|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταχύπλοο? — — ξεφραγμένος — φυτευτήρι — αποκρυπτογράφησις — λογαριθμικός — κονιακάκι — αζευκτος — μεταξότριχα — λαβυρινθίτιδα — συνέκδημος — μετοφορά — πίσωθε — λαντουρώ — αποθανατίζω — μηχανοδηγός — πάστωμα — σιωπητήριο — μοναρχία — ουροσκοπία — βραδύνοια — επανθώ — ζωοψυχολογία |
|||