|
долмочка (уменьшительное от долма) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долмочка? — ντολμαδάκι как с (ново)греческого переводится слово ντολμαδάκι? — долмочка — δικτάτορας — ψυχοπαθής — καλομιλάω — μπιρμπίλω — ωφέλεια — κουκλί — φυτοκομείο — λέπαδνον — επικυρίαρχος — αλφαβήτιση — παλιό- — αναιμία — αλευροποιία — δημοδιδασκαλείο — ορμώ — παράκαιρος — αλάτισμα — ημίτυφλος — αμφιδετικός — μαγκανοπήγαδο — αντερωτώ |
|||