|
прил, длительный, затяжной #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρονοβόρος? — — βαθυκόκκινος — ψιψιρίζω — σαββατογεννημένος — ανείσπραχτος — άτι — εισακούομαι — αστρέχα — γραμμιστήρι — αποδιαλόγι — λαϊκιστής — όλος — βγάλσιμο — προσευχούλα — αναθεμάτισμα — μοναχός — τόν — κουραστικός — επιτραχήλιον — αγραμματωσύνη — γουργουριάζω — τριτότοκος |
|||