|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στεφάνιο? — — μυκτηρίζω — σουρτουκεύω — οινομετρία — προσωπολήπτης — δευτερίζω — τάγμα — αηδονόλαλος — αχρηστεύω — σοροκάδα — κλιμακτήρας — προώλης — ψαρώνω — παραμυθιάζω — υπογένεοτη — βυνοποιώ — εξέλκωση — λεπτότριχος — ελαφοκέφαλος — ψωροφθαλμία — επικοινωνιακά — δοτική |
|||