Новогреческий словарь
χρονοβόρος
χρονοβόρος
прил, длительный, затяжной
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρονοβόρος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υδάτωση
—
ανδρογένεια
—
καλτσοδέτα
—
ινομύωμα
—
εβονίτης
—
προοδευτικότητα
—
σκοτισμάρα
—
υδροκινητήρας
—
βόθρος
—
αρχιγένεση
—
κάτωθεν
—
έλκυση
—
ανειρήνευτος
—
εμβαδομέτρηση
—
γήπεδο
—
κρουσταλλοπηγή
—
ζεματίζομαι
—
μπήχνω
—
ασπροφρυδού
—
ακοντιστής
—
πορθώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве