χρονοβόρος

формы словаβ
χρονοβόρος
прил, длительный, затяжной


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово χρονοβόρος? —


βαθυκόκκινοςψιψιρίζωσαββατογεννημένοςανείσπραχτοςάτιεισακούομαιαστρέχαγραμμιστήριαποδιαλόγιλαϊκιστήςόλοςβγάλσιμοπροσευχούλααναθεμάτισμαμοναχόςτόνκουραστικόςεπιτραχήλιοναγραμματωσύνηγουργουριάζωτριτότοκος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit