμασκηνιάς με καρπό όξινο στο γεύση αγρανεμία = πνοή ισχυρού ανέμου αγράνεμος = άνεμος ισχυρός, σφοδρός αγράνθρωπος = άνθρωπος άγριος στην όψη, τραχύς, απολίτιστος, αγροίκος, βάρβαρος αγραπέα = η οσμή του αγρίου αχλαδιού αγράπιδον = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς αγράπιν = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς αγράσκεμος = δυσειδής μέχρι βαθμού αγριότητας άγραστος = άφθαρτος άγραφτος = αυτός που δεν είναι γραμμένος, που δεν γράφτηκε αγράχαντον = είδος αγκαθιού αγρείμαι = αγριεύομαι, καταλαμβάνομαι από φόβο ιδίως τη νύχτα βρισκόμενος στην ερημιά ή οπουδήποτε αλλού αγρελαία = άγρια ελιά αγρελαφίνα = άγριο ελάφι αγρέλαφον = άγριο ελάφι αγρελαφούλα = άγριο ελάφι αγρεπρόβατα = άγριο πρόβατο αγρίβωτος = ο μη συνεχόμενος εφαρμοστά αγρίεμαν = οργή, εξαγρίωση, εκφόβηση αγριεύω = αγριεύω μεταφ. εκφοβίζω, τρομάζω αγρίζευτος = εκείνος που δεν εκχερσώθηκε προς καλλιέργεια αγριόβικον = άγριος βίκος άγριος = άγριος αγρίωμαν = αγρίεμα αγριώνω = εξαγριώνω, παροξύνω, εκφοβίζω αγροβόρης = σφοδρός βόρειος άνεμος αγροβόρι = σφοδρός βόρειος άνεμος αγροβότανον = χόρτο το οποίο δεν τρώνε τα ζώα αγροβούβαλον = άγριος βούβαλος αγροβριστού = εκείνη που βρίζει άγρια αγρογέτιμον = παιδί αγνώστου πατρός, ορφανό, χωρίς οικογενειακή προστασία αγροδέζμιν = άγριος ηδύοσμος αγροθέριον = άγριο θηρίο, μεταφ. άνθρωπος που εμπνέει τρόμο αγροθόμαρον = άγριο θυμάρι, φυτό αγροικησία = έλλειψη ταχείας αντιλήψεως, νοήσεως αγροίκιστα = ανόητος, σκληρός, άσπλαχνος αγροικιστία = αφροσύνη, μωρία, δυσμάθεια αγροίκιστος = ασύνετος, μωρός, αγροίκος, πρωτοφανής, παράδοξος αγροικιστοσύνα = αφροσύνη, δυσμάθεια αγροίκος = αγροίκος, άξεστος αγροιξία = ανοησία, μωρία αγρόκαμαν = μέρος πολύ ζεστό αγροκάστανον = άγριο ή κακής ποιότητας κάστανο αγροκάτα = άγρια γάτα, αίλουρος, μεταφ. γυναίκα δύστροπη αγροκάτζικον = άγρια κατσίκα αγροκατούδιν = νεαρός αίλουρος αγροκέρασον = άγρια κερασιά και ο καρπός αγροκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά και ο καρπός αγροκόριτζον = κορίτσι ζωηρό και ανυπότακτο αγροκοσσάρα = αγριόκοτα, είδος πέρδικας αγροκρανέα = άγρια κρανιά αγροκρίθαρον = χόρτο όμοιο με το κριθάρι αγροκύδωνον = άγριο κυδώνι αγρολάθυρον = άγριο λαθύρι αγρολαλώ = φωνάζω άγρια αγρολάχανον = άγριο λάχανο αγρομάντακον = άγριο κώνειο αγρομελέσσιδον = άγρια μέλισσα αγρομέρετα = μέρη άγρια, αγριότοποι αγρόμηλον = άγρια μηλιά και ο καρπός αγρομμάτης = αυτός που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό αγρομούντζουρος = που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό αγρομούρης = αυτός που έχει άγρια μορφή αγρομούχτερον = αγριόχοιρος αγροπάρδιν = αγριόγατος αγροπερίστερον = άγριο περιστέρι αγροπόταμος = ποταμός άγριος ένεκα της πλημμύρας αγροσεύτελον = είδος αγριοσέσκουλου αγροσκέπιδον = το έντομο σφήκα αγρόσκυλον = άγρια συκιά, ερινεός και ο καρπός αγρόσπινο = άγριος σπίνος, είδος κίχλας αγροστάφυλον = είδος άγριας σταφυλής και ο καρπός αγροτερίδιν = μέρος άγριο και επίφοβο, φόβητρο, σκιάχτρο αγροτερώ = κοιτάζω κάποιον απειλητικά, αγριοκοιτάζω αγροτζάβταρον = άγρια σίκαλη αγροτζαΐζω = φωνάζω άγρια αγροτζούπαδον = χόρτο όμοιο με το φυτό του αραβοσίτου αγροτόπιν = άγριος τόπος αγρούστιν = δύσμορφος, δυσειδές αγρουστωτός = καρπός που δεν ωρίμασε αγροφάσουλον = αγριόχορτο όμοιο με φασόλι αγροφωνάζω = φωνάζω άγρια αγροχάπαρον = θλιβερή είδηση αγροχόρταρον = αγριόχορτο μη χρήσιμο αγροχωρέτες = αγροίκος χωριάτης αγρύνω = γίνομαι άγριος, παίρνω άγρια όψη αγρύπνα = αυτός που βρίσκεται σε εγρήγορση αγρυπνία = εγρήγορση, το να μένει κανείς άυπνος άγρυπνος = αυτός που δεν κοιμάται αγρυπνώ = αγρυπνώ, ξαπλώνω αργά για ύπνο αγρωσία = φόβος σε έρημο μέρος ή την νύχτα αγρώσιν = το φυτό άγρωστις αγρωτός = λίγο άγριος αγυναίκιστος = ανύπαντρος άνδρας αγύριστος = αγύριστος άγωμαν = αναχώρηση, πορεία, μετάβαση άγωμε = πήγαινε αγωνία = για τον ψυχομαχούντα, αγωνία αγωνίσκουμαι = προσπαθώ εναγωνίως αγώριν = παιδί αρσενικό αδά = εδώ άδα = άεργος, ήσυχα αδά-άνθεν = εδώ άνω ή εδώ προς τα άνω αδά-απάνου = εδώ επάνω αδά-απέσου = εδώ μέσα αδά-αφκά = εδώ αποκάτω αδά-έμπρου = εδώ εμπρός αδά-έξου = εδώ έξω αδά-κάθεν = εδώ κάτω ή εδώ προς τα κάτω αδάβαστος = αδιάβαστος, αγράμματος αδάβατος = αδιάβατος, απάτητος αδαθέμπεραν = από εδώ, εντεύθεν, ενταύθα που αδακά = εδώ κοντά αδακαικά = εδώ κοντά αδακέσου = κατ’ εδώ, προς τα εδώ αδακιάνου = εδώ προς τα άνω αδάκλυστος = αυτός που δεν ξεπλύθηκε αδάκωτος = αυτός που δεν δαγκώθηκε αδάλυστος = αυτός που δεν διαλύθηκε αδαμερέαν = εδώ μεριά αδαμερκαικά = εδώ κοντά αδαμερκέσου = κατ’ εδώ αδαμερκιάνου = κατ’ εδώ προς τα άνω αδαμερόθεν = εδώ μεριά αδαμέρου = εδώ μεριά αδάνειστος = αδάνειστος αδαπαγκαικά = εδώ επάνω, εδώ από πάνω προς τα κάτω αδαπαγκέσου = εδώ επάνω αδαπαγκιάνου = εδώ επάνω και προς τα άνω αδαπάνου = εδώ επάνω αδαπέραν = εδώ απέναντι, εδώ αντίκρυ αδαπεσκαικά = εδώ μέσα αδαπεσκέσου = μέσα σε αυτό εδώ το μέρος αδαπεσκιάνου = εδώ μέσα προς τα άνω αδαπλαγκαικά = εδώ παραπέρα αδαπλαγκιάνου = εδώ παραπέρα προς τα άνω αδαπλάν = εδώ παραπέρα, εδώ πλαγινά αδαποκάθεν = εδώ αποκάτω, εδώ κάτω αδαποπέσου = αποδώ μέσα αδάριστος = ο μη διανεμηθείς αδαρμένευτος = ο μη τυχών νουθεσιών και συμβούλων αδάρτι = προ ολίγου αδαρτισινός = ο προ ολίγου γενόμενος άδαρτος = αυτός που δεν δάρθηκε αδάσκευτος = αυτός που δεν πήρε θρησκευτική διδαχή αδάταγος = αυτός που δεν έχει διαταχθεί αδαφκακαικά = εδώ παρακάτω αδαφκακέσου = εδώ στα κάτω μέρη αδαφκακιάνου = εδώ κάτω προς τα άνω αδαχτύλαστος = που δεν έχει αγγιχθεί με δάχτυλα άδεια = συγκατάθεση, συναίνεση άδειος = αδειανός, κενός αδέλαγον = μη μπερδεμένο αδελφικός = ο προερχόμενος από αδελφό ή ανήκει σε αδελφό αδελφίτζα = η μικρή αδελφή ή χαϊδευτικά η αδελφή αδελφοκόρη = κόρη αδελφού αδελφοκόριτζον = πρώτη ξαδέλφη αδελφολόι = αδελφικό συγγενολόι αδελφομοιρασμένον = διανεμημένο μεταξύ αδελφών αδελφομοίριν = μέρος του αδελφού από κληρονομιά αδελφοπαίδιν = πρώτα ξαδέλφια αδελφός = αδελφός αδελφοσύνη = αγάπη, στοργή μεταξύ αδελφών αδελφότη = σχέση των αδελφών μεταξύ τους αδελφοτικά = αδελφικώς αδελφοτικός = ο αρμόζων σε αδελφό αδελφώνω = γίνομαι αδελφικός φίλος με κάποιον αδέλφωτος = χωρίς αδελφό αδεματίαστος = αυτός που δεν έχει δεθεί σε δέμα αδέξα = αδέξια αδέξος = αριστερός, ανεπιτήδειος άδετος = μη δεμένος αδηλάχλαδο = φυτό οξαλίς, βότανο θεραπευτικό της αδήλου άδηλος = μάταιος, λευκή κηλίδα που σχηματίζεται πάνω στην ίριδα του οφθαλμού αδηλοψόφιν = βότανο θεραπευτικό για το άδηλο Άδης = κατοικία των νεκρών, ο κάτω κόσμος αδίαστος = αυτός που δεν είναι έτοιμος προς ύφανση αδιάφορα = μάταιος, ανώφελος αδιαφόρευτα = ατόκως, ανωφελώς, ματαίως αδιαφόρευτος = άτοκος, ανωφελής, άχρηστος αδιάφορος = ανίκανος, αδιάφορος, άχρηστος αδιαφότερα = ανωφελής, άχρηστος, αδιάφορος άδικα = χωρίς δίκαιο, ματαίως, ανωφελώς αδίκημα = αδικία, πράξη άδικη αδικία = έλλειψη δικαιοσύνης αδικοκρίτης = άδικος δικαστής άδικος = αυτός που είναι άδικος αδικοσκότωτος = αδικοσκοτωμένος αδικώ = κάτω αδικία, βλάπτω αδίπλαος = αυτός που δεν καλλιεργήθηκε δεύτερη φορά αδίπλωτος = αδίπλωτος αδίψαστος = αυτός που δεν διψά άδολος = ειλικρινής, αγνός αδόνταστος = χωρίς δόντια αδούλευτος = ακατέργαστος άδοχτος = απλήρωτος άδραγος = μη πυρωμένος αδραχτάζω = τυλίγω νήμα στο αδράχτι αδραχτάς = κατασκευαστής και πωλητής αδραχτιών αδραχτέα = ποσότητα όσο το χωρεί στο αδράχτι αδραχτερέα = ποσότητα όσο χωρεί το αδραχτερό αδραχτερόν = καλάθι για τοποθέτηση αδραχτιού αδράχτιν = αδράχτι, κλώστρα αδραχτίτζα = είδος εδωδίμου μύκητος ατρακτοειδούς αδραχτοτζούπιν = στυλίσκος αδραχτιού χωρίς τον σφόνδυλο αδρεύω = ταγγίζω αδρός = παχύς, ευτραφής, λιπαρός αδρουβάνιστος = αυτός που δεν έχει δρουβανισθεί για να αποχωριστεί το βούτυρο αδρύζω = ταγγίζω αδρύνω = ταγγίζω αδρύς = αυτός που έχει πικρή γεύση αδυναμία = έλλειψη σωματικής ικανότητας αδύναμος = αυτός που δεν έχει σωματική δύναμη αδυναμώνω = χάνω σωματική δύναμη αδυναστεύω = χάνω τη δύναμή μου αδυνατία = σωματική αδυναμία αδύνατος = αδύνατος αδυνατώ = εξαντλούμαι σωματικώς άε, άιτε = άιντε, εμπρός αέκα = αέκος τοιουτοτρόπως, τοιούτος, τέτοιος αέρας = αέρας, άνεμος αερατίζω = αερίζω αερατικό = νόσος επιληψία άεργος = άνεργος αερίζω = αερίζω αερικός = ευάερος αεριστέριν = ριπίδιο αερόσκαλα = σκάλα από σχοινί αεροτόπιν = αερότοπος αερότοπος = αερότοπος αετόπουλλον = το μικρό του αετού αετορράχιν = βουνό που φωλιάζουν αετοί αετός = αετός αετοφώλιν = φωλιά αετού αέτσι = ούτως, τοιουτοτρόπως αζάγκωτος = μη σκουριασμένος αζάπης = άγαμος αζάρωτος = αλύγιστος αζέστατος = ψυχρός, κρύος αζουλισία = έλλειψη ευνουχισμού σε ζώα αζούλιστος = μη στριμμένος, άκαμπτος, αλύγιστος αζύγιαστος = αζύγιστος αζύγιστος = αζύγιστος αζυμάρωτος = μη πασαλειμμένος με ζυμάρι αζύμωτος = μη ζυμωμένος αζωία = μη έχων ζωή αζωσταδέσιος = ατημέλητος αζώσταρος = ο μη έχων ζώνη αζωστος = μη ζωσμένος αηδόνιν = αηδόνι αηκωσταντινάτο = νόμισμα χρυσό που φέρει συνήθως την εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αθάλα = πυρωμένη τέφρα αθαλασσία = ηρεμία της θάλασσας, ηρεμία αθάνατος = αθάνατος, αιώνιος, άφθαρτος αθάρρετος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος άθαρρος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος άθαφτος = άθαφτος, άταφος άθελα άθελα = παρά την θέληση αθεμελίωτα = απείρως, αφθόνως αθεμελίωτος = χωρίς θεμέλια, άτεκνος αθέμιτα = ασυναρτησία στα λόγια, φλυαρία αθεμωνίαστος = αθεμώνιατος αθεόπιστος = χωρίς πίστη προς τον Θεό άθεος = άθεος αθεοφοβία = έλλειψη φόβου Θεού αθέρα = ρεύμα νερού αθέρας = φλεγμονή πληγής, οργή, αφθονία, επίδραση αθερίνα = αθερίνα αθέριστος = αθέριστος αθέωτα = άσπλαχνος, σκληρός αθέωτος = χωρίς θεό, άπιστος, άσπλαχνος, σκληρός αθηλύκωτος = αυτός που δεν κουμπώθηκε αθιβολέα = ποσότητα ψαριών όση χωράει ο αθίβολος αθιβολεύω = ψαρεύω με αθίβολο αθίβολος = είδος διχτυού αθίζω = καθαρίζω, καλλωπίζω αθλία = πόνος, θλίψη αθράκωτος = μη αναμμένος άθρησκος = μη θρησκευόμενος αθρουμμούλιστος = αυτός που δεν μεταβάλετε ψίχα άθρυφτος = αυτός που δεν μεταβάλετε σε θρύμματα αθυμίαστος = μη λιβανισμένος αθύμωτος = μη οργισμένος αθώος = μη ένοχος αθώρετος = αθέατος αία = είδος μαλλιού κατσίκας αίγειρη = το δέντρο ήμερη λεύκη αιγιδάς = ο κάτοχος αιγών αιγίδιν = κατσίκα αιγιδίτα = αγριόχορτο φαγώσιμο αίθα = θαλασσινό πτηνό αίθινος = ζωηρός, δυσήνιος, άτακτος αίθρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία αιθράζω = ευδιάζω, αιθριάζω αιθρακή = ξαστεριά αίθρασμαν = ανέφελος καιρός, ευδία αίμα = αίμα αιματοκυλίζω = τραυματίζω κάποιον αιματοκύλιν = μεταβαλλόμενο σε αίμα αιματοκύλισμαν = φόνος, σφαγή αιματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος αιματολουσία = αιματοχυσία αιματόλουστος = αιματοχυσία αιματοξέραστος = αυτός που ξέρασε αίμα αιματοξερώ = ξερνώ αίμα αιματοξυσία = αιματοχυσία αιματοπότιστος = ο ποτισμένος με αίμα, δολοφόνος αιματουράχκομαι = ουρώ αίμα αιματοχειλίζω = τρώω ακορέστως πληρούμενος μέχρι χειλέων αιματοχυσία = χύνω αίμα αιματώνω = κηλιδώνω με αίμα αιματωσία = αιματοχυσία αιρανός = γερανός αίρεση = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη αιρέτης = άνθρωπος ισχυρογνώμων, πεισματάρης αιρετίζω = ερεθίζω αιρετικά = με πείσμα ερεθιστικό αιρετικός = πείσμων, ισχυρογνώμων, απειθής, άτακτος, φθονερός αιρέτιση = ερεθισμός αιτία = αιτία, αφορμή αίτικα = τοιουτοτρόπως, έτσι αίτικος = τοιούτος, τέτοιος αιτόνης = αετός αιχμάλωτος = αιχμάλωτος, δυστυχής, ταλαίπωρος, ορφανός αίχτρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία αιχτράζω = ευδιάζω, αιθριάζω αιώνα = διαρκεί, εσαεί άκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση ακαβαλκίαστος = η έφιππος, πεζός ακαβούρευτος = ακαβούρδιστος άκαγος = άκαφτος ακαθάριστος = μη καθαρισμένος ακάθιστος = όρθιος άκαιρα = ακαίρως ακαιρία = ακατάλληλος καιρός άκαιρος = ανάρμοστος, αταίριαστος ακακάδευτος = μη ασθενήσας ακακία = έλλειψη κακίας άκακος = αυτός που δεν έχει κακία ακαλαντίαστος = αυτός που δεν έλαβε πρωτοχρονιάτικο δώρο ακαλάτζευτος = αμίλητος, ακατάδεκτος ακαλατζευτωτός = ο ακατάδεκτος να του μιλήσει κανείς ακάλεστος = απρόσκλητος ακαλίβωτος = ζώο χωρίς πέταλα ακαλλίωτος = ακαλλώπιστος, ατημέλητος ακάλτζωτος = χωρίς κάλτσες ακαμάρωτος = αλύγιστος, νύφη χωρίς πέπλο ακαμάτευτος = άγνεστος, ακαλλιέργητος ακαμάτης = οκνηρός, νωθρός ακαμάτιστος = μη υποβληθεί σε εργασία ακάματος = ακατέργαστος ακαμισίαστος = χωρίς πουκάμισο ακάμισος = κυριολ. ο στερούμενος πουκαμίσου, μεταφ. ο πάμπτωχος ακάντζωτος = μη καρυκευμένος με κοπανισμένα καρύδια ή φουντούκια ακάπνιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με καπνό άκαρδα = χωρίς προθυμία άκαρδος = απρόθυμος ακάρπετος = χωρίς καρπούς άκαρπος = αυτός που δεν έχει καρπό ακάρφωτος = μη καρφωμένος ακαταδεξία = ακατάδεκτος ακατάδεχτος = η καταδεχόμενος, υπερόπτης ακαταδεχτοσύνη = υπεροψία, ακαταδεξιά ακαταθάρρετος = εκείνος στον οποίον δεν μπορεί να εμπιστευθεί ακατακάθετος = μη καθιζόμενος, μη κατασταλαγμένος ακαταστασία = έλλειψη τάξεως, ανωμαλία, ταραχή ακατάστατος = αταχτοποίητος, τσαπατσούλης ακατέβατα = χωρίς έκπτωση τιμής ακατέβατος = ακατέβατος ακατένιστος = μη ξεπλυμένος ακατούρετος = μη κατουρημένος ακατράνωτος = αυτός που δεν βαπτίσθηκε σε κατράμι ακάτωθενα = το κατώτατο μέρος της εστίας άκαυτος = μη καμένος ακεί = εκεί ακείνος = εκείνος ακένωτος = ανεξάντλητος, ασερβίριστος ακέραιον = σώμα άψυχο ακέριν = ακέρωτο ακέρωτος = ακέρωτος ακέφαλος = χωρίς κεφάλι ακεφαλωσύνη = αφροσύνη, ασυνεσία ακεφάλωτος = άγαμος ακίδα = η άκρη κάθε πράγματος ακλάδευτος = αυτός που δεν κλαδεύτηκε ακλάδωτος = αυτός που δεν έβγαλε κλαδιά ακλαίνιστος = αυτός που δεν κλαίει άκλαστος = αυτός που δεν πέρδεται άκλαυστος = αυτός που δεν κλάφτηκε ακλείδιν = μη κλειδωμένο ακλείδωτος = μη κλειδωμένος άκλειστος = μη κλεισμένος ακλερικόν = ακληρονόμητο άκλερος = ακληρονόμητος, άκληρος άκλεφτος = αυτός που δεν κλάπηκε ακλίδιν = κλούβιο άκλιτος = αλύγιστος, άκαμπτος ακλόθα = ακολουθώντας ακλοθάντων = εγώ ακολουθώ ακλόθεμα = παρακολούθηση, κατασκόπευση ακλόθετος = μη παρακολουθούμενος ακλόθιν = ο πλακούς του εμβρύου άκλωστος = μη κλωσμένος ακλωστωτός = λίγο κλωσμένος ακμή = ακμή άκνεστος = μη κνηθόμενος ακοδεσπαίνευτος = ανοικοκύρευτη ακοή = η αίσθηση της ακοής ακοίλωτος = αυτός που δεν έχει κοιλότητα από χτύπημα ακοίμητος = μη κοιμισμένος ακοινώνητος = αυτός που δεν έχει πάρει θεία κοινωνία ακοκκίνιστος = αυτός που δεν είναι κόκκινος ακολάκευτος = αχάιδευτος ακόλλιστος = ακόλλητος άκολος = αυτός που δεν έχει ορατό πυθμένα, βαθύτατος ακολουθία = εκκλησιαστική ιεροτελεστία ακολουθώ = ακολουθώ κάποιον που πηγαίνει μπροστά ακόλωτος = χωρίς πυθμένα, με μεγάλο βάθος ακόμη = ακόμη ακομματίαστος = ακομμάτιαστος ακόμπετος = αυτός που δεν είναι ξεσκονισμένος ακομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ ακόμπωτος = αυτός που δεν είναι απατημένος ακονάστρα = όργανο που τροχίζει ακόνετος = αυτός που δεν είναι ακονισμένος ακόνιν = ακόνη ακονιστέριν = ακόνη κοφτερή ακονίστρα = ακόνη κοφτερή ακονόπετρα = πέτρα που χρησιμοποιείται για ακόνισμα κοπτικών εργαλείων ακόντετος = ακόντευτος ακονώ = οξύνω, τροχίζω ακοπάνιστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε ακοπιδίαστος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή ακοπίδωτος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή άκοπος = αυτός που δεν έχει κοπεί ή δεν κόβεται ακόπριστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριές ακορνίτζωτος = ακορνίζωτος ακοσκίνιστος = αυτός που δεν κοσκινίστηκε ακοτζακίαστος = αυτός που δεν κουμπώθηκε ακουβάλητος = αυτός που δεν κουβαλιέται ακουβαρίαστος = αυτός που δεν είναι κουβαριασμένος ακουγιάρης = αυτός που γνωρίζει από την ακοή ακούδιστος = μη εγγισθείς υπό του ράμφους πτηνού ακούιστος = απρόσκλητος ακουκούλωτος = χωρίς κουκούλα, χωρίς σκεπή ακούλιστος = μη αποκωμένη κεφαλή ακουμουλίαστος = αυτός που δεν έχει συγκεντρωθεί σε σωρό ακουμπίαστος = ακούμπωτος ακουμπίζω = στηρίζομαι, τοποθετώ ακουμπιστήριν = βακτηρία, πρόχειρο κάθισμα ακούμπιστος = εκείνος που δεν στηρίζεται κάπου ακουμπιχτά = ακουμπώντας ακούμπωτος = ξεκούμπωτος ακούνιστος = αυτό που δεν λικνίστηκε ακούπιστος = σκεύος που δεν αντιστράφηκε ακούραστος = μη λυγισμένος, μη συνεπτυγμένος ακούρευτος = μη κουρεμένος ακούρφευτος = αυτός που δεν έχει πάρει έπαινο ακούρφιστος = μη επαινούμενος άκουσμαν = το αίσθημα που γίνεται με την ακοή ακουστής = αυτός που γνωρίζει κάτι εξ ακοής ακουστίουμαι = διαθρυλούμαι, φημολογούμαι ακουστός = ο γνωστός εξ ακοής ακούφωτος = αυτός που δεν είναι κούφιος ακούω = ενεργ. αισθάνομαι, αντιλαμβάναι, υπακούω, πείθομαι, ονομάζομαι, παθητ. γίνομαι γνωστός, φημίζομαι, εισακούομαι άκουων = εκείνον που ακούνε ακοχλάκιστος = μη βρασμένος ακόχλαστος = μη βρασμένος άκρα = αρχή και τέλος εκτάσεως ακράναλος = λίγο αλατισμένος ακρανέψιν = μισοψημένο ακρανοίγω = μισοανοίγω ακράνοιχτος = μισοανοιγμένος ακράτετος = μη βασταζόμενος ακράτευτος = ύφασμα που δεν αντέχει στη φθορά ακράχαρος = ο πολύ δυστυχής ακρέμαστος = αυτός που δεν κρεμάστηκε ακρέμιστος = αυτός που δεν γκρεμίστηκε ακρεμόνα = ξηρά κλαδάκια δάσους πεσμένα στο έδαφος ακρέπιν = σκορπιός ακριβά = σε υπερβολική τιμή ακριβαγόραστος = αγορασμένος σε μεγάλη τιμή ακριβεία = υπερτίμηση των ειδών συντήρησης ακριβός = αυτός που πουλάει σε μεγάλη τιμή ακριβύνω = υπερτιμώ ακριβωτός = λίγο υπερτιμημένος ακριμαία = το δέρμα των άκρων, των ποδιών άκριτος = αδίκαστος, άσπλαχνος, απερίσκεπτος, τολμηρός, πονηρός ακρόαση = το να ακούει κανείς με προσοχή ακροάσκουμαι = αρκοάζομαι ακρογούλαστος = μισοκαβουρδισμένος ακρόζογρος = λίγο υγρός ακροθίγγαστος = πολύ ευερέθιστος ακρολόετος = ακάθαρτος, ρυπαρός ακρόντικα = αρχοντικός ακροπέτζιν = επιδερμίδα ακροπύγια = τα κάτω άκρα γυναικείου ενδύματος που φτάνει μέχρι τους γλουτούς ακρώπιστος = μη κομμένος με κρωπή (ελαφριά αξίνα) ακυβέρνευτος = αυτός που αδυνατεί να πορευτεί τα προς το ζην ακυβέρνητος = αυτός που δεν γνωρίζει να κυβερνά το σπίτι ακυλίντριστος = η χωματόσκεπη στέγη που δεν συμπιέστηκε με κύλινδρο για τις διαρροές της βροχής ακύλιστος = αυτός που δεν κυλίστηκε ακυρίευτος = αυτός που δεν καταλήφθηκε από ηθικό πάθος ακύρωτος = μη επικυρωμένος ακύρωτος = χωρίς πατέρα αλαβέρα = μεταξωτό ύφασμα με ποικίλες αποχρώσεις άλαγος = ασελγής, ατίθασος αλάδωτος = αυτός που δεν αλείφθηκε με λάδι αλαζονεία = εμπαιγμός, χλεύη αλάθευτος = εκείνος που δεν κάνει λάθη, ακριβής αλάιστος = ακούνηστος αλαΐτης = άνθρωπος του λαού, λαϊκός, πολίτης αλαλαγμός = θορυβώδης ταραχή, οχλοβοή αλαλάσευτος = αυτός που δεν είχε θωπεία, χάδια αλαλαχύνω = γίνομαι ευρύχωρος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω αλάλετος = αυτός που δεν έχει λαλιά, ομιλία αλαλία = απόλυτη σιωπή αλάλικος = αυτός που δεν μιλά, άλαλος άλαλος = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος άλαλος = απρόσκλητος αλαλούκης = κωφάλαλος, άφωνος, σιωπηλός, έκπληκτος αλαλώνω = γίνομαι άφωνος αλανάριστος = αυτός που δεν έχει λαναριστεί, που δεν τον έχουν ξάνει (για μαλλί) αλάρωτος = ανίατος, αθεράπευτος άλας = αλάτι αλάσκιστος = αυτός που δεν έχει πάει περίπατο αλατάς = αυτός που πουλάει αλάτι αλατένος = φτιαγμένος από αλάτι αλατέριν = αλατοδοχείο αλατζάς = ύφασμα ποικιλόχρωμο αλατίζω = βάζω αλάτι κάπου αλατιστέρα = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα αλατιστέριν = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα αλάτιστος = ανάλατο αλατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα αλατίτζα = φυτό άγριο αλατοθήκη = αλατοδοχείο τραπεζιού αλατοκαύκι = αλατοδοχείο τραπεζιού αλατοπιπερερή = δοχείο συνεχόμενα άλατος και πιπεριού αλατόπον = λίγη ποσότητα αλατιού αλατώνω = αλατίζω αλαφαντρώνω = σαγηνεύω, παρασύρω κάποιον αλάφιν = ξηρά τροφή για ζώα το χειμώνα αλάφιν = η φλόγα και η θερμότητα που εκπέμπει αλαχτοράς = αλέκτωρ, κόκορας αλαχτόριν = αλέκτωρ αλαχτορίτικα = κατά τον τρόπο των αλεκτόρων αλαχτορόφωνα = αλεκτροφωνία, η φωνή του πετεινού αλάχωρα = ευρύχωρα, χαλαρά, με άνεση αλάχωρος = ευρύχωρος, χαλαρός αλέθω = αλέθω, αλευροποιώ άλειμα = επάλειψη αλειμματάρης = ευτραφής, παχύσαρκος αλειμματάς = έμπορος λιπαρών ουσιών αλειμματέα = η οσμή του λίπους αλειμματένος = ο παρασκευασμένος από λίπος αλειμματοκέριν = κερί παρασκευασμένο από λίπος αλειμματόπον = λίγη ποσότητα λίπους αλειμματώνω = αλείφω λίπος αλειτούργητος = αυτός που δεν έχει διαβαστεί ή ευλογηθεί από ιερέα άλειφος = μη αλειμμένος αλειφτήριν = τεμάχιο τσόχας υφάσματος με το οποίο τρίβουν το σώμα οι λουόμενοι αλείφω = επαλείφω άλειχτος = εκείνος οποίος δεν έλειξε αλεπέσα = κολακεία, πανουργία αλέπιστος = αξεφλούδιστος αλεποθάνατα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος αλεποθανέσα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος αλεπομούντζουρος = αυτός που έχει χαρακτηριστικά όπως της αλεπούς αλεπόπουλλον = νεογνά αλεπούς αλεπός = αλεπού αλεποσάιτα = τόξο για κυνήγι αλεπούς αλεποσύνα = δόλος, πονηριά (πληθυντικός) αλεπότε = πανουργία, δολιότης αλεπουδεύω = παιδί που έρπει, πηγαίνει στα τέσσερα αλεπούδιν = νεογνό αλεπούς αλεπούλλιν = νεογνό αλεπούς αλεπουραδίτζα = φυτό που μοιάζει με ουρά αλεπούς αλεπουφουσκίτα = είδος μύκητος αλεπρός = περιφρονητικός αδελφός αλέρωτος = καθαρός αλεσέα = εκάστοτε ποσότητα προς αλευροποίηση οριζόμενη ποσότητα σιτηρών αλεσία = άλεση αλεσμάτιν = ποσότητα που αλέθεται σε μια δόση αλεστικά = η αμοιβή του μυλωθρού αλεστός = αλεσμένος άλεστος = αυτός που δεν αλέστηκε αλέτιν = αλέτρι άλετος = αυτός που δεν αλέστηκε αλετράζω = οργώνω αλετρέα = όργωμα αλέτριν = αλέτρι αλετρόζυγα = το αλέτρι και το ζυγό μαζί αλετροκαλάμιν = ο ρυμός του αρότρου, σταβάρι αλετροκλείδιν = σφήνα που συγκρατεί το λουρί του ζυγού με το σταβάρι αλετροκούριν = αλετροπόδι αλετρολάβιν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη αλετρόξυλα = συνολικά τα μέρη του αρότρου αλετροπόδιν = η βάση του αρότρου, έλυμα αλετροσπάθιν = το ξύλο που συνδέει το σταβάρι με το αλετροπόδι αλετροτζάνιν = ο ιστοβοεύς του αρότρου, σταβάρι αλετροχέριν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη αλευράμπαρον = αμπάρι, αποθήκη αλεύρων αλευράριν = αλευρώδης αλευράς = αλευροπώλης αλευρέα = η οσμή του αλεύρου αλευρένος = αυτός που παρασκευάζεται από αλεύρι αλευρερή = αλευροδοχείο αλεύριν = αλεύρι αλευρίτα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους αλευρίτζα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους αλευροκάδιν = κάδος προς τοποθέτηση αλευριού αλευροκόσκινον = κόσκινο αλευριών αλευρομάλεζον = αλευρόσουπα αλευρόμηλον = μήλο τρυφερό που έχει αλευρώδη σάρκα αλευροπάζαρον = αλευροπάζαρο αλευρόπον = λίγη ποσότητα αλευριού αλευροσάκκιν = σάκος αλευριού αλευροσάκκουλον = σακούλι αλευριού αλευροτσούβαλον = τσουβάλι αλευριού αλευρώνω = αλευρώνω αλευτέρωτος = αυτή που δεν γέννησε ακόμα αλήθεια = αλήθεια, πραγματικότητα αληθεύω = αληθεύω αληθής = αληθής αληθινά = αληθινά αληθινός = αληθινός αληθίτικα = αληθώς αληθιτικός = πραγματικός, γνήσιος αλίζω = αλατίζω αλίθωτος = αυτός που δεν έχει λιθωθεί αλικόρδα = σκορδαλιά άλικος = αυτός που έχει ζωηρό ερυθρό χρώμα αλικουρτέα = το ζωόφυτο αλκυόνα αλιμένευτος = μέρος μη απαλλαγμένο από χιόνι αλιμίδα = νερό αλμυρό αλιμιδέα = νερό αλμυρό αλιμίδιν = άλμη αλιστός = αλατισμένος άλιστος = ανάλατος αλκάρι = ύφασμα πολύ αραιό άλλαγα = εναλλάξ αλλαγή = αλλαγή αλλάγιν = μοίρα στρατού, σύνολο ανθρώπων άλλαγμαν = άλλαγμα αλλάζω = αλλάζω, μεταβάλλων, ανταλλάζω αλλαξία = αλλαξιά αλλαξίος = αλλαγή ενδυμάτων αλλαχτός = αλλαγμένος άλλαχτος = μη αλλαγμένος αλλέα = αλλιώς αλλέικος = αλλιώτικος αλλέος = αλλιώτικος αλληθώρα = αλλήθωρα αλληθώρης = αλλήθωρος αλληθωρίζω = αλληθωρίζω αλλόγλωσσος = αλλόγλωσσος αλλόθρησκος = αλλόθρησκος αλλοί = αλοίμονον αλλοινέτερον = των άλλων αλλοκομίστες = ξενομερίτης αλλομίαν = άλλη μία φορά, πάλι αλλομίαν-κέσου = αργότερα αλλομούνον = μετ’ ολίγον αλλομούνον-κέσου = μετ’ ολίγη ώρα, σε λίγο αλλόπιστος = αλλόπιστος άλλος = άλλος άλλοτες = άλλοτε αλλότικος = αλλιώτικος αλλού = σε άλλο μέρος, αλλού αλλόφυλος = αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή αλμεγάδιν = το αρμεγμένο αλμέγω = αρμέγω αλμεξία = το προϊόν του αρμέγματος αλμεχτά = κατά τρόπο αρμέγματος αλμεχτερέα = ποσότητα όση χωράει το δοχείο του αρμέγματος αλμεχτέριν = δοχείο στο οποίο αρμέγουν αλμεχτερόν = δοχείο αρμέγματος αλμεχτικά = αμοιβή γυναικών που περιποιούνται ξένες αγελάδες άλμεχτον = ζώο που δεν έχει αρμεχτεί αλμύρα = αρμύρα αλμυρίζω = έχω γεύση αλμύρας αλμυρός = αυτός που έχει αλμυρή γεύση άλογα = λόγοι υβριστικοί αλογαρίαστα = χωρίς λογαριασμό, αφειδώς αλογαρίαστος = αυτός που δεν υπολογίζει, ασύνετος, σπάταλος αλογάς = αγωγιάτης, ιππέας αλογέα = φορτίο αλόγου, οσμή του αλόγου αλόγιστα = αλόγιστα, απερίσκεπτα, αφρόνως αλογομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με άλογο αλογομυία = αλογόμυγα αλογοπέτζιν = δέρμα αλόγου αλογοσάκκιν = σάκος ορισμένης ποσότητας για φόρτωμα αλόγου αλογότριχα = αλογότριχα αλογοφόρτιν = φορτίο αλόγου αλοιφέας = κολλημένος προς άλλους αλοιφή = αλοιφή αλοιφούτζα = άνθρωπος προσκολλημένος ως αλοιφή αλόξενος = παντελώς ξένος άλοτος = αυτός που δεν έχει λιώσει άλουτος = άλουστος αλύγιστος = αλύγιστος αλυκασέα = έδεσμα αλμυρό αλύκαση = αλμύρα αλυκίζω = έχω λίγο αλυκή γεύση αλυκόξινος = αλμυρός και ξινός μαζί αλυκός = αλμυρός αλυκότε = αλμυρότης αλυκοφάγος = αυτός που αγαπά τα αλμυρά εδέσματα αλύκωμα = αλμυρό επιδόρπιο αλυκώνω = αλατίζω αλυκωσία = έδεσμα αλμυρό αλυκωσύνα = ο ιδιότης του αλμυρού, έδεσμα αλμυρό αλυκωτίζω = κάνω κάτι λίγο αλμυρό αλυκωτός = λίγο αλμυρός, υφάλμυρος αλυσία = αλυσίδα αλυσίδιν = αλυσίδα αλυσιδοκόμματος = τεμάχιο αλυσίδας αλυσοδένω = δένω με αλυσίδες άλυτος = άλυτος, αυτός που δεν είναι διαλυμένος στο νερό αλφαβητάριν = αλφαβητάρι αλφαβίζω = συλλαβίζω αλωνάπιν = είδος εντόμου αλωνέα = ποσότητα όση χωράει το αλώνι αλωνίζω = αλωνίζω αλώνιν = αλώνι αλώνιστος = αυτός που δεν έχει αλωνιστεί αλωνίφταρον = φτυάρι ειδικό για αλώνισμα αλωνοζύγονον = ζυγός των βοδιών για το αλώνισμα αλωνοκόσκινον = κόσκινο που χωρίζουν τα σιτηρά από τα χοντρά άχυρα αλωνοκούσκουρον = κομμάτια βοϊδοκοπριάς ξηραμένης στο αλώνι αλωνοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν αλώνια αλωρίαστος = εκείνος που δεν έχει μπαλωθεί με λουριά δέρματος άμα = μόλις άμα = αλλά, όμως άμα = δρεπάνι αμαγάριστος = καθαρός αμαγέρευτος = αμαγείρευτος αμάγευτος = μη μαγεμένος Αμαζονία = ορεινή χώρα του Πόντου, καιρός ομιχλώδες, υγρός αμαζονίζω = απορροφώ υγρασία αμάθετος = αμάθητος αμαθής = απαίδευτος αμαθήτευτος = άπειρος αμάθιστος = άπειρος αμάισσωτος = μη μαγεμένος αμάκρετος = αυτός που δεν έχει αποκτήσει ανάστημα αμάλαστος = αυτός που δεν έπαθε αφροδισιακό νόσημα αμάλαχτος = μη ψηλαφισμένος, άθικτος αμαλέζωτος = αυτός που δεν έφαγε αλευρόσουπα άμαλλος = αυτός που δεν έχει ακόμη γένια αμάν = εκφράζει δυσφορία, αγανάκτηση αμάν = αμέσως αμανάτιν = αμανάτι, ενέχυρο, παραγγελία αμάνικος = χωρίς μανίκια αμανίκωτος = χωρίς μανίκια, μεταφ. φτωχός, περιφρονημένος αμάννωτος = αυτός που δεν έχει μάνα, ορφανός αμάνταλος = μη μανταλωμένος αμαντάλωτος = μη μανταλωμένος αμαντζίριστος = αυτός που δεν καταλύει τη νηστεία αμάντζιρος = αυτός που δεν τρώει φαγητό που απαγορεύεται στη νηστεία αμαντζιρωσύνα = αποχή από τροφή μη νηστίσιμη αμαντζούλωτος = καθαρό σκεύος αμαντήλωτος = αυτός που δεν φοράει μαντήλι αμάνωτος = μη ρυπανθείς με αιθάλη αμαραντέα = η μυρωδιά του αμάραντου αμάραντον = αμάραντος αμαραντόφυλλον = φύλλο αμάραντου αμαρτάνω = αμαρτάνω αμάρτεμαν = αμάρτημα αμαρτία = αμαρτία αμαρτύρητος = χωρίς μαρτυρίας αμαρτωλία = αμάρτημα, αμαρτία αμαρτωλός = ο διαπράττων αμαρτία αμάσετος = αμάσητος αμασκάλη = μασχάλη αμάσουρος = αυτός που δεν έχει πηνία αμαύριστος = αμαύριστος άμε = πήγαινε αμέθυστος = νηφάλιος άμελα = χωρίς προθυμία αμέλεια = αμέλεια αμελίτωτος = χωρίς μέλι άμελος = φυγόπονος, αμέριμνος αμελώ = παραμελώ αμένυχτος = αυτός που δεν έχει λάβει είδηση αμέσαχτος = αυτή που έχει διανύσει το μισό χρόνο της κυοφορίας αμετάγγιστος = αυτός που δεν έχει μεταγγισθεί από δοχείο σε δοχείο αμετάδοτος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία αμετάλαβος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία αμετάνιστος = αυτός που δεν προσεύχεται αμετάνογος = αυτός που δεν προσεύχεται αμετανόετος = αμετανόητος αμετασάλευτος = αμετακίνητος αμεταφύτευτος = αυτός που δεν μεταφυτεύτηκε αμέτοχος = αμέτοχος αμέτρητος = αμέτρητος αμήν = είθε, γένοιτο αμίλαλος = άφωνος αμίλετος = αμίλητος αμμαζώνα = είδος γυναικείου ενδύματος που περιβάλει τον κορμό άμμος = άμμος αμμούδα = αν δεν αμνάδιν = θηλυκό πρόβατο μονοετές αμνάζω = γεννώ (πρόβατο) αμνημόνευτος = αμνημόνευτος αμνός = αμνός αμοίραστος = αμοίραστος αμοιρολόετος = αυτός που δεν το μοιρολόγησαν αμόλωτος = αυτός που δεν έχει ανάψει αμόναστος = νεκρός που δεν τον εμόνασαν αμόνωτος = αυτός που δεν απομονώθηκε αμούστακος = χωρίς μουστάκι αμουστούναστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε με γροθιά αμπαρέα = ποσότητα όσο χωράει ένα αμπάρι αμπάριν = αμπάρι αμπαρόλημον = μεγάλο μήλο αμπαρομμάτιν = στόμιο αμπαριού αμπαρώνω = αποθηκεύω, εγκλείω σε αμπάρι αμπελάρικο = δέντρο κατάλληλο προς αναρρίχηση αμπελάς = αμπελοκτήμονας αμπέλιν = αμπέλι αμπελίτα = είδος φυτού κληματοειδούς αμπελίτζα = είδος φυτού κληματοειδούς αμπελομάθρακα = μικρός βάτραχος που τρέφεται από τα φύλλα τις αμπέλου άμπελον = φυτό κυσσοειδές αμπελόφυλλον = φύλλο αμπελιού αμπελόφυτον = φυτό αμπελιού αμπελοχώριν = χωριό με αμπέλια αμπελώνα = αμπελώνας αμπελώνιν = αμπελώνας αμπελώνω = φυτεύω αμπελώνες άμποτε = είθε αμπώς = γιατί;, πως όχι; αμτό = πως όχι; αμύριστος = αυτός που δεν μυρίζει άμυρος = αυτός που δεν μυρώθηκε αμύρωτος = αυτός που δεν μυρώθηκε αμυτίαστος = χωρίς μύτη αμώδαστος = αυτός που δεν αισθάνεται το πόνο των δοντιών Αν έντρισες, νούτσον και τη χερεία σ’. = Για το ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι πάντα έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τα χειρότερα. αναβαγίζω = χασομερώ αναβαλλούδα = τυφλοπόντικας αναβρασμός = αναστάτωση, θόρυβος, ταραχή αναγαπήτος = ανάξιος να αγαπηθεί, αποκρουστικός αναγελώ = περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω αναγκάζω = αναγκάζω, βιάζω αναγκαίον = αποχωρητήριο ανάγκη = ανάγκη αναγκιασμένος = δόλιος, πονηρός ανάγνωση = διάβασμα αναγνώσκω = διαβάζω αναγούλα = τάση προς εμετό αναγουλάζω = τάση προς εμετό αναγουλίζω = έχω τάση προς εμετό αναδέλφωτος = αυτός που δεν έχει αδελφική στοργή ανάδεξια = όχι δεξιά, αδέξια αναδορώνω = αναζυμώνω προζύμη για να αυξηθεί αναδουλεία = αναδουλειά ανάδραχτο = μεγάλο αδράχτι με το οποίον κλώθουν την κάνναβι ανάθεμα = ανάθεμα αναθεματία = βλασφημία του αναθέματος, αναθεματισμός αναθεματίζω = βλασφημώ κάποιον αναθεμάτιστος = εκείνος που δεν έχει αναθεματισθεί αναθήκω = κατηγορώ ανάθρεμμαν = ανάθρεμμα αναθρέφτω = ανατρέφω, μεγαλώνω αναθυμεθή = μνεία προσώπου απόντος αναθυμούμαι = θυμάμαι αναιμάτωτος = αυτός που δεν είναι ματωμένος ανάινος = αυτός που δεν είναι νερουλός ανακαινίζω = ανοικοδομώ, επισκευάζω ανακάταλλα = άνω κάτω, ανάκατα ανακάταρος = άξιος κατάρας, επικατάρατος ανακατεύω = διακινώ, αναμειγνύω ανακάτωμα = τάση προς εμετό, ραδιουργία ανακατώνω = διακινώ, αναταράσσω ανακάτωση = διάθεση προς εμετό, μεταφ. στενοχώρια ανακατωσία = στενοχώρια, σύγχυση, θόρυβος, ταραχή ανακερώνω = ανακινώ, αναζυμώνω ανακέφαλα = αντιστραμμένος ανακεφαλίζω = σηκώνω επάνω το κεφάλι, μεταφ. προοδεύω, προκόπτω ανακινώ = αναφέρω, θυμάμαι το παρελθόν ανακλώθω = περιέρχομαι ανακολλίουμαι = ανασκουμπώνομαι ανάκομμα = πυτιρούχο αλεύρι που αποχωρίζεται με το κοσκίνισμα ανακουμματέσι = παρασκευασμένος από ανάκομμα ανάκουφα = μετέωρα ανάκουφος = μετέωρος άναλα = χωρίς όρεξη ανάλατος = χωρίς αλάτι ανάλειφτος = μη αλειμμένος ανάλεστος = μη αλατισμένος αναλεύρωτος = μη αλευρωμένος Ανάληψη = γιορτή της Αναλήψεως αναλίζω = αλατίζω με λίγο αλάτι ανάλιστος = ανάλατος αναλλαγάδιν = εορταστική ενδυμασία, κόσμημα, στολίδι αναλλάζω = αλλάζω τα εσώρουχά μου αναλλάι = πομπή ανθρώπων με εορταστική ενδυμασία ανάλλαχτος = μη αντικατασταθείς ανάλμεχτον = αυτός που δεν αρμέχθηκε άναλος = αυτός που δεν έχει το αναγκαίο αλάτι αναλοφάγος = αυτός που του αρέσει να τρώει ανάλατα ανάλυση = μουσκεύω αναλυσία = λασπώδης κατάσταση αναλύω = μαλακώνω, λιώνω αναλωτός = μισαλατισμένος αναμανικούμαι = ανασκουμπώνομαι αναμάρτετος = αναμάρτητος αναμάσκαλα = παραμάσχαλα αναμασώ = μασώ αναμένω = περιμένω ανάμεσα = ανάμεσα, μεταξύ ανάμεσον = μεταξύ αναμεσόντας = μεταξύ, μέσα, εντός άναμμα = το να ανάψει το φως αναμονή = αναμονή, προσδοκία αναμοχλεύω = ανασκαλίζω, ανακατεύω ανανάμενος = απροσδόκητος ανανεώνω = αναζυμώνω τη ζύμη ανάντριστος = ανύπαντρη αναξερώ = κάνω εμετό, ξερνώ αναξουλωτός = λίγο δυσκίνητος αναπαπουλία = θόρυβος, ταραχή ανάπαυμαν = ανάπαυση ανάπαυση = ανάπαυση, ξεκούραση αναπαυτικά = αναπαυτικά, με άνεση αναπαυτικός = αναπαυτικός, ξεκούραστος αναπαυτός = αυτός που παρέχει άνεση, ανάπαυση ανάπαυτος = αυτός που δεν έχει ανάπαυση μετά θάνατον αναπαύω = ξεκουράζω αναπερνώ = περνώ, διέρχομαι αναπετώ = πετώ αναπλάσκουμαι = πλάθομαι, κατασκευάζομαι αναπλυσάδα = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά αναπλυσία = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά ανάποδα = ανάποδα αναποδία = αντιξοότητα, ατυχία ανάποδος = ακατάστατος καιρός, δύστροπος άνθρωπος αναπομένω = μένω αναποταμία = μέρη στις πηγές του ποταμού αναπουτζίζω = χοροπηδώ αναράντζιν = νεράτζι ανάρδιν = αυτό που δεν έχει αρδευτεί αναρέουμαι = ρεύομαι αναρίθμητος = αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος ανάριν = μη αραιωμένο, δυσδιάλυτο αναρμάτωτος = άοπλος αναρπάζω = αρπάζω ανάρπαχτος = αυτός που δεν συλλαμβάνεται αναρρεχούμαι = αναμασώ αναρρίζωτος = άτεκνος αναρρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο ανάρτιν = μη παρασκευασμένο φαγητό ανάρτυτος = φαγητό που δεν έχει αλάτι, βούτυρο κτλ αναρύνω = αραιώνω ανάρχην = ανέκαθεν αναρχινώ = ξαναρχίζω ανάσα = αναπνοή ανασαίνω = αναπνέω ανασακκίζω = ανακινώ, τινάζω το σάκο για χωρέσει περισσότερο ανασείδι = υπολειπόμενο χοντρό αλεύρι μέσα στο κόσκινο μετά το κοσκίνισμα ανασείζω = γίνεται σεισμός ανασηκώνω = ανασηκώνω ανάσκαμμαν = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης ανασκαμμονή = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης ανασκαφτέριν = πρόσωπο μετά θάνατον αντικείμενο ύβρεων ανασκάφτω = βλασφημώ, υβρίζω νεκρό ανασκάψιμον = ύβρης κατά νεκρού ανάσκελα = ύπτια, ανασκελωτά ανασκελάζω = ξαπλώνω ανάσκελα ανάσκελος = ύπτιος ανασκελώνω = ξαπλώνω ανάσκελα, αντιστρέφω πράγματα ανασκελωτός = ύπτιος, πλαγιαστός ανασκυβαλίζω = εξετάζω, ερευνώ, μελετώ ανασμαίνω = αναπνέω, αερίζομαι ανάσμαν = αναπνοή ανασμονή = αναπνοή ανασπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ ανασπαλτέας = αυτός που ξεχνάει εύκολα, ξεχασιάρης ανάσπαλτος = μη λησμονημένος αναστενάζω = εκβάλλω αναστεναγμούς αναστένω = αναζωογονώ, ανατρέφω αναστορώ = θυμάμαι, ανακαλώ στη μνήμη ανασύρω = αναστενάζω, κλαίω με λυγμούς ανασφελίουμαι = κλαίω με αναφιλητά ανάτευτος = μη οργωμένος ανατινάγομαι = ανατινάσσομαι στον ύπνο, τρομάζω δυνατά ανατολή = αυγή ανατολικά = προς ανατολή ανατριχώ = ανατριχιάζω αναύγαρος = παραχαϊδευμένος αναύγιστος = μη λευκασμένα ρούχα αναφαγά = είδη διατροφής μιας οικογένειας αναφαγία = έλλειψη τροφής αναφαίνω = φανερώνω αναφλουσίζω = κλαίω οδυρόμενος αναφορά = δικαστική καταγγελία αναφόραχτα = απροσδόκητα, αιφνίδια αναφορίζει = χειροτερεύει ο καιρός αναφόριν = άνεμος που χειροτερεύει, παράλιο μέρος απάνεμο αναφουντουλάζω = φουντώνω τα πράγματα π.χ. μαξιλάρια αναφουντουλίζω = αναθάλλω, ξαναβλαστάνω ανάφτιγος = μη αναμμένος άναφτος = μη αναμένος ανάφτω = ανάβω αναχάπαρα = απροόπτως, ξαφνικά αναχασμούμαι = χασμουριέμαι, αναπνέω αναχνιδάζω = νιώθω τις τρίχες μου σηκωμένες από συγκίνηση αναχουλεύω = δείχνω την επιθυμία μου με κινήσεις χεριών και φωνής αναχπάραχτα = απροόπως, ξαφνικά ανάχρηστος = ανυπάκουος, απειθάρχητος αναχτίσκουμαι = κατασκευάζομαι ανέαστος = αυτός που δεν έχει οργωθεί, αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριά, αλεύκαντα ρούχα ανέβα = ανέβα, άνοδος, μεταφ. ακμή ηλικίας ανεβάζω = αναβιβάζω, προβιβάζω, πλειοδοτώ ανεβαίνω = ανεβαίνω, ανέρχομαι ανέβαση = ανάβαση, άνοδος ανεβασία = άνοδος, ανάβαση ανεβασίδι = ανηφορικός δρόμος ανεβασμάτιν = η αναγκαία ζύμωση ανεβαστός = αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση ανέβατος = αζύμωτος ανέγβαλτος = άβγαλτος, ακοινώνητος, αδαής, ανάγωγος ανέγγιστος = ανέγγιχτος ανέγδερτος = άγδαρτος ανέγκαστα = χωρίς κόπο, ξεκούραστα ανέγκαστος = ακαταπόνητος ανεγκουνίαστος = ασπαργάνωτος ανεγνώριμος = άγνωστος, αναγνωριζόμενος ανειδής = άσχημος ανελεήμονος = άσπλαχνος, άπονος ανέλπιστος = απροσδόκητος, αμφίβολος ανεμίδα = χειροκίνητο εκκοκκιστήριο για το βαμβάκι ανεμιδόξυλο = ο ξύλινος άξονας της ανεμίδας ανεμίζω = ανεμίζω, κινώ κάτι στον άνεμο ανεμικά = ρευματισμός του σώματος ανεμίτα = μικρό χόρτο με λεπτό βλαστό ανεμοβρέχη = ανεμοστρόβιλος με ραγδαία βροχή ανεμογάμης = κοινή ονομασία του πτηνού κίρκος, κιρκινέζι ανεμοκαλή = ανεμοστρόβιλος ισχυρός ανεμοκαλίτζα = ανεμοστρόβιλος ισχυρός ανεμοκούνιν = κούνια βρέφους κρεμαστή, αιώρα ανεμολίγμενος = στον άνεμο ως άχυρο σκορπισμένος ανεμολίγμιν = το εξαφανιζόμενο ανεμοπόδης = γρήγορος στο βάδισμα άνεμος = άνεμος, ρευματισμός ανεμόσκαλα = σκάλα από σχοινί ανεμόσυκα = είδος συκιάς ανεμοταραγμένος = ταραζόμενος από άνεμο ανεμούργιτα = άπειρα, αμέτρητα ανεμοφάρμακον = πόνος της κοιλιάς από κρυολόγημα ανεμοφώλιδον = εξόγκωμα δερματικό ανεμοφώλιν = εξόγκωμα δερματικό ανεμπάλιστος = μη μπαλωμένος ανέν = – και με αυτό εισάγεται πρόταση υποθετική ανεντροπία = αδιαντροπιά, αναίδεια ανέντροπος = αδιάντροπος, αναιδής, ξεδιάντροπος ανεξάμωτος = αυτός που δεν του πήραν τα μέτρα για ένδυμα ανέξερτα = εν αγνοία ανέξερτος = αμαθής, αδαής ανεξέταστος = αυτός που δεν υποβλήθηκε σε εξέταση ανεξόδαστος = αξόδευτος ανεξόριστος = αυτός που δεν έχει εξοριστεί ανέραστος = αυτός που δεν αηδιάζει ανέργιος = ολοκαίνουργιος, έδαφος απάτητο άνεργος = άνεργος, μη εργαζόμενος ανερήμαστος = μη ερημωμένος ανερώτετα = χωρίς ερώτηση ανέρωτος = χωρίς νερό, άνυδρος ανερωτώ = ρωτώ ανέσβηγος = άσβηστος άνεση = ανάπαυση, ησυχία ανετοίμαστος = μη ετοιμασμένος, απαράσκευος ανέτοιμος = μη έτοιμος άνευ = πλην, εκτός ανευλόαρος = άχρηστος ανευλόγητος = χωρίς ευλογία, ανεπιτήδειος, ανωφελής ανεύρετος = μη ευρισκόμενος ανευχαριστηστία = μη ευχαριστημένος από τα καλά που του κάνουν ανευχαρίστητος = μη ευχαριστημένος, αγνώμων ανευχίαστος = αυτός που δεν έχει καθαγιαστεί από την εκκλησία ανέχεια = πενία, φτώχια ανεχετία = πενία, φτώχια ανέχετος = πολύ φτωχός, άπορος ανεψέα = η οσμή του μη καλοψημένου φαγητού ανέψετος = άψητος ανέψιν = ανιψιός, εγγονός ανεψιός = εξάδελφος, εγγονός ανεψολόγιν = το σύνολο των ανεψιών άνεψος = όχι καλοψημένο ή άβραστο ανεψωτός = λίγο άψητος άνηθον = άνηθος ανηλίαστος = αυτός που δεν εκτέθηκε στον ήλιο ανήλικος = μικρός στην ηλικία ανήλιν = μη σκιερό ανήμερα = αυθημερόν ανημέρευτος = μη εξημερωμένος, μη τιθασευμένος ανήμερος = άγριος ανημέρωτα = αγρίως ανημέρωτος = μη εξημερωμένος ανήμπορος = αδιάθετος, άπορος ανήξερος = αδαής, αυτός που δεν γνωρίζει ανησυχάζω = είμαι ανήσυχος, ανησυχώ ανήσυχος = αυτός που δεν μένει ήσυχος ανήφορα = ανηφορικά ανηφορία = τα μεσόγεια μέρη κατ’ αντίθεση προς τα παράλια ανηφορίζω = ανεβαίνω ανηφορικό δρόμο ανηφορίτες = κάτοικος των μεσογείων μερών κατ’ αντίθεση προς τον κάτοικο των παραλίων ανηφοροκέφαλος = τέρμα ανηφορικού δρόμου ανήφορος = ανηφορικός δρόμος ανηφορωτός = λίγο ανηφορικός άνθεν = προς τα άνω, άνωθι, το παραπάνω άνθεν-καικά = ανωτέρω που, λίγο παραπάνω άνθεν-κέσου = παραπάνω που άνθεν-μερέαν = προς το επάνω μέρος άνθεν-μέρου = προς το επάνω μέρος άνθιν = άνθος ανθίν = φτιαγμένος από άνθος άνθισμαν = άνθηση, ανθοφορία ανθίτζα = ανθάκι ανθόγαλα = ανθόγαλα ανθογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα ανθογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγεται το ανθόγαλα άνθος = λουλούδι ανθοστεφανούμαι = στέφομαι με άνθη ανθρωπέα = οσμή σώματος ανθρώπου ανθρωπεμένα = κόσμια ανθρωπεύω = γίνομαι άνθρωπος κόσμιος και ευγενής ανθρωπία = ανθρώπινος, ευγενής και πολιτισμένη συμπεριφορά, ευεργεσία ανθρωπίζω = φέρομαι ανθρώπινα, εκπολιτίζομαι ανθρωπινά = κατά τρόπο άνθρωπο ανθρωπινός = ανθρώπινος, ο αρμόζων σε άνθρωπο ευγενή και καλό ανθρωπίτζης = μικρόσωμος άνθρωπος, ανθρωπάκος ανθρωπόπουλλον = τέκνο ανθρώπου, άνθρωπος προνοητικός άνθρωπος = άνθρωπος ανθρωπότης = η ιδιότητα του ανθρώπου, ανθρώπινη φύση, ανθρωπισμός ανθρωποφάγος = αυτός που τρώει ανθρώπινο κρέας ανθύνω = αναγεννιέμαι ανθώ = ανθοφορώ ανίκητος = ακατανίκητος άνισον = γλυκάνισος ανίσως = αν τυχόν ανίσωτος = άνισος ανιτζέα = οσμή ανιτζιού ανιτζόφυλλον = φύλλο ανιτζιού ανιφτοκάτα = σκωπτικώς ο άνιφτος άνιφτος = άνιφτος ανοησία = απερισκεψία ανοιγάριν = κλειδί ανοιγαρίτζιν = κλειδί άνοιγμα = άνοιγμα, ρωγμή, σχισμή ανοιγμάδι = μέρος γης χωρίς δέντρα, ασκεπές άνοιγος = αυτός που δεν ανοίγει ανοιγωή = αιθρία, καλοκαιρία ανοιγωίζω = ξανοίγει, αιθριάζει, καλοκαιριάζει άνοικος = αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ακατοίκητος, έρημος ανοικώνω = ερημώνω ανοιξάζω = παραθερίζω, διέρχομαι την εποχή της ανοίξεως ανοιξέα = η μυρωδιά της άνοιξης, άνοιξη ανοιξεζ’νός = ανοιξιάτικος ανοιξέσιν = παραγόμενος την άνοιξη ανοιχτά = ανοιχτά ανοιχτάρι = κλειδί με το οποίο ανοίγει η κλειδαριά ανοιχτέριν = κλειδί ανοιχτία = μέρος ανοιχτό, πλατεία, αιθρία, ευωδία ανοιχτοκάρδης = αυτός που έχει στήθος γυμνό, ειλικρινής, εύθυμος ανοιχτοκάτζης = αυτός που έχει ανοιχτό μέτωπο, μεταφ. ειλικρινής ανοιχτόκολος = αυτός που έχει ανοιχτά πισινά, μεταφ. πάμπτωχος ανοιχτομμάτης = δραστήριος, ικανός ανοιχτοπρόσωπος = ειλικρινής, γενναιόδωρος ανοιχτοσύνα = αίθριος καιρός, ευωδία ανοιχτοχάρτιν = βιβλίο του μάντη ανοιχτοχέρης = γενναιόδωρος, σπάταλος ανοιχτωσία = χώρος ανοιχτός, ευρύχωρη πλατεία άνοκνα = άοκνα ανόκναος = άοκνος ανοκνία = φιλεργία, φιλοπονία ανόκνιος = άοκνος άνοκνος = φίλεργος, εργατικός άνομα = παρανόμως ανομία = κακή πράξη, παρανομία ανομμάταστος = αβάσκαντος ανόμματος = τυφλός ανομολόγετος = αμολόγητος, απόρρητος άνομος = παράνομος, άνθρωπος ανόσιος, κακούργος ανονείδιστος = ανεπίληπτος, άψογος ανορεξία = ανορεξία ανόρεχτος = ανόρεχτος ανόρθωτα = ανάποδα ανόρταρος = αυτός που δεν φοράει μάλλινες κάλτσες ανορφάνιστος = ορφανός με προστάτη άνοστα = άνοστα μεταφ. χωρίς προθυμία ανοστασία = έλλειψη γλυκύτητας ανοστία = έλλειψη γλυκύτητας ανοστίζω = γίνομαι άνοστος άνοστος = άνοστος ανοστύνω = ανοστύνω άνου-κάτου = άνω κάτω ανούας = ανόητος, βλάξ ανούνιστος = άμυαλος, απερίσκεπτος, αμέριμνος ανούνιχτα = άμυαλα, απερίσκεπτα, αμέριμνα ανούχος = δυόσμος, ρίγανη αντάλλαγμαν = αντάλλαγμα ανταλλάγμιν = αυτός που αποβάλει τη φυσική του όψη ανταλλάζω = ανταλλάζω αντάμωνω = συναντώ, συνδέω, συναρμόζω, προσεγγίζω αντάμωτος = απροσάρμοστος αντάρα = ανεμοζάλη, θύελλα, ομίχλη, θόρυβος, βοή ανταράζω = έχω ομίχλη, θολούρα αντέρι = έντερο άντζα = αγκώνας αντζίν = κνήμη αντζοφόριν = είδος γυναικείου παντελονιού αντζώνι = πόδι αντζώνω = τεντώνομαι με τα πόδια αντήμερα = την επόμενη μέρα, προ δύο ημερών αντημερέα = από νωρίς αντήμερον = επόμενη μέρα εορτής αντί = αντί αντιβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω αντιβάλλω = εναντιώνομαι, διαβάλλω αντιβούνιν = βουνό βρισκόμενο πέρα ετέρου αντιβοώ = αντηχώ αντιδαβάζω = διαβιβάζω κάτι απέναντι, περνώ το ένα κομμάτι πάνω σε άλλο αντιδαβαίνω = διαβαίνω, ξαναπερνώ, ξαναέρχομαι αντιδονώ = αντηχώ, ηχώ αντίδωρον = αντίδωρο αντίθεος = άπιστος, ασεβής αντίθρησκος = αντίθρησκος, ασεβής αντίκα = αντίκα αντικαιρού = το μεθεπόμενο έτος, μετά δυο έτη αντίκακον = το ανταποδιδόμενο κακό αντίκαλον = αντευεργέτημα αντικάρδα = τα μύχια της καρδιά, τα μυστικά αντικενώνω = μεταγγίζω αντικλείδιν = αντικλείδι άντικος = κυρτός αντικόσμιν = πλήθος ή μέγεθος υπερβολικό αντικράζω = ελαττώνω την θερμοκρασία ζεστού νερού με ψυχρό αντικρινός = αντικρινός αντικρύ = απέναντι αντικρύα = αντιλογία, αντίρρηση αντικρυαίνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό αντικρύζω = αντικρίζω, αντιλέγω αντίκρυθε = από το απέναντι μέρος αντικρυώνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό αντίλα = αντίλαλος αντιλαλώ = αντιλαλώ Αντίλαμπρα = η Κυριακή του Θωμά αντιλέγω = αντιλέγω αντίλινος = φυτό που παράγει άνθη όμοια με τα άνθη του λίνου αντιλογία = αντιλογία αντίλογος = αντίλογος αντίμαχος = αντίμαχος, εχθρός αντιμήσιν = το αντιμήνσιο της αγίας τραπέζης αντιπάλα = εχθρικώς αντίπεραν = στο απέναντι μέρος αντιπερώ = διαβαίνω στο αντικρινό μέρος αντίπιστος = εχθρός της χριστιανικής πίστης αντιπλέκω = ξεπλέκω αντιποδία = αντίθεση, ρήξη αντισονέα = οσμή άνηθου αντισόνιν = άνηθος αντισώνω = αναπληρώ το ελλείπον αντισώνω = εξισώνω αντιφάρμακον = αντιφάρμακο αντιφεγγίζω = αντιφεγγίζω αντιφέρουμαι = αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι αντιφιλώ = φιλώ επανειλημμένως αντίχαρα = φαγοπότι γινομένη εφτά μέρες μετά το γάμος στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού αντίχαρη = αντίχαρη αντιχαρίζω = ανταποδίδω δώρο αντιχάριν = αντίχαρη αντίχριστος = αντίχριστος αντίχρονος = το μεθεπόμενο έτος, το προσεχές έτος αντλώ = αντλώ, μεταγγίζω, ανακινώ αντονικός = κυρτός αντραγαθία = γενναία πράξη, ηρωικό κατόρθωμα αντράγουρος = αντρογυναίκα αντραδελφοκόρ’ = τζιν αντράδελφος = κόρη του κουνιάδου αντράδελφος = κουνιάδος αντρακός = ένδυμα που ανήκει σε άντρα άντρας = άντρας αντράχνα = θάμνος κουμαριά και ο καρπός αντρεία = αντρεία αντρειώνω = αντρειώνω αντρέσιν = αντρικό αντρία = παντρειά αντρίζω = παντρεύομαι αντρίκειν = ένδυμα που ανήκει σε άντρα αντρικός = αντρικός άντρισμα = παντρειά αντρίστικος = αυτό που ανήκει ή αρμόζει σε άντρα αντρογυναίκα = αντρογυναίκα αντρόγυνον = αντρόγυνο αντροθείος = θείος του συζύγου αντροκλέφτρα = αντροκλέφτρα αντροξάδελφος = ξάδελφος του συζύγου αντρόπιαστος = αδιάντροπος, ξεδιάντροπος αντρόπιστος = πιστή και αφοσιωμένη προς τον σύζυγό της αντρούμαι = μεγαλώνω και γίνομαι πλέον άντρας αντροφάγαινα = εκείνη που θέλει να «φάει» τον άντρα της αντροχωρίστρα = αντροχωρίστρα ανύλιστος = αστράγγιστος ανυπάκουος = ανυπάκουος ανύπαντρος = ανύπαντρος, άγαμος ανυπόβλητος = αυτός που δεν έχει υποβληθεί ακόμη για κρίση ανυπόφερτος = ανυπόφερτος, αφόρητος ανύφαστος = μη υφανθείς ανυχτία = ξημέρωμα άνω = άνω ανωθίτζι = το εξωτερικό μέρος ενδύματος ανωθύριν = υπέρθυρο ανωρίαστος = ζώο που δεν επιτηρείται ανωσώριν = καρπός μαζεμένος από το δέντρο ανώτερος = ανώτερος ανώφελα = ανώφελα, μάταια ανωφέλετα = ανώφελα, μάταια ανωφέλετος = ανωφελής, άχρηστος ανωφέλευτα = ματαίως, ασκόπως ανωφέλης = άχρηστος, κακός, επιβλαβής ανωφελησία = ζωηρός, αταξία ανώφελος = ανώφελος, άχρηστος ανωφελωσύνη = αδικία, βλάβη ανωχαλία = αδυναμία ανώχαλος = αδιάθετος, μισοψημένος ανωχαλωτός = αδιάθετος, μισοψημένος αξαγούρευτος = αξομολόγητος αξάζω = αξίζω, υπερτερώ άξαστος = αξέχαστος άξαφτος = απύρωτος αξένευτος = οικείος αξενίτευτος = αξενίτευτος αξέραστος = αυτός που δεν έχει ξεράσει αξημέρωτος = αξημέρωτος αξία = αξία αξίδωτος = χωρίς ξίδι αξίζω = αξίζω αξιναράζω = κτυπώ με αξίνα αξιναρέα = κτύπημα με αξίνα αξινάριν = αξίνα αξιναρίτζα = τσαλαπετεινός αξίναρος = χωρίς αξίνα αξιναροστέλιν = κομμάτι ξύλου της αξίνας αξιναρού = γυναίκα προπετής και γλωσσού άξιος = άξιος αξιότε = δραστηριότης, ικανότης αξιχώριγος = αδιανέμητος, αμοίραστος αξιωματικός = αξιωματικός αξιώνω = αξιώνω αξομολόγητος = αξομολόγητος άξυλος = αυτός που δεν έχει καύσιμα ξύλα, μεταφ. δυσκίνητος, νωθρός αξυμύτωτος = μη μυτερός αξύπνητος = αξύπνητος αξύπνιστος = αυτός που δεν ξύπνησε αξυράφιστος = αξύριστος αξύριστος = αξύριστος άξυστος = άξυστος αουτεινέτερον = αυτωνών αούτος = αυτός άπα = απάνω απαγκαικά = επάνω και κάτω απαγκέσου = στα πάνω μέρη απαγκιάνου = προς τα άνω απαδά = αποδώ, εδώθε απαδά-αφκά = αποδώ κάτω απαδαέξου = έξω απ’ αυτό το μέρος απαδακά = αποδώ κοντά απαδακά-άνθεν = αποδώ επάνω απαδακά-κάθεν = αποδώ κάτω απαδακάθεν = αποδώ κάτω απαδακάθεν-κέσου = ίσια από των εδώ κάτωθι μερών απαδακάθεν-κιάνου = αποδώ κάτωθι προς τα άνω απαδακάθεν-μέρου = από των ενταύθα κάτω των μερών απαδακαικά = αποδώ κοντά απαδακιάνου = αποδώ προς τα άνω απαδακοντά = εδώ κοντά απαδακοντάτζικας = εδώ κοντά απαδαμερέα = από αυτό το μέρος απαδαμερόθεν = από αυτό το μέρος απαδαμέρου = από αυτό το μέρος απαδάνθεν = από εδώ παραπάνω απαδάνθεν-κέσου = ίσια από των ανωτέρω εδώ μερών απαδάνθεν-κιάνου = από τα παραπάνω εδώ μέρη προς τα άνω απαδαπαγκαικά = αποδώ άνωθεν προς τα κάτω απαδαπαγκέσου = από τα εδώ επάνω μέρη απαδαπαγκιάνου = αποδώ επάνω προς τα άνω απαδαπάνω = αποδώ πάνω απαδαπέραν = αποδώ απέναντι απαδαπέραν-κέσου = από των απέναντι μερών ίσα πέρα απαδαπέραν-κιάνου = από των εδώ απέναντι μερών προς τα άνω απαδαπεσκαικά = αποδώ μέσα ακριβώς απαδαπεσκέσου = από των εντός του ενταύθα μερών απαδαπεσκιάνου = αποδώ μέσα προς τα άνω απαδαπέσω = αποδώ μέσα απαδαπλαγκαικά = αποδώ παραπέρα ακριβώς απαδαπλαγκέσου = κοντά στα εδώ μέρη απαδαπλαγκιάνου = αποδώ παραπέρα προς τα άνω απαδαπλάν = αποδώ παραπέρα απαδαφκά = αποδώ κάτω απαδαφκακαικά = αποδώ παρακάτω ακριβώς απαδαφκακέσου = από των εδώ κάτω των μερών απαδαφκακιάνου = αποδώ κάτωθεν προς τα άνω απαδαχαντζαικά = αποδώ πλησίον απαδυναμώνω = αποδυναμώνω απαίδευτος = απαίδευτος άπαιδος = άτεκνος απαίδωτος = άτεκνος απαίνετος = μετριόφρων απαισέρ = καταραμένος, αναθεματισμένος άπαιχτος = άπαιχτος απακλερώνω = κάνω κάποιον άκλερο, αδέσποτο απακονώ = αμβλύνω απακουγιάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο απακουμπίζω = στηρίζομαι απακουμπιστέριν = στήριγμα, έρεισμα απακουστάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο απακουστικός = γνωρίζω κάτι από τον ήχο απακουστός = εξ ακοής γνωστός απαλαβή = εδέσματα ποικίλα τα οποία προσφέρουν την πρωτοχρονιά οι νεόνυμφοι στους γονείς, οι μνηστευμένοι στα πεθερικά απαλάλωτος = μη τρελαμένος απαλατίζω = παύω να παρέχω αλάτι στα ζώα απαλείφτω = αλείφω από πάνω απαληθείας = αληθώς απαλίζω = ξαρμυρίζω απαλιμάζω = ξαρμυρίζω απαλιμιδάζω = ξαρμυρίζω απαλιμιδέα = ξαρμύρισμα αλμυρού εδέσματος απαλιμίζω = ξαρμυρίζω απαλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών απάλιν = απαλό απάλιν = απαλό απάλιση = ξαρμύρισμα αλμυρού τροφίμου απάλλαγα = εναλλάξ απαλλάγωτος = αδιόρθωτος απαλλάζω = αλλάζω ιματισμό ενδύματος προς το καλύτερο, μεταβάλλομαι αλληλοδιαδόχως απαλλού = από άλλο μέρος απαλμέγω = τελειώνω το άρμεγμα απαλός = μαλακός, τρυφερός απαλοσάκκουλον = τρίχινο σακούλι εντός του οποίου τοποθετείται το τυρί για να στραγγίσει απάλοτος = διατηρημένος, στερεός απαλοχωμία = χώμα απαλό χωρίς πέτρες απαλυκούμαι = αποβάλλω την αλμυρότητα απαλωνίζω = τελειώνω το αλώνισμα απαναλλάζω = εναλλάσσω καθημερινώς στολή λόγω εορτής απανάμεσα = δια μέσου απαναμεσόντας = δια μέσου απαναρύνω = αραιώνω απαναφκά = απάνω κάτω απάνθεν = από άνωθεν απάνθεν-καικά = από το επάνω μέρος ακριβώς απάνθεν-κέσου = από το επάνω μέρος απάνθεν-κιάνου = από το επάνω μέρος προς τα άνω απανθρωπία = απανθρωπιά απανθρωπίζω = αποβάλλω τον ανθρωπισμό, την σεμνότητα, την ντροπή απάνθρωπος = απάνθρωπος απανικό = το επάνω πάτωμα οικίας απανίων = αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο βαθμό κοινωνικής θέσης απανόζι = ξύλο εβένου απανοίγουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης απανοίγω = ανοίγω λίγο απανοστύνω = ανοσταίνω απαντή = προϋπάντηση απάντηση = απάντηση απαντία = συνάντηση απαντίκρυ = από το απέναντι μέρος απάντρευτος = άγαμος απαντώ = απαντώ απάνω = επάνω απανωβάσταγον = γυναικείο κόσμημα απανωγής = επί της γης απανώγραμμαν = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή απανωγραφή = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή απανωγύρα = ξένη ύλη μέσα στο κόσκινο μετά από κοσκίνισμα σιτηρών απανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι απανωζύγωτο = από τα δυο παράλληλα ξύλα του ζυγού το επικείμενο στο τράχηλο του βοδιού απάνωθενα = το ανώτατο μέρος της εστία απανωθύριν = το υπέρθυρο απανωκάμισον = λεπτο μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος απανωκέρετζον = η κόρα στην πάνω επιφάνεια του άρτου απανωσάνιδον = σανίδα επικείμενη πάνω σε άλλη απανωσπόνδυλον = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα απανωσωράζω = μαζεύω καρπούς από το δέντρο απανωσώριν = το μάζεμα καρπών από το δέντρο απανωτά = αλλεπάλληλα απανώτερος = ανώτερος, υπέρτερος απανωτός = αλλεπάλληλος απαπάκινη = θόρυβος, ταραχή απαπέξω = από έξω απαπεσκέσου = από μέσα απαπέσω = από μέσα απαπλώνω = προτείνω απαπονοίουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης απαπουκά = αποκάτω, κάτωθεν απαπουκακιάνου = από τα κάτω προς τα άνω απάπουρες = ψητά κάστανα απαράγβαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός απαραθυμία = το να παύσεις να νοσταλγείς απαραθυμώ = παύω να νοσταλγώ απαραίντιγος = μη παραιτούμενος από κάπου απαραιώνω = αραιώνω απαρακοίμιστος = αυτός που δεν κοιμήθηκε με κάποιον άλλον απαράλλαχτος = απαράλλαχτος απαραπόνετος = αδιαμαρτύρητος απαραστόχαστος = μη στοχαζόμενος απαρατήρετος = απαρατήρητος απαραχόλαστος = αφούρκιστος, αθύμωτος απαράψετος = άψητος απαργά = πολύ αργά απαργώ = χρονοτριβώ, καθυστερώ απαργώς = πολύ αργά απαρέβγαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός απαρέλεπος = παραμελούμενος απαρηγόρετος = απαρηγόρητος απαρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω απαρνότερος = αυτός που αρνείται την ενοχή του άπαρος = απένταρος απαρπάζω = αρπάζω βίαια, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι απαρρωστώ = πάυω να είμαι άρρωστος άπαρτος = μη παραληφθής απαρχάρευτος = αυτός που δεν πέρασε το καλοκαίρι στην ύπαιθρο άπας = ας πάει, έστω, ας απασσάλωτος = αυτός που δεν είναι στηριγμένος σε πάσσαλο άπαστος = ανάλατος απάστρευτος = ακάθαρτος, αξεφλούδιστος άπαστρος = απάστρευτος, ακαθάριστος, αφιλόκαλος απάστωτος = απάστωτος απάτετος = απάτητος, ατριβής απατζής = ράπτης αντρικών μάλλινων πανωφοριών απατόσος = τόσος, τόσο μεγάλος απατού = απαυτού απατουάνθεν = απαυτού επάνω απατουάνθεν-καικά = απαυτού επάνω απατουάνθεν-κέσου = από των αυτού των άνω μερών απατουάνθεν-κιάνου = από των ανωτέρω αυτού μερών προς τα άνω απατουέμπρου = απαυτού εμπρός απατουέξω = απαυτού έξω απατουκά = απαυτού κοντά απατουκάθεν = απαυτού κάτω απατουκάθεν-καικά = απαυτού κάτω απατουκάθεν-κέσου = από των αυτού κάτω μερών απατουκάθεν-κιάνου = απαυτού κάτωθεν προς τα άνω απατουκαικά = απαυτού κοντά απατουκέσου = ίσια απαυτού απατουκιάνου = απαυτού προς τα άνω απατουκοντάτζικας = απαυτού κοντά απατουμερέα = από το μέρος αυτού απατουμερόθεν = από το μέρος αυτού απατουμέρου = από το μέρος αυτού απατουπαγκαικά = απαυτού επάνω προς τα κάτω απατουπαγκέσου = ίσια από τα επάνω αυτού μέρη απατουπάνω = απαυτού επάνω απατουπέραν = απαυτού απέναντι απατουπέραν-καικά = απαυτού απέναντι ακριβώς απατουπέραν-κέσου = απαυτού απέναντι ίσια απατουπέραν-κιάνου = απαυτού απέναντι προς τα άνω απατουπεσκαικά = απαυτού μέσα ακριβώς απατουπεσκέσου = από των εντός αυτού μερών απατουπεσκιάνου = απαυτού μέσα προς τα άνω απατουπέσω = απαυτού μέσα απατουπλαγκαικά = απαυτού παραπέρα απατουπλαγκέσου = απαυτού παραπέρα ίσια απατουπλαγκιάνου = απαυτού παραπέρα προς τα άνω απατουπλάν = απαυτού πέρα απατουφκά = απαυτού κάτω απατουφκά-καικά = απαυτού κάτω ακριβώς απατουφκακέσου = ίσια απαυτού κάτω απατουφκακιάνου = απαυτού κάτω προς τα άνω απάχαντον = αγκάθι απαχάνω = χάσκω απάχαρος = πολύ δυστυχισμένος απάχετος = αδύνατος, άπαχος, ισχνός απαχνιδίζω = αφαιρώ τα ψαροκόκαλα άπαχος = άπαχος απαχπάνω = ξεριζώνω απεγβαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι απεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ, επανορθώνω απέγβαλτος = ανεξόφλητος, ανανταπόδοτος απεγβώνω = απαλλάσσομαι από το χρέος εξοφλώντας το απεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ απεικεί = από εκεί απειράνιστος = αυτός που δεν έχει υποστεί κακουχίες και θλίψεις απείραχτος = απείραχτος απείσμωτος = αυτός δια τον οποίο δεν καταβλήθηκε προσπάθεια απεκειάνθεν = αποκεί προς τα άνω απεκειάνθεν-κέσου = από των εκεί ανωτέρω που μερών απεκειάνθεν-κιάσου = από των ανωτέρω εκεί μερών και άνω απεκειάνου = από εκεί επάνω απεκειαπαγκέσου = από των εκεί επάνω που μερών απεκειαπάνου = από εκεί επάνω απεκειαφκά = αποκεί κάτω απεκειαφκά-καικά = αποκεί κάτω ακριβώς απεκειαφκά-κέσου = από των εκεί κάτω που μερών απεκειαφκά-κιάνου = από εκεί κάτω προς τα άνω απεκειέξου = από εκεί έξω απεκειέσου = ίσια από το μερός εκείνο απεκείθεν = από εκεί απεκεικά = από εκεί κοντά απεκεικάθεν = από εκεί κάτω απεκεικέσου = ίσια από εκεί απεκεικιάνου = από εκεί προς τα άνω απεκεικοντάτζικας = από εκεί κοντά ακριβώς απεκειμερέαν = από εκείνο το μέρος απεκειμερόθεν = από εκείνο το μέρος απεκείμερος = από εκείνο το μέρος, παραπέρα απέκεινα = κατόπιν, ένεκα τούτου απεκειπέραν = από το απέναντι μέρος απεκειπλάν = αποκεί πέρα απελέκητος = απελέκητος, απαίδευτος, αγροίκος απελπίσκουμαι = απελπίζομαι απέμπρα = από εμπρός μου απεμπροστά = από μπροστά μου απέμπρου = από εμπρός απεντροπάζω = αδιαντροπιά, αποτολμώ απεντροπίζω = αποβάλλω ντροπή απέξω = απέξω απεπάνθεν = άνωθεν απεργέλαστος = μη εμπαιζόμενος απέρνιστος = αδιάβατος απεσκαικά = εντός απεσκέσου = μέσα, εντός απεσκιάνου = μέσα κατά τον ανήφορο απέσω = από μέσα, ένδοθεν απέταλος = απέταλος απετάλωτος = απέταλος απετεινίαστος = άγονο αυγό απετσειτσαικά = αποκεί κοντά απευκαιρώνω = χάνω την ισορροπία απευλοΐζω = μολύνω απευχάζω = ευλογώ κάτι απεχτηθίζω = αποστηθίζω απεχτηθίς = αποστήθιση απηλογώ = αποκρίνομαι απιάστικος = αμεταχείριστος απίαστος = αμεταχείριστος, ασύλληπτος απιδάς = πωλητής αχλαδιών απιδάχραδον = άγριο αχλάδι απιδέα = οσμή αχλαδιού απιδένος = προερχόμενος από αχλάδι απιδέξευτα = αδέξια απιδέξευτος = αδέξιος, ανεπιτήδειος απίδιν = αχλάδι απιδίτζα = είδος θάμνου απιδόδεντρον = δέντρο αχλαδιάς απιδοζώμιν = ζωμός αχλαδιών απιδόκλαδον = κλαδί αχλαδιάς απιδόνερον = ζωμός αχλαδιών απιδόξιδον = ξίδι από αχλάδια απιδόξυλον = ξύλο αχλαδιάς απιδοπίπιλον = κουκούτσι αχλαδιού απιδότζεπλον = φλοιός αχλαδιού απιδοτζίριν = αποξηραμένο αχλάδι απιδοφάγας = αυτός που τρώει πολλά αχλάδια απιδόφυτον = φυτό αχλαδιάς απικόζης = ισχυρογνώμων, πεισματάρης απιπέρωρος = χωρίς πιπέρι απίσσωτος = χωρίς πίσσα απίστευτος = απίστευτος απιστία = απιστία άπιστος = άπιστος απιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω απιταχτέριν = παιδί που κάνει θελήματα απίταχτος = αυτός που δεν υπακούει σε θελήματα απίτζι = είδος εδωδίμου μύκητα άπλα = άπλα, άπλωμα, έκταση απλά = απλά, απλώς απλάκωτος = χωρίς πλάκες απλάνετος = αυτός που δεν έχει πλανηθεί απλαπούδες = στραγάλια άπλαστα = κατ’ υπερβολή άπλαστος = άπλαστος απλέρωτος = απλήρωτος άπλεχτος = μη πλεγμένος απλός = απλός απλότητα = απλότητα απλούμιστος = αστόλιστος απλοχερέας = κλέφτης απλοχέρης = κλέφτης απλοχερίζω = ελεώ απλοχόρταρον = ερπυστικό χόρτο απλόχωρα = ευρύχωρα απλοχωρία = ευρυχωρία απλόχωρος = ευρύχωρος απλοχωρώ = εκτείνομαι, ευρύνομαι άπλυτος = άπλυτος απλώνω = απλώνω άπλωση = εξάπλωση απλωτά = απλωτά απλωταρέα = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα απλωταρείος = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα απλωτός = απλωμένος απλωτός = απονήρευτος απλώτρα = απλώστρα από = από απόβαλμαν = ξεθώριασμα αποβάμμιν = χρώμα που υπολείπεται στη βούρτσα αποβαρύνω = βαρύνω αποβάφτω = ξεθωριάζω αποβγαινίσκω = διαφεύγω αποβελονάζω = ξεβελονιάζω αποβιδώνω = ξεβιδώνω αποβλέπω = αποβλέπω αποβοδώνω = δεν ξεπροβοδίζω κάποιον που φεύγει για ταξίδι αποβόρι = ισχυρός βόρειος άνεμος αποβορίζω = τελειώνω το λίχνισμα αποβορώνω = ψύχω αποβοτανίζω = εκριζώνω των αγριόχορτων αποβοτάνισμαν = η εκρίζωση αγριόχορτων αποβουκώνω = ξεμπουκώνω αποβουλώνω = αποσφραγίζω, ξεβουλώνω αποβουρτζέα = απομεινάρι στυπείου μετά το βούρτσισμα αποβουρτζώνω = καθαρίζω με ισχυρό τράβηγμα αποβουτορώνω = αφαιρώ το βούτυρο απόβραδα = αποβραδίς αποβραδάσκομαι = νυχτώνομαι αποβραδής = αποβραδίς αποβράζω = παύω να βράζω αποβρακίζω = ξεβρακώνω αποβρακώνω = ξεβρακώνω αποβρακωτίζω = ξεβρακώνω αποβραχαλίζω = φτιάχνω βραχιόλι από κάτι στρογγυλό αποβροντά = παύει να βροντά αποβροτίζω = μολύνω, ρυπαίνω αποβρουλίζω = παύω να φλέγομαι αποβρωμώ = ξεβρομίζω αποβυζαλίζω = παύω να θηλάζω αποβυζάνω = ζώο που θήλαζε καλά απογαβρούμαι = καταξηραίνομαι απογαγγλάζω = στραμπουλίζω απογαγγρώνω = παύω να είμαι παράλυτος απογαγκλάζω = ξελαρυγγιάζομαι απογαιδιρίσκουμαι = γίνομαι σαν γάιδαρος, καταισχύνομαι, καταντροπιάζομαι απογαλατώνω = ξεπλένω δοχείο από γάλα απογαλγανίζω = κατακαίω απογαλίζω = αφαιρώ το λιπώδες ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλατος απόγαμπρος = γαμπρός τον οποίο απαρνείται τελευταία στιγμή η νύφη απογαναχτώ = ξεκουράζομαι απογαντζίζω = παθαίνω στραμπούληγμα απογανώνω = σκεύος που φθείρεται απογαρδιλώνω = γουρλώνω απογάστρα = υγρά της μήτρας ζώου απογεφυράζω = αφαιρώ την γέφυρα από την θέση της απογιαβανούμαι = τρώω νηστήσιμα φαγητά απογιάτιστος = αχρωμάτιστος απογίνομαι = απογίνομαι, εξαφανίζομαι απογλανταρίζω = γλοιώδης απογλουπίζω = ξεφλουδίζω απογλυκαίνω = πικραίνομαι απόγλυσμαν = υπόλειμμα σαπουνιού απογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού απογομαράζω = ξεφορτώνω απογομώνω = γουρνώνω απογοντζάζω = μουδιάζουν τα χέρια από το ψύχος απογουλαρίζω = τρώω φαγητό και αφήνω το υπόλοιπο ως αποφάγι απογουλάριν = υπόλειμμα τροφής απογουλίζω = σφάζω απογουλώνω = κόβω τον λαιμό απογράφω = απογράφω απογριβώνω = αποκολλώμαι απογριζεύω = καθαρίζω άχρηστα κλαδιά δέντρων, εκχερσώνω έδαφος για καλλιέργεια απογριλεύω = καταστρέφω τελείως δασώδη περιοχή απογριντζανίζω = τρίζω τα δόντια απογριντζαφώνω = γαντζώνομαι απογριντζώνω = δείχνω τα δόντια μου μορφάζοντας απογριτζανίζω = ζώο που κόβει με τα δόντια απογριτζαφίζω = γρατζουνιέμαι απογροικώ = εννοώ, καταλαμβάνω απογυμνώνω = απογυμνώνω απογυναίκικα = γυναικεία απογύρα = υπολείμματα σιτηρών από κοσκίνισμα απογυράζω = καθαρίζω απογυρίζω = γυρίζω αντιστρόφως απογυροκλώθω = ξεστρίβω απογυρώνω = καθαρίζω αποδάβα = απομάκρυνση και εξαφάνιση όπισθεν υψώματος αποδαβάζω = διαπερνώ αποδαβάζω = τελειώνω την ανάγνωση αποδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι αποδάβαμαν = το να υπερβαίνει το ύψωμα γης και μη φαίνεται πλέον αποδαβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός αποδάβασμαν = δύση αποδάβαστος = αυτός που δεν υπερέβη αποδαλύζω = ξεχωρίζω αποδαλυχτήριν = αραιή χτένα με την οποία διαλύουν την κόμη αποδαρίζω = διανέμω γενναιόδωρα αποδαυλέα = κτύπημα αποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού αποδαφορωμένος = ανώφελος, ακερδής αποδεβγατίζω = ξεβελονιάζω αποδελάζω = ξεδιαλύνω αποδελαστήριν = τσατσάρα αποδέξος = αδέξιος, ανεπιτήδειος αποδίγω = ξεθωριάζω, ξεθυμαίνω αποδιπλάζω = ξεδιπλώνω αποδιπλώνω = εκτυλίσσω, αναπτύσσω, ξεδιπλώνω αποδιψώ = ξεδιψώ αποδόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη με αχλάδια άποδος = χωρίς πόδια απόδουλα = απομεινάρια εργασίας αποδουλίζω = τελειώνω την εργασία αποδουλιστέριν = πρόσωπο βοηθητικό στην υπηρεσία αποδόφυλλον = φύλλο αχλαδιάς αποδράζω = κρυώνω, ψύχομαι αποδρανίζω = καθαρίζω το σπίτι αποδρουβανίζω = τελειώνω την πράξη εξαγωγής του βουτύρου από το γιαούρτι αποειλάζω = ωθώ το χέρι για να καταφέρω χτύπημα αποζαγκαρώνω = ξεσκουριάζω αποζαγκώνω = ξεσκουριάζω αποζαλίουμαι = ξεζαλίζομαι απόζαρος = στραβός, λοξός αποζαρώνω = ισιώνω αποζεστάσκουμαι = δροσίζομαι αποζευγαρώνω = διαλύω, χωρίζω αποζέχκουμαι = σφίγγομαι αποζινιχίουμαι = ανίκανος προς εργασία αποζουζουλογώ = συλλέγω μετά το θερισμό απομείναντα στελέχη αραβοσίτου αποζουλίζω = ξεστρίβω αποζούλιν = ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ευνουχισμός αποζουρίζω = αποσπώ την αποξηραμένη εσχάρα από πληγή αποζυμαρώνω = καθαρίζω σκεύος από υπολείμματα ζύμης αποζυμώνω = αποτελειώνω το ζύμωμα της ζύμης αποζωίσκουμαι = εξαντλούμαι αποζώνω = αφαιρώ τη ζώνη απόθαμα = θάνατος αποθαμενίτικος = ο προερχόμενος από νεκρό αποθανατώνω = σώζω από θάνατο, θανατώνω αποθάνω = πεθαίνω αποθαρρύσκομαι = αποθαρρύνομαι αποθεδεγκέσου = από κάπου αποθεδεγκιάνου = από κάπου προς τα άνω αποθεδέν = από κανένα μέρος αποθεκαρίζω = αφοπλίζω αποθεκαρίζω = αποσπώ μεγάλα τεμάχια κρέατος από κόκκαλα αποθελάκωμαν = ξεκούμπωμα αποθελεκιάζω = ξεκουμπώνω αποθεμελόνω = ξεθεμελιώνω απόθεν = απ’ όπου, οπόθεν απόθεν-καικά = απ’ όπου κοντά ακριβώς απόθεν-κέσου = από ποιο μέρος απόθεν-κιάνου = από ποιο μέρος προς τα άνω αποθερίζω = αποθερίζω αποθέριν = αποθέρισμα αποθήκεμαν = τοποθέτηση κλωστικής ύλης στη κορυφή της ηλακάτης αποθήκω = κοιμίζω μωρό αποθηλυκώνω = ξεθηλιάζω, ξεκουμπώνω αποθογαλίζω = συλλέγω το ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλακτος αποθολώνω = φύρω, αποθολώνω αποθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω σαν το κάρβουνο αποθρύβω = βγάζω κάτι με ισχυρό τρίψιμο αποθυμάζω = εξατμίζω αποθυμώνω = ξεθυμώνω αποθωράζω = ξεθωριάζω αποκαβαλκεύω = ξεκαβαλικεύω αποκαβαλκιάζω = βοηθώ στο ξεκαβαλίκεμα αποκαγανεύω = αποθέρισμα με δρέπανο αποκαγκελάζω = ισιώνω αποκαθάζω = αφαιρώ τις άκρες του ψωμιού αποκαθαρίζω = καθαρίζω εντελώς αποκάθεν = από τα κάτω μέρη προς τα άνω αποκάθεν-καικά = από το κάτω μέρος ακριβώς αποκάθεν-κέσου = από το κάτω μέρος ίσια αποκάθεν-κιάνου = από κάτω προς τα άνω αποκαθενά = αποχωρητήριο στην παιδική γλώσσα αποκαινουργής = εξ νέου αποκαίω = κατακαίω απόκακα = αναρρωτικά απόκακας = είμαι σε ανάρρωση αποκαλαμάζω = ξετυλίγω το νήμα από τα καλάμια αποκαλαντάζω = ψάλλω τα κάλαντα αποκαλατζεύω = μιλώ απρεπώς αποκαλιβούμαι = φθείρω τα πέταλα απόκαμα = κάψιμο στο στόμα αποκαμακουλώνω = γέρνω αποκαμάρωμα = αφαίρεση νυφικού πέπλου αποκαμαρώνω = αφαιρώ νυφικό πέπλο αποκαμίζω = αποσύρω τους δαυλούς της εστίας και σβήνω την πυρά αποκάμιν = δαυλός της εστίας είτε καιγόμενος είτε σβησμένος αποκαμινώνω = σβήνω την πυρά της εστίας αποσύροντας τους δαυλούς αποκαπνίζω = άνθη επιταφίου, βαμβάκι από σκούπισμα επιταφίου κτλ. για απαλλαγή ματιάσματος αποκαπνισμός = η πράξη του αποκαπνίζειν αποκαρακατζώνω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού αποκαρδίζω = αποθαρρύνω, απογοητεύω αποκαρδώνω = αποκαρδιώνω αποκαρπουτζίζω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού αποκαρτελίζω = κομματιάζω, καταξεσκίζω αποκαρφώνω = ξεκαρφώνω αποκαταθαρρώ = έχω εμπιστευθεί όλες τις ελπίδες μου αποκατάνου = από κάτω προς τα άνω αποκατενίζω = ξεπλένω αποκατενίσμιν = το καλώς καθαρισμένο καννάβι αποκατηβαίνω = καταντώ αποκατορθώνω = κατορθώνω εντελώς αποκατουρεύκομαι = επείγομαι προς ούρηση αποκατουρώ = επείγομαι προς ούρηση, τελειώνω την ούρηση αποκατρανώνω = αφαιρώ το κατράμι από δοχείο αποκάτω = από κάτω αποκαυκαλιδάζω = αφαιρώ την αποξηραμένη εσχάρα πληγής αποκαυκαλίζω = ξεφλουδίζω, απογυμνώνομαι αποκαχλάζω = αποχρέμπτομαι αποκαχλίζω = αποχρέμπτομαι αποκάψιμον = κατακαίω αποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα αποκερατώνω = γίνομαι σκληρός σαν κέρατο αποκερετζάζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού αποκερετζίζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού αποκερετζώνω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού αποκερκελλάουμαι = ξεκουλουριάζομαι αποκεφαλέα = σφαλιάρα αποκεφαλίζω = αποκεφαλίζω αποκεφαλού = υπεράνω αποκινάζω = ξεσυνερίζομαι την εργασία απαιτώ να την κάνει άλλος αποκινώ = ξεκινώ αποκλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει δυνατά αποκλειδώνω = ξεκλειδώνω αποκλερίσκουμαι = απελπίζομαι, απογοητεύομαι αποκλερώνω = αποκληρώνω απόκλισμαν = γέρσιμο αποκλουκίζω = παύω να κλωσσώ αποκλώθω = ξεστρίβω απόκλωσμαν = ξεστριμμένη κλωστή αποκλωστέριν = εργαλείο με το οποιό ξεστρίβεται η κλωστή αποκνήσκομαι = παύω να αισθάνομαι φαγούρα αποκοδέσποινα = ανοικοκύρευτη αποκοδεσποινία = ανυκοκυροσύνη αποκοιμίζω = αποκοιμίζω αποκοιμούμαι = ξυπνώ αποκοκκινάζω = ξεκοκκινίζω αποκοκκινιζω = ξεκοκκινίζω αποκολλίζω = αποκολλώ, απογαλακτίζω αποκόλλιν = αποκόλληση, απογαλακτισμός αποκολλιστέριν = απογαλακτισμένος αποκολού = το κατώτατο μέρος αποκόλωμαν = ξεκώλιασμα αποκολώνω = ξεκωλώνω απόκομμαν = έκτρωμα, εξάμβλωμα αποκομμάτιν = απογαλακτισμένο βρέφος αποκόμμιν = το ευτελέστερο μαλλί για γόμωση στρωμάτων αποκονιδάζω = ξεψειρίζω αποκοντυλώ = ξεκουράζομαι αποκοπανίζω = κτυπώ με κόπανο στάχυα προς αφαίρεση σίτου αποκοπάρι = απογαλακτισμένο βρέφος αποκοπή = αποκοπή αποκοπρώνω = καθαρίζω από κόπρανα ζώου αποκορδυλάζω = λύνω κόμπο αποκορτζίζω = καθαρίζω, παστρεύω αποκορτζώνω = καθαρίζω, παστρεύω αποκοσμίζω = γίνομαι ακοινώνητος αποκοτζακιάζω = ξεκουμπώνω αποκοτζίζω = παύω να κουτσαίνω αποκοτοσάζω = απογυμνώνω το στάχυ του αραβοσίτου αφαιρώντας τα περικαλύματα αποκοτσινούδια = απορρίματα κοσκινίσματος αποκουβαράζω = ξεκουβαριάζω αποκουμπάζω = ξεκουμπώνω αποκουμπίζω = στηρίζομαι, ακουμπώ αποκουμπώνω = ξεκουμπώνω αποκουντέμιν = περιφρονητικός, κακομεταχειρισμένος αποκουντέσιμος = περιφρονημένος αποκούντιν = άρτος φτιαγμένος από υπολείμματα ζύμης αποκουντώ = παραγκωνίζω, περιφρονώ αποκουράν = με σειρά όλοι αποκουρεύω = διαλύω κάτι κακτοποιημένο αποκούριν = κούτσουρο αποκουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω αποκόφτω = αποκόβω, απογαλακτίζω αποκοχλιδάζω = ξετυλίγω Αποκρέα = Αποκριά αποκρεατίζω = αποκρεύω αποκρεμαλίζω = κρεμώ αποκρεμάνω = ξεκρεμώ απόκριση = απάντηση αποκρίσκομαι = αποκρίνομαι αποκρυαίνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω απόκρυφα = κρυφά, λαθρά αποκρυφάουμαι = αποκρύβομαι αποκρύφως = κρυφά, λαθραία αποκρυώνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω απολαβιδώνω = βγάζω τη λαβίδα απολαδάριν = ψωμί με πολλή ψίχα απολάδιν = ψίχα, ψαχνό απολαδόστομος = βραδύγλωσσος απολαδού = σιγανή απολαδώνω = γίνομαι σαν ψίχα απολαδώνω = καθαρίζω από το λάδι απολαΐζω = καταρρέω απολαλωμένος = άλαλος απολάμνω = τελειώνω το όργωμα απόλαμπρα = μετά το Πάσχα απολαναρίζω = τελειώνω την επεξεργασία μαλλιού απολαντζαρούμαι = ζαλίζομαι απολασκίζω = περιφέρω απολαταρίζω = κινώ ελαφρώς απολαφρύνω = κάνω κάτι ελαφρότερο απολαφρώνω = κάνω κάτι ελαφρότερο απολαχμάζω = ξελαχανιάζω απολείπω = λείπω απολείτρουγα = μετά την λειτουργία απολείτρουγος = ο μετά την λειτουργία απολείφιν = το υπολειπόμενο μετά την πλύση σαπούνι απολέκω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ απολέξιμον = καθυστέρηση απολεπιδάζω = ξελεπίζω, ξεφλουδίζω, γδέρνω απολεπιδίζω = ξεφλοιώνω απολεσμένος = χαμένος απόλετον = ορμητικός απολεχούσα = αυτή που τελειώνει τη λοχεία απολεχουσεύω = αναλαμβάνω εκ της λοχείας αποληταράζω = ξετυλίγω απολιβώνω = ξεσυννεφιάζω απολιγδώνω = καθαρίζω από τη λίγδα απολιγοθυμάζω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία απολιγοθυμώ = συνέρχομαι από λιποθυμία απολιγώνω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία απόλιθα = υπολείμματα κοσκινίσματος ανάμεικτα με λιθαράκια απολιθώνω = σηκώνω την πέτρα απολιθώνω = μένω άφωνος, κοκάλωσα απολιμανίσκουμαι = τρώω βιαστικά και αρπαχά απολινάριν = φθαρμένο ύφασμα απολινώνω = φθίρομαι απολόγερα = ολόγυρα, γύρω γύρω απολογία = απολογία απολογώ = αποκρίνομαι απολούσια = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση απόλουτρα = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση απολοχάζω = ψύχομαι λίγο απολοχούδι = ασαράντιστο μωρό απολύομαι = ρευστοποιούμαι, λιώνω απόλυση = λήξη λειτουργίας απολύω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ απολωράουμαι = μου φεύγουν τα λουριά απομαθάνω = ξεμαθαίνω απομάθεμαν = ξεμάθηση απομαθίζω = ξεμαθαίνω απομακρά = από μακριά απομάκρα = κατά μήκος απομακράζω = απομακρύνω απομακράς = εξ αποστάσεως απομακρόθεν = από μακριά απομακρύνω = απομακρύνω απομάλα = σε ευθεία γραμμή, ασκόπως απομαλλίγουμαι = ξεμαλλιάζομαι απομανικούμαι = ανασκουμπώνομαι απομαντζιρίζω = τελειώνω τη νηστεία απομαντζιρώνω = τελειώνω τη νηστεία απομαντζουλώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής απομανώνω = καθαρίζω την αιθάλη απομαργώνω = χάσκω απομαρτακώνω = αφαιρώ τα δοκάρια στέγης αποματώνω = καθαρίζω αίμα απομαυρίζω = ξεμαυρίζω απομαυρίνω = ξεμαυρίζω απομεθώ = ξεμεθώ απομεινάριν = απομεινάρι απομελέτετα = αφρόντιστα, ξέννοιαστα απομελετώ = παύω να μελετώ, ξεννοιάζω απομένω = απομένω, υπολείπομαι απομεσήμερα = απομεσήμερα απομεσήμερον = απομεσήμερο απομίκρας = από μικρός απομικροθέας = από μικρός απομικρόθεν = από μικρός απομικροτές = από μικρός απομιλίδα = στρίφωμα απομιλίζω = στριφώνω απομονώνω = απομονώνω απομόνωση = απομόνωση απομουντζουρώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής απομυλίουμαι = εξαρθρώνω μηρό απομυξίζω = αφαιρώ μύξα απομυξώνω = αφαιρώ μύξα απομυρίζω = παύω να μυρίζω απομυρούμαι = αποβάλλω το άγιο μύρο απομυτίζω = αποκόβω το καμμένο μέρος του φυτιλιού απομωδώ = ξεμουδιάζω τα δόντια μου απόμωρον = μωρουδάκι απομωρούμαι = γέρος που γίνεται παιδί απονεγκάζω = ξεκουράζω απονερώνω = γίνομαι νερό απόνετος = άπονος, άσπλαχνος απονευρίσκομαι = χάνω τα νεύρα μου απονεφράζω = χάνω τα νεφρά απονεφρίζω = χάνω τα νεφρά απονήστα = η προηγούμενη μέρα των νηστειών απονηστάζω = αποκρέω απονία = απονία, άσπλαχνία απονίφκουμαι = νίβω μόνο τα άκρα των δακτύλων απονίψιμα = νερό του νιψίματος από ιερέα που θεωρείται ιαμαντικό άπονος = άπονος, άσπλαχνος απονουνίζω = παύω να σκέφτομαι αποντίλωτος = μη στρομένος με χοντρά σανίδα απονυστάζω = ξενυστάζω απόνυφος = νύφη χηρεύουσα απονυχτεύω = διανυκτερεύω αποξαμώνω = καταμετρώ, αντιμετρούμαι αποξάφτω = σβήνω φωτιά αποξενώνω = αποξενώνω αποξεραζούμαι = ξεκαρδίζομαι αποξεραίνω = παύω να είμαι ξερός απόξερος = κατάξηρος αποξηλώνω = ξηλώνω αποξυλώνω = γίνομαι σαν ξύλο, λιποθυμώ, ψύχομαι αποξυπολύουμαι = μένω ξυπόλυτος αποξυραφίζω = τελειώνω το ξύρισμα απόξυσμαν = στερνοπαίδι αποξύσμιν = στερνοπαίδι αποπαγκαικά = από πάνω προς τα κάτω αποπαγκέσου = από το έπανω μέρος αποπαγκιάνου = από ανωτέρου σημείου προς τα άνω αποπαγώνω = ξεπαγώνω, λιώνω αποπαζύνω = αδυνατίζω αποπαθάνω = παύω να παθαίνω αποπαίδιν = στερνοπαίδι αποπαιδώνω = παύω να γενώ τέκνα αποπαίρω = καταλαμβάνω, εννοώ, νοιώθω αποπαλαιώνω = ανακαινίζω αποπαλαλώνω = θεραπεύω την παραφροσύνη αποπάνω = από πάνω αποπαρούμαι = μένω άφραγκος αποπατώ = παύω να πατώ αποπέραν = από πέρα αποπεσμένος = αδύνατος, ασθενικός αποπεταλώνω = αφαιρώ τα πέταλα ζώου αποπιπιλώνω = ξηλώνω αποπιρνίζω = ξυπνώ χαράματα αποπιρρίφτω = ξεφουρνίζω τα ψωμιά αποπισσούμαι = μου φεύγει η πίσσα αποπίσω = αποπίσω αποπλαγίζω = λυποθυμώ αποπλαγκαικά = από το παραπέρα μέρος ακριβώς αποπλαγκέσου = εκ των πλησίων εκεί μερών αποπλαγκιάνου = από τα παραπέρα μέρη προς τα άνω αποπλάν = από το παραπέρα μέρος αποπλανεύω = αποπλανώ αποπλανώ = αποπλανώ αποπλέκω = ξεπλέκω αποπλύμιν = υπολείμματα φαγητού αποπλυμόπον = λίγη ποσότητα ύδατος αποπλύνω = πλύνω πρόχειρα, ξαναπλύνω αποπνοΐουμαι = μου κόβεται η αναπνοή, εξαντλούμαι αποπολεμώ = προσπαθώ να συνεχίσω το έργο αποπονώ = παύω να πονώ απόποπας = ιερές που απέβαλλε την ιεροσύνη είτε οικειοθελώς είτε καθαιρεθείς αποπότε = από πότε αποπού = από πού αποπουδεγκαικά = από κάπου προς τα κάτω αποπουδεγκέσου = από κάπου αποπουδεγκιάνου = από πουθενά αποπουδέν = από πουθενά αποπουθέν = από πουθενά αποπουρνού = από νωρίς αποπυκνώνω = αραιώνω άπορα = κακώς, απρεπώς αποργελώ = περιγελώ απορεξίσκομαι = χάνω την όρεξή μου απόρευτος = άπορος, φτωχός απορία = απορία απορκίζω = εξορκίζω άπορος = άπορος απορρέμι = απόσταγμα ρακής απόρριζα = σύρριζα απορριζώνω = ξερριζώνω απορρίφτω = ζώω που αποβάλει απορροκίζω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο απορροκώνω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο απορρουπάεται = τελειώνω οποιοδήποτε έργο απορροχάζω = ροχαλίζω απορρωγίζω = αποστώ τις ρώγες σταφυλιού απορφανίσκουμαι = ορφανεύω απορχίδαστος = αυτός που δεν πάσχει από κήλη απορωτός = σχεδόν φτωτός αποσαβανώνω = αφαιρώ σάβανο νεκρού αποσακκιάζω = αδειάζω το σάκο αποσακκίζω = αδειάζω το σάκο αποσαλακιάζω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω αποσαλακώνω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω αποσαμαρώνω = ξεσαμαρώνω αποσανιδώνω = αφαιρώ τα σανίδια αποσαπίζω = αφήνω να σαπίσει τελείως αποσάφλα = υπολείμματα φαγητού σαλιασμένα αποσαφλίζω = σαλιάζω αποσαφλουκίζω = σαλιάζω κάτι αποσαχλάζω = σαλιάζω κάτι αποσαχλίζω = αποχρέμπτομαι αποσαχταλώνω = κάθομαι με σκέλη ανοιχτά αποσαχταρώνω = αφαιρώ τη στάχτη αποσαχτώνω = πλένω την Καθαρή Δευτέρα τα μαγειρικά σκεύη με σταχτόνερο αποσαχτώνω = αφαιρώ την πατημένη κοπριά της μάνδρας αποσεβελάζω = ξετυλίγω την κούκλα του νήματος για να το κουβαριάσω αποσέλι = το μέσο τμήμα της γυναικείας περισκελίδας αποσιμά = εκ του πλησίον αποσινώνω = διαλύω τους πόντους πλεκτού αποσιρώνω = αφαιρώ το καϊμάκι του γιαουργιού ή γάλακτος αποσκάλιν = έργο το οποίο άρχισε αποσκαλώνω = σταματώ το έργο μου είτε ως περατωθέν είπε ως μέλλων να το επαναλάβω αποσκεδάζω = αλλάζω σχέδιο, σκοπό αποσκελάουμαι = πάσχω από εξάρθρωση του γομφού αποσκελίζω = διασπώ τα σκέλη αποσκελούμαι = ανοίγω υπερμέτρως τα σκέλη αποσκεπάζω = ξεσκεπάζω αποσκέπαστος = ξεσκέπαστος αποσκεπώνω = αφαιρώ την σκεπή οικοδομής αποσκευάζω = τακτοποιώ τα μαγειρικά σκεύη αποσκευάρι = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη αποσκευαρίζω = τακτοποιώ τα οικιακά σκεύη στη θέση τους αποσκευάριστος = μη απαλλαγμένος από σκεύη αποσκευαστέριν = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη αποσκευή = το σύνολο των οικιακών σκευών αποσκιάουμαι = βλέπω ελαφρά ως σκιά αποσκίζω = ξεσκίζω αποσκιστάρης = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του αποσκιστέας = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του αποσκλαβώνω = ξεσκλαβώνω αποσκολάζω = σχολάω από τη δουλειά αποσκορδώνω = πλύνω για να φύγει η μυρωδιά του σκόρδου αποσκουλίουμαι = ξεγοφιάζομαι αποσκυλλάζω = ξεμυρίζω αποσουφρώνω = ξεσουφρώνω αποσπάνω = αγανακτώ αποσπαράζω = απαλλάσσομαι από φόβο αποσπερής = αποβραδίς αποσπιτούμαι = ξεσπιτώνομαι αποσπογγίζω = σκουπίζω με πανί τα πλενόμενα σκεύη αποσπόγγιν = πανί με οποίο καθαρίζουν το βρέφος αποσποντυλώνω = αφαιρώ τον σπόνδυλο απ’ το αδράχτι αποσπόριν = στερνοπαίδι αποσπορώνω = αποκτώ σπόρους αποστάζω = παύω να στάζω αποσταλάζω = κατασταλάζω αποσταλίζω = λύνω από τη φάτνη αποσταπιδώνω = παραχορταίνω αποσταρζίουμαι = μου τελείωσε η προμήθεια τροφών αποσταυρώνω = λύνω το σταυρό αποστεγάζω = ξεστεγάζω αποστέκω = σταματώ, στέκω αποστηθίζω = αποστηθίζω αποστοιβάζω = διαλύω σωρό στοιβαγμένων πραγμάτων αποστολίζω = χάνω τα στολίδια μου απόστολος = απόστολος αποστομάτου = προφορικώς αποστομώνω = αποστομώνω αποστουρακώνω = στέκομαι ίσια αποστραβώνω = ξεστραβώνω αποστραγγαλίζω = πνίγω αποστραγγαλούμαι = πνίγομαι αποστραγγίζω = αποστραγγίζω αποστρατίζω = ξεστρατίζω αποστρώνω = ξεστρώνω αποστυλώνω = ξεστυλώνω αποστυπώνω = αφαιρώ την οξεία γεύση αποσυβάλκουμαι = κουράστικα πολύ αποσυνάγωμαν = η αποφυγή συναναστροφής με κάποιον αποσυνηθίζω = ξεσυνηθίζω αποσυνοράζω = χωρίζω σύνορα αποσυνορθάζω = ανακατεύω αποσύρκουμαι = αποσύρομαι