|
перезрелый (о плодах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перезрелый? — παραφτασμένος как с (ново)греческого переводится слово παραφτασμένος? — перезрелый — καρραγωγέας — επιπλέον — μουλώνω — κελαϊδιστός — μπαλώνομαι — ευτού — απεικασιά — αλμυρίχα — δασοφυτεία — επιπέδωση — επάρκεια — διαρρηγνύω — σπηλαιολογία — διαξυλώ — εισέφρησα — ακατάδεχτος — λερωμένος — αχαλύβωτος — οδοποιός — ιχθυάλευρο — Αλγερίνα |
|||