Новогреческий словарь
ανθρακωτήρας
ανθρακωτήρας
(-ήρος) ο
карбюратор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карбюратор
? —
ανθρακωτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανθρακωτήρας
? — карбюратор
#
(ново)греческий словарь
—
χαριτόβρυτος
—
αποτήκω
—
ωμοπλινθοδομή
—
επιβατικός
—
δεκατετραέτης
—
συνδιασκέπτομαι
—
σβάστικα
—
αιματηρός
—
αιώνας
—
μεροδουλευτής
—
αυτοκατασικασμένος
—
θερμασμένος
—
μορφολογία
—
ψυχογιός
—
φαρδύνω
—
επιστημολογία
—
επιόν
—
μιλάνος
—
απατεώνας
—
θαλαμικός
—
μάδημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве