|
(-ιδος) η мед. пиодермия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пиодермия? — πυοδερμίτις как с (ново)греческого переводится слово πυοδερμίτις? — пиодермия — μπούας — φουστανάκι — μετεωροσκοπείο — δέσμευση — ακροδακτύλιον — απρόσφερτος — λογοκοπώ — ξελογιάζω — αθωώνω — προικοδότηση — αντεπερωτώ — βιβλιοδετούμαι — καυστηρατζής — φιλεδάκι — εργατικός — ευαπόσπαστος — καταβίβαση — σιγομίλητος — κοκκινιά — σταδιοδρομία — γρεναδιέρος |
|||