αποσυρτού = γάλα από το οποία έχει αφαιρεθεί το πρωτόγαλα αποσυφτιλάζω = ξεφτίζω αποσυφωτάζω = ανακτώ την διαύγεια της όρασης αποσφραγίζω = ξεσφραγίζω αποσωρεύω = εξαφανίζω αποταβανώνω = αφαιρώ το ταβάνι αποτάζω = ανακαλώ αποταρασέα = το αλεύρι που προσθέτουμε στη ζύμη όταν ανέβει για να μην ξινίσει αποτατάουμαι = χειρονομώ εναντίον κάποιου αποταχύ = από πολλού αποτεκνώνω = σταματώ την τεκνοποίηση αποτέμι = αποφάγια αποτενού = από τώρα και στο εξής αποτετεκιάζω = καθαρίζω από τη μούχλα αποτετζώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία αποτζακούμαι = θερμαίνομαι αποτζαμακώνω = τεντώνομαι αποτζανίζω = αφαιρώ το περίβλημα από το καρύδι αποτζαντικώνω = ακινητοποιούμαι, πεθαίνω αποτζαντώνω = κρυώνω υπερβολικά αποτζατζαλίζω = απογυμνώνω αποτζατζαλώνω = απογυμνώνω αποτζαχνίζω = ξεκοκαλίζω αποτζεπλάζω = ξεφλουδίζω αποτζεπλίζω = ξεφλουδίζω αποτζεπράζω = ξεβρωμίζω αποτζεπρούμαι = ξεψειρίζομαι αποτζερίζω = διασπώ αποτζετζεκώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία αποτζεφίζω = ξεριζώνω τα αγριόχορτα και καθαρίζω το μέρος αποτζιγγρώνω = χύνω δάκρυα, θρηνώ αποτζιγκαλιδάζω = διαλύω το κομβο κλωστής αποτζιγκούμαι = τεντώνομαι αποτζιλτεύκομαι = κατουριέμαι αποτζιμπλάζω = αφαιρώ τις τσίμπλες των ματιών αποτζιργανίζω = τσιγαρίζω κρέας αποτζιρουφίζω = ρουφάω, απορροφώ αποτζιτζανίζω = απορροφώ με δύναμη υγρό αποτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω αποτζοβίζω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια αποτζοβώνω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια αποτζουκαλώνω = βγάζω κάτι από το τσουκάλι αποτζουλουφάζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό αποτζουλουφίζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό αποτζουμίζω = ξεζουμίζω αποτζουπώνω = σφίγγω τα χείλη αποτζουρώνω = αποστραγγίζω αποτιλαΐζω = εκτείνω το χέρι πίσω ώστε να πάρω φόρα για δυνατότερο χτύπημα αποτιμάζω = ατιμάζω αποτιμία = βλασφημία αποτιμώ = προσβάλλω, βλασφημώ αποτιμώνω = προσβάλλω, βλασφημώ αποτινάζω = ξετινάζω απότιστος = απότιστος αποτοζώνω = ξεσκονίζω αποτολμία = τόλμη αποτουβραδής = αποβραδίς αποτουντουνίζω = τρέμω αποτουνύ = από εδώ και μπρος αποτουρίζω = επιπλήττω αποτουριστά = επιπληκτικά αποτούριστος = μη επιπληχθείς αποτουφίζω = παύω να εκπέμπω ατμό αποτραγώνω = στέκομαι και κοιτώ ως τράγος, ως αναίσθητος αποτραμπουτζώνω = ξεφουσκώνω από την πολυφαγία αποτραχηλίγουμαι = αποκοπή αγγείου αποτρελίγουμαι = φθείρομαι αποτρεχτή = ταχύς δρόμος αποτρέχω = καταδιώκω αποτριγυρίζω = περιτριγυρίζω αποτριντανώνω = τεντώνομαι, παραφουσκώνομαι αποτριτζώνω = τρέμω από το ψύχος αποτρίφκουμαι = φθείρομαι αποτρομάζω = παύω να τρέμω αποτρώγω = παύω να τρώγω αποτσαβαρίζω = διασπώ, διασχίζω αποτσαβαρώνω = διασπώ, διασχίζω αποτσαβλουκίζω = γεύομαι και αφήνω υπόλειμμα σαλιασμένο αποτσαβλούκιν = υπόλειμμα τροφής σαλιασμένο αποτσαγκαλίζω = πιτσιλίζω αποτσακλίζω = στρίβω τις αρθρώσεις των δακτύλων για να κροτήσουν αποτσανίζω = τελειώνω το ράντισμα αποτσαπρώνω = μισοκλείνω το μάτι μου και εξακριβώνω την ισότητα επιφάνειας αποτσαρακώνω = σπαταλώ, εξαφανίζω αποτσαχλίζω = αποσπώ τεμάχιο ξύλου αποτσαχλίμιν = αποσπώμενο κλαδί δέντρου αποτσιλάζω = ξεσκεπάζω αποτσιληπορδίουμαι = πρήζομαι αποτσιματούμαι = ξεθαμπώνω τα μάτια αποτσινίζω = αποχωρίζω καρπό από τη σκελίδα αποτσιφίζω = αποσπώ βλαστό φυτού αποτσιχαλίζω = διαχωρίζω, διασπώ αποτσιχάλιν = αποσπώμενο κλαδί αποτσιχαλιστά = με ανοιχτά σκέλη αποτσιχαλιστός = καθισμένος με ανοιχτά σκέλη αποτσουλάζω = ξεσκεπάζω αποτσουμαχούμαι = αποδηλητηριάζομαι, ξεφαρμακώνομαι αποτύλι = ξετύλισμα αποτυλίζω = εκτυλίσσω, ξετυλίγω αποτώρα = στο εξής απουλετος = απούλητος απούλλωτος = χωρίς πουλιά αποφάγειν = αποφάγια αποφαγία = έλλειψη τροφής αποφαγίζω = τελειώνω την παροχή τροφής αποφαγόπον = λίγα αποφάγια αποφαμρακώνω = ξεφαρμακώνω απόφαση = απόφαση αποφασίζω = αποφασίζω αποφέρω = χάνω τη σφοδρότητα, την οξύτητα, ανακουφίζομαι αποφεύω = αποφεύγω αποφλεμαίνω = παύω να έχω φλόγωση αποφοβίζω = αποβάλλω το φόβο αποφορίζω = ξεντύνω αποφόριν = παλαιωμένο φόρεμα αποφορτίουμαι = ξεφορτώνω απόφουρνα = ψητά μέσα στο φούρνο αποφούρνιν = προθερμασμένος φούρνος αποφουσκαλιδάουμαι = σκάζω, απαλλάσσομαι από οίδημα αποφουσκώνω = ξεφουσκώνω αποφράζω = αφαιρώ μέρος από το φράκτη, διασπώ, φθείρω αποφρουντουλίζω = μαδάω φύλλα δέντρου ή άνθους αποφτειράζω = ξεψειρίζω αποφτιλίζω = ξεπουπουλιάζω αποφτουλάσκομαι = ξεπουπουλιάζομαι αποφτύρω = ξαφνιάζω και τρέχω αποφτύω = ξεφτίζω αποφυλακίζω = αποφυλακίζω αποφυλακώνω = αποφυλακίζω αποφυλλίζω = αποσπώ, ξεφυλλίζω αποφύρω = χάνω τη θερμότητα αποφυσώ = φυσώ για να διώξω τους δαίμονες με εξορκισμό αποφυτεύω = ξεριζώνω αποχαγκίζω = βογγώ από πόνο αποχαιρετία = αποχαιρετισμός αποχαιρετώ = αποχαιρετώ αποχαλαένω = φθείρω το κασσιτέρωμα σκεύους αποχαλάζιν = αφρίζον κύμα αποχαλακώνω = αποναρκώνω από τη χαλαρότητα αποχαλάνω = κλαίω γοερά αποχαλαρύνω = χαλαρώνω αποχαλαρώνω = χαλαρώνω αποχαλεβρύνω = παραλύω, ναρκώνω αποχαμελά = από χαμηλά αποχαμνίζω = αποχαύνωση αποχανταβλώνω = εξαρθρώνω, αποσυντίθεμαι αποχαντζεύω = τσουρουφλίζω, καψαλίζω απόχαρα = ματαίωση γάμου αποχαρακώνω = σφραγίζω αποχαρατζώνω = παρασκευάζω φαγητό αποχαρβαλώνω = διαλύω, αποσυνθέτω αποχαρταλώνω = ευρύνω παπούτσι, σχίζω, διασπώ αποχάσμα = χασμουρητό αποχασμούμαι = χασμουριέμαι αποχασταλακούμαι = ναρκώνω, αποχαυνώνομαι αποχαψώνω = καθαρίζω σκεύος από χαψιά αποχέζω = χέζω πολύ αποχερίζω = παραιτούμαι αποχλοΐζω = κάνω να χάσει τη χλόη του αποχλωραίνω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα αποχλωρίζω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα αποχλωρώνω = χλωμιάζω αποχολάσκουμαι = ξεθυμώνω αποχονατίζω = καθαρίζω από το χιόνι αποχονίζω = καθαρίζω από το χιόνι αποχονώνω = καθαρίζω από το χιόνι αποχόνωτος = μη καθαρισμένος από χιόνι αποχορταράζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα αποχορταρίζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα αποχουμίουμαι = εξασθενώ, αδυνατίζω αποχοχολώνω = καθαρίζω μέρος από τα σκουπίδια αποχρένω = ξεχρεώνω αποχταλώνω = μετατοπίζω, μετακοινώ αποχτενίδια = αποχτενίδια αποχτίζω = εξακολουθώ και κτίζω αποχυμίζω = πλύνω σιτηρά μέσα στη σκάφη έτσι ώστε να κατακαθίσουν τα πετραδάκια αποχωματώνω = αφαιρώ χώμα απόχωρα = μακριά αποχωρίζω = αποχωρίζω αποχωρισία = αποχωρισμός αποψάλλω = τελειώνω το ψάλσιμο απόψε = απόψε αποψέ = από χθες αποψεζ’νός = της προηγούμενης νύχτας, αποψινός αποψηλά = από ψηλά αποψινός = αποψινός αποψυλλίζω = ξεψειριάζω αποψυχίζω = πεθαίνω απράγεμαν = αδράνεια, οκνηρία απραγεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός απραγία = απραγία, αδράνεια απραγιάζω = αδρανώ, οκνεύω απραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός απραγύνω = γίνομαι ανίκανος απραγώ = αδυνατίζω απραεύω = επιτηρώ, προστατεύω απρανιζ’νόν = αυτός που έλαβε χώρα λίγο πρότερα απρανίκα = προ ολίγο ακριβώς άπραχτος = άπραχτος απρένιστον = μη κομμένος με πριόνι άπρεπα = άπρεπα, ανάρμοστα απρεπία = απρέπεια άπρεπος = άπρεπος, ανάρμοστος απρεπωσύνη = απρέπεια απρεψία = απρέπεια Απριλέσιν = ο παραγόμενος τον Απρίλιο Απρίλης = Απρίλιος Απριλίτζα = μικρή αγελαδίτσα γεννημένη τον Απρίλιο απρινάρευτος = αυτός που περνάει χωρίς θέρμανση απροκοπωσύνη = απρόκοπος απρόκοφτος = απρόκοπος απρολόγευτος = απερίσκεπτος απρολόετος = χωρίς προσευχή το πρωί απροξένευτος = παντρειά χωρίς προξενιό απροσκάλετος = απρόσκλητος απροσκάλευτος = απρόσκλητος απροσμοίραγος = αμοίραστη κληρονομιά απροσώρευτος = μη περισυλλεγμένος απρόφταστος = εκείνος που δεν τον προφταίνουμε απρώνα = προ ολίγου άπυρος = μη πυρωμένος απύστερα = ύστερα απυστεραίας = τέλος πάντων, επιτέλους απυστερναία = έπειτα απωβάσμιν = το τελευταίο αβγό της κότας που παύει να γεννά άρ = άρα, λοιπόν άρα = άρα Άραβος = Άραβας αραγμάδα = ρωγμή, σχισμή αράδα = σειρά προτεραιότητας αραδάζω = βάζω κατά σειρά, συναρμολογώ αραδωτός = πολύχρωμος αράε = πολύχρωμος αράεμαν = ψάξιμο, έρευνα αραέτσι = έτσι λοιπόν αραευτής = ερευνητής αραεύω = ψάχνω, ερευνώ αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή αραθυμαγμένος = επιθυμητός αραθυμία = επιθυμία αραθυμίαμα = επιθυμία αραθυμώ = επιθυμώ αραιά = αραιά αραιός = αραιός αραΐσιν = στενόμακρο αραίωμα = αραίωμα αραιώνω = αραιώνω αράνιν = μέρος όπου ξηραίνουν φύλλα καπνού αραπά = είδος άμαξας Αράπης = αράπης Αραπία = Αραβία Αραπίτζος = πήλινο σκεύος μαύρο από τη χρήση Αραποπούλλιν = παιδί Αιθίοπος Αραράιδα = νεράιδα αρατάνι = μέρος του αρότρου όπου προσαρμόζεται το υνί αρατώρα = τώρα αράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης αράχνασμαν = ιστός αράχνης αραχνέα = ιστός αράχνης αραχνουδάζω = αραχνιάζω αραχνούδασμαν = ιστός αράχνης αργά = αργά αργαστεράς = αυτός που έχει εργαστήρι τεχνίτη αργαστερέα = όσο εμπόρευμα χωράει σε ένα εργαστήρι αργαστέριν = εργαστήρι αργαστερώνω = γεμίζω ένα μέρος με πράγματα χωρίς τάξη αργατεία = εργασία αργάτες = εργάτης αργατεύω = εργάζομαι αργατικόν = μεροκάματο αργατούραινα = εργατική, φιλόπονη αργεύω = αργοπορώ άργητα = καθυστερημένα αργία = αργία αργόβαλα = αργά, αργοκίνητα αργόβαλος = αργός, βραδυκίνητος αργοβασιλεύω = δύω αργά αργονόετος = αργόστροφος αργοπαιδούσα = αυτή που γεννά κατά αραιά διαστήματα αργοπορεύομαι = πορεύομαι αργά αργοπόρευτος = πορευόμενος αργά αργοπορία = αργοπορία αργόπορος = αργοκίνητος αργοπορπάτεμαν = αργό περπάτημα αργοπορώ = αργοπορώ αργός = αργός αργοσάλευτος = βραδυκίνητος αργοσαλεύω = βραδυπορώ αργόσης = νωθρός αργοσωτός = αργοκίνητος αργόχερος = νωθρός αργοχώνευτος = δύσπεπτος αργυρένος = αργυρένιος αργύριν = αργυρός αργυροκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά αργυροκαύκιν = αργυρό ποτήρι αργυροπαίδιν = παιδί αγαπητό αργυρός = αργυρός αργυροχάλκιν = αργυροκάζανο αργυρωμένος = επαργυρωμένος αργώ = αργώ αργώς = αργά αρδευτέριν = αρδευτήρι αρδεύω = αρδεύω αρέζωμου = προξενεί ευχαρίστηση αρεσυία = ευχή αποχαιρετισμού αρζούβαλος = απολίτιστος άρινφιλότιμο = ντροπή αριτερέρεστο = αριστερό χέρι αρκάλειμμαν = λίπος αρκούδας αρκάνθρωπος = αρκουδάνθρωπος αρκάπιν = αγριαχλαδιά της οποίας τους καρπούς τρώει η αρκούδα αρκοκαλομάννα = προ-προγιαγιά αρκοκέφαλος = δυσμαθής αρκόκολον = δύσοσμο φυτό αρκοκόπαλον = είδος κόπανου που παράγει ήχο για να διώχνει τις αρκούδες αρκολάχανον = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα αρκόλορον = άνθος όμοιο με παπαρούνα αρκομάλα = είδος ψώρας αρκοπάλλακον = αρκουδάκι αρκοπάππος = προ-προπαππούς αρκοπλακοπατώ = κινούμε σαν αρκούδα αρκοπούλλιν = νεογνό αρκούδας άρκος = αρκούδα αρκοτούζαχον = παγίδα αρκούδας αρκοτσούβαλος = ευτραφής αρκοτσούνα = θηλυκή αρκούδα αρκουδάζω = μπουσουλίζω αρκουδέα = οσμή αρκούδας αρκουδευτά = μπουσουλώντας αρκουδία = αρκούδα αρκουδίζω = τετραποδίζω αρκούδιν = αρκούδα αρκουδιστά = μπουσουλώντας αρκουδοπάλλακον = νεογνό αρκούδας αρκουδότε = τρόποι και συνήθειες αρκούδας αρκουδωτός = αγροίκος, αδέξιος αρκωτά = κατά τρόπο της αρκούδας αρμαγάς = δώρο, εφόδιο αρμάδα = γλυκίσματα προς φιλοδώρημα παιδιών αρμαθάζω = αρμαθιάζω αρμάθαστος = αρμάθιαστος αρμαθέα = αρμαθιά αρμαθερέα = αρμαθιά αρμαθεριάζω = αρμαθιάζω αρμάθιν = συστοιχισμένος αρμαία = άλμη άρμαν = όπλο αρματοφύλακας = αρματοφύλακας αρμάτωμα = εξοπλισμός αρματώνω = οπλίζω, εξοπλίζω αρματωσία = αρματωσιά αρμενεύω = αργοπορώ αρμενίζω = αρμενίζω αρμενίζω = αργοπορώ αρμενογύριστος = Αρμένιος που έγινε ορθόδοξος αρμενοκόλλυβα = κόλλυβα Αρμενίων αρμενοκούνιν = μικρή και ατελής κούνια αρμενοκόφτω = προχωρώ γρήγορα ανάμεσα σε Αρμένιους άρμενον = εξαρτήματα πλοίου αρμενόποπας = Αρμένιος παπάς αρμενοπούλλιν = τέκνο αρμενίου άρμη = άλμη αρμονή = αρμός άρμοσμαν = συναρμογή αρμώνω = προσαρμόζω, συναρμόζω αρμωτός = προσαρμοσμένος άρμωτος = απροσάρμοστος Αρναούτης = Αλβανός Αρναούτικος = Αλβανικός αρναπούτζ’κον = αρσενικό αρναχεία = αρχή αρναχευτέριν = αφετηρία αρναχευτός = εκείνος του οποίου έγινε η αρχή αρνάχευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή άρνεμαν = άρνηση αρνετής = αρνητής άρνηση = άρνηση αρνιγάρης = μισάνθρωπος αρνικιάριν = φυτό που έχει σπερματοφόρο βλαστό αρνικίζω = οργώ προς συνουσία αρνίκιν = σπερματοφόρος βλαστός φυτού αρνικός = αρσενικός αρνίν = αρνί αρνίομαι = αρνούμαι αρνιστής = απαρνούμενος αρνιστίν = νεαρό πρόβατο που γεννά αρνίτζα = θηλυκό αρνί αρνομάλλιν = μαλλί αρνιού αρνομάννα = γυναίκα που φροντίζει αρνιά αρνόπουλλον = αρνάκι αρνοστάλιν = μάνδρα για αρνιά αρνοτόπιν = μάνδρα για αρνιά αροκοπώ = αραιώνω τα φυτά του αραβοσίτου ξεριζώνοντας τα περιττά για να καρποφορήσουν άρον άρον = γρήγορα γρήγορα αροπέρυσι = πέρυσι αροπέρυσι-καικά = πέρυσι αροπερυσι-κέσου = πέρυσι αροπερ’σιζ’νον = τα προηγούμενα έτη άρος = αραίωμα αρόσιν = βοσκότοπος αρουδεύω = μπουσουλώ αροχτεκαικά = προ ολίγων ημερών αροχτεκέσου = προ ολίγων ημερών αροχτές = προχθές αροψέ = προχθές αροψεζ’νος = προχθεσινός αροψεκαικά = προχθές αροψεκέσου = προχθές άρπαγας = άρπαγας αρπάζω = αρπάζω άρπαστος = ανάρπαστος αρπαχτά = αρπαχτά αρπάχτες = σφετεριστής αρπαχτή = αρπαχτή αρπαχτής = σφετεριστής αρπάχτικον = άρπαγας αρπαχτός = αρπαχτός αρραβώνα = αρραβώνας αρραβωνάζω = αρραβωνιάζω αρραβώνασμα = αρραβώνιασμα αρραβωνόπιτα = πίτα αρραβώνα άρραφος = μη ραμμένος άρρηκος = ακατάλυτος άρρητα = ανοησίες αρρίζικος = άτυχος, δυστυχής αρρίνιστος = αλιμάριστος αρροκάνιστος = αροκάνιστος άρρωστα = άρρωστα αρρωστάρικος = φιλάσθενος αρρώστεμα = φιλάσθενος αρρωστία = ασθένεια αρρωστικόν = φάρμακο αρρωστικόπον = λίγη ποσότητα φαρμάκου άρρωστος = άρρωστος αρρωστύνω = ασθενώ αρρωστώ = ασθενώ αρρωστωτός = αδιάθετος αρρώτητα = χωρίς ερώτηση αρσούζης = θρασύς, αυθάδης αρσουζλαεύω = φέρομαι αδιάντροπα αρταχτέας = σφετεριστής αρτή = άρτυμα άρτος = άρτος αρτουρεύω = αυξάνω αρτούτζιν = άρκευθος αρτοφόριν = δοχείο αγιασμένου άρτου αρτυσία = άρτυμα αρτύω = καρυκεύω αρύνω = αραιώνω αρύπλατος = αραιός και πλατύς αρύς = αραιός αρχάγγελος = αρχάγγελος αρχαρέα = γυναίκα που γέννησε πρώτη φορά αρχάριος = αρχάριος αρχεύω = αρχίζω αρχή = αρχή αρχήθεν = εξ αρχής αρχιερέας = αρχιερέας αρχίζω = αρχίζω αρχίνευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή αρχινεύω = αρχίζω αρχινώ = αρχίζω αρχογκιάζω = πλουταίνω αρχογκιένω = πλουταίνω αρχοντακά = πλουσιοπάροχα αρχοντακός = αυτός που ανήκει σε πλούσιο άρχοντας = άρχοντας αρχοντία = πλούτος αρχοντικός = αρχοντικός αρχοντογεννημένος = αρχοντογεννημένος αρχοντοκόρη = αρχοντοκόρη αρχοντοκόριτζον = αρχοντοκόρη αρχοντοπαιδεμένος = με αρχοντική ανατροφή αρχοντοπαίδιν = παιδί άρχοντα αρχοντοπορεύκουμαι = ζω ως άρχοντας αρχοντοπούλλιν = παιδί άρχοντα αρχοντοφανιγμένος = αυτός που έχει παρουσιαστικό αρχοντικό αρχοντύνω = πλουταίνω άσα = αναπνοή ασαβανίαστος = ασαβάνωτος ασαβάνωτος = ασαβάνωτος ασαλγοσύνα = το να είναι κάποιος άτακτος, ατίθασος ασαλγωτός = λίγο ζωηρός ασάλευα = ασήκωτα ασάλευτος = ασήκωτος ασανίδωτος = ασανίδωτος ασάπετος = ασάπιστος άσαπος = ασάπιστος ασαχτάρωτος = αυτός που δεν έχει λερωθεί με στάχτη ασβέστιν = ασβέστης άσβηστος = άσβηστος ασέα = εκφράζει ευχή ασεβός = ασεβής άσειστος = αδιάσειστος ασεραντάριστος = ασαράντιστος ασήκωτος = ασήκωτος ασημάδευτα = ασημάδευτα ασημάδευτος = ασημάδευτος ασημένος = ασημένιος ασήμι = ασήμι ασημικόν = ασημικά ασημίν = ασημί ασημοκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά ασημώνω = ασημώνω, επαργυρώνω ασημωτός = αργυρός ασήμωτος = μη επαργυρωμένος ασιδέρωτος = ασιδέρωτος ασινάευτος = μη δοκιμασμένος αν έχει ή δεν έχει ελάττωμα ασινός = αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη ασκάλευτος = αυτός που δεν έχει αρχίσει ακόμα ασκάμνιστος = αυτός που δεν έχει καθίσει ασκάφιστος = σιτηρά που δεν έχουν ανατιναχθεί με σκάφισμα άσκαφτος = άσκαφτος άσκεμα = άσχημα ασκεμάνθρωπος = ασχημάνθρωπος ασκεμία = ασχήμια ασκεμίζω = ασχημαίνω ασκεμισία = ασχήμια ασκεμόβγαλτος = αυτός που βγήκε άσχημος ασκεμόγλωσσος = βλάσφημος, αισχρολόγος ασκεμόγνωμος = δύστροπος ασκεμοκάτζης = ασχημοπρόσωπος ασκεμολογία = αισχρολογία ασκεμομμάτης = ασχημομάτης ασκεμομύτης = ασχημομύτης ασκεμοπόδαρος = ασχημοπόδαρος ασκεμοπροσωπία = δυσμορφία προσώπου ασκεμοπρόσωπος = δύσμορφος ασκεμόστομος = κακόγλωσσος ασκεμότε = δυσμορφία, ασχήμια ασκεμοφαγία = αυτός που τρώει άτακτα ασκεμόφαιστος = άσχημα υφασμένος ασκεμοφόρετος = άσχημα φορεμένος ασκεμοχέρης = κουλλοχέρης ασκεμόχτιστος = άσχημα χτισμένος ασκεμύνω = ασχημαίνω ασκεμώνω = ασχημαίνω ασκεμωσία = ασχήμια ασκεμωτός = λίγο άσχημος άσκεν = δεν είναι έτσι; ασκέπαστος = ασκέπαστος ασκέριν = στρατός, στρατιώτης ασκηταρείον = κατοικία ασκητή ασκητεία = ασκητεία ασκητεύω = ζω ζωή ασκητή ασκητής = ασκητής ασκίν = ασκός άσκιστος = άσχιστος ασλάευτος = δέντρο ανεμβολίαστο ασλαεύω = μπολιάζω ασλάνης = λιοντάρι ασούφρωτος = ασούφρωτος ασπάζω = χαιρετώ ασπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. ασπάλιστος = ανοιχτός ασπαλιχτός = κλεισμένος άσπαρτος = άσπαρτος άσπαχτος = άσφαχτος άσπιγγος = χαλαρός ασπίδα = ασπίδα (φίδι) ασπλάνεχτος = άσπλαχνος άσπλανος = άσπλαχνος άσπλαχνα = άσπλαχνα ασπλάχνετα = άσπλαχνα ασπλαχνία = ασπλαχνία ασπλαχνωσία = ασπλαχνία ασπόγγιστος = ασκούπιστος ασπράδα = ασπράδα ασπράδιν = ασπράδι ασπράρης = υπόλευκος ασπρειδής = υπόλευκος Ασπρηθάλασσα = Αιγαίο Πέλαγος ασπρήμερον = κοσμητικό επίθετο κερασιού ασπρίδα = λευκότητα ασπρίζω = ασπρίζω ασπρογενάτες = ασπρογένης ασπροειδερός = υπόλευκος ασπροκατζάζω = εμφανίζομαι ως ανεπίληπτος ασπροκάτζης = ασπροπρόσωπος ασπροκατζίουμαι = κατηγορούμενος αθωώνομαι πλήρως ασπροκέντη = κέντημα με λευκό νήμα ασπροκέρασο = ασπροκέρασο ασπροκέφαλος = ασπροκέφαλος ασπροκίτρινος = ωχρόλευκος ασπροκοκκινάδα = ασπροκοκκινάδα ασπροκόκκινος = ασπροκόκκινος ασπροκοκκύμελον = άσπρο δαμάσκηνο ασπροκολόγκυθον = άσπρο κολοκύθι ασπρόκολος = ασπρόκωλος ασπρολάχανον = άσπρο λάχανο ασπρολίθαρον = άσπρος λίθος ασπρομάγουλος = αυτός που έχει άσπρα μάγουλα ασπρομάλλης = ασπρομάλλης ασπρομαλλίζω = ασπρίζω τα μαλλιά ασπρομαλλούσα = ασπρομαλλούσα ασπρομαλλώ = ασπρίζω τα μαλλιά ασπρομμάτης = ασπρομάτης ασπρομυτάζω = σχηματίζω πύο ασπροπέτζης = αυτός που έχει λευκό δέρμα ασπροπετζώ = λευκαίνομαι ασπροπόδαρος = ασπροπόδαρος ασπροπολίτικο = είδος λευκού σταφυλιού ασπροπροσωπάζω = βγάζω ασπροπρόσωπο ασπροπροσωπία = το να είναι κάποιος ηθικά άμεμπτος ασπροπροσωπίζω = βγάζω ασπροπρόσωπο άσπρος = άσπρος άσπρος = άσπρος ασπροσεβέλα = αυτή που έχει λευκό λαιμό ασπροστάφυλον = άσπρο σταφύλι ασπρόσυκον = είδος λευκού σύκου ασπρότε = ασπράδα, λευκότητα ασπροτζίκαρον = πνεύμονας ασπροφόρετος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά ασπρόφορος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά ασπροφυλλάζω = δέντρο που λευκαίνονται τα φύλλα ασπροφυλλίζω = κόβω τα λευκά φύλλα ασπρόφυλλον = κατώτερο φύλλο λάχανου που αρχίζει να ασπρίζει ασπρύνω = λευκαίνομαι ασπρωτός = λίγο άσπρος ασταλίχωτος = αυτός που δεν είναι απλωμένος τεντωτά προς ξήρανση αστάριν = φόδρα αστάρχιστος = αυτός που δεν προμηθεύτηκε τα αναγκαία τρόφιμα για το χειμώνα αστέγαστος = αστέγαστος αστέγνωστος = αστέγνωστος αστέγωτος = αστέγαστος αστελίαστος = αυτός που δεν έχει λαβή αστενύνω = ασθενώ αστερέωτος = αστερέωτος αστίβιτος = πανί που δεν καταβράχηκε με θαλασσινό νερό για να λευκανθεί αστό = αφότου αστόλιστος = αστόλιστος αστούδωτος = αυτός που είναι χωρίς κόκαλα αστοχασία = απερισκεψία αστόχαστα = αστόχαστα αστόχαστος = αστόχαστος αστόχευτος = απρόσεχτος αστοχεύω = φέρομαι αδέξια αστοχεύω = καταριέμαι να μείνει κάποιος ακληρονόμητος, να ερημωθεί, να καταστραφεί αστόχιν = αυτός που είναι χωρίς κάτοχο άστοχος = άστοχος αστοχώ = αστοχώ αστράβωτος = μη τυφλωμένος αστραγάλιν = αστράγαλος αστραπή = αστραπή αστραπίζω = αστράφτω αστράτευτος = παιδί που ακόμα δεν περπατάει αστράφτω = αστράφτω αστράφτω πολύ = παρασύρω αστρίτζιν = άστρο αστρολόγος = αστρολόγος άστρον = άστρο