|
исследовательский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исследовательский? — ζητητικός как с (ново)греческого переводится слово ζητητικός? — исследовательский — κομψευόμενος — καψυλλίωση — συντριβή — εκτονος — αντικρένω — στραβοπάτημα — ανεπίμικτος — αργοπάτημα — αστεφάνωτος — γινατώνω — τεταμένος — δρωτάρι — ακόπριστος — διαπορία — διδάσκω — αναπαραδιάρης — Κύπρια — αστραποβολώ — ρυμουλκός — ξερατό — αναρρηγνύω |
|||