|
внутривенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внутривенный? — ενδοφλεβικός как с (ново)греческого переводится слово ενδοφλεβικός? — внутривенный — αιάντειος — παραδώ — αντιπροσώπευση — μπεχλιβάνης — συνεσταλμένος — μονοσέντονο — μουγγός — μακραίων — επειγόντως — φοβούμαι — σφηνούμαι — βυζάνω — διστακτικότητα — λάφυρο — αξιοποιούμαι — μετανοιωμός — γερνάω — δεκαετία — ακορντεονίστρια — τζίφος — αγναντερός |
|||