αστροπελέκιν = κεραυνός αστροφεγγαράκιν = άστρα και φεγγαράκι αστροφεγγάριν = άστρα και φεγγάρι αστροφεγγία = ξαστεριά αστροφεγγίζω = αστροφεγγίζω για να αποκτήσω μαγικές δυνάμεις αστροφώς = αστροφεγγιά άστρωτος = άστρωτος αστύλωτος = αστύλωτος ασυγγόμαστος = απλήρωτος ασυγγύριστος = ασυγύριστος ασύγκλιστος = άκαμπτος ασύγκρεφτος = αυτός που δεν είναι καλυμμένος με τέφρα ασυλλίβωτος = ανέφελος ασυλλογισία = ασυλλογισιά ασυλλόγιστα = ασυλλόγιστα ασυλλόγιστος = ασυλλόγιστος ασυμοζύγιαστον = εκείνο που ζυγίζεται σαν ασήμι ασυνήθιστος = ασυνήθιστος ασυνορθίαστος = ατακτοποίητος ασυνόρθωτος = ατακτοποίητος ασυντέρευτος = ακατάστατος στην εξωτερική εμφάνιση ασύντζαιτος = αμίλητος ασυντρόφαστος = ασυντρόφευτος ασυντρόφευτος = ασυντρόφευτος άσυρτος = ανέλκυστος ασύφταστος = απρόφταστος ασυφώνετος = ασυμφώνητος ασώρευτος = ασυσσώρευτος ασ’χώρετος = ασυγχώρητος αταβάνωτος = χωρίς ταβάνι ατάνωτος = αυτός που δεν είναι αρτυσμένος ατάραχτος = ανακατωτός ατάσταλος = άτακτος άταφος = άταφος αταχτία = έλλειψη τάξεως άταχτος = άταχτος αταχτοσύνα = ακαταστασία αταχτωσία = αταξία ατεινέθε = το δικό του ατεινέτερον = το δικό τους άτεκνος = άτεκνος ατελείωτος = ατελείωτος ατεπούριγος = σιτηρά που δεν έχουν καθαρισθεί με τεπούριν ατέρετος = απαρατήρητος άτεχνος = άτεχνος ατζάκωτος = άσπαστος άτζαλα = άτσαλα άτζαλος = άτσαλος ατζαμής = ατζαμής ατζάπα = άραγε ατζατζάλιγος = αυτός που δεν έχει καθαριστεί από το περικάρπιο ατζέριγος = άσχιστος ατζέριν = άσχιστος ατζίλετος = αυτός που δεν λερώθηκε με περιττώματα ατζίλτευτος = ακατούρητος ατζίμιδος = ανόητος ατζινάτιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού ατζίναχτος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού ατζούμιστος = αξεζούμιστος ατζουντζούρευτος = ακαθάριστη κύτη ρυακιού προς ροή νερού ατζουπίαστος = μη στερεωμένος με σφήνα ατζούπωτος = ασκέπαστος με κάλυμμα ατζούρωτος = αστείρευτος ατζούχνιστος = φαγητό μη τσικνισμένο ατιμάζω = ατιμάζω ατίμετος = αίσχος, όνειδος ατίναχτος = αξεσκόνιστος άτοκα = άτοκα ατοκαικά = αυτό ακριβώς άτοκος = άτοκος ατόξευος = μη τοξευθείς άτοπα = απρεπώς, κακώς ατόρνευτος = ακόσμητος, αποίκιλτος ατορνεψία = ακαλλώπιστος ατός = αυτός ατού = εκεί ατού-άνθεν = εκεί επάνω ατού-απαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω ατού-απαγκέσου = εκεί στα επάνω μέρη ατού-απαγκιάνου = εκεί επάνω προς τα άνω ατού-απάνθεν = εκεί επάνω ατού-απάνω = εκεί επάνω ατού-απεσκαικά = εκεί μέσα ακριβώς ατού-απεσκέσου = στα εντός εκεί μέρη ατού-απεσκιάνου = εκεί μέσα προς τα άνω ατού-απέσω = εκεί μέσα ατού-αφκά = εκεί κάτω ατού-αφκακαικά = εκεί κάτω ακριβώς ατού-αφκακέσου = στα κάτω εκεί μέρη ατού-αφκακιάνου = εκεί κάτω προς τα άνω ατού-έμπρου = εκεί εμπρός ατού-έξω = εκεί έξω ατουκά = εκεί κοντά ατουκάθεν = εκεί κάτω ατουκαικά = εκεί κοντά ατουκέσου = κατά τα εκεί μέρη ατουκιάνου = εκεί προς τα άνω ατούλωτος = ζωηρός ατουμερέαν = εκεί μεριά ατουμερόθεν = εκεί μεριά ατουμέρου = εκεί μεριά ατουπέραν = εκεί αντίκρυ ατουπλαγκαικά = εκεί παραπέρα ακριβώς ατουπλαγκέσου = εκεί παραπέρα ατουπλαγκιάνου = εκεί παραπέρα προς τα άνω ατουπλάν = εκεί πέρα ατράνετος = αυτός που δεν απέκτησε ανάστημα ατραπέζωτος = ατραπέζωτος άτριφτος = άτριφτος άτριχος = άτριχος ατρόμαχτος = αφόβιστος ατρύπητος = ατρύπητος ατσάμλιστος = βλέπω με προσήλωση ατσάμπλιστα = κοιτάζω επίμονα χωρίς να κινώ τα βλέφαρα ατσορκάνιστος = εκείνος που δεν τον σύρανε κατά γης ατσουλίαστος = εκείνος που δεν είναι σκεπασμένος ατύλιστος = ολόγυμνος ατυράννιστος = ατυράννιστος άτυχος = άτυχος αυγερινός = αυγερινός αυγή = αυγή αυγιάριν = λευκαντικό αυγίζω = λευκαίνω αυγίτες = αυγερινός αυγός = ολόλαμπρος αυγουστοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα τον Αύγουστο μη ασχολούμενη με γεωργικές εργασίες αυλαγύριν = αυλόγυρος αυλαία = αυλαία αυλακέα = αυλακιά αυλακιάζω = αυλακιάζω αυλάκιαστος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια αυλάκιν = αυλάκι αυλακοκέφαλον = αρχή αυλακιού απ’ όπου φεύγει το νερό για άρδεμα αυλακόνερον = νερό που τρέχει σε αυλάκι αυλακόχειλον = χείλος ποταμού αυλακώνω = αυλακώνω αυλάκωτος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια αυλή = αυλή αυλίτζα = αυλίτσα αυλόνα = αυλή αυπνία = αυπνία άυπνος = άυπνος αυριζ’νός = αυριανός αυρινός = αυριανός αύριον = αύριο αυτίκοντα = αμέσως αυτοκράτορας = αυτοκράτορας αυτοξούσιος = ανεξάρτητος αυτοχολιά = θυμώδης αυτόχολος = οξύθυμος αφάγετος = νηστικός αφαγία = ανορεξία άφαγος = άφαγος αφαγούκης = ολιγοφάγος αφαγώνα = ολιγοφαγία αφάλιν = οφαλός αφανίζω = αφανίζω αφανισμός = αφανισμός άφανος = άφαντος άφαντος = άφαντος άφαρα = γρήγορα άφαρος = ζωηρός, άτακτος αφέντευτος = χωρίς αφέντη αφέντης = αφέντης αφεντία = βασιλεία αφεντοπαίδιν = γιός άρχοντα άφερτος = αφόρητος αφετός = χαλαρός αφιερώνω = αφιερώνω αφίλετος = αφίλητος αφίλευτος = εκείνος που δεν έχει φιλοξενηθεί αφιλογή = αμφισβήτηση άφιλος = άφιλος αφίνω = αφήνω αφιόνιν = αφιόνι άφισμαν = εγκατάλειψη αφκά = από κάτω αφκακαικά = λίγο παρακάτω ακριβώς αφκακέρετζον = η κόρα της κάτω επιφανείας του άρτου αφκακέσου = στα κάτω μέρη ίσια αφκακιάνου = από κάτω προς τα άνω αφκαμερέαν = κάτω αφκατοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για σιτηρά αφκατοσωράζω = συλλέγω καρπούς που έχουν πέσει στη γη αφκατοσώριν = καρπός που συλλέχθηκε από τη γη αφκάτου = από κάτω άφνα = ατμός αφνετός = ατμός αφνίζω = αφνίζω αφνός = ατμός άφοβα = άφοβα αφοβία = τόλμη άφοβος = άφοβος αφόντας = αφότου αφόραχτα = απροσδόκητα, ξαφνικά αφόραχτος = απροδσόκητος, ξαφνικός αφόρετος = αφόρετος, γυμνός αφορίδαστον = καλάθι που δεν έχει τα δυο σχοινιά για να φορεθεί στην πλάτη αφορίζω = αφορίζω αφόρισμα = αφόρισμα αφορισμονή = αφόρισμα αφορισμός = αφορισμός αφορισμοχάρτιν = έγγραφο αφορισμού αφοριστέας = βλάσφημος, υβριστής αφόριστος = εκείνος που δεν έχει αφοριστεί αφορμή = αφορμή αφορμίζω = ερεθίζω πληγή αφορμίτζα = δικαιολογία αφορμύνω = ερεθίζω πληγή άφορος = άγονος αφόρτωτος = αφόρτωτος αφόσιστος = εκείνος τον οποίον δεν χώσανε μες στη γη αφότε = αφότου αφότι = αφότου αφού = αφού αφούκρεμαν = ακρόαση αφουκρούμαι = ακούω αφουρκάλετος = ασκούπιστος αφούρκιστος = μη πνιγμένος αφούρνιστος = μη ψημένος σε φούρνο αφουρτούναστος = εκείνος που δεν έχει τρικυμία αφράζω = αφρίζω άφραχτος = άφραχτος αφρόμηλον = μήλο αφράτο και χυμώδες αφρός = αφρός άφταστος = άφταστος αφτείραγος = χωρίς ψείρες αφτέτσω = ανάβω άφτιχος = ήσυχος αφτούλιστος = μη αδημένος αφτρίν = κερί άφτω = ανάβω αφυλάκωτος = αφυλάκιστος αφύλαχτος = αφύλαχτος αφύλλωτος = αφύλλωτος αφύτευτος = αφύτευτος αφύτρωτος = αφύτρωτος αφωρισμένα = απρεπή αφωρισμενίτζα = γυναίκα άξια αφορισμού αφωρισμενιώ = γίνομαι αφωρισμένος αφωρισμενόπον = παιδί άξιο αφορισμού αφώτιστα = πονηρά, κακά αφώτιστος = αβάφτιστος άφωτος = σκοτεινός αχαλάετος = σκεύος μη κασσιτερωμένο αχαλάρωτος = αχαλάρωτος αχάλαστος = αχάλαστος, ακέραιος αχαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι αχαντάρης = αγκαθωτός αχάνταστος = χωρίς αγκάθια αχαντένος = κατασκευασμένος με αγκαθωτούς θάμνους αχαντζουλλούδιν = βατομουριά αχαντίζω = κεντώ με αγκάθι αχάντιν = αγκάθι αχαντίτζα = φυτό με φύλλα αγκαθωτά αχαντόκλαδον = κλώνος φυτού αγκαθωτού αχαντόκλωνων = κλώνος φυτού αγκαθωτού αχαντόκορφον = κορυφή αγκαθιού αχαντόρριζον = ρίζα αγκαθιού αχαντοτόπιν = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντότοπος = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντούδιν = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντούτζα = ο άκρος βλαστός της βάτου αχαντόφυλλον = φύλλο αγκαθωτό αχαντόχοιρος = σκαντζόχοιρος αχαντώνα = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντώνω = περιφράζω με αγκαθωτούς θάμνους αχαντωτός = αγκαθωτός αχάνω = χάσκω άχαρα = δυστυχισμένα αχαράκωτος = αχαράκωτος αχαράτζωτος = φαγητό χωρίς καρυκεύματα αχάραχτος = αχάραχτος αχάρετος = εκείνος που δεν χαίρεται τη ζωή αχαριστία = αχαριστία αχάριστος = αχάριστος άχαρος = δυστυχής αχάρτωτος = μη καλυμμένος με χαρτί αχαρχάλιγος = καρπός μη καθαρισμένος από το φλοιό του αχάσευτος = αζεμάτιστος αχασμός = χασμούρημα αχαστόμης = χαζός αχαστός = αυτός που χάσκει άχαστος = αυτός που δεν χάσκει αχαστούρης = αυτός που χάσκει αχάτε = να αχείμαστος = εκείνος που δεν πέρασε τον χειμώνα κάπου αχειροτέρευτος = εκείνος που δεν χειροτέρεψε αχέρευτος = εκείνος που δεν χήρεψε αχερομύλιγος = αυτό που δεν αλέσθηκε με χειρόμυλο άχερος = κουλός αχερώνιν = αχυρώνας αχερωνοδώμιν = στέγη αχυρώνα αχερωνοκάλαθον = καλάθι με το οποίο μεταφέρουν από τον αχυρώνα τροφή στα ζώα αχερωνοκόλιν = το κάτω μέρος του αχυρώνα αχερωνοπόρτιν = πόρτα αχυρώνα αχλόιν = χωρίς γρασίδι αχμάκης = αγαθός, αφελής αχμός = ατμός άχνα = ατμός, οσμή φαγητού αχνεύω = παρέχω αφορμή αχνίδα = τούφα λεπτού μεταξιού αχνιδάουμαι = με τσιμπούν στο λαιμό λεπτά ψαροκόκαλα αχνίδιν = άγανο, ψαροκόκαλο αχνίζω = αναδίδω, εκπέμπω ατμούς αχνότον = αναπνοή αχόλαστα = χωρίς οργή αχοντή = ρεύμα ποταμού αχόρευτος = αχόρευτος άχορος = αχόρευτος αχορτασία = ακόρεστος, απληστία αχόρταστος = ακόρεστος, άπληστος αχότιν = αυλάκι για διοχέτευση νερού στους κήπους αχοτοδέμιν = η αρχή του αγωγού αχουλής = έξυπνος αχούρης = στάβλος αχούριν = αποθήκη αχύρου άχπαγος = αξερίζωτος αχπάδιν = ξεριζωμένο αχπάνω = αποσπώ, ξεριζώνω αχπάρα = φόβος, τρόμος αχπάραγμα = αιφνιδιασμός, έκπληξη αχπαράζω = τρομάζω αχπάραστος = εκείνος που δεν τρομάζει αχπάσκουμαι = ξεκινώ προς αναχώρηση άχπασμα = το ξεκίνημα προς αναχώρηση αχπαστός = αυτός που ξεριζώνεται άχπαστος = αυτός που δεν ξεριζώνεται αχράδιν = άγρια αχλαδιά αχραδόξυλον = ξύλο αγριαχλαδιάς αχρανέα = η οσμή των άπλυτων σκευών άχραντος = άψογος, αγνός άχρεια = κατά τρόπο αχρείο αχρείαστος = αχρείαστος αχρειοκόριτζον = αισχρό κορίτσι αχρειολογία = αισχρολογία αχρειολόγος = αισχρολόγος αχρειολογώ = λέω αισχρά λόγια αχρειόπαιδον = αισχρό παιδί άχρειος = αισχρός αχρειόστομος = αισχρολόγος αχρειότε = αισχρότητα, ασέλγεια αχρειούνα = αισχρότητα άχρεος = αχρέωτος αχρέωτος = αχρέωτος αχρηματία = έλλειψη χρημάτων άχρηστος = άχρηστος άχριστος = μη αλειμένος με πηλός ή σοβά αχροιάης = ωχρός, άτονος αχροίαστος = ωχρός, άτονος αχρόνιστος = αχρόνιστος άχρονος = εκείνος που δεν θα ζήσει ολόκληρο το έτος αχρύσωτος = μη επιχρυσωμένος αχρωμάτιστος = αχρωμάτιστος αχταρευτά = σκαλίζοντας, σκαλιστά αχτάρευτος = άσκαφτος αχταρεύω = σκάβω, σκαλίζω αχτένιστος = αχτένιστος άχτιστος = άχτιστος αχτούπιστος = μη ξεμαλλιασμένος, μη μαδημένος αχτράπελος = αλλόκοτος, παράξενος αχύλωτος = μη διαβρεχμένος αχύμιγος = σιτηρά που δεν πλύθηκαν αχυρέα = οσμή άχυρων αχυρένος = γεμισμένος με άχυρα αχύριν = άχυρο αχυροκάλαθον = καλάθι μεταφοράς άχυρων αχυροκόσκινον = κόσκινο με το οποίον χωρίζουν τα χοντρά άχυρα από το σιτάρι αχυρομίντερο = μιντέρι γεμισμένο με άχυρα αχυρώνα = αχυρώνας αχυρωνέα = ποσότητα άχυρων όση χωράει ο αχυρώνας αχυρώνιν = αχυρώνας αχυρώνω = μεταβάλλομαι σε άχυρα αλωνιζόμενος αχωμάτωτος = εκείνος που δεν λερώθηκε με χώμα αχώνα = αχώνευτα αχωνάριν = χωνί αχώνευος = αχώνευτος αχώνευτος = αχώνευτος αχώνιν = αδιάλυτο αχώρετος = αχώρετος αχώριστος = αχώριστος αχωρομμάτης = εκείνος που έχει εξογκωμένους τους βολβούς των ματιών άχωρος = ανώριμος αψάδα = οξύς στη γεύση αψαθήτε = σπεύσατε αψάρευτος = αψάρευτος αψάρωτος = αψάρωτος αψέα = απότομος άψετος = άψητος αψηλάφετος = αζήτητος αψήφιστος = αψήφιστος αψίθυμος = αψίθυμος αψίκλωστος = ο πυκνά κλωσμένος αψιμάδιν = σπινθήρας αψιμαρείον = εστία αψιματέος = πύρινος αψιμήτρα = φωσφορισμός της θάλασσας αψιμίτζα = μικρή φωτιά αψιμοκόλιν = ζωηρό, άτακτο αψιμοκόλοθον = ψωμάκι ψημένο στην εστία αψιμόλιθο = λίθος που αντέχει στη φωτιά άψιμον = φωτιά αψιμόπον = μικρή φωτιά αψίχολος = αυτός που εύκολα οργίζεται αψόφετος = άνθρωπος που δεν ψοφάει αψύλλιγος = αυτός που δεν καθαρίστηκε από τις ψείρες αψύνω = γίνομαι δριμύς στη γεύση αψυπότιν = ποτό οινοπνευματώδες αψύς = αψύς άψυχος = νεκρός αψυχωμένος = νεκρός αψυχωτός = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ελώδη πυρετό αψώνιστος = αψώνιστος αψώνω = γίνομαι δριμύς αψωτός = λίγο δριμύς Ββαβά = βρέφος βαβαίτζα = βρέφος βαβάκαν = βρέφος βαβαλεύκομαι = όρνιθα που περιφέρεται στη φωλιά για να γεννήσει Βαγγέλα = όνομα αγελάδας που γεννήθηκε του Ευαγγελισμού βαγγελικός = του ευαγγελίου βαγγέλον = το Ιερό Ευαγγέλιο βαγευτέριν = κούρα την οποία βαγεύων παίρνει από το σπίτι του πριν αρχίσει το βάγεμα βαγεύω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων βαγμονή = γοερός θρήνος βάδος = βάδισμα, περπάτημα βαζάμι = μανιτάρι, μύκητας βαθαλός = ευτραφής, παχύς βαθάσκομαι = πέφτω σε βαθύ ύπνο βαθέα = βαθέως βαθικά = από μακριά απόσταση βαθικός = βαθύς βαθοκοπώ = βαθαίνω βάθος = βάθος βαθουλώνω = βαθύνω βαθουλωτός = μάλλον βαθύς βαθράκιν = μάλλον βαθύς βαθρακός = βάτραχος βαθυβολία = βάθος θαλάσσιου ύδατος βαθυβολώ = οργώνω βαθιά βάθυγμαν = εκβάθυνση βαθύνω = βαθύνω βαθυπνάουμαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο βαθυπνίσκομαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο βαθύς = βαθύς βάθυσμαν = βαθύνω βαθυστικός = αυτός που έχει βάθος βαθυχωμία = έδαφος με πολύ βαθύ χώμα βαθωτός = λίγο βαθύς βάι = έκφραση αγανάκτησης βαΐζω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων βαϊλίζω = λικνίζω, νανουρίζω βάιναση = βουητό, θόρυβος βαΐον = κλάδος θάμνου που μοιράζεται την Κυριακή των Βαΐων βαΐτζα = άρτος που δίνεται στα παιδιά που ψάλλουν του Λαζάρου βακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος βακούφιν = ναός βαλά = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυ βαλανίδιν = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυναικείος βαλάνιν = βελανίδι βάλεμαν = τοποθέτηση βαλέριν = βαρέλι βαλής = νομάρχης βάλλω = βάζω βάλσαμον = βάλσαμο βαλσαμώνω = βαλσαμώνω βάλσιμον = τοποθέτηση βανούμελο = μέλι που έχει μεθυστική ιδιότητα βαξαλαεύω = γυαλίζω υποδήματα βάξη = μαύρη βαφή υποδήματα βαξώνω = γυαλίζω υποδήματα βαραγρανεμία = άνεμος ισχυρός βαράζω = ενοχλώ βαράκιν = λεπτό φύλλο χρυσού βαρακονεμένος = καλά τροχισμένος βαρακώνω = κοσμώ με φύλλο χρυσού βαραμάζω = πάσχω από φυματίωση βαραναστενάζω = βαριαναστενάζω βαράπιν = αχλάδι ξινό που γίνεται τουρσί στο βαρέλι βαραροθυμαγμένος = ο ξενιτεμένος που αισθάνεται μεγάλη νοσταλγία βαρασία = ενόχληση βαράσιμον = ενόχληση, εγκυμοσύνη βάρασμαν = εγκυμοσύνη βαραχλάεμαν = επιχρύσωση με φύλλα χρυσού βαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού βαρβαραλαξία = αλαλαγμός βάρβαρος = βάρβαρος βαρβαταρίζω = κάνω ταραχή, θόρυβο βαρέα = ρόπαλο βαρέα = βαριά βαρέας = μεγάλη σφύρα λατόμου βαρελέα = ποσότητα όση χωράει ένα βαρέλι βαρελίκα = μικρό βαρέλι βαρέλιν = βαρέλι βαρελίτσα = βαρέλι βαρελοκοίλης = κοιλάρας βάρεμα = βάρος βαρεμωσύνη = εγκυμοσύνη βαρένω = βαρύνω βαρεσμονή = εγκυμοσύνη βαρετός = βαρετός βαρηκοΐα = βαρηκοΐα βαρηκοΐζω = δεν ακούω καλά βαρήκοος = βαρήκοος βαριαναστενάζω = βαριαναστενάζω βαριγέτιν = περιουσία βαρίζω = προξενώ βάρος βαριόζιν = σφύρα λατόμου βάριος = σφύρα σιδηρουργού βάρκα = βάρκα βαρκίζω = φωνάζω βαρκισμός = δυνατή κραυγή βάρος = βάρος βαροστοίχειωμα = πρόσωπο ενοχλητικό βαροταξιδιάρος = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας βαρόφ’λλα = φυτό με τα μέγιστα φύλλα βάρσανον = βάσανο βαρτανέα = φυτό λυγαριά βαρυαγρανεμία = άνεμος ισχυρός βαρυγάστριν = ζώο ετοιμόγεννο βαρυγλωσσίζω = βραδύγλωσσος βαρυγνωμώ = δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι βαρύγνωστος = ο δύσκολα γνωριζόμενος βαρυδούλης = εκείνος που έχει βαριά εργασία βαρυδούλιν = εκείνο που χρειάζεται πολλή εργασία βαρυζύγια = πρόσβαρα βαρυζύγιν = πρόσβαρο βαρύθυμος = βαρύθυμος, ευερέθιστος βαρυκάρδεμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρυκαρδίζω = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρυκάρδισμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρύκαρδος = πολύ θλιμμένος βαρυκαρδώ = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρυκέφαλος = μυαλωμένος βαρυκολία = δυσκινησία βαρύκολος = δυσκίνητος βαρυκωφίζω = έχω βαρηκοΐα βαρύκωφος = βαρήκοος βαρύλογος = εκείνος που λέει λόγους υβριστικούς βαρύνω = βαρύνω βαρυπνάσκουμαι = κοιμάμαι βαριά βαρυπόδης = βραδυκίνητος βαρυπούλετος = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί βαρυπούλιν = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί βαρύς = βαρύς βαρυσκέλης = βαθύς ύπνος βαρυστενάζω = αναστενάζω βαθιά βαρύσωμος = βαρύσωμος βαρυταξιδάρης = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας βαρύτιμος = ακριβός βαρυτοπία = εύφορη γη βαρυτράχηλος = σκληροτράχηλος βαρυτσακουτζέα = βαρύ σφυροκόπημα βαρύφαιστος = εκείνος που δύσκολα υφαίνεται βαρυχειμωνία = βαρυχειμωνία βαρυχειμωνιτσία = βαρυχειμωνιά βαρυχνάς = εφιάλτης βαρύψυχος = εκείνος που έχει ογκώδης σώμα και είναι δυσκίνητος βάρωμα = βάρος βάσαλμο = βάσαλμο βασανία = βάσανο βασανίζω = βασανίζω βάσανον = τιμωρία, κολασμός βασιγέτ(ιν) = διαθήκη προφορική βασιλακός = βασιλακός βασιλέας = βασιλιάς βασιλεία = βασιλεία βασίλειον = βασίλειο βασίλεμα = βασίλεμα βασιλεύω = βασιλεύω βασιλή = βασιλεία βασιλικός = βασιλικός βασιλοκάστριν = βασιλικό κάστρο βασιλοκόριτζον = κορίτσι βασιλιά βασιλοπούλλιν = αλκυόνη, ψαροπούλι βασιλοσκάμιν = βασιλικός θρόνος βασιλοστούλαρον = ο κυριότερος στύλος που κρατάει τη στέγη βασίσκουμαι = βασίζομαι, στηρίζομαι βασμονή = θόρυβος βασμός = βαθμίδα, σκαλοπάτι βασμόσημον = βαθμίδα, σκαλοπάτι βασταγερός = ανθεκτικός βαστάγι = δέματα με τα οποία συγκρατείται το δισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών βάσταγμαν = αντοχή βασταγμονή = αντοχή βαστάζω = βαστώ βατανλούκιν = εργαλείο τεχνίτη βατάχαντον = είδος βατόμουρου βατία = βατομουριά βατίν = βατομουριά βάτος = βάτος βατόφυλλον = φύλλο βάτου βατταλαλώ = μοιρολογώ βαΰζω = κραυγάζω βαφέας = βαφέας βαφτίζω = βαφτίζω βαφτίσα = βαφτίσια βάφτιση = βάφτιση βάφτισμα(ν) = βάφτισμα βαφτιστικός = βαφτιστικός βαφτοφάει = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι και βούτυρο βάφτω = βυθίζω στο νερό βάχ = εκφράζει παράπονο βαχλανεύκουμαι = λέω βάχ, λυπάμαι καθ’ υπερβολή βάψιμον = βάψιμο βγαίνω = βγαίνω βγάλλω = βγάζω βδέλλα = βδέλλα βδελλάζω = βάζω βδέλλες προς απομύζηση αίματος βδελλόπον = βδέλλα βδομάδα = εβδομάδα βέβαιος = βέβαιος βεβαιώνω = βεβαιώνω βεγκίζω = γαβγίζω βεελζεβούλης = διάβολος βεζίρης = βεζίρης βελάν(ιν) = βελόνα ραψίματος βελόνα = βελόνα πλεξίματος βελονάζω = βελονιάζω βελονέα = τσίμπημα, κεντιά βελονίασμαν = βελόνιασμα βελονίδιν = βελόνα για δίχτυα βελονίζω = βελονίζω βελόνιν = βελόνα ραψίματος βελονίτα = είδος αγριόχορτου βελονοθήκη = βελονοθήκη βελονόπον = βελόνα βελονοτρύπιν = τρύπα της βελόνας βελονόχορτον = αγριόχορτο με φύλλα βελονοειδή βελώνω = ενώνω, συνδέω βένετος = γαλάζιος βέξιμον = βήξιμο βεξίον = βήξιμο βερανέ = ερείπιο βερβερίζω = τρέμω βεργέα = πλήγμα με βέργα βεργέτα = δάχτυλο του αρραβώνα βεργίν = βέργα βερεμάζω = πάσχω από φυματίωση βερέμης = φυματικός βερέμιν = φυματίωση βερέπα = λοξός, πλαγίως βερέπιν = λοξό, πλάγιο βεσιέτιν = διαθήκη προφορική βέσσαλον = τούβλο βέτρα = κουβάς βετρέα = ποσότητα όση χωράει ένας κουβάς βέχας = βήχας βεχίον = βήχας βέχω = βήχω βζήνω = σβήνω βήμα = βήμα βήτα = βήτα βία = βία βιάζω = βιάζω βιασμένα = βιασμένα βιαστός = βιαστικός βιβλίον = βιβλίο βίδα = βίδα βιδώνω = βιδώνω βιδωτός = βιδωτός βιζανίζω = υπερπληθύνομαι βικέα = οσμή του βίκου βικέντρ(ιν) = ράβδος με άκρη σιδερένια βίκιν = βίκος βικόχορτον = χόρτου του βίκου βιλαγιάτιν = βιλαέτι βιλλίν = το αντρικό μόριο βιντίαγμαν = ζώο που βρίσκεται σε οργασμό βιντολόης = βοϊδόμυγα βίντος = βοϊδόμυγα βιντώ = οργώ προς συνουσία βιόπιστος = φιλάργυρος βιόπον = πρόβατο βίος = βίος βιρβιλίτζιν = μικρά κοσμήματα βιρβιρίτζα = σβούρα βιρβιτήριν = σβούρα βιρβιτίδα = σβούρα βισβιριρίτζα = σβούρα βίτζα = ευθύ, λεπτό και ευλύγιστο κλαδί βιτζέα = χτύπημα με βίτζα βιτζοκοπώ = πληγώνω με μαστίγιο βιτζώνω = φεύγω βιωμένος = πλούσιος βλαβερός = βλαβερός βλάμμα = κήλη βλάντιν = φασολιά βλαστάριν = βλαστάρι βλασταρώνω = αναδίδω βλαστούς βλαστημάρης = βλάσφημος βλαστημέας = βλάσφημος βλαστήμεμαν = βλασφημία βλαστημία = βλασφημία βλαστημώ = βλασφημώ βλάφτω = βλάπτω βλάψιμον = βλάψιμο βλαψίον = βλάψιμο βλεμίριν = λείψανο, νεκρός βλεννοκοίλης = εκείνος που έχει εξογκωμένη κοιλιά όπως η βλέννα βλέννος = βλέννα βλημίδιν = δακτυλιόλιθος βλημίν = δακτυλιόλιθος βληχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων βλινέον = άγκιστρο αλιευτικό με δόλωμα βλίντζι = χόρτο φαγώσιμο βλίντον = βλίτο βλογία = ευλογία βλογώ = ευλογώ βλούξα = φλέμα βλουξιστέρα = αντλία από καλάμι βλουξώ = αποχρέμπτομαι βλοχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων βο = αυγό βοάζω = αντηχώ βοανετός = βοή, θόρυβος βοανίζω = κραυγάζω βοάνισμα = κραυγή βοβάκαν = βρέφος βόβολον = είδος χόρτου βογγήσια = βογγητά βόγγυλο = εκείνος που συνέχεια γογγύζει βογγώ = γογγύζω, στενάζω βόδα = χειροποίητη παντόφλα από ύφασμα βοεβόδας = άρχων βόεμα = βοή, θόρυβος βοετός = βοή, θόρυβος βοή = βοή βοήθεια = βοήθεια βοήθεμαν = βοήθεια βοηθή = βοήθεια βοηθητικός = βοηθητικός βοηθιστής = βοηθός βοηθός = βοηθός βοηθώ = βοηθώ βόθα = είδος δακτυλιολίθου βοθράκα = βάτραχος βοθράκια = τεμάχια πουκαμίσου στο μέρος της μασχάλης βόθυλα = το ινίο του κρανίου βοιάκη = πηδάλιο πλοίου βοιάκιν = πηδάλιο πλοίου βοΐζω = κραυγάζω, φωνάζω βοκολείος = τόπος όπου βόσκουν τα ζώα βολά = εποχή, περίσταση βολάζω = βυθίζω κάτι σε νερό βολανάζω = βελονιάζω βολετινά = κατ’ ευχή, ευστόχως βολετός = κατορθωτός βόλιγμαν = βυθίζω βολιδάζω = βυθίζω βολίζω = βυθίζω βολικά = βολικά βόλιν = εύρημα βόλισμαν = βύθισμα βολιστήριν = εργαλείο των χρυσοχόων βολονέα = κεντιά βολονίδιν = βελόνα με την οποία πλέκουν τα δίχτυα βολονίζω = βελονιάζω βολόνιν = βελόνα ραψίματος βομπάκιν = βαμβάκι βόξιμο = κραυγή βόρα = άνεμος βοράζω = πετάω στον αέρα χωρίζοντας τα σήτα από τα άχυρα βορανί = είδος εδέσματος βόρανον = είδος δέντρου βοράουμαι = σκιάζομαι βορδάλακας = βρικόλακας βορδολότιμος = υπερτιμημένος, ακριβός βορδονάρι = είδος δαμάσκηνου βορέας = βοριάς βορθάκα = βάτραχος βορίζω = αερίζω, δροσίζω βόρισμα = δρόσισμα βοριστέρι = ανεμιστήρας, βεντάλια βορίστρα = ανεμιστήρας, βεντάλια βορκού = νωθρή, τεμπέλα βορκώνω = τεμπελιάζω βορώνω = σβήνω βοσκεθίος = βοσκή, βοσκότοπος βόσκεμαν = νομή, βοσκή βοσκή = βοσκή βόσκιγμαν = βόσκω βοσκίζω = βοσκίζω βοσκίον = νομή βόσκισμαν = βοσκή βοσκιχτά = βοσκώντας βοσκοτόπιν = βοσκότοπος βόσκω = βόσκω βοτανάζω = θεραπεύω με βότανα βοτανάσιμον = θεραπεία με βότανα βοτανίασμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου βοτανίζω = εκριζώνω παράσιτα άγρια χόρτα βοτάνιν = βότανο βοτάνισμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου βότανον = βότανο βοτράχα = βάτραχος βοτρύδιν = τσαμπί σταφυλιού βούβα = σούφρα βουβάλιν = βουβάλι βουβάν(ιν) = κυψέλη βουβανίζω = σκαλίζω, σκάυω βουγανετός = βοή, θόρυβος βουγανίζω = κραυγάζω βουγάνισμα = κραυγή βουδάγγελος = ηλίθιος, χοντροκέφαλος βουδάνος = βόδι βούδας = γεωργός βουδέα = οσμή βοδιού βουδέκο = μικρό βόδι βουδέτα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού βούδιν = βόδι βουδοπέτζιν = δέρμα βοδιού βουδόπον = μικρό βόδι βουδότα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού βουδόφ’λλα = είδος φυτού με πλατιά φύλλα βούζ = βούισμα βουζβούζ = βούισμα βουζβουζίκα = είδος σβούρας βουζβούρα = σβούρα βουζβουστέρα = είδος σβούρας βουζλαεύω = βουίζω βούζουνος = πυώδες εξοίδημα τού δέρματος βουζτιρίκα = σβούρα βουητό = βουητό βούθεια = βοήθεια βούι = επιφώνημα που εκφράζει φόβο, τρόμο βούκα = μπουκιά βουκάχος = ανόητος, μωρός βουκέα = δαγκωματιά βουκεντρέα = χτύπημα με βουκέντρι βουκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο βουκιάζω = δαγκώνω βουκολείον = βοσκότοπος βουκόλος = βοσκός βουκώνω = μπουκώνω βούλα = σήμαντρο βουλάζω = βυθίζω σε νερό βουλγαροπούλλα = κόρη Βουλγάρου βουλή = βούληση βουλίζω = βυθίζω βουλικά = βολικά βουλιούμαι = προτίθεμαι, σκοπώ βουλώνω = σφραγίζω βουλωτός = βουλωμένος βουμπακάς = βαμβάκι βουμπακένος = βαμβακερός βουμπακερός = βαμβακερός βουμπάκι = βαμβάκι βουμπακοπρόσωπος = παχουλοπρόσωπος βουμπακορράμμιν = βαμβακερή κλωστή βούμπουρος = είδος πετούμενου εντόμου που παράγει βοή βουνέα = κόπρανα βοδιού βουνέσιος = βουνήσιος βουνέτες = βουνήσιος βουνίζομαι = φέρομαι ως βουνό βουνός = βουνό βουντάχ(ιν) = φάσκιωμα βουονίζω = βράζω βούρα = χούφτα βουράζω = δράττομαι βουράσιμον = δράττομαι βούρασμαν = δράττομαι βουρβουλίζω = τεμαχιάζω βουρβουρύζω = αφθονώ, βρίθω βουρβουταρίζω = συνωστισμός ζωυφίων βουρβουτίζω = συνωστισμός ζωυφίων βουρδοκεντρέα = ράβδος με την οποία οδηγούν τα μουλάρια βουρδοκεντρέας = οδηγός μουλαριού βουρδουλίζω = μουγκρίζω βουρέα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης βουρίζω = ηχώ, βομβώ βουρίτζα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης βούρκα = βούρκος βουρκανίζω = υβρίζω, απειλώ βουρκεντέα = χτύπημα με βουκέντρι βουρκεντρία = χτύπημα με βουκέντρι βουρκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο βούρκον = βούρκος βουρκωμένος = βουρκωμένος βουρόπον = λίγη ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης βουρουλεύκουμαι = ερωτοχτυπιέμαι βουρούχι = μεγάλος πλήθος βούρτζα = βούρτσα βουρτζίζω = βουρτσίζω βουρτζίζω = ολισθαίνω βουρτζίν = είδος βούρτσας βούρτζισμα = βούρτσισμα βουρτζίτης = είδος μύκητα με σχήμα βούρτσας βούς = βόδι βουταλίζω = βυθίζω σε νερό βουτάν(ιν) = βότανο βουτάχαντον = είδος βατόμουρο βουτζίγομαι = βυθίζομαι βουτζίν = βαρέλι βουτζώνω = βυθίζομαι βούτημα = βουτιά βουτίζω = βουτώ βούτικο = μαλακό, τρυφερό βούτορον = βούτυρο βουτορόπον = βουτυράκι βουτουράπιν = είδος αχλαδιού βουτουράρικον = εκείνος που αποδίδει πολύ γάλα βουτουράς = έμπορος βουτύρου βουτουρέα = οσμή βουτύρου βουτουρένος = βουτυρένιος βουτουρερή = δοχείο βουτύρου βουτουρίτα = είδος φυτού βουτουροβάρελον = βαρέλι βουτύρου βουτουροκόβλακον = ξύλινο δοχείο για βούτυρο βούτουρον = βούτυρο βουτουροτζούκαλον = πήλινο δοχείο βουτύρου βουτουρόχορτον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο για την παραγωγή βουτύρου βουτουρώνω = βουτουρώνω βουτώ = βουτώ βουώ = βυθίζω σε υγρό και λερώνω βόχα = μπόχα, δυσοσμία, βρώμα βόχον = είδος αγριόχορτου βοχώ = βρωμώ βοώ = κραυγάζω, φωνάζω βραβύλιν = άγρια δαμασκηνιά βραβυλίτζα = είδος δαμάσκηνου βράγμαν = βρεγμένο βραδάζω = βραδιάζει βραδανός = βράδυ βραδενέσιος = βραδινός βραδενός = βραδινός βραδένω = βραδιάζει βραδεσινέσιν = το βραδινό βραδεσινός = βραδινός βραδέσιος = βραδινός βραδή = βράδυ βραδινάζω = βραδιάζει βραδινέσιν = βραδινό βραδινός = βραδινός βραδινός = βραδύς στις κινήσεις βραδούτζικο = η εσπέρα βράδυ = βράδυ βραδύγλωσσος = βραδύγλωσσος βραδυμέρι = βράδυ βραδύνω = βραδιάζει βραδυσινός = βραδινός βραζούδι = εν βρασμό οίνος βράζω = βράζω βρακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος βρακίν = σώβρακο, βρακί βρακοζωνάζω = περνώ ζώνη στο σώβρακο βρακοζωναστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνάστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζώνιν = ζώνη του βακιού βρακοζωνιστέρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνιστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνίστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνοσύρτες = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνοτέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοθελέα = θηλιά του βρακιού βρακόλακας = βρικόλακας βράκωμα = πανί βρέφους χρησιμοποιούμενο ως βρακί βρακώνω = ντύνω με βρακί βράσα = ευλογιά βρασάρης = βλογιοκομμένος βρασάσκουμαι = προσβάλλομαι από ευλογιά βρασέας = βλογιοκομμένος βράση = βρασμός βράσιμον = βράσιμο βρασίος = βρασμός βράσμαν = βρασμός βρασμός = βρασμός βρασοκομματάουμαι = αποκτώ στο πρόσωπο ουλές εξανθημάτων ευλογιάς βρασοκομματάρης = βλογιοκομμένος βρασοκομμένος = βλογιοκομμένος βραστάριν = πρόχειρο φαγητό από θρύμματα άρτου βραστή = φαγητό παρασκευασμένο με ποικίλα υλικά βραστόπον = λίγη ποσότητα «βραστής» βραστοχόρταρα = χόρτα κατάλληλα για «βραστή» βράσωμαν = ο πάσχων από ευλογιά βρασώνω = μεταδίδω την ευλογιά βρατέρα = δειλινό βρατερίζω = κλίνω προς τη δύση βραχάλιν = βραχιόλι βραχαλίτζα = το φυτό αιγόκλημα βράχαλο = φυτό της οικογένειας των πτεριδοειδών βραχαλώνω = περνώ βραχιόλι στο χέρι βραχιαλού = είδος αχλαδιού βραχιόνι = βραχίονας βραχνία = βραχνία βραχνίτα = είδος χόρτου φαγώσιμου βραχνίτζα = είδος χόρτου φαγώσιμου βραχόλιν = βραχιόλι βραχόνα = βραχίονας βρέξιμον = βρέξιμο βρεξίον = βροχή βρέφος = βρέφος βρεφούλλιν = βρέφος βρεχανίζω = βρέχω βρεχή = βροχή βρεχίον = βρέξιμο βρεχίτα = είδος παπαρούνας που ανθίζει μετά τη βροχή βρέχω = βρέχω βρί = μόριο που δηλώνει χαμηλή και συνεχής ομιλία βρίδες = ψητά κάστανα βρίζω = βρίζω βρίκα = φλύαρος βρισία = βρισιά βρίσκω = βρίσκω βριστής = υβριστής βροθάκα = βάτραχος βροθάκιν = βάτραχος βροθακίτζα = βατραχάκι Βροθακιτζής = όνομα ήρωα παραμυθιού που μεταμορφώνεται σε βάτραχο βροθακίτζος = βατραχάκι βροθακοζώμιν = νερό όπου διατρέφονται βάτραχοι βροθακόπον = βατραχάκι βροθακοπούλλιν = νεογνό βατράχου βροκολακιάζω = βρικολακιάζω βρόλος = δυσοσμία αποσύνθεσης βρόντεμαν = βροντή βροντή = βροντή βροντήσι = είδος μύκητα ο οποίος φυτρώνει κατόπιν βροντής βροντινός = βρόντος βρόντος = βρόντος βροντώ = βροντώ βρορακολίμνιν = λιμνάζοντα νερά με βατράχους βροτύδι = τσαμπί βροτύλιν = τσαμπί βροτύρι = τσαμπί βρούδα = λειχήνες που αναπτύσσονται στα υγρά κεραμίδια βρούλα = σβούρα βρούλα = φλόγα βρουλακίζω = φλέγομαι βρουλάκιμον = ισχυρές φλόγες βρουλάκισμαν = ισχυρές φλόγες βρουλίζω = φλέγομαι βρουλίζω = απογυμνώνω βρούτζι = αποξηραμένα φρούτα βρούχνα = μούχλα βρουχνάζω = μουχλιάζω βρουχνάρης = μουχλιαμένος βρουχνέα = οσμή μούχλας βρούχνος = μούχλα βροχάτος = βροχερός βροχερός = βροχερός βροχή = βροχή βροχόνερον = βροχόνερο βροχόπον = βροχούλα βροχοτόπιν = βροχότοπος βροχώνω = συρρέω βροχηδόν βρύμαν = περιουσία βρύον = φυτό βρύο βρυχειλάρης = εκείνος που έχει παχιά χείλη βρυχείλη = χείλη βρυχείλης = εκείνος που έχει παχιά χείλη βρώμα = βρώμα βρωμάρης = δυσώδης βρωμέας = βρωμιάρης βρώμεμαν = δυσοσμία βρωμίτζα = χόρτο δύσοσμο βρώμος = δυσωδία βρωμούσα = βρωμούσα βρωμοχόρταρον = κώνειο βρωμώ = βρωμώ βρώση = τροφή με ευχάριστη γεύση βύζαγμαν = θήλασμα βυζαλαχτούρα = τροφός βυζαλίζω = θηλάζω βυζαλιστέριν = βρέφος που θηλάζει βυζαλίστρα = τροφός βυζαλιχτούριν = βρέφος που θηλάζει βυζανίσκω = θηλάζω βυζάνω = βυζάνω βυζάξιμον = θηλασμός βυζαστέριν = βρέφος που θηλάζει βυζάστρα = θηλάζουσα γυναίκα βυζερόν = βρέφος που θηλάζει βυζιλίστρα = τροφός βυζιλιτσάρα = γυναίκα γαλουχούσα βυζίν = βυζί βυζορρώγιν = θηλή του μαστού προβάτου βυθίσκομαι = πέφτω σε λήθαργο βύθος = λήθαργος βύσνα = βυσσινιά βυσνοζώμιν = βυσσινάδα βυτίνα = μεγάλο πιθάρι βώκος = ανόητος, μωρός βωλάριν = βώλος βώλιν = βώλος χώματος βωλοκοπώ = θραύω τους βώλους βώτα = αυτί Γγαβά = καφές γαβάθα = γαβάθα γαβάλιν = αυλός, φλογέρα γαβάνα = δοχείο ξύλινο προς διατήρηση βουτύρου γαβανέα = ποσότητα όση χωράει η γαβάνα γαβανεά = χτύπημα δια της γαβάνας γαβανοκέφαλος = εκείνος που έχει κεφάλι σαν τη γαβάνα γαβανούμαι = κυρτώνομαι γαβατζής = καφεπώλης γαβάχιν = λεύκη γαβούζιν = κρανίο γαβουνάπιν = αχλάδι με γεύση πεπονιού γαβούνιν = πεπόνι γάβουνος = τυφλοπόντικας γαβουρεύω = καβουρδίζω γαβράνα = κυψέλη μελισσών γαβράνιν = κυψέλη μελισσών γαβρανοκέφαλος = χοντροκέφαλος Γαβρεήλης = Γαβριήλ γαβρίν = πολύ ξηρό γαγάτζι = φασόλι γαγγαλιάζω = γαργαλίζω γαγγαλίζω = γαργαλίζω γαγγαλώ = γαργαλώ γαγγάμιν = είδος αλιευτικού δικτύου για αλιεία οστράκων γάγγλα = γαργάλισμα γαγγλάζω = γαργαλιέμαι γαγγλάζω = παθαίνω εξάρθρωση γαγγλιάζω = γαργαλίζω γάγγρα = παραλυσία γαγγρίν = κρέας άπαχο και ισχνό γαγγρός = παράλυτος γαγγρώ = ισχναίνομαι γάγγρωμαν = παράλυση γαγγρώνω = παραλύω γαγγυλάζω = γαργαλίζω γαγιά = εξάρτημα γυναικείας ενδυμασίας γαγκάζω = κλαίω γοερώς γαγκανίζω = κλαίω γοερώς γαγκλάζω = κραυγάζω γάγκλασμαν = κραυγή γάγλε = βραδέως, ησύχως γαζάλα = το πέσιμο των φύλλων το φθινόπωρο γαζανεύω = αποκτώ χρήματα γάζγανον = το πολύ ξερό πράγμα γαζίλιν = τρίχα της γίδας γαθός = αγαθός γαιβάσα = σιγά γαιδαρίτζα = γάιδαρος γαιδαρίτζης = γάιδαρος γάιδαρος = γάιδαρος γαιδουρακός = γαϊδουρινός γαιδουράπιν = είδος μεγάλου αχλαδιού γαιδουράς = ονηλάτης γαιδουράχαντον = γαϊδουράγκαθο γαιδουρέα = οσμή γαϊδουριού γαιδουρέσιος = γαϊδουρινός γαιδουρεύω = φέρομαι σαν αγροίκος και βάναυσος γαιδουριάρης = ονηλάτης γαιδούριν = γάιδαρος γαιδουρίτα = γαϊδουράγκαθο γαιδουρίτζος = γάιδαρος γαιδουρίτικα = γαϊδουρινά γαιδουροκέφαλος = γαϊδουροκέφαλος γαιδουρόμηλον = είδος μήλου μεγάλου μεγέθους γαιδουρομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με γάιδαρο γαιδουροπούλλιν = νεογνό γαϊδάρου γαιδουρόπ’λλον = γάιδαρος γαιδουροσύνα = γαϊδουροσύνη γαιδουρότε = γαϊδουροσύνη γαιδουροφόρτιν = φορτίο γαϊδουριού γαιδουρόχτιστος = πλασμένος ως γαϊδούρι γαΐζω = κλαυθμυρίζω γαϊλα = καρακάξα γαιλάκριν = ακρογιαλιά, παραλία γαιλόνιν = πλοίο γαίμα = αίμα γαιμάχ(ιν) = καϊμάκι γάισμαν = κραυγή γαιτάνιν = λεπτό σχοινοειδές πλέγμα από μετάξι που χρησιμοποιείται για διακόσμηση ενδυμάτων γαιτανλάεμαν = κοσμώ με γαϊτάνι γαιτανλαεύω = κοσμώ με γαϊτάνι γαιτανλής = ο κοσμημένος γαϊτάνι γαιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι γαιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι γαΐχιν = καΐκι γαϊχώνω = λυγίζω γάλα = γάλα γαλαζανίν = ακατάστατο σπίτι γαλαθέας = γαλαθηνός γαλαθηνός = γαλαθηνός γαλανός = γαλανός γαλαπαλούχ(ιν) = πλήθος πραγμάτων περιττά γαλαπότιν = γαλαθηνός γαλάρικον = εκείνος που παρέχει πολύ γάλα γαλαστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται τα δοχεία γάλακτος γαλαταρία = γαλακτοφόρος γαλατάς = γαλατάς γαλατέα = οσμή γάλακτος γαλατένος = γαλατένος γαλατερός = γαλατερός γαλατεύω = παράγω γάλα γαλάτικο = παρασκευασμένο από γάλα γαλατικόν = προϊόν γάλακτος γαλατίτα = είδος αγριόχορτου γαλατίτζα = γαλακτώδης καρπός αραβοσίτου γαλατίτζα = γαλατάκι γαλατοζώμιν = ζωμός γάλακτος γαλατόθρεφτος = ο θρεμμένος με γάλα γαλατοκάρσανον = μεγάλο πινάκιο για γάλα γαλατοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα γαλατομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα γαλατόπον = λίγο γάλα γαλατοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα γαλατούδα = είδος αγριόχορτου γαλατούσα = νωπός και γαλακτώδης καρπός του αραβοσίτου γαλατούτζα = είδος αγριόχορτου γαλατοφάει = ρυζόγαλο γαλατοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα γαλάτωμαν = καρύκευμα με γάλα γαλατώνω = καρυκεύω με γάλα γαλαφόρος = λευκή σαν το γάλα γαλαχτίνα = είδος εδωδίμου μύκητα γαλαχτίτα = είδος αγριόχορτου γαλαχτώνω = αλείφομαι, ρυπαίνομαι με γάλα γαλγανίζω = φλέγω, καίω γαλέα = οσμή γάλακτος γαλέα = είδος ψαριού γαλενά = ήσυχα, ήρεμα γαλένεμαν = καταπράϋνση, γαλήνη γαλενεύω = γαληνεύω γαλενίζω = γαληνεύω γαλένιος = γαλήνιος γαλένισμαν = γαλήνια γαλενός = γαλήνιος γαλέντζα = ξύλινο πέδιλο γαλέχουλεν = χλιαρό γαλεχουλένω = θερμαίνω λίγο γάλη = βραδέως γαλήνεμαν = γαληνεύω γαλήνετος = γαλήνιος γαληνεύω = γαληνεύω γαλήνη = γαλήνη γαληνίζω = είμαι γαλήνιος, ήσυχος γαληνισία = πλήρης νηνεμία γαλιόνιν = πλοίο γαλίπ(ιν) = καλούπι γαλίτα = είδος αγριόχορτου γαλίτζι = σιγανό, ήρεμο γαλίτζια = σιγά, ήρεμα γαλίψιμο = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού γαλοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα γαλόπον = λίγο γάλα γαλοπότικον = γαλαθηνός γαλοσίλ(ιν) = σούπα παρασκευασμένη με γάλα γαλοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα γαλοστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται δοχεία με γάλα γαλοφάει = ρυζόγαλο γαλοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα γαλόχοντρος = είδος ρυζόγαλου γαλόψωμον = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού γαλπάχ(ιν) = σκούφια γαλτουρούμ(ιν) = λιθόστρωτος δρόμος γάμα = ξίφος, σπαθί γαμάδιν = γωνία γαμαρίζω = λερώνω γαμέας = λάγνος γαμμαδέα = ποσότητα όση χωράει μια γωνία γαμοκέριν = κερί που στέλνουν ως πρόσκληση για γάμο γαμοκύρης = ο πρωτοστάτης του γάμου πατέρας γάμος = γάμος γαμοστόλος = γαμήλια πομπή γαμοφόρος = καλεσμένος του γάμου γαμπρακά = γαμπριάτικα γαμπρέσα = γαμπριάτικα γαμπριάτικα = γαμπριάτικα γαμπροκάλεσμα = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο γαμπροκούριν = το κούτσουρο που πρέπει να σπάσει ο γαμπρός για δείξει ότι είναι ικανός ν’ αναλάβει τα έξοδα της οικογένειας γαμπρολάλεμαν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο γαμπρολάλιν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο γαμπρός = γαμπρός γαμπροσκάμνιν = το κάθισμα όπου κάθεται ο γαμπρός για το ξύρισμα γαμπροστόλισμαν = ενδεδυμένος γαμπρός γαμπρουλάκης = γαμπρός γαμπροχώριν = χωριό όπου έχει εγκατεστημένους πολλούς γαμπρούς γαμψέα = χτύπημα με μαστίγιο γαμψίν = μαστίγιο γαμώ = νυμφεύομαι γαναβράζω = αισθάνομαι κούραση, μουδιάζω γαναράς = χάσμα γης γανάτ(ιν) = φτερούγα γανατώνω = δένω βιβλίο γαναχτέας = αγαναχτισμένος γανάχτεμαν = αγανάκτηση γαναχτία = αγανάκτηση γαναχτώ = αγανακτώ γανεύω = καταλαβαίνω γανίδι = άνθρωπος κατάμαυρος γανίλα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη γαντάρ(ιν) = μονάδα βάρους γανταρά = μεγάλος γωνιαίος λίθος γαντζώνω = γαντζώνω γαντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω γαντουρεύω = πείθω γάνωμα = κασσιτέρωμα σκεύους γανώνα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη γανώνω = κασσιτερώνω γανώνω = διψώ πολύ γαπαράμα = γάλος γαπαρεύω = εξογκώνομαι, φουσκώνω γαπάχ(ιν) = καπάκι γαπαχώνω = καπακώνω γαραγλίδιν = εξόγκωμα γαραλαΐα = ισχυρή κραυγή γαραλαΐζω = κραυγάζω γοερά γαραλάισμα = ισχυρή κραυγή γαραμάτα = δημόσιοι φόροι γαραμψέα = οσμή μαϊντανού γάραμψον = μαϊντανός γαραμψόσπορον = σπόρος μαϊντανού γαραρεμός = λαιμαργία γαραφίλ(ιν) = γαρίφαλο γαργαλάκ(ιν) = ξυλαράκι γαργαλίδα = εξόγκωμα γαργαλιδάζω = βγάζω εξόγκωμα γαργαλιδάριν = εκείνος που έχει εξογκώματα γαργαλιδάσιμον = βγάζω εξόγκωμα γαργαλιδέας = εκείνος που έχει πολλά εξογκώματα γαργαλιδομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια γαργαλίζω = γαργαλίζω γαργαλομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια γάργαλος = διογκωμένος γαργαλώνω = διεστραμμένοι οφθαλμοί γαργασέας = ταραξίας γαργασεύω = θορυβώ γαρδαλεύω = ψάχνω, ερευνώ γαρδελάζω = αποκτώ πολλά παιδιά γαρδέλιν = γεράκι γαρδίλης = εκείνος που έχει μεγάλους οφθαλμούς γαρδίλιν = οφθαλμοί σαν διεστραμμένοι γαρδιλομμάτης = εκείνος που έχει γουρλωτούς οφθαλμούς γαρδιλώνω = γουρλώνω γαρέζης = εχθρός γαρή = γυναίκα γαρίζω = ξεφωνίζω γαρίπ(η)ς = αλλοδαπός γαρίπ(ι)κον = έρημο γαριπία = κατάσταση του ξένου γαρκόν = αρκούδα γαρματζάς = χονδροειδής, χοντροκαμωμένος γάρος = άχρηστος ζωμός μετά το έκκριμα των ελαιών στο ελαιοτριβείο γαρπούζι = καρπούζι γαρσού = απέναντι γάρτ(ιν) = λαχανικό του οποίου παρήλθε η εποχή γάρτζα = άγκιστρο γάρτζου-γούρτζου = με λαρυγγισμούς γαρτζουφουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής γαρτύνω = λαχανικό που αποβάλλει την νωπότητα, τραχύνομαι, σκληραίνομαι γαρφουλίζω = γρατζουνίζω γάστρενο = πήλινο σκεύος πλατύστομο γαστρίν = γλάστρα γάστριν = ζώο που εγκυμονεί γαστρώνω = γκαστρώνω γατεμλίν = καλορίζικο γατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω γατζανία = διάρροια γατής = τούρκος ιεροδίκης γάτιν = όροφος οικοδομής γατιρτζηλούκ(ιν) = επάγγελμα αγωγιάτη γατιρτζής = αγωγιάτης γατράν(ιν) = πισσάσφαλτος γατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο γβαίνω = βγαίνω γβάλλω = βγάζω γδέρω = γδέρνω γδύζω = γδύνω γεία = υγεία γεικάζω = εικάζω γείταινος = ο τάδε γειτονακός = γειτονικός γείτονας = γείτονας γειτόνεμαν = γειτονικές σχέσεις γειτονεύω = γειτονεύω γειτονία = γειτονιά γειτονικός = γειτονικός γειτονίτζα = μικρή γειτονιά γειτονοπούλλιν = γειτονόπουλο γείτος = ο τάδε γέλαγμαν = γέλασμα γελάζω = απατώ γέλασμα = γέλασμα γελαστέας = γελαστός γελαστηρούδι = σκώπτης γελαστός = γελαστός γελάτεια = πράγμα άξιο γέλιου γελαχτέας = δόλιος, απατεώνας γελέφιν = πέτρινη γούρνα βρύσης γελεφόνερον = νερό πέτρινης γούρνας γελίος = γέλιο γελκιάνιν = ιστίο γελοκλαινίζω = κάνω κάποιον να γελά και να κλαίει συγχρόνως γέλος = γέλιο γελουσία = πράγμα άξιο γέλιου γελύσι = λάσπη γελώ = γελώ γεματίζω = γευματίζω γεμάτος = γεμάτος γεμενία = υπόδημα ανδρικό από κατσικόδερμα γεμενιτζής = υποδηματοποιός "γεμενίων" γεμίζω = γεμίζω γεμίσα = οπωρικά, φρούτα γέμος = γέμισμα γεμουρόμηλον = μήλο «γέμουρας» γεμώνω = γεμίζω γέμωστρον = αντλία γένα = γένια γενάδα = γενειάδα γεναμώνω = ωριμάζον καρπός γενάτες = εκείνος που έχει γένια γενεά = γενιά γενεάδοι = συγγενείς γένειν = γένια γενετή = γέννηση γενικά = γενικά γενίτσαρος = γενίτσαρος γέννα = γέννα γέννεμαν = γέννημα γεννεμασία = γέννημα γεννεπλασέα = γέννηση γεννέτρα = γυναίκα που γεννά παιδιά γέννημαν = τέκνο γεννημασία = γέννημα γεννητά = καταγωγή γεννοπλάσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι γεννούλιν = ζώο που γέννησε ή που πρόκειται να γεννήσει γεννουλομάλλιν = μαλλί προβάτου που έχει γεννήσει γεννούρι = πυώδες εξοίδημα του δέρματος γεννοχτίσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι γεννώ = γεννώ γένος = γένος γερά = πληγή, τραύμα γεραδέας = γεμάτος πληγές γέρακας = γέρακας γεράκιν = γεράκι γερακίτης = είδος εδωδίμου μύκητα γερακοπλούμιστος = ποικιλόχρωμης γερακοπούλλιν = νεογνό γερακιού γεραλαεύκουμαι = πληγώνομαι, τραυματίζομαι γεραλής = πληγωμένος γέραμαν = γήρας γερανέον = γαλάζιος γερανίζω = αποκτώ χρώμα γαλάζιο γερανίν = κυανόχρωμος, γαλάζιος γερανίν = πτηνό γερανός γερανός = πτηνό γερανός γερανόφορος = εκείνος που φοράει ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα γερανοφορώ = φορώ ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα γερανώνω = θαμπώνω γέρασαμαν = γήρας γερατεία = γεροντική ηλικία γεργάνιν = πάπλωμα γερίζω = εμπαίζω γερίν = διαμέρισμα μάνδρας όπου μένουν τα μικρά ζώα γεριντίζω = σιχαίνομαι γερίτζικος = γεροντάκι γερίτζος = γεροντάκι γεροντακός = γεροντικός γεροντάρης = γηραλέος γεροντάς = γέροντας γεροντίζω = γερνώ γεροντικά = γεροντικά γεροντικός = γεροντικός γεροντίτζης = γέροντας γεροντοκόριτζον = γεροντοκόρη γεροντοπάλαλος = γέροντας παλαβός γεροντωτός = σχεδόν γέρος γεροπαλαλός = γέροντας παλαβός γεροπαλαλώνω = τρελαίνομαι στα γεράματα γεροπόρνος = γέρος ακόλαστος γερός = γερός γεροταφίζω = γηροκομώ γέροντα μέχρι θανάτου γερουσία = γήρας γερώ = γερνώ γερωσύνα = γεροντική ηλικία γερωτός = σχεδόν γέρος γεσαλίν = καλοθρεμμένος, ευτραφής γετίμιν = ορφανό παιδί γέφυρα = γέφυρα γεφυράζω = γεφυρώνω γεφύριν = γεφύρι γεφυροκόλιν = σκέλος γέφυρας γεφυροπόδιν = σκέλος γέφυρας γεφυροσκάλιν = σκάλα γέφυρας γεφυροσκούλιν = σκέλος γέφυρας γεφυρώνω = γεφυρώνω γεφυρώτα = γέφυρα γη = γη γηραλέος = γηραλέος γήτεμα = απάτη, φενακισμός γητεύω = γητεύω, μαγεύω για = για για = χάριν τινός γιαβάνιν = χωρίς βούτυρο γιαβανωτός = φαγητό με λίγα καρυκεύματα γιαβέρης = γιαβέρης γιαβρίν = χαϊδευτικά το μικρό παιδί γιαγιάνης = πεζός γιάγιας = ο μεγαλύτερος αδελφός σε σχέση προς τον μικρότερο γιαγλαεύω = επαλείφω με λίπος γιαγλίν = πολύ βουτυρωμένος γιάγλος = πάχος, λίπος γιαγλοφτέριν = είδος φτέρης υδροχαρούς γιαγλώνω = λερώνω με λίπος γιαγμά = λεηλασία γιαγούζιν = εκείνος που έχει μαύρο χρώμα γιαζιλαεύω = εξομαλίζω γιαζίν = πεδιάδα γιαζμά = πολύχρωμος ανδρικός κεφαλόδεσμος γιακά = γιακάς γιακούνιν = πυρκαγιά Γιακώφης = όνομα πατριάρχου της Γραφής Ιακώβ γιαλάκιν = δοχείο για τροφή σκύλου γιαλακώνω = κοιλαίνομαι γιαλέα = πήλινο τρυβλίο γεννώμενο με γυάλινη ουσία γιαλένος = γυάλινος γιαλίζω = γυαλίζω γιαλίν = γυαλί γιαλιστερός = γυαλιστερός γιαλοκόμματος = κομμάτι γυαλιού γιαλός = γιαλός γιαλοτόπιν = τόπος γιαλού γιαλόχειλον = αγκρογιαλιά γιαλώνω = γυαλίζω γιαμό = παιδιά σφαιροβολίας γιάμ’ = άραγε, μήπως γιανά = για να γιανεμός = θεραπεία γιανέσκω = γιάνω γιανίζω = παρεκκλίνω πλευρίζοντας γιανίκαρας = έλκος στομαχιού γιάνιν = πλάι, πλευρά γιαπίν = κτήριο, οικοδομή γιαρά = γερά γιαραεύω = χρησιμεύω γιαραμάζης = άχρηστος γιαρένος = φίλος, έτερος γιαριμπώνω = κοιτώ με βλέμμα απλανές γιάριν = αγαπητό πρόσωπο γιάρτι = προ ολίγου γιαρτίμιν = βοήθεια γιασεμίν = γιασεμί γιασίριν = αιχμάλωτος πολέμου γιασλανεύω = εξαπλώνω γιατί = γιατί γιατρεία = γιατρειά, θεραπεία γιάτρεμα(ν) = θεραπεύω γιατρεμονή = γιατρειά, θεραπεία γιατρεύω = γιατρεύω γιατρικόν = φάρμακο γιατρός = γιατρός γιατροσύνη = ιατρικό επάγγελμα γιαχνίν = αχνισμένο φαΐ γίγαντος = γίγαντας γιλτουρούμιν = κεραυνός γιλώπιν = ζιζάνιο των σιτηρών γίνα = τρίχα αλόγου γινέσκομαι = γίνομαι γίνομαι = γίνομαι γιοζόμαλλο = μαλλί δεύτερης κουράς γιόκας = γιόκας γιολαεύω = προπέμπω, κατευοδώνω γιολονίτζα = γλωσσού γιολτζής = διαβάτης γιόμα = κάλος με τον οποίο σύρουν τα πλοία στην παραλία γιονίζω = αποκτώ γιό γιόξα = ή γιοργάνιν = πάπλωμα γιοργανόπον = παπλωματάκι γιορτάζω = γιορτάζω γιορτή = γιορτή γιορτολόγια = η παραμονή των νηστειών και ιδίως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής γιοσμαλίκιν = κομψή περιβολή άντρα γιοσμάς = νέος κομψά ντυμένος γιουγούδας = δόλιος, πανούργος γιούδουλον = είδωλο γιούδωλον = είδωλο γιούκιν = στρωμοθήκη γιουκλούκιν = στρωμοθήκη γιουλού = αράχνη γιούρου = γύρω γιούρτιν = πλευρά βουνού κατάλληλη ως βοσκότοπος γιουτουρεύω = με λόγο παρουσιάζω κάτι σαν αληθοφανές γιουτουρμά = λόγος πλαστός προς αληθοφάνεια γιόχσα = ή γιρζεύω = εκχερσώνω έδαφος γλαγγάζω = υφίσταμαι εξάρθρωση γλαδεύω = βγάζω λάδι από ελιές γλάζω = ολισθαίνω, γλιστρώ γλαθάζω = καθαρίζω αυλάκι προς διοχέτευση ύδατος γλαξία = μέρος ολισθηρό γλάξιμον = ολισθαίνω, γλιστρώ γλάριν = σάπιος γλάρος = γλάρος γλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα γλαστέριν = μέρος ολισθηρό γλαστερόν = μέρος ολισθηρό γλαστήρα = μέρος ολισθηρό γλάστρα = πέτρα ολισθηρή γλεγιώνω = σαπίζω γλείφω = γλείφω γλενός = λιγνός γλεπέτζος = φαλακρός γλεπίζω = ξεφλουδίζω γλέπιν = φλούδα γλερίν = σκελίδα γλευτήρι = τόπος ολισθηρός γλεύω = γλιστρώ, ολισθαίνω γλεώνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω γλιντερίδι = λεπτό πράγμα γλίντζης = λεπτός γλίτζα = δοχείο υπερπληρωμένο γλοίασμα = ολίσθηση γλόνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω γλουπάδα = καρύδι ώριμο του οποίου αφαιρείται εύκολα το πράσινο εξωτερικό φλούδι γλουπαδίζω = ξεφλουδίζω γλουπέκιν = ξεφλουδισμένο γλουπέτζιν = ξεφλουδισμένο γλουπέτζος = φαλακρός γλουπίζω = ξεφλουδίζω γλουπιστός = ξεφλουδισμένος γλουφίδιν = γλύφανο γλουφιτζώνω = βαθουλώνω γλουφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο γλουφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα γλουφωτός = βαθουλωτός γλοφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο γλοφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα γλοφώτιν = βαθουλωτός γλοφωτός = βαθουλωτός γλυκά = γλυκά γλύκα = γλύκα γλυκάδα = γλυκάδα γλυκάδιν = γλύκισμα γλυκαίνω = γλυκαίνω γλυκάνισον = γλυκάνισο γλυκάντζα = εξάνθημα κεφαλής γλυκάντζιν = πολύ γλυκό γλυκάπιδον = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό γλυκάπιν = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό γλύκαση = γλυκάδα γλυκασία = γλυκύτητα γλύκασμαν = γλύκισμα γλυκέα = εξάνθημα κεφαλής γλυκήτρα = εξάνθημα κεφαλής γλυκιάζω = γλυκαίνω γλυκίζω = γλυκίζω γλυκιστικά = γλυκά γλυκόγαλαν = γλυκό γάλα γλυκογελώ = αρχίζω να γελώ γλυκόγλωσσος = γλυκομίλητος γλυκοζώμιν = ποτό ζαχαρούχο γλυκοκάλαμον = κανέλα γλυκοκαλάτζευτος = γλυκομίλητος γλυκοκελαηδώ = κελαηδώ γλυκά, μελωδικά γλυκοκοιμούμαι = γλυκοκοιμάμαι γλυκοκολόγκυθον = είδος κολοκυθιού με γλυκιά γεύση γλυκόλαλος = γλυκομίλητος γλυκολαλώ = γλυκομιλώ γλυκόλογος = γλυκομίλητος γλυκομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα γλυκόμηλον = είδος μήλου με γλυκιά γεύση γλυκόποτον = ποτό με γλυκιά γεύση γλυκόστομος = ευπροσήγορος, μειλίχιος γλυκοσύντζαιμαν = μειλιχιότης λόγου γλυκοσυντυχαίνω = γλυκομιλώ γλυκοσυντύχαιτος = γλυκομίλητος γλυκοσύντυχος = γλυκομίλητος γλυκοτέρεμαν = βλέμμα ερωτικό γλυκοτερώ = γλυκοκοιτάζω γλυκοχάντζα = βελτίωση του καιρού μετά από κακοκαιρία γλυκοχαράζει = γλυκοχαράζει γλυκοχυντυχία = ευπροσηγορία γλυκύνω = γλυκαίνω γλυκύς = γλυκός γλυκωτός = υπόγλυκος γλύμαν = υπόλειμμα σαπουνιού μετά τη χρήση γλυμίζω = διαλύω με τριβή γλύνω = διαλύω με τριβή γλύσιμον = διάλυση με τριβή γλυστόν = συντεθλιμμένο, συντετριμμένο γλύστρα = τρίφτης γλυτσήτρα = εξάνθημα κεφαλής γλύτωμα = λύτρωση, σωτηρία γλυτωμονή = απαλλαγή, σωτηρία γλυτωμός = γλυτωμός, απαλλαγή γλυτώνω = γλυτώνω γλυφίδα = γλυφίδα, σμίλη γλυφιδάς = αυτός που κατασκευάζει γλυφίδες γλυφίδιν = γλυφίδα γλυφιδίτζα = γυναίκα λεπτοφυής γλυφιδοπρόσωπος = λεπτός στο πρόσωπος γλυφιδού = γυναίκα σκελετώδης γλυφιδώνω = γίνομαι κάτισχνος γλυφού = εκείνη που γλύφει γλύφτρος = λαίμαργος γλύφω = γλύφω γλυφώνω = κοιλαίνω δια σκαφής γλύψιμον = γλείψιμο γλωθάκα = σιδερένιο όργανο γλώσσα = γλώσσα γλωσσάκα = ψάρι γλώσσα γλωσσάρης = φλύαρος γλωσσάτες = φλύαρος γλωσσέας = φλύαρος γλωσσεύω = φλυαρώ, αντιλέγω γλωσσίτα = γλώσσα γλωσσίτζα = γλωσσίτσα γλωσσοπονίος = πόνος γλώσσας γλωσσοφαγία = γλωσσοφαγιά γλωσσοφαγώ = γλωσσοφάω γναφίν = γνάθος γνέθω = γνέθω γνεύω = γνέφω γνέφα = γρήγορα γνεφίζω = ξυπνώ, ξεμεθώ γνεφός = νηφάλιος, ξύπνιος γνέφω = γνέφω γνώθω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι γνωματίζω = αποφαίνομαι γνώμη = γνώμη γνωμιάρης = ισχυρογνώμων γνωμιώ = αποκτώ ίδια γνώμη γνωρίζω = γνωρίζω γνωριμάζω = γνωρίζω, αναγνωρίζομαι γνωριμία = γνωριμία γνώριμος = γνώριμος γνωρισκεύκουμαι = αναγνωρίζομαι γνώρισμαν = γνώρισμα γνωριστός = γνωστός γνώση = γνώση γνώσκω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι γνωστεύω = γίνομαι γνωστικός γνωστικά = με σύνεση γνωστικεύω = γίνομαι γνωστικός γνωστικός = γνωστικός γογάς = πηγάδι γογγύζω = βογκίζω, στενάζω γόγγυλας = είδος λάχανου γογγυλομάτης = γουρλομάτης γόγγυλον = είδος λάχανου γογγυλώνω = γουρλώνω γογγυσμός = βογκητό, στεναγμός γογγυστά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται γογγυχτά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται γοιέκη = πηδάλιο πλοίου γοιέκιν = πηδάλιο πλοίου γολάγια = εύκολα γολαγούης = οδηγός γολάι = εύκολο γολγονάζω = βάζω κουδούνι στο λαιμό του ζώου γολγονίζω = κουνώ του κουδούνι στο λαιμό του ζώου γολγόνιν = κωδωνίσκος μοσχαριών γολιμώ = πεινώ πολύ γολοβομμάτης = γουρλομάτης γολόθιν = μικρό ψωμάκι γολτούκ(ιν) = μασχάλη γολτουραεύω = γουργουρίζω γολτούχ(ιν) = μασχάλη γομαράζω = ετοιμάζω φορτίο ζώου γομάριν = φορτίο ζώου γομάτα = γεμάτα γομάτος = γεμάτος γόμος = φορτίο γόμωμα = γέμισμα γομώνω = γεμίζω γομωτής = εκείνος που γεμίζει γονάκ(ιν) = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο γονακά = οικογένεια γονατίζω = γονατίζω γονατιστά = γονατιστά γονατιστός = γονατιστός γονατίτζα = δέσμη, αγκαλίδα γονατίτζιν = γόνατο γονατοκλισία = γονυκλισία γόνατον = γόνατο γονάχιν = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο γονέος = γονιός γονεύω = στάση αναπαύσεως ή διανυκτέρευσης γονικά = γεννήτορες, γονείς γονικία = γεννήτορες, γονείς γονοκόπουμαι = μου κόβονται τα γόνατα γονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ γοντάχιν = φασκιωμένο βρέφος γονταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος γοντζάζω = παγώνω γοντζεύω = φτωχαίνω γοργά = ταχέως γοργολέτζα = πλήθος μικρών παιδιών γοργόρ(ιν) = κωδωνίσκος μοσχαριών γοργορίζω = γουργουρίζω γοργός = γρήγορος γορδίλ(ιν) = εκείνος που γουρλώνει τα μάτια γορδίλης = γουρλομάτης γορδιλομμάτης = γουρλομάτης γορδιλώνω = γουρλώνω τα μάτια γοροσάτες = πλούσιος γορόσιν = γρόσι γοσά = το περιεχόμενο των δύο χεριών συνενωμένων γοσγονίζω = κλέβω κρύβοντας στο θυλάκιο ή στη ζώνη γοσί = χοντρό σκοινί, κάλος γοστουρεύω = δίνω φόρα στο άλογο γοτζαμάνος = γέρων, σύζυγος γότζιν = φτέρνα γούβα = γούβα γουβαθάζω = βαθύνομαι γούβαθος = πολύ βαθύς γουβάλιν = βουβάλι γουβάνιν = κυψέλη μελισσών γουβέτιν = ισχύς, ρώμη γουβίζω = ρίχνω κάποιον μπρούμυτα γουβίν = γούβα γουβιστά = μπρούμυτα γουβιστός = μπρούμυτος γουβιτζώνω = σκάβω ανοίγοντας βαθούλωμα γουβώνω = βαθύνομαι γουγευτέας = γλίσχρος γουγεύω = φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγκουνεύομαι γουδίν = γουδί γουδουλίζω = κόβω τις τρίχες τις κεφαλής μου γουδουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος γουζάζω = κτυπώ με σφυρί γουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι γουζίν = όγκος γουΐν = λάκκος, όρυγμα γούλα = λαιμός γουλαγούης = οδηγός γουλανούδιν = είδος ψαριού γουλαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια της φάτνης γουλάρης = αδηφάγος, λαίμαργος γουλάριν = υπολείμματα τροφής γουλάσιν = διφθερίτιδα γουλάτες = αδηφάγος, λαίμαργος γουλέας = αδηφάγος, λαίμαργος γουλέντζα = κοιλότητα στο πυθμένα της θάλασσας γουλέντρα = κοιλότητα εδάφους όπου συρρέει το νερό γουλιμία = πείνα υπερβολική γουλιμώ = πεινώ πολύ γουλίν = βλαστός φυτών γουλοπονίος = πόνος του λαιμού γουλώνω = συσσωρεύω χώμα στη ρίζα του φυτού γουμάριν = γομάρι γουμενείον = διαμέρισμα μοναστηριού γουμενικόν = διαμέρισμα μοναστηριού γούμενος = ηγούμενος γουμπρέλα = ομπρέλα γούνα = γούνα γουνάπιν = σπόγγος γούνατζης = γουναράς γουνοφορεμένος = εκείνος που φοράει γούνα γουντάγου = φάσκιωμα γουντάχ(ιν) = φάσκιωμα γουνταχάζω = φασκιώνω γουνταχέα = φασκιωμένος γουνταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος γουνταχώνω = φασκιώνω βρέφος γουντζάζω = παγώνω γουντρά = είδος σκληρού χόρτου υδροχαρούς γουργούκι = δερματικό εξόγκωμα κεφαλής γουργουλόσκιστος = εκείνος που είναι να σκιστεί από τον Γουρζουλάν γουργούρι = φάρυγγας γουργουρίζω = γουργουρίζω γουρδουγκελάζω = αλευρόσουπα που σβολιάζω κατά τη βράση γουρδουγκελάριν = αλευρόσουπα που κατά το βράσιμο σχηματίζει σβώλους γουρδουγκέλης = αγροίκος, βάρβαρος γουρδουγκέλιν = αδιάλυτος σβώλος αλευρόσουπας γουρδουπλάζω = σχηματίζω κόμπους γουρδουπλάριν = αυτό που έχει κόμπους, σβώλους γουρδούπλιν = κόμπος νήματος, σβώλος φαγητού γουρεύω = κουρεύω γουρζεύω = εκχερσώνω έδαφος Γουρζουλάς = η πανούκλα προσωποποιημένη γουρζούλιν = φαΐ δηλητηριασμένο που βλάπτει και καταστρέφει γουρζουλοαίματος = εκείνος που είναι να αιματωθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλομακέλλιστος = εκείνος που είναι να ταφεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλομάσετος = εκείνος που είναι να μασηθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλοπέτεινος = τσαλαπετεινός γουρζουλοπούλλιν = τέκνο Γουρζουλάν γουρζουλοσπαγμένος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλόσπαχτος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλοφάγετος = εκείνος που είναι τα φαγωθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλοφάει = φαΐ του Γουρζουλά γουρζουλώνω = δίνω σε κάποιον να φάει φαΐ καταραμένο γούρθα = γροθιά, πυγμή γουρθάζω = γρονθοκοπώ γουρθέα = γροθιά γουρίζω = ωρύομαι γούρνα = γούρνα γουρνίν = γούρνα, λεκάνη γουρνούχιν = γούρνα μέσω της οποίας διαρρέει το νερό γούρος = γενναίος γουρουδάζω = βγάζω εξογκώματα γουρουδάριν = εξογκώματα γουρουδάς = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους γουρουδέας = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους γουρούδιν = όγκος δέρματος γουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι γουρούνιν = γουρούνι γουρπανίζω = παρακαλώ γουρπάνιν = θυσία, θύμα γουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω γουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή γουρτεύω = τρίζω τα δόντια γουρτζανίζω = τρίζω τα δόντια γους = ως γουσγού = κουκουβάγια γούσποτε = ώσπου γούστιλια = κορακίστικα γουστράχ(ιν) = φοράδα γουτίν = κουτί γουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο για γυναικεία φορέματα γουτουρεύω = λυσσώ γουτουρομονή = λύσσα γραγρανίζω = παράγω θόρυβο γραία = γριά γραίικα = γραώδη γραικόπουλλον = ελληνόπουλο γραίνω = φθείρω, παλαιώνω γραίος = γέρος γραιπούτζα = υπέργηρη γραιώνω = γηράσκω, γερνώ γραιωτέσσα = σχεδόν γριά γράμμα = γράμμα γραμματίζω = διδάσκω, μορφώνω γραμματικός = γραμματικός γραμμόπον = γραμματάκι γραντζέα = οσμή κουρελιασμένης περιβολής γραντζικά = βαμβακερά υφάσματα γράντζιν = ράκος, κουρέλι γραντζοσάκκιν = σάκος από κουρελιασμένα υφάσματα γραντζούφης = εσχατόγηρος γράνω = φθείρω, παλαιώνω γράσιμον = φθορά ειδών ενδυμασίας γρασιμονή = φθορά ειδών ενδυμασίας γραστίν = ζώο που εγκυμονεί γρατζανίζω = τρίζω τα δόντια γρατζαρίζω = γρατζουνίζω γραφανίζω = παίζω λύρα άσχημα γραφέας = γραμματέας γραφή = επιστολή γραφνία = βράγχια γραφουλίζω = γρατζουνίζω γραφτόν = πεπρωμένο γράφω = γράφω γράψιμον = γράψιμο γρέφος = βρέφος γρεφούλλιν = βρέφος γριβέας = φιλάργυρος, σφιχτοχέρης γριβώνω = προσκολλούμαι γριβωτός = προσκολλημένος γριζέα = χέρσο έδαφος γρίζεμαν = εκχέρσωση εδάφους γριζεύω = εκχερσώνω έδαφος γριζομάκελλον = σκαπάνη γριλεύω = αφανίζω, καταστρέφω γριμαλίζω = διαπληκτίζομαι γριμαλώνω = διαπληκτίζομαι γριμώνω = γριμώνω γρίντζα = καταστάλαγμα βουτύρου και οποιασδήποτε λιπαρής ουσίας γριντζανίζω = τρίζω γριντζαφίζω = γρατζουνίζω γριντζαφώνω = σκαρφαλώνω με τα νύχια γριντζέα = χέρσο έδαφος γριντζέας = ο γελαστός ενώ δείχνει και τα δόντια γριντζεύω = εκχερσώνω έδαφος γριντζίλιν = ούλα γριντζομάκελλον = σκαπάνη γριντζόν = λερωμένο γριντζούρι = πράγμα καταλερωμένο γριντζώνω = μορφάζω δείχνοντας τα δόντια γρίπος = γρίπος γρίτζαινα = σκελετώδης γριτζανίζω = ζώα που μασούν με τρίξιμο γριτζαφίζω = γρατζουνίζω γριτζώνω = γίνομαι σκελετώδης γρόθα = γροθιά γροθάζω = γρονθοκοπώ γροθέα = γροθιά γροικώ = καταλαβαίνω γρούδι = μηδαμινό γρουζούλι = σβώλος που σχηματίζεται σε παρασκεύασμα από αλεύρι γρούθινα = είδος αγριόχορτου γρουλεύω = αφανίζω, καταστρέφω γρουντζούλ(ιν) = ούλο γρούτα = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένο γρουτζανίζω = τρίζω γροφώνω = προσκολλούμαι γρυλλίζω = γρυλλίζω γρύμψος = αδύνατος στο πρόσωπο γρυμψώνω = αδυνατίζω γυκαικαρείον = γυναικωνίτης γυλάρι = κεφαλόπουλο γυλίδι = ευλύγιστη βέργα γυλίζω = στραγγίζω γυμνός = γυμνός γυμνοτσάρουχα = τσαρούχια που φοριούνται χωρίς κάλτσες γυμνώνω = γυμνώνω γυναίκα = γυναίκα γυναικάδελφος = κουνιάδος γυναικείον = γυναικείο γυναικείος = γυναικείος γυναικέσιος = γυναικείος γυναικίζω = νυμφεύομαι γυναίκικος = γυναικείος γυναικίστικος = γυναικίστικος γυναικίτζα = γυναικούλα γυναικίτης = γυναικωνίτης γυναικίτικος = γυναικίστικος γυναικοθείος = θείος της συζύγου γυναικολογία = άθροισμα γυναικών γυναικόπαιδα = γυναικόπαιδα γυναικότα = γυναικεία φύση γυναικού = σχετικώς προς τη γυναίκα γυναικωνίτης = γυναικωνίτης γυναικωτός = εκείνος που γυναικοφέρνει γυόσμη = δέσμη γυράζω = αποδιώκω, αποπέμπω γυράλευρον = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου γύργυλλας = ουράνιο τόξο γύργυλλος = ολοστρόγγυλος γύρεμα = ζητιανιά γυρευοπούλλιν = παιδί επαίνου γυρευός = επαίτης, ζητιάνος γυρευοσάκκιν = η πήρα του επαίτου γυρευοσάκκουλον = η πήρα του επαίτου γυρεύω = γυρεύω γυρία = περιφέρεια, γύρος γυριάζω = περικυκλώνω, περιτριγυρίζω γυρίζω = γυρίζω γυρίον = επαιτεία, ζητιανιά γύρισμα = γύρισμα γυρισμός = γυρισμός γυριστός = γυριστός γυροκλώθω = γυρίζω, στρέφω, αντιστρέφω γυρόκλωσμαν = στριφογυρίζω γυροκόφτω = κόβω γύρω γύρω γύρος = γύρος, περιφέρεια γυροστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος γυρτά = σκυφτά γύρω = γύρω γύρωμαν = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου γυρώνω = σχηματίζω γύρω γύρω από την μυλόπετρα υδρόμυλου γωνέα = ακρογωνιαίος λίθος γωνία = γωνία γωνοκόλιν = βάση βράχου γ’λάρα = υπόλειμμα τροφής γ’λαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια φάτνης Еще статьи... |
|