|
αόρ. от σπώ, σπάνω и σπάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έσπασα? — — άφρισμα — αντιφλογιά — αυτοθέλητος — κουκούνα — ρήση — αθυρματοποιία — υδρονέφρωση — σωμασκία — χαιρέτισμα — λαογράφος — χριστής — αετός — κηπευτής — άτονος — οσκρώνω — ιαβέρειος — έντονος — οποτεδήποτε — στράγγιση — γεννητάτα — γυψάδικο |
